Ο Ταΰγετος
   στην ποίηση του
Νικηφόρου Βρεττάκου




         Μουσικό Σχολείο Σπάρτης
ΈΤΣΙ ΜΟΥ ΣΤΑΘΗΚΕ Ο ΤΑΫΓΕΤΟΣ


    Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος
                   της μητέρας μου.
     Με πότιζε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο
    ως να μου δέσει την ψυχή, όπως την πέτρα του
ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθειές χαράδρες του
    να σχηματίσει μές στη ζωή μου δώδεκα κορφές
  να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο.
            Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο.
              Δίψα βαθειά σαν ωκεανός,
                υψηλή ως το φεγγάρι
           Δίψα που να τη λυπηθεί ο Θεός!


  Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα
                  των γκρεμνών του,
ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα.
   Κι ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα.
    Κι ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές
    ζητώντας νάβρει μέσα τους ένα σπινθήρα! Έτσι
      μου στάθηκε ο Ταΰγετος, όσο να γεννηθούνε
τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!
Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ

  Κ’ η πατρίδα σου, όταν την έχεις
          μέσα σου, είναι
παντού. Ο αστερισμός σου δεν βλέπει
    από τόσο ψηλά τον Ταΰγετο.
           Βλέπει τη Γή. –
Ήρθα. Δε με περίμενες. Δεν είχες
       από καιρό κανένα μήνυμά μου.
  Οι δρόμοι δε με ανάγγειλαν. Τ’ αστέρια
      δεν μετακινηθήκαν. Σου φωνάζω
     κι εσύ δεν αποκρίνεσαι να βγάλεις
μες στη νυχτα ένα φως. Κάτω απ’ το βράχο
  που με θήλαζε η μάννα μου και στάζαν
   οι ρόγες των βυζιών της φορτωμένος
 καρτερώ να μου γνέψεις. Όμως, μάταια
βρέχομαι στην ερμιά σου, όπως την πέτρα
   την εγκαταλειμμένη. Έχεις αγριέψει,
 κουνάς όλα τα δέντρα σου, με διώχνεις.




                                           Μες την παγκόσμια ομίχλη, μουσκεμένος
                                               άρρωστος, δίχως ήλιο, με τα πόδια
                                                  βαριά, κοντοβημάτιζα όπως ένας
                                             μολυβένιος στρατιώτης. Με λαβώσαν!
                                              Μάταιοι αγώνες έσκαψαν την πέτρα.
Νικηφόρου Βρεττάκου,Τα θολά ποτάμια, 1950
          Μουσική:Π. Κωνσταντακόπουλος
Η ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ                       Νικηφόρου Βρεττάκου,
Πάσχα εί ναι στη Σπάρτη, στον κόσμο,        Το βάθος του κόσμου, 1960
στο άπειρο. Πάσχα παντού.
Πηγαί νοντας –τ’ άλλο πρωΐ θα σου κλείσω
μια μουσική από γύρη κι από
Λεμονάνθια στο γράμμα μου.
Θα σου στεί λω ένα φώς διαλεγμένο από την
επιφάνεια του κύματος, που σκεπάζει την άνοιξη
τ’ άσπρα περβόλια της.
                     Τα χιόνια θα λιώσουν
ψηλά στον Ταΰγετο κι ότι κι αν πεις,
η καρδιά μου, Μαρί α, εί ναι μια στέρνα.
Γιομί ζει όταν χί λια ρυάκια
μαζί κατεβαί νουνε
μέσα της-
         Τότε λοιπόν
      ξεχειλίζει και τρέχει, ιδρώνοντας όπως
                       μια στάμνα στο άπειρο.
Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ
Ο ήλιος ο ολόχρυσος πλούτος του κόσμου ,
Αναβλύζει, αναλίσκεται. Όμως δε μπόρεσε.
                                                   Νικηφόρου Βρεττάκου,
Ποτέ του δεν έφτασε σ’όλα τη γή.
Σκορπίζεται πάνω μας κάθε μέρα σα μια              Το βάθος του κόσμου,
τσακισμένη καρδιά, μα δε φτάνει · ζητάει
                                                      Η λιτανεία των
παραστάτες.
                                                      σκεπασμένων
Νοιώθω τη νύχτα
                                                       προσώπων
ν᾿ απλώνονται χέρια πάνω απ᾿ τον ύπνο μου.
Να ψάχνουν, να κάνουν ένα θόρυβο μαύρο.                    1960
Αόματα χέρια. Δάχτυλα ανάστροφα, που όλο
μακραίνουν και κρέμονται πάνω μου. Οι άκρες τους
στάζουν φαρμάκι: «Φως και ψωμί!»
Τραβώ το σεντόνι μου.
                    Τ’ ακώ να πληθαίνουν
Διαρκώς, να μπερδεύονται όπως τα κλωνάρια
ενός δάσους που κάηκε. Να γίνονται σύννεφο.
Ουρανός, που ολοένα σουρπώνει. Να γίνονται
        σκότος. Βοή, Καταιγίδα.


Έχεις κάνει πλατάνια, έχεις δρυά,
έχεις έλατα, Κύριε. Γιατί με σπατάλησες;
Η κορυφή του Ταΰγετου ήτανε
πάντοτε άδεια. Θα μπορούσες να μ᾿ έχεις
ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ
                            Κάθε φορά που ακουμπώ το ζεστό
                       μέτωπό μου στο χέρι σου, άλλο δεν σκέφτομαι
                         Να γινόνταν νερό τα πέντε στου δάχτυλα
                           να γίνουν ποτάμι, να κυλήσει απάνω
                                 στο σώμα μου ολόκληρο.
                                                 Καίνε τα μάτια,
                              το στήθος, οι σκέψεις μου καίνε.
  Νικ. Βρεττάκου,
                                                       Ενώ
Το βάθος του κόσμου,
                       τυλιγμένος μ᾿ ένα σεντόνι νερού θα μπορούσα
   Η πάλη με τον       να βάδιζα ακόμη πολύ. Ν’ ανεβώ στον Ταΰγετο,
καθημερινό δαίμονα,         στην ίδια κορφή, που μάνιζε ο ήλιος
       1960            και σα νάταν φτερούγες ρουφούσε τα χέρια μου
                        προς τα πάνω το φώς-κ’ επιμένοντας, όπως
                       πάντα επιμένοντας, να προβάλω στον κόσμο΄
                                σαν φάντασμα       Αγάπης.
Νικηφόρου Βρεττάκου, Το βάθος του κόσμου, Παιχνίδια με τα χρώματα, 1960


            ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
 Είδα στον ύπνο μου, απόψε, πως μίκρυνες
 Πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο,
 φρέσκο, σαν άκοπο. Σ’ είχα
 στο χέρι μου, τάχα, και πήγαινα,
 πήγαινα-
         Πέρασα κι άφησα
 δεξιά στον Ταΰγετο. Στάθηκα μόνο,
  τον κοίταξα λίγο, ξαναπήρα το δρόμο μου κι όλο
  πήγαινα, πήγαινα-
                      Πού να σε βάλω;
  Όλη η γης είναι στήθος μου.
ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ
Η πρωϊνή ανθοφορία με βρήκε στο μέσο
του πράσινου χωραφιού. Όλα σαν μνήμη
παιδική μοιάζαν γύρω μου. Θαρρούσες
    πως έχτιζαν, τραγούδαγαν όλα.
 Ως κι ο σπουργίτης σα νάχε κι αυτός
   ακόμη αναλάβει έργο στον κόσμο.
 Όλα έλεγαν, έφτιαχναν, έφερναν κάτι.
 Κι η καρδιά μου είχε ανοίξει σα νάθελε
    να προσφέρει κι αυτή το φτωχό
         οβολό της στο σύμπαν.
ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ένα πρόσωπο είναι μια ευθύνη.                                 Προς τα πού να φωνάξω; Και τι
Έχει μια θέα όπως ένα βουνό     «Πενηντα νεκροί»
                                                              να τον κάμω αυτόν
με γαλάζιον ορίζοντα.           «εκατό τραυματίαι»
                                                              τον Ταΰγετο, που έχεις
                  Θεέ μου,
                                 τηλεγραφούν απ’ τ’ Αλγέρι.
ξέρω το βάρος μου.                                            στήσει στους ώμους μου;




                                                Νικηφόρου Βρεττάκου,
                                                 Το βάθος του κόσμου,
                                       Η λιτανεία των σκεπασμένων προσώπων
                                                         1960
Νικηφόρου Βρεττάκου, Το βάθος του κόσμου, Διάλογος Απόλλωνα- Διοννύσου, 1960
                     ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΗΡΘΑΝΕ ΝΑ ΜΕ ΔΟΥΝ

                     Όλα έμοιζαν σήμερα σάμπως νάρθε ο
                     Ταΰγετος
                     ενώ ήμουν εγώ που πήγαινα πάντοτε. Τον
                     έβλεπα που όλο
                     πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρές
                     οι πτυχές κ᾿ οι κορφές του , κινούμενες μέσα
                     στο φώς , αερόπαιζαν –
                                  Ερχόνταν κ᾿ οι τρείς τους.
                     Δεξιά του ο Άη –Γιώργης στ’ασημένιο του
                     άλογο.
                     Η Παναγιά στα ζερβά του, με το ανάλλαχτο
                     εκείνο
                     φόρεμά της το κόκκινο. Μια τούφα χρυσό
                     ανοιξιάτικο φώς τα μαλλιά της, κυμάτιζαν.
                     Στο ένα χέρι της κράταγε κλωνάρι από δρύ,
                     μυρτόκλαδο στο άλλο της.
                                         Έδειχνε είκοσι
                     χρονών ο Ταΰγετος . Η Παναγια δεκατέσσερω.
                     Ο Άη-Γιώργης δεκάξι. Τραγούδαγαν.
                     Τους απάντησα τρέχοντας έξω απ᾿ την πόλη
                     και σε λίγο , επειδή δεν χωρούσαν να μπούν
                     απ᾿ την πόρτα στο σπίτι μου, τους άνοιξα ένα
                     Μεγάλο παράθυρο στην ψυχή μου και πέταξαν
                      Μέσα τριαντάφυλλα.
ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ

Τ’ όνομά σου: ψωμί στο τραπέζι.
Τ’ όνομά σου: νερό στην πηγή.
Τ’ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων.
Τ’ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα
       στην πρώτη του Μάη.
Τ’ όνομά σου: ρινίσματα ήλιου,
Τ’ όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα
 Τ’ όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο.
Τ’ όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν
  την άνοιξη πίσω τους.

Τ’ όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο.
Τ’ όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα.
Τ’ όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα.
Τ’ όνομά σου: δυό δρύς που το ουράνιο τόξο
       στηρίζει τις άκρες του.
Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σ’ αστέρι.
Τ’ όνομά σου: ομιλία δυό ρυακιών μεταξύ τους.
Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο.
Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτυγμένο ως το γόνατο σε
μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ’ όνομά σου:…………………………………….
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων.
Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γής
που περίσσεψε.
Τ’ όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα.
Τ’ όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ……….
Ο ΠΗΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ

Δε θ’ ανακάλυπτα δίχως εσέ την ψυχή μου.
Μεγαλώνει στο βλέμμα μου ο θρόμβος
του ιδρώτα σου, γίνεται μάζα νερού
που γκρεμίζεται από έναν υψηλό καταρ-
ράχτη. Γνωρίζω τα δάκρυα, το αίμα σου.
Μια
ζωή και δεν έφυγαν ποτές απ’ τα χέρια μου.
Πλάθω τον πόνο σου καθώς ο καλός
Σιφναίος τον πηλό του. Δίχως εσένα,
τον δικό σου πηλό, εγώ δε θα είχα
όνομα, όπως ένας κάποιος ψαράς,
ένας κάποιος βοσκός ή σ’ ένα δάσος
του Ταϋγέτου, ένας σκίουρος.
ΝΕΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΥΓΕΤΟ

Αν κλαίω
είναι για μένα.
Ήλιε, που δύεις
σαν ένα μεγάλο
διάφανο ρόδο
(όμοια ως ν’ άνοιξεν
σαν ένα μπουμπούκι
η ίδια η κορφή)
δεν βρίσκω άλλον τρόπο,
αυτή τη στιγμή,
να εκφράσω το φως.-
Επιστροφή σ᾿ ένα βουνό

Δε θα ξανάρθω πια κοντά σου

να μην ακούσεις το ποτάμι

που μες στο στήθος μου κυλά.

Αν δεις τον ήλιο να σου γνέφει

τον έσπερο να σε ρωτά,

βάλε τα σπάρτα τα μαλλιά σου

τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου

κι' έβγα νυφούλα στα βουνά
Εβγα νυφούλα στα βουνά.

κι' αν σε ρωτήσουνε τ' αλάφιά,

αν σε ρωτήσουν τα πουλιά,

πες τους: θα βγώ με το φεγγάρι,

με τρεις αγγέλους συντροφιά!
Η ΜΙΚΡΗ ΣΟΥ ΠΟΛΗ

Αλήθεια, δεν μπόρεσες να ξεπεράσεις την εποχή
που φοβόσουν το λύκο και καρτερούσες τον άγγελο.
Μελέτησες τα ήθη και έθιμα της Ιστορίας,
πέρασες κάτω απ’ τα τόξα των σύγχρονων γεγονότων,
ταξίδεψες. Ωστόσο, δεν μπόρεσες να αποβάλεις
τη μικρή παιδική πόλη από μέσα σου,
τη γινόμενη από αγαθά πρόσωπα, τόπους
γυμνούς ή κατάφυτους, ουράνια πράγματα,
με τον σεβάσμιο εκείνο γέροντα γιομάτον στοχασμό
και ύψος, τον Ταΰγετο, στην πρωτοκαθεδρία.
Κι αλήθεια, πόσο αναπαυμένα θα ένιωθες, αν μπορούσες,
γυρίζοντας τις πλάτες στις γιγάντιες πόλεις,
να επέστρεφες εκεί, στα πράγματα που σου έδωσαν
κι ύφανες το ωραίο σου όνειρο, στο λόφο, όπου κάθισες
έναν καιρό στο θρόνο του και βασίλεψες στην ειρήνη,
να επέστρεφες, να επέστρεφες κάτω απ’ τα ιλαρά τους
βλέμματα να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ σου.
ΠΟΙΗΣΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ
                   ΜΟΥΣΙΚΗ Τ. ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ

 Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ'τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
Κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με νοιάζονταν,
κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με μάλωνε:
Χτες σ'έλουσα, χτες σ'άλλαξα, που γύριζες -
ποιος γιόμισε τα ρούχα σοu δάκρυα
         και νεραντζάνθια;
Νικηφόρου Βρεττάκου, Η φιλοσοφία
τωνλουλουδιών Artigraf, Αθήνα, 1988
             Αγάπη
     Αφήνω ανοικτή τη σελίδα
 του Ομήρου, σηκώνομαι, βγαίνω,
        να ρίξω ένα βλέμμα
      και στ’ άλλα βιβλία μου.
      Συλλαβίζω αντικρύ μου
         Μια λέξη- εντολή.
             Η πλαγιά
         Είναι ολόλευκη.
       Οι μικρές μαργαρίτες
        Μια κάθετη πλάκα
       Που κατέβασε ο Μάης
         Απ’ το όρος Σινά.
Νικηφόρου Βρεττάκου, Χορωδία.
    Εκδ. Τρία Φύλλα, Αθήνα, 1988


    …Κι αν ο λόγος μου
   γινόταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
      τότε κι οι δυό σαν πέτρες
      παράλληλες. Όμως μέσα
   στο ανάστατο δάσος του κόσμου
      σήμερα ο Λόγος δύσκολα
     ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
      το ξέρω πως μέσ’ από τα
    βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν
    λουλούδια και πώς θα μιλούν
    για το θαύμα- ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μέσ’ από τους στίχους μου.
Ό,τι είχα να κάνω στον κόσμο
                    Το έκανα.
              Το μήνυμα το έστειλα.
           Την μποτίλια την πέταξα ήδη
        Στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο.
       (Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας)


Νικηφόρου Βρεττάκου, Η συνάντηση με τη θάλασσα,
               Είμαι ένας γέρος…
       Εκδ Τρία Φύλλα, Αθήνα, 1991. σ.39.

νικηφόρος ταΰγετος

  • 1.
    Ο Ταΰγετος στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου Μουσικό Σχολείο Σπάρτης
  • 2.
    ΈΤΣΙ ΜΟΥ ΣΤΑΘΗΚΕΟ ΤΑΫΓΕΤΟΣ Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου. Με πότιζε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο ως να μου δέσει την ψυχή, όπως την πέτρα του ως να χαράξει στην καρδιά μου τις βαθειές χαράδρες του να σχηματίσει μές στη ζωή μου δώδεκα κορφές να βγαίνω απάνω με μοναδικό μου όνειρο τον ήλιο. Με δίψα μου μοναδική τον ήλιο. Δίψα βαθειά σαν ωκεανός, υψηλή ως το φεγγάρι Δίψα που να τη λυπηθεί ο Θεός! Γύρω τριγύρω στην καρδιά μου τα γεράνια στέφανα των γκρεμνών του, ρωγμές για ζώα, νεροσυρμές, ελάτια κι αγριοπερίστερα. Κι ένας αητός απάνω μου να σπαθίζει τα σύννεφα. Κι ένας αητός απάνω μου να σκάφτει τις βροντές ζητώντας νάβρει μέσα τους ένα σπινθήρα! Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος, όσο να γεννηθούνε τα δυο παιδιά του Θεού μέσα μου: η Ποίηση και η Αγάπη!
  • 3.
    Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ Κ’ η πατρίδα σου, όταν την έχεις μέσα σου, είναι παντού. Ο αστερισμός σου δεν βλέπει από τόσο ψηλά τον Ταΰγετο. Βλέπει τη Γή. –
  • 4.
    Ήρθα. Δε μεπερίμενες. Δεν είχες από καιρό κανένα μήνυμά μου. Οι δρόμοι δε με ανάγγειλαν. Τ’ αστέρια δεν μετακινηθήκαν. Σου φωνάζω κι εσύ δεν αποκρίνεσαι να βγάλεις μες στη νυχτα ένα φως. Κάτω απ’ το βράχο που με θήλαζε η μάννα μου και στάζαν οι ρόγες των βυζιών της φορτωμένος καρτερώ να μου γνέψεις. Όμως, μάταια βρέχομαι στην ερμιά σου, όπως την πέτρα την εγκαταλειμμένη. Έχεις αγριέψει, κουνάς όλα τα δέντρα σου, με διώχνεις. Μες την παγκόσμια ομίχλη, μουσκεμένος άρρωστος, δίχως ήλιο, με τα πόδια βαριά, κοντοβημάτιζα όπως ένας μολυβένιος στρατιώτης. Με λαβώσαν! Μάταιοι αγώνες έσκαψαν την πέτρα.
  • 5.
    Νικηφόρου Βρεττάκου,Τα θολάποτάμια, 1950 Μουσική:Π. Κωνσταντακόπουλος
  • 6.
    Η ΞΕΧΕΙΛΙΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ Νικηφόρου Βρεττάκου, Πάσχα εί ναι στη Σπάρτη, στον κόσμο, Το βάθος του κόσμου, 1960 στο άπειρο. Πάσχα παντού. Πηγαί νοντας –τ’ άλλο πρωΐ θα σου κλείσω μια μουσική από γύρη κι από Λεμονάνθια στο γράμμα μου. Θα σου στεί λω ένα φώς διαλεγμένο από την επιφάνεια του κύματος, που σκεπάζει την άνοιξη τ’ άσπρα περβόλια της. Τα χιόνια θα λιώσουν ψηλά στον Ταΰγετο κι ότι κι αν πεις, η καρδιά μου, Μαρί α, εί ναι μια στέρνα. Γιομί ζει όταν χί λια ρυάκια μαζί κατεβαί νουνε μέσα της- Τότε λοιπόν ξεχειλίζει και τρέχει, ιδρώνοντας όπως μια στάμνα στο άπειρο.
  • 7.
    Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΩΝΧΕΡΙΩΝ Ο ήλιος ο ολόχρυσος πλούτος του κόσμου , Αναβλύζει, αναλίσκεται. Όμως δε μπόρεσε. Νικηφόρου Βρεττάκου, Ποτέ του δεν έφτασε σ’όλα τη γή. Σκορπίζεται πάνω μας κάθε μέρα σα μια Το βάθος του κόσμου, τσακισμένη καρδιά, μα δε φτάνει · ζητάει Η λιτανεία των παραστάτες. σκεπασμένων Νοιώθω τη νύχτα προσώπων ν᾿ απλώνονται χέρια πάνω απ᾿ τον ύπνο μου. Να ψάχνουν, να κάνουν ένα θόρυβο μαύρο. 1960 Αόματα χέρια. Δάχτυλα ανάστροφα, που όλο μακραίνουν και κρέμονται πάνω μου. Οι άκρες τους στάζουν φαρμάκι: «Φως και ψωμί!» Τραβώ το σεντόνι μου. Τ’ ακώ να πληθαίνουν Διαρκώς, να μπερδεύονται όπως τα κλωνάρια ενός δάσους που κάηκε. Να γίνονται σύννεφο. Ουρανός, που ολοένα σουρπώνει. Να γίνονται σκότος. Βοή, Καταιγίδα. Έχεις κάνει πλατάνια, έχεις δρυά, έχεις έλατα, Κύριε. Γιατί με σπατάλησες; Η κορυφή του Ταΰγετου ήτανε πάντοτε άδεια. Θα μπορούσες να μ᾿ έχεις
  • 8.
    ΤΟ ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ Κάθε φορά που ακουμπώ το ζεστό μέτωπό μου στο χέρι σου, άλλο δεν σκέφτομαι Να γινόνταν νερό τα πέντε στου δάχτυλα να γίνουν ποτάμι, να κυλήσει απάνω στο σώμα μου ολόκληρο. Καίνε τα μάτια, το στήθος, οι σκέψεις μου καίνε. Νικ. Βρεττάκου, Ενώ Το βάθος του κόσμου, τυλιγμένος μ᾿ ένα σεντόνι νερού θα μπορούσα Η πάλη με τον να βάδιζα ακόμη πολύ. Ν’ ανεβώ στον Ταΰγετο, καθημερινό δαίμονα, στην ίδια κορφή, που μάνιζε ο ήλιος 1960 και σα νάταν φτερούγες ρουφούσε τα χέρια μου προς τα πάνω το φώς-κ’ επιμένοντας, όπως πάντα επιμένοντας, να προβάλω στον κόσμο΄ σαν φάντασμα Αγάπης.
  • 9.
    Νικηφόρου Βρεττάκου, Τοβάθος του κόσμου, Παιχνίδια με τα χρώματα, 1960 ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ Είδα στον ύπνο μου, απόψε, πως μίκρυνες Πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, φρέσκο, σαν άκοπο. Σ’ είχα στο χέρι μου, τάχα, και πήγαινα, πήγαινα- Πέρασα κι άφησα δεξιά στον Ταΰγετο. Στάθηκα μόνο, τον κοίταξα λίγο, ξαναπήρα το δρόμο μου κι όλο πήγαινα, πήγαινα- Πού να σε βάλω; Όλη η γης είναι στήθος μου.
  • 10.
    ΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ Ηπρωϊνή ανθοφορία με βρήκε στο μέσο του πράσινου χωραφιού. Όλα σαν μνήμη παιδική μοιάζαν γύρω μου. Θαρρούσες πως έχτιζαν, τραγούδαγαν όλα. Ως κι ο σπουργίτης σα νάχε κι αυτός ακόμη αναλάβει έργο στον κόσμο. Όλα έλεγαν, έφτιαχναν, έφερναν κάτι. Κι η καρδιά μου είχε ανοίξει σα νάθελε να προσφέρει κι αυτή το φτωχό οβολό της στο σύμπαν.
  • 11.
    ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ Ένα πρόσωποείναι μια ευθύνη. Προς τα πού να φωνάξω; Και τι Έχει μια θέα όπως ένα βουνό «Πενηντα νεκροί» να τον κάμω αυτόν με γαλάζιον ορίζοντα. «εκατό τραυματίαι» τον Ταΰγετο, που έχεις Θεέ μου, τηλεγραφούν απ’ τ’ Αλγέρι. ξέρω το βάρος μου. στήσει στους ώμους μου; Νικηφόρου Βρεττάκου, Το βάθος του κόσμου, Η λιτανεία των σκεπασμένων προσώπων 1960
  • 12.
    Νικηφόρου Βρεττάκου, Τοβάθος του κόσμου, Διάλογος Απόλλωνα- Διοννύσου, 1960 ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΗΡΘΑΝΕ ΝΑ ΜΕ ΔΟΥΝ Όλα έμοιζαν σήμερα σάμπως νάρθε ο Ταΰγετος ενώ ήμουν εγώ που πήγαινα πάντοτε. Τον έβλεπα που όλο πλησίαζε, που όλο και πιο καθαρές οι πτυχές κ᾿ οι κορφές του , κινούμενες μέσα στο φώς , αερόπαιζαν – Ερχόνταν κ᾿ οι τρείς τους. Δεξιά του ο Άη –Γιώργης στ’ασημένιο του άλογο. Η Παναγιά στα ζερβά του, με το ανάλλαχτο εκείνο φόρεμά της το κόκκινο. Μια τούφα χρυσό ανοιξιάτικο φώς τα μαλλιά της, κυμάτιζαν. Στο ένα χέρι της κράταγε κλωνάρι από δρύ, μυρτόκλαδο στο άλλο της. Έδειχνε είκοσι χρονών ο Ταΰγετος . Η Παναγια δεκατέσσερω. Ο Άη-Γιώργης δεκάξι. Τραγούδαγαν. Τους απάντησα τρέχοντας έξω απ᾿ την πόλη και σε λίγο , επειδή δεν χωρούσαν να μπούν απ᾿ την πόρτα στο σπίτι μου, τους άνοιξα ένα Μεγάλο παράθυρο στην ψυχή μου και πέταξαν Μέσα τριαντάφυλλα.
  • 13.
    ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙ Τ’ όνομά σου:ψωμί στο τραπέζι. Τ’ όνομά σου: νερό στην πηγή. Τ’ όνομά σου: αγιόκλημα αναρριχώμενων άστρων. Τ’ όνομά σου: παράθυρο ανοιγμένο τη νύχτα στην πρώτη του Μάη. Τ’ όνομά σου: ρινίσματα ήλιου, Τ’ όνομά σου: στροφή από φλάουτο τη νύχτα Τ’ όνομά σου: στα χείλη των αγγέλων τριαντάφυλλο. Τ’ όνομά σου: κουδούνισμα αλόγων που σέρνουν την άνοιξη πίσω τους. Τ’ όνομά σου: βροχούλα στου σπορέα το μέτωπο. Τ’ όνομά σου: περίσσευμα στου βοσκού την καλύβα. Τ’ όνομά σου: τοπίο χωρισμένο με χρώματα. Τ’ όνομά σου: δυό δρύς που το ουράνιο τόξο στηρίζει τις άκρες του. Τ’ όνομά σου: ένας ψίθυρος απ’ αστέρι σ’ αστέρι. Τ’ όνομά σου: ομιλία δυό ρυακιών μεταξύ τους. Τ’ όνομά σου: μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο. Τ’ όνομά σου: ένα ελάφι βουτυγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου. Τ’ όνομά σου:……………………………………. Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους. Τ’ όνομά σου: Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων. Τ’ όνομά σου: ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γής που περίσσεψε. Τ’ όνομά σου: αέτωμα περιστεριών στον ορίζοντα. Τ’ όνομά σου: αλληλούια πάνω στο Έβερεστ……….
  • 14.
    Ο ΠΗΛΟΣ ΤΟΥΑΛΛΟΥ Δε θ’ ανακάλυπτα δίχως εσέ την ψυχή μου. Μεγαλώνει στο βλέμμα μου ο θρόμβος του ιδρώτα σου, γίνεται μάζα νερού που γκρεμίζεται από έναν υψηλό καταρ- ράχτη. Γνωρίζω τα δάκρυα, το αίμα σου. Μια ζωή και δεν έφυγαν ποτές απ’ τα χέρια μου. Πλάθω τον πόνο σου καθώς ο καλός Σιφναίος τον πηλό του. Δίχως εσένα, τον δικό σου πηλό, εγώ δε θα είχα όνομα, όπως ένας κάποιος ψαράς, ένας κάποιος βοσκός ή σ’ ένα δάσος του Ταϋγέτου, ένας σκίουρος.
  • 15.
    ΝΕΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ ΠΙΣΩΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΥΓΕΤΟ Αν κλαίω είναι για μένα. Ήλιε, που δύεις σαν ένα μεγάλο διάφανο ρόδο (όμοια ως ν’ άνοιξεν σαν ένα μπουμπούκι η ίδια η κορφή) δεν βρίσκω άλλον τρόπο, αυτή τη στιγμή, να εκφράσω το φως.-
  • 16.
    Επιστροφή σ᾿ έναβουνό Δε θα ξανάρθω πια κοντά σου να μην ακούσεις το ποτάμι που μες στο στήθος μου κυλά. Αν δεις τον ήλιο να σου γνέφει τον έσπερο να σε ρωτά, βάλε τα σπάρτα τα μαλλιά σου τις μυγδαλιές στην αγκαλιά σου κι' έβγα νυφούλα στα βουνά Εβγα νυφούλα στα βουνά. κι' αν σε ρωτήσουνε τ' αλάφιά, αν σε ρωτήσουν τα πουλιά, πες τους: θα βγώ με το φεγγάρι, με τρεις αγγέλους συντροφιά!
  • 17.
    Η ΜΙΚΡΗ ΣΟΥΠΟΛΗ Αλήθεια, δεν μπόρεσες να ξεπεράσεις την εποχή που φοβόσουν το λύκο και καρτερούσες τον άγγελο. Μελέτησες τα ήθη και έθιμα της Ιστορίας, πέρασες κάτω απ’ τα τόξα των σύγχρονων γεγονότων, ταξίδεψες. Ωστόσο, δεν μπόρεσες να αποβάλεις τη μικρή παιδική πόλη από μέσα σου, τη γινόμενη από αγαθά πρόσωπα, τόπους γυμνούς ή κατάφυτους, ουράνια πράγματα, με τον σεβάσμιο εκείνο γέροντα γιομάτον στοχασμό και ύψος, τον Ταΰγετο, στην πρωτοκαθεδρία. Κι αλήθεια, πόσο αναπαυμένα θα ένιωθες, αν μπορούσες, γυρίζοντας τις πλάτες στις γιγάντιες πόλεις, να επέστρεφες εκεί, στα πράγματα που σου έδωσαν κι ύφανες το ωραίο σου όνειρο, στο λόφο, όπου κάθισες έναν καιρό στο θρόνο του και βασίλεψες στην ειρήνη, να επέστρεφες, να επέστρεφες κάτω απ’ τα ιλαρά τους βλέμματα να μαζέψεις ξύλα για το βράδυ σου.
  • 18.
    ΠΟΙΗΣΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗ Τ. ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ ΟΙ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΕΣ Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα, άσπρισαν απ'τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους γιόμισα το μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου. Κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με νοιάζονταν, κάθονταν κάτω απ'το φεγγάρι και με μάλωνε: Χτες σ'έλουσα, χτες σ'άλλαξα, που γύριζες - ποιος γιόμισε τα ρούχα σοu δάκρυα και νεραντζάνθια;
  • 19.
    Νικηφόρου Βρεττάκου, Ηφιλοσοφία τωνλουλουδιών Artigraf, Αθήνα, 1988 Αγάπη Αφήνω ανοικτή τη σελίδα του Ομήρου, σηκώνομαι, βγαίνω, να ρίξω ένα βλέμμα και στ’ άλλα βιβλία μου. Συλλαβίζω αντικρύ μου Μια λέξη- εντολή. Η πλαγιά Είναι ολόλευκη. Οι μικρές μαργαρίτες Μια κάθετη πλάκα Που κατέβασε ο Μάης Απ’ το όρος Σινά.
  • 20.
    Νικηφόρου Βρεττάκου, Χορωδία. Εκδ. Τρία Φύλλα, Αθήνα, 1988 …Κι αν ο λόγος μου γινόταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι τότε κι οι δυό σαν πέτρες παράλληλες. Όμως μέσα στο ανάστατο δάσος του κόσμου σήμερα ο Λόγος δύσκολα ακούγεται. Αλλά τα παιδιά το ξέρω πως μέσ’ από τα βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν λουλούδια και πώς θα μιλούν για το θαύμα- ζωή, κοιτώντας τον κόσμο μέσ’ από τους στίχους μου.
  • 21.
    Ό,τι είχα νακάνω στον κόσμο Το έκανα. Το μήνυμα το έστειλα. Την μποτίλια την πέταξα ήδη Στου χρόνου το ατέρμονο πέλαγο. (Μπορεί μερικοί να το έλαβαν κιόλας) Νικηφόρου Βρεττάκου, Η συνάντηση με τη θάλασσα, Είμαι ένας γέρος… Εκδ Τρία Φύλλα, Αθήνα, 1991. σ.39.