5. «Το δε την πόλιν
σοι δούναι ούτ΄ εμόν εστίν,
ούτ΄ άλλου των κατοικούντων
εν αυτή .
Κοινή γαρ γνώμη πάντες
αυτοπροαιρέτως
αποθανούμεν και
ου φεισόμεθα της ζωής
ημών.»
8. Η Κωνσταντινούπολη
δεν είναι τόπος,
είναι πρωτίστως Μύθος.
Έζησε πολύ προ αυτής
στις Θερμοπύλες
και στη Σαλαμίνα.
Και έζησε, και ζει,
και κατόπιν αυτής
στο μοναστήρι του
Αρκαδίου,
στο Κούγκι και
στο Ζάλογγο,
στην πόλη των
«Ελεύθερων
Πολιορκημένων»
10. Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου,
και έλεγα πως ήρθε ώρα να
ξεψυχήσω και ευρέθηκα σε σκοτεινό
τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε
σαν κλωνί στάρι ‘ς το μύλο που
αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο
‘ς το νερό που αναβράζει.
Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο
ήτανε το Μεσσολόγγι. Αλλά δεν
έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το
στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη
θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα,
μήτε τον ουρανό. Εκατασκέπαζε όλα
τα πάντα μαυρίλα και πίσσα,
11. γιομάτη λάμψι, βροντή, και
αστροπελέκι. Και ύψωσα τα
χέρια μου και τα μάτια μου να
κάνω δέηση, και ιδού μες
‘ς την καπνίλα μία μεγάλη
γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν
του λαγού το αίμα, όπου η
σπίθα έγγιζε κ’ εσβενότουνε και
με φωνή, που μου εφαίνονταν
πως νικάει την ταραχή του
πολέμου άρχισε:
12. Το χάραμα
επήρα
του ήλιου το
δρόμο
κρεμώντας τη
λύρα
τη δίκαιη στον
ώμο
κι απ΄ όπου
χαράζει
κι ως όπου
βυθά…
13. «Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι»
14. Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
κι απ΄ όπου χαράζει
κι ως όπου βυθά…
15. Παράμερα στέκει
ο άντρας και κλαίει.
Αργά το τουφέκι
σηκώνει, και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
πως είσαι βαρύ»
20. Αγώνας άνισος….
Μία μυριόφωνη βοή ακούεται
εις το εχθρικό στρατόπεδο, και
η βίγλα του κάστρου, αχνή
σαν το Χάρο,
λέει των Ελλήνων:
«Μπαίνει ο εχθρικός στόλος».
Το πυκνό δάσος έμεινε
ακίνητο εις τα νερά…..
Αχ! Πέλαγο μέγα πολεμά το
δόλιο καλυβάκι.
Ο αριθμός δεν έχει αξία μπροστά στην ψυχή……
22. Από το μαύρο σύννεφο
κι από τη μαύρη πίσσα….
Αλλ΄ήλιος,αλλ΄ αόρατος αιθέρας
κοσμοφόρος,
παντόγυρα στον όμορφο αέρα
της ανδρείας.
Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος
αλλ΄ έγινε πνοή τους,
δεν τους βαραίνει ο πόλεμος
κι εμπόδισμα δεν είναι
στες κορασιές να τραγουδούν
και στα παιδιά να παίζουν.
Κάθε φωνή κινούμενη
κατά το φως μιλούσε
κι εσκίρτα τα τρισεύγενα
λουλούδια της αγάπης.
Κι ο ουρανός καμάρωνε,
κι η γη χειροκροτούσε.
27. Άκρα του τάφου σιωπή
στον κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί παίρνει
σπυρί, και η μάνα το
ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε
στα μάτια η μάνα μνέει.
Στέκει ο Σουλιώτης
ο καλός παράμερα
και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό,
τι σ΄ έχω εγώ στο χέρι;
Οπού συ μου΄ γινες βαρύ,
και ο Αγαρηνός το
ξέρει».
28. Άκρα του τάφου
σιωπή στον
κάμπο βασιλεύει
λαλεί πουλί
παίρνει σπυρί και
η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα
εμαύρισε στα
μάτια η μάνα
μνέει. Στέκει ο
Σουλιώτης ο
καλός παράμερα
και κλαίει: «Έρμο
τουφέκι σκοτεινό,
τι σ΄έχω εγώ στο
χέρι; Οπού συ μου
΄γινες βαρύ, και ο
Αγαρηνός το
ξέρει»
29.
30. Της πατρίδας
κολυμβήθρα
μια φορά έχεις γενεί,
κι έχει ως κι η πικραλήθρα
των νερών σου η ταπεινή
να παινεύεται κι εκείνη,
πως την ύστερη στιγμή
γράφτηκ’ ύστερο να γίνει
της παλλικαριάς ψωμί.
Κ. Παλαμάς
31.
32. Η ζωή που ανασταίνεται
με όλες της τες χάρες
αναβρύζοντας ολούθε,
νέα λαχταριστή περιχυνόμενη
εις όλα τα όντα.
Η ζωή ακέραιη,
απ’ όλα της φύσης τα μέρη
θέλει να καταβάλει
την ανθρώπινη ψυχή.
Ο Απρίλης με τον έρωτα
χορεύουν και γελούνε
κι όσ΄ άνθια βγαίνουν
και καρποί
τόσ΄ άρματα σε κλειούνε.
33. Μάγεμα η φύσις
κι όνειρο
στην ομορφιά και χάρη,
η μαύρη πέτρα
ολόχρυση
και το ξερό χορτάρι
με χίλιες βρύσες
χύνεται,
με χίλιες γλώσσες
κρένει..
35. Έστησ΄ ο έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους……
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ΄δες;
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
49. Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
μ’ αγαπημένα πράγματα και με σεμνά κρεβάτια,
ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ
και γγίζ’ η σπίθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα.
Γλήγορα, στάχτη, να φανείς, οι φούχτες να γιομίσουν.
59. Το Μεσολόγγι
γίνεται η άκρα
οδύνη,
η υπέρτατη
θυσία.
Με τον εκούσιο
θάνατό του
εξαγόρασε
την Ανάσταση
της Ελλάδας.
60. Μητέρα μεγαλόψυχη
στον πόνο
και στη δόξα
κι αν στο κρυφό
μυστήριο ζουν
τα παιδιά σου
με λογισμό και
μ΄ όνειρο
τι χάρη έχουν τα
μάτια…
61. Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο
και στη δόξα,
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν
πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρ’
έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα, να σ’ ιδούν μες στο
πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’
αθάνατα ποδάρια
κοίτα με φύλλα της Λαμπρής, με
φύλλα του Βαϊώνε!
το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα,
δεν είδα
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα
κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη
‘ναι κρυμμένα!