SlideShare a Scribd company logo
1 of 60
The Rime of the Ancient Mariner
(1798)
by Samuel Taylor Coleridge
(England, 1772-1834)
Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού ,
η αλληγορία της ζωής
και της ποιητικής δημιουργίας
Είναι ένας γέρος Ναυτικός
και σταμάτησε έναν από τους τρείς.
«Με τη μακριά σου γκρίζα γενειάδα
κι αυτό το μάτι που γυαλίζει,
γιατί με σταμάτησες τώρα εδώ;
Οι πόρτες του γαμπρού είναι ορθάνοικτες,
κι εγώ είμαι ο πιο στενός του συγγενής.
Οι καλεσμένοι έχουν κιόλας μαζευτεί
το γλέντι έχει αρχίσει,
μπορείς να ακούσεις το χαρούμενο θόρυβο
Με το κοκκαλιάρικο χέρι του εκείνος
τον κρατά, «ήταν ένα καράβι», λέει.
«Σταμάτα! Και κάτω τα χέρια σου
γκριζογένη χωριάτη»
Αμέσως το χέρι του τον άφησε.
Τον κρατά με τα μάτια του που λάμπουν.
Ο Καλεσμένος στο Γάμο στάθηκε ακίνητος
κι ακούει σαν τρίχρονο παιδί.
Ο Ναυτικός του κατείχε τη θέληση.
Κάθησε ο Καλεσμένος σε μια πέτρα.
Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
παρά να ακούσει.
Κι έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος
ο ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.
Η νύφη μπήκε μες την αίθουσα,
ήταν σαν ρόδο κόκκινη.
Το κεφάλι της κλίνοντας μπροστά της
χαιρετώντας φεύγουν
οι χαρωποί μινιστρέλοι
Το στήθος του χτύπησε ο Καλεσμένος,
μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς
παρά να ακούσει.
Κι έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος,
ο Ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.
«Και τότε η Ανεμοθύελλα έφτασε,
Κι ήταν σφοδρή και βασανιστική ˙
Με τις ακατανίκητες φτερούγες της
Χτυπούσε και μας έδιωχνε
Προς την κατεύθυνση του νότου.
Με τα κατάρτια να γέρνουν
Την πρόωρα βυθισμένη στο νερό,
Σαν τον κυνηγημένο μ’ ουρλιαχτά
Και με χτυπήματα, που ακόμη
Μες στη σκιά του εχθρού του τρέχει
Και το κεφάλι ρίχνει προς τα μπρος,
Γρήγορα παρασυρόταν το Καράβι,
Βρυχιόταν δυνατά η αντάρα,
Και όλο προς τα νότια φεύγαμε.
Κι έφτασαν τώρα μαζί με ομίχλη και
χιόνι,
Κι έγινε κρύο τρομερό:
Και πάγος, ψηλός σαν το κατάρτι,
Ήρθε επιπλέοντας δίπλα μας
Πράσινος τόσο όσο ένα σμαράγδι.
Και μες απ’ τις μάζες του χιονιού
Που ο άνεμος έσπρωχνε
Οι κάτασπροι έστελναν όγκοι
Μια λαμπεράδα καταθλιπτική:
Ούτε μορφές ανθρώπων ούτε ζώα
Αναγνωρίζαμε – Ο πάγος ήταν παντού.
Ο πάγος ήταν εδώ, ο πάγος ήταν κι εκεί,
Ο πάγος ήταν παντού τριγύρω.
Ράγιζε, έσπαγε και γρύλιζε απειλητικά,
Και βρυχιόταν και ούρλιαζε
Όπως οι θόρυβοι μες στη λιποθυμιά!
Στο τέλος την ομίχλη διασχίζοντας
Ένας Άλμπατρος ήρθε ˙
Σαν να ‘ταν μια ψυχή Χριστιανική
Στ’ όνομα του Θεού τον χαιρετήσαμε.
Έφαγε την τροφή που ποτέ
Μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει,
Κι όλο γύρω και γύρω πετούσε.
Με μια έκρηξη σαν κεραυνού
Ο πάγος σκίστηκε ˙ κι ο τιμονιέρης
Μας οδήγησε ανάμεσα!
Κι ένας καλός νότιος άνεμος
Από την πρύμνη φύσηξε ˙
Ακολουθούσε ο Άλμπατρος
Και κάθε μέρα, για τροφή η παιχνίδι
Στο κάλεσμα του ναυτικού ερχόταν.
Μ’ ομίχλη ή με συννεφιά,
Στο κατάρτι πάνω ή στην κουπαστή,
Για τον εσπερινό κούρνιαζε στις εννιά
Ενώ τη νύχτα όλη, απ’ της ομίχλης
Την άσπρη άχνα μέσα
Θαμπόφεγγε τ’ άσπρο φεγγαρόφωτο.»
«Ο Θεός να σε φυλά γέρο Ναυτικέ
Απ’ τους δαιμόνους
που σε βασανίζουν έτσι!
Γιατί έτσι κοιτάς;» - Με τη βαλλίστρα μου
Τον Άλμπατρος χτύπησα.
Και ο ευνοϊκός νοτιάς
ακόμη φυσούσε στην πρύμνη,
μα κανένα πουλί δεν ακολούθαγε,
ούτε καμιά μέρα για τροφή ή για παιχνίδι
ήρθε στο κάλεσμα του Ναυτικού.
Είχα κάνει ένα αποτρόπαιο πράγμα
Και μόνο συμφορά θα τους έφερνε:
Γιατί όλοι τους έλεγαν πως είχα σκοτώσει
Το πουλί που έκανε την αύρα να φυσά,
Τον άθλιο! Λέγαν, το πουλί να σκοτώσει,
Που έκανε την αύρα να φυσά!
Ούτε μουντός ούτε και κόκκινος,
ωσάν του ίδιου του Θεού το κεφάλι,
ο υπέροχος ήλιος σηκώθηκε.
Και τότε όλοι τους είπαν
πως είχα σκοτώσει το πουλί
πού ‘ φερνε την ομίχλη και την καταχνιά.
Σωστό ήταν, είπαν αυτοί,
να σκοτώνει κανείς τέτοια πουλιά
που την ομίχλη φέρνουν και την καταχνιά.
Έπεσε η αύρα, τα πανιά κρεμάστηκαν
και ήταν θλιβερό, όσο γίνεται πιο θλιβερό.
Κι εμείς μιλούσαμε μονάχα για να
σπάσουμε τη βουβαμάρα της θάλασσας!
Όλα μες σ’ ένα ουρανό καυτό και χάλκινο,
το μεσημέρι ο Ήλιος που ήταν σαν αίμα,
πάνω απ’ το κατάρτι ακριβώς στάθηκε,
αλλά όχι απ’ τη Σελήνη μεγαλύτερος
Μέρα με τη μέρα, μέρα με τη μέρα,
ακινητούσαμε, μήτε πνοή μήτε κίνηση.
Τόσο αδρανείς όσο ένα καράβι
ζωγραφισμένο πάνω σ’ έναν ωκεανό
ζωγραφισμένο κι αυτόν.
Νερό, νερό, παντού νερό,
κι απ’ όλες τις πλευρές
το σκάφος φύραινε.
Νερό, νερό, παντού νερό,
κι ούτε σταγόνα να πιείς.
Ακόμη και ο βυθός σάπιζε. Χριστέ μου!
Ποτέ αυτό δεν πρέπει να ‘γινε ξανά!
Γλοιώδη πλάσματα με πόδια κολυμπούσαν
στη γλοιώδη πάνω θάλασσα.
Γύρω, παντού, πλήθος, κουβάρια
οι φωτιές του θανάτου χόρευαν τη νύχτα.
Το νερό, σαν μάγισσας λάδια,
πυρωμένο πράσινο, και λουλακί και άσπρο.
Και κάποιοι σ’ όνειρο βεβαιώθηκαν
για το Πνεύμα που έτσι μας βασάνιζε.
Σ’ εννιά οργιές βάθος μας είχε ακολουθήσει
από της καταχνιάς και του χιονιού τη χώρα.
Κι όλων οι γλώσσες από την απόλυτη
στέγνια, μέχρι τη ρίζα μαράθηκαν.
Να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε περισσότερο
απ’ ό, τι αν πνιγόμασταν από καπνό.
Αχ, και μια μέρα! Τι κακές ματιές
Είχα από νιούς και γέρους!
Κι αντί για το σταυρό,
Τον Άλμπατρος μου κρέμασαν
Γύρω απ’ το λαιμό μου.
Πέρασαν μέρες εξαντλητικές.
Τα λαρύγγια όλων είχαν ξεραθεί,
τα μάτια έγιναν σαν από γυαλί. Μέρες
εξαντλητικές! Μέρες εξαντλητικές!
Πως γίνονταν ανέκφραστα
τα εξαντλημένα μάτια,
όταν κοιτώντας δυτικά,
στον ουρανό είδα κάτι.
Ένα στίγμα, ένα πούσι, ένα σχήμα
το ‘ξερα!
Κι ακόμη πλησίαζε κι όλο πλησίαζε.
Σαν να απόφευγε με ελιγμούς
του νερού κάποιο ξωτικό,
βούλιαζε, έπαιρνε βόλτα, και πορεία άλλαζε.
Με λαρύγγια στεγνά, με χείλια
μελανά, ψημένα, δεν μπορούσαμε
ούτε να γελάσουμε ούτε να θρηνήσουμε.
Από την απόλυτη στέγνια
άφωνοι όλοι στεκόμασταν!
Το μπράτσο μου δάγκωσα κι ήπια το αίμα,
και φώναξα, «Ένα πανί! Ένα πανί!»
Είναι αυτά τα πλευρά του
που μες απ’ αυτά προσπαθούσε
σαν πίσω από σίδερα να κοιτάξει ο Ήλιος;
Κι είναι εκείνη η Γυναίκα όλο του το πλήρωμα;
Είναι εκείνος ένας ΘΑΝΑΤΟΣ;
Και είναι τούτοι δύο;
Είναι ο Θάνατος εκείνης της γυναίκας
σύντροφος;
Κόκκινα ήτανε τα χείλια της.
Και τολμηρό το βλέμμα της,
Οι βόστρυχοι της κίτρινοι σαν το χρυσάφι:
Το δέρμα της τόσο λευκό σαν λέπρα,
Ο Εφιάλτης ήτανε αυτή:
Η ΖΩΗ-ΜΕΣΑ-ΣΤΟ- ΘΑΝΑΤΟ
που το αίμα τ’ ανθρώπου παγώνοντας πήζει.
Το γυμνό καράβι-κουφάρι μας πλεύρισε,
Κι οι δυο τους έριχναν τα ζάρια.
«Η παρτίδα τελείωσε! Κέρδισα!
Έχω κερδίσει!» Είπε αυτή,
Και σφυρίζει τρεις φορές.
Ένας μετά τον άλλο,
κάτω απ’ την αμείλικτη Σελήνη, γρήγορα τόσο
που δεν πρόφταινε
ούτε ένα βογγητό ή στεναγμό να βγάλει,
το πρόσωπό του έστρεφε ο καθένας
με αγωνία και πόνο φρικτό,
και με τα μάτια του με καταριόταν.
Διακόσιοι άνθρωποι ζωντανοί
και στεναγμό ή βογγητό δεν άκουσα,
με γδούπο βαρύ, μια άψυχη μάζα, ένας μετά
τον άλλο έπεσαν.
Από τα σώματά τους οι ψυχές πέταξαν,
προς την υπέρτατη ευτυχία ή θλίψη έτρεξαν!
Και καθεμιά ψυχή περνούσε δίπλα μου,
βγάζοντας ένα σφύριγμα όμοιο
μ’ εκείνο της βαλλίστρας μου!
Μόνος, μονάχος, ολομόναχος,
μοναχός πάνω στην πλατιά μεγάλη θάλασσα!
Κι ούτε ένας άγιος ποτέ δεν ευσπλαχνίστηκε
την ψυχή μου μες την αγωνία της.
Πόσο ωραίοι ήταν όλοι αυτοί.
Και κείτονταν όλοι νεκροί.
Και χίλιες χιλιάδες πράγματα γλοιώδη
επιζούσαν. Κι όμοια κι εγώ.
Έπεφτε η ματιά μου πάνω
στη θάλασσα που σάπιζε,
κι αμέσως τη ματιά μου έπαιρνα από κει.
Έπεφτε η ματιά μου πάνω
στο κατάστρωμα που σάπιζε.
Και κείτονταν εκεί οι νεκροί.
Τα βλέφαρά μου έκλεισα,
και τα κρατούσα κλειστά,
κι οι βολβοί χτυπούσαν
σαν της καρδιάς τους παλμούς.
Γιατί ο ουρανός κι η θάλασσα
κι η θάλασσα κι ο ουρανός
κείτονταν σαν φορτίο
στα κουρασμένα μάτια μου πάνω,
και στα πόδια μου εκεί, κείτονταν οι νεκροί.
Ο κρύος ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλιωνε,
Μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν:
Το βλέμμα που είχαν ρίξει πάνω μου
Πότε δεν έφυγε.
Ενός ορφανού παιδιού κατάρα
Κι από ύψη θα τραβούσε
Στην κόλαση ένα Πνεύμα
Μα πιο φρικτή κατάρα κι από κείνη
Είν’ η κατάρα στου νεκρού το μάτι!
Μέρες επτά, νύχτες επτά
Έβλεπα εκείνη την κατάρα,
Μ’ ακόμη δεν μπορούσα να πεθάνω.
Η κινούμενη Σελήνη στον ουρανό ανέβηκε
και πουθενά δεν έμεινε.
Μαλακά όλο ανέβαινε,
μ’ ένα ή δυο αστέρια στο πλάι.
Χλεύαζαν οι αχτίδες της
τον πνιγερό ωκεανό,
κι ως παγωμένη πάχνη πρωταπριλιάτικη
απλώνονταν.
Μα όπου έπεφτε η πελώρια σκιά του καραβιού,
εκεί το μαγεμένο νερό φλεγόταν πάντοτε
μ’ ένα ακίνητο κι απαίσιο κόκκινο.
Πέρα απ’ τη σκιά του καραβιού,
Έβλεπα τα θαλάσσια φίδια.
Κινιόνταν μέσα σ’ αχνάρια λαμπερού λευκού,
Και όταν ανορθώνονταν, το ξωτικό τους φως
Έπεφτε σε λέπια σταχτιά.
Μες στη σκιά του καραβιού
την πλούσια έβλεπα περιβολή τους.
Κυανή, πράσινη γυαλιστερή
και βελούδινη μαύρη.
Κουλουριάζονταν αι κολυμπούσαν
και κάθε αχνάρι που άφηναν
ήταν μια λάμψη από χρυσή φωτιά.
Ω ζωντανά ευτυχισμένα πλάσματα!
Γλώσσα καμιά την ομορφιά τους
να φανερώσει δεν μπορεί:
Πηγή αγάπης ανάβρυσε απ’ την καρδιά μου
Τα ευλόγησα ασυνείδητα:
Το δίχως άλλο με σπλαχνίστηκε
Ο ευγενικός μου άγιος,
Και τα ευλόγησα ασυναίσθητα.
Ακριβώς την ίδια τη στιγμή
Μπόρεσα να προσευχηθώ:
Κι απ’ το λαιμό μου έτσι
Έπεσ’ ελεύθερος ο Άλμπατρος,
Και σαν μολύβι μέσα στη θάλασσα βυθίστηκε.
Ο ύπνος! Είναι ένα πράο πράγμα
αγαπημένο
από τον ένα μέχρι τον άλλο πόλο.
Ας είναι δοξασμένη η Παρθένος Μαρία!
Αυτή έστειλε από τους Ουρανούς
τον πράο ύπνο
και στην ψυχή μου μέσα γλίστρησε.
Οι άδειοι κουβάδες πάνω στο κατάστρωμα,
παρατημένοι από πολύ καιρό,
ονειρεύτηκα πως είχαν γεμίσει με δροσιά.
Και όταν ξύπνησα, έβρεχε.
Τα χείλη μου ήταν υγρά,
το λαρύγγι μου κρύο,
τα ρούχα μου ήταν όλα νοτισμένα.
Σίγουρα μέσα στον ύπνο μου είχα πιεί
κι ακόμη το κορμί μου έπινε.
Ο βουερός άνεμος ποτέ το καράβι δεν έφτασε,
μα το καράβι τώρα κινιόταν προς τα μπρος!
Κάτω από την αστραπή και τη Σελήνη
οι νεκροί έβγαλαν ένα στεναγμό.
Στέναξαν, αναδεύτηκαν, και πάνω
όλοι τους σηκώθηκαν,
χωρίς μιλιά, χωρίς τα μάτια να κουνούν.
Ήταν παράξενο, ακόμη και για όνειρο,
να βλέπω εκείνους τους νεκρούς
επάνω να σηκώνονται.
Ο τιμονιέρης πήρε το τιμόνι,
το καράβι κινιόταν προς τα μπρός.
Αλλά ούτε αύρα δε φυσούσε.
Οι ναύτες έπιασαν τα σκοινιά,
εκεί όπου συνηθισμένοι να δουλεύουν ήτανε.
Τα μέλη τους ύψωναν σαν άψυχα σύνεργα,
ένα μακάβριο ήμασταν πλήρωμα.
Το πτώμα του γιου τ’ αδερφού μου
στεκόταν στο πλάι μου,
το γόνατό μου άγγιζε το γόνατό του.
Το πτώμα κι εγώ τραβούσαμε ένα σκοινί
μα δε μου μιλούσε καθόλου.
«Σε φοβάμαι, γέρο Ναυτικέ!»
Ησύχασε Καλεσμένε στο Γάμο!
Αυτοί δεν ήταν εκείνες οι ψυχές
που έφυγαν πονώντας και που τώρα
γύρισαν πάλι στα σώματά τους μέσα,
μα μια ομάδα από μακάρια πνεύματα,
Γιατί όταν χάραξε τα χέρια τους
κρέμασαν
και γύρω από το κατάρτι
αρμαθιάστηκαν.
Ήχοι γλυκείς βγαίναν αργά
από τα στόματά τους
και δίπλα από τα σώματα περνούσαν.
Κάθε γλυκύς ήχος τριγύρω πέταγε,
κι ακοντίζονταν ύστερα στον Ήλιο.
Αργά οι ήχοι γύριζαν πίσω ξανά
αναμιγμένοι τώρα, ο ένας με τον άλλο.
Μέχρι το μεσημέρι γαλήνια πλέαμε,
μα ούτε μια αύρα δεν είχε φυσήξει.
Ήσυχα και απαλά έπλεε το καράβι
σπρωγμένο από κάτω κινιόταν μπροστά.
Κάτω από την καρίνα,
σ’ εννιά οργιές βάθος,
από της καταχνιάς
και του χιονιού τη χώρα,
το πνεύμα γλιστρούσε. Κι ήταν αυτό
που έκανε το καράβι να κινείται.
Το μεσημέρι τα πανιά έπαψαν το σκοπό τους,
κι όμοια και το καράβι στάθηκε ακίνητο.
Ο Ήλιος, πάνω απ’ το κατάρτι ακριβώς,
μες τον ωκεανό είχε καρφώσει το καράβι.
Αλλά σε μια στιγμή
άρχισε αυτό να κουνιέται,
με μια σύντομη ανήσυχη κίνηση
πότε προς τα πίσω πότε προς τα μπροστά
τόσο μονάχα όσο ήταν το μισό του μήκους του
με μια σύντομη ανήσυχη κίνηση.
Τότε σαν το άλογο που με την οπλή
χτυπά το χώμα κι αφήνεται ελεύθερο,
έκανε το καράβι ξαφνικά ένα άλμα.
Το αίμα μες το κεφάλι μου τινάχτηκε,
κι έπεσα κάτω, σε μια σκοτοδίνη.
Για πόσο σε τούτη την κατάσταση κειτόμουν
δεν μπορώ να πω. Μα πριν
στην κανονική ζωή γυρίσω ξανά,
άκουσα και ξεχώρισα μες την ψυχή μου
δυο φωνές μες στον αέρα.
«Είναι αυτός;» Είπε η μία, «Αυτός είναι
ο άνθρωπος που από αυτόν σκοτώθηκε δόλια
απ’ το απάνθρωπο σημαδεμένος τόξο του
ο άκακος Άλμπατρος;
Το πνεύμα που ο ίδιος κάλεσε
στη χώρα της καταχνιάς και του χιονιού,
το πουλί αγαπούσε
που αγάπησε τον άνθρωπο
που με το τόξο του το χτύπησε.»
Η άλλη ήταν μια απαλότερη φωνή
τόσο απαλή σαν αμβροσία.
Είπε αυτή, «Ο άνθρωπος μεταμελήθηκε,
κι ακόμη μεγαλύτερη μετάνοια θα δείξει».
Η αγωνία, η κατάρα, που πέθαναν μ’ αυτές
δεν είχε φύγει ποτέ μακριά.
Τα μάτια μου να τραβήξω δεν μπορούσα
απ’ τα δικά τους μάτια, ούτε
να τα στρέψω ψηλά για να προσευχηθώ.
Και τώρα αυτό το γήτεμα
είχε απότομα σπάσει.
Για μια φορά ακόμη έστρεψα το βλέμμα
στον πράσινο ωκεανό, και κοίταξα μακριά,
μα λίγα είδα απ’ ό, τι ακόμη ήτανε να δω.
Σαν κάποιον που σε έρημο δρόμο
περπατά με φόβο και δέος,
κι έχοντας μια φορά γύρω κοιτάξει
να περπατά συνεχίζει,
και το κεφάλι του δε στρέφει πια, γιατί
γνωρίζει: δαίμονας τρομερός
με την περπατησιά του σμίγει πίσω.
Μα γρήγορα ένας άνεμος πάνω μου φύσηξε,
χωρίς είτε ήχο ή κίνηση να προκαλέσει.
Ο δρόμος του πάνω στη θάλασσα δεν ήταν,
μ’ ένα ρυτίδιασμα ή μια σκιά.
Ω όνειρο χαρά! Πράγματι είναι
η κορυφή του φάρου αυτό που βλέπω;
Είναι αυτό ο λόφος; Είναι αυτό η εκκλησιά;
Είναι αυτή η δικιά μου πατρίδα;
Το ρεύμα μας έφερε στην άκρη
του λιμενοβραχίονα
κι εγώ με λυγμούς προσευχόμουν.
Ω κράτησέ με Θεέ μου ξάγρυπνο!
Ή άσε με να κοιμηθώ για πάντα.
Το λιμανιού ο όρμος σαν γυαλί
διάφανος ήταν,
τόσο λεία ήταν στρωμένος!
Και το φεγγαρόφωτο στον όρμο πάνω
είχε απλωθεί,
και η σκιά της Σελήνης.
Κι από φως σιωπηλό ο όρμος ήταν λευκός,
μέχρι που από τον ίδιο μέσα βγαίνοντας
πολλές μορφές, που ήταν σκιές,
πήρε ένα χρώμα κόκκινο βαθύ.
Πολύ κοντά στην πλώρη ήταν
κείνες οι πορφυρές σκιές: το βλέμμα μου
προς το κατάστρωμα έστρεψα
Χριστέ μου, τι ήταν αυτό που είδα εκεί!
Κάθε κουφάρι κείτονταν οριζόντιο,
χωρίς ζωή χάμω ριγμένο,
και μα τον ιερό Εσταυρωμένο!
Ένας άνθρωπος όλος από φως, ένα σεραφείμ,
πάνω από κάθε πτώμα στεκόταν.
Καθένα από αυτά τα σεραφείμ
με το χέρι του ένευε.
Ήταν ένα ουράνιο θέαμα!
Έμοιαζαν με σινιάλα
που γίνονταν προς τη στεριά,
ένα αξιολάτρευτο φως ήταν το καθένα τους.
Ήταν μια συντροφιά από σεραφείμ,
και το καθένα με το χέρι ένευε,
φωνή δεν έβγαζαν,
φωνή καθόλου, μα η σιωπή βυθιζόταν
σαν μουσική μες την καρδιά μου.
Η βάρκα πλησίαζε, τους άκουγα να μιλούν,
«Αλήθεια, πολύ παράξενο το βρίσκω!
Πού είναι όλα εκείνα τα πολλά
και λαμπερά φώτα
που μόλις πριν μας έκαναν σινιάλο;»
«Ναι, μα την πίστη μου, παράξενο»
Είπε ο Ερημίτης. «Και στις φωνές μας
δεν απάντησαν!
Οι σανίδες δείχνουν σκεβρωμένες!
Κοίτα και τούτα τα πανιά, πόσο λεπτά
και ξεραμένα είναι! Ποτέ δεν είδα κάτι
σαν κι αυτό, εκτός ίσως των φύλλων.
Τους σκούρους σκελετούς που τις όχθες
σκεπάζουν του ρυακιού μέσα στο δάσος μου
όταν η αλεπού είναι βαριά απ’ το χιόνι,
κι η μικρή κουκουβάγια προς το λύκο κάτω
ουρλιάζει όταν αυτός
τα μικρά της λύκαινας τρώει».
Κάτω απ’ τα νερά έγινε μια βοή,
ακόμη δυνατότερη και πιο φοβερή.
Έφτασε στο καράβι, τον κόλπο άνοιξε στα δύο.
Το καράβι σα μολύβι βούλιαξε.
Απ’ τη δυνατή και τρομερή χτυπημένος βοή,
που τον ουρανό και τον ωκεανό συντάραξε,
όπως εκείνου
που εδώ κι επτά μέρες έχει πνιγεί
το σώμα μου στην επιφάνεια επέπλεε.
Μα γρήγορα όπως στα όνειρα, βρέθηκα
μέσα στου Πλοηγού τη βάρκα.
Πάνω από τη δίνη που μέσα της
χάθηκε το καράβι,
γύρω και γύρω η βάρκα στροβιλιζόταν.
Και όλα γίναν σιωπηλά, εκτός από το λόφο
που ακόμη έστελνε πίσω τη βοή.
Κούνησα τα χείλια μου, κι ο Πλοηγός
έβγαλε μια κραυγή
κι έπεσε σε παροξυσμό ˙
Ο ευσεβής Ερημίτης σήκωσε τα μάτια του
και προσευχήθηκε εκεί που καθόταν.
Έπιασα τα κουπιά: ο βοηθός του Πλοηγού
που τώρα πήγαινε να τρελαθεί
γελούσε δυνατά και συνέχεια, κι όλο
τα μάτια του γύρναγαν από δω κι από κει.
«Χα! Χα!» είπε «βλέπω καθαρά
πως ο Διάβολος ξέρει να τραβά κουπί».
«Εξομολόγησε με,
Εξομολόγησέ με άγιε άνθρωπε!»
Ο Ερημίτης τα φρύδια του σούφρωσε.
«Γρήγορα πες μου», είπε,
«Πες μου σε παρακαλώ-
Τι είδους άνθρωπος είσαι εσύ;»
Μέσα σε μια στιγμή το κορμί μου
συσπάστηκε
Από αγωνία αξιοθρήνητη,
Που μ’ ανάγκασε την ιστορία μου ν’ αρχίσω
Και έπειτα μ’ άφησε ήσυχο και πάλι.
Και από τότε σε ώρα απροσδιόριστη
Η αγωνία γυρνά και πάλι:
Κι ώσπου να πω τη φρικτή ιστορία μου,
Τούτη η καρδιά μέσα μου φλέγεται.
Περνάω, όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα ˙
Μιαν αλλόκοτη δύναμη έχω
που να μιλώ με κάνει.
Απ’ τη στιγμή που βλέπω την όψη του
γνωρίζω τον άνθρωπο
που να μ’ ακούσει πρέπει:
Σ’ αυτόν την ιστορία μου διδάσκω.
Τι δυνατή οχλοβοή ξεσπά από κείνη την πόρτα!
Οι καλεσμένοι στο γάμο είναι κει.
Μα στην αναδενδράδα του κήπου η νύφη
τραγουδά μαζί με τις παράνυφες.
Κι αφουγκράζομαι τη μικρή εσπερινή καμπάνα
που με καλεί σε προσευχή.
Ω Καλεσμένε στο Γάμο! Αυτή η ψυχή
έμεινε μόνη
σε μια πλατιά θάλασσα άνω.
Ήταν τόσο μονάχη, που ούτε κι ο ίδιος
ο Θεός φαινόταν να υπάρχει εκεί.
Γλυκύτερο κι απ’ τη γαλήνια γιορτή,
κι ακόμη πιο γλυκύ για μένα είναι
προς την εκκλησιά να περπατώ μαζί
με συντροφιά καλή!
Να περπατάμε προς την εκκλησιά μαζί,
κι όλοι να προσευχόμαστε
ενώ ο καθένας χωριστά κατευθύνεται
στον μεγάλο Πατέρα του,
γέροι και παιδιά, και φίλοι αγαπημένοι
κι εύθυμα παλληκάρια και κοπελιές!
Έχε γεια, έχε γεια! Μα τούτο λέω
σε σένα Καλεσμένε στο Γάμο!
Προσευχήθηκε πολύ αυτός π’ αγάπησε πολύ
κι ανθρώπους και πουλιά και ζώα.
Και προσευχήθηκε ακόμα πιο πολύ εκείνος
που αγάπησε ακόμη περισσότερο όλα
όσα υπάρχουν, και μεγάλα και μικρά.
Γιατί ο Θεός που την αγάπη του μας δίνει
έπλασε και τ’ αγαπάει όλα.
Ο Ναυτικός που τα μάτια του έλαμπαν
και τη γενειάδα του είχε ασπρίσει ο χρόνος
έφυγε: και τώρα ο Καλεσμένος στο Γάμο
την πλάτη έστρεψε στου γαμπρού την πόρτα.
Πήγαινε σαν κάποιος που ‘χει άναυδος μείνει
και τις αισθήσεις έχει χάσει:
Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός
τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε.
Η μελοποίηση του ποιήματος από το βρετανικό
Heavy Metal συγκρότημα Iron Maiden
https://www.youtube.com/watch?v=NA2cGy_iDTk
Βίος και πολιτεία του
Samuel Taylor Coleridge
Ο χρόνος της γέννησης: 21 Οκτωβρίου του
1772. Ο τόπος: Ottery St. Mary, ένα μικρό
χωριό του Devonshire. Το δέκατο και
τελευταίο παιδί του John Coleridge, ενός
φτωχού ανθρώπου, δασκάλου, συγγραφέα
και ιεροκήρυκα, ο Samuel Taylor Coleridge
άνοιξε τα μάτια στον κόσμο, στο σύμβολο
που του έγνεψε σαν τελετή μυσταγωγίας
βαθιά να το εξερευνήσει. Η μύηση στα
μυστήρια του σύμπαντος έγινε από τη
νεανική του κιόλας ηλικία, εκείνα τα
χειμωνιάτικα βράδια που ο πατέρας του,
του μιλούσε για τα άστρα, τους πλανήτες,
τις Νεράιδες και τα πνεύματα. Ο εθισμός
του νου στο Αχανές, η πίστη στον κόσμο
των οραμάτων χωρίς να έχει ως κριτήριο
την πίστη στις αισθήσεις γι’ αυτό που
έβλεπε, η γλυκιά μελαγχολία, η αίσθηση
της διαφορετικότητας στην παρατήρηση,
του έδιναν
«Ο πατέρας μου (…) μου είπε τα
ονόματα των άστρων – και πως ο Δίας
ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον
δικό μας κόσμο - και πως τα άλλα που
σπινθηροβολούσαν αστέρια ήταν Ήλιοι
που είχαν κόσμους που περιστρέφονταν
γύρω απ’ αυτούς – και όταν έφτασα
σπίτι μου έδειξε πως περιστρέφονταν.
Τον άκουγα με βαθιά ευχαρίστηση και
θαυμασμό, αλλά χωρίς καθόλου απορία
ή δυσπιστία. Γιατί από το πρώιμο
διάβασμα παραμυθιών με Νεράιδες και
Πνεύματα και άλλα παρόμοια ο νους
μου είχε εθιστεί στο Αχανές και ποτέ, με
κανένα τρόπο, δεν θεώρησα τις
αισθήσεις μου ως κριτήρια γι’ αυτό που
πίστευα».
Σε ηλικία εννιά ετών, ένα τραγικό γεγονός θα
σημαδέψει για πάντα τη ζωή του. Ο Θάνατος τον
επισκέπτεται. Πεθαίνει ο πατέρας του και μέντοράς
του. Τον επόμενο χρόνο τον στέλνουν για σπουδές στο
Λονδίνο. Η φοίτηση στο Christ’s Hospital τον έκανε να
διαπρέψει στα κλασικά γράμματα και ιδιαίτερα στην
πλατωνική φιλοσοφία. Λίγο αργότερα η φιγούρα του
Θανάτου προβάλλει και πάλι. Χάνει δυο από τα
αδέρφια του. Ο ίδιος αρρώστησε βαριά και για να
αντιμετωπίσει την ασθένεια παίρνει το κοινό φάρμακο
της εποχής, λάβδανο, κύριο συστατικό του οποίου
ήταν το όπιο. Η γνωριμία του με το όπιο έμελλε να
είναι μοιραία και να του ανοίξει το δρόμο για τον
εθισμό.
«Το λάβδανο μου έδινε ανάπαυση και ηρεμία, όχι
ύπνο: αλλά εσύ, πιστεύω, γνωρίζεις πόσο θεική είναι
αυτή η ανάπαυση – τι τόπος μαγείας, ένας πράσινος
τόπος πηγών, λουλουδιών και δέντρων, μες στην
καρδιά μια ερημιάς από άμμο.»
Έπειτα στη ζωή του θα στιγματιστεί ως
χρήστης οπίου, και υποστήριξε πως ένα απ’
τα ποιήματά του, ο «Kubla Khan»,
εμπνεύστηκε από οράματα που είδε ενώ
βρισκόταν υπό την επήρεια.
Μετά όμως από την ευτυχισμένη περίοδο,
όπου τα όνειρα τον βύθιζαν γλυκά σε μια
κατάσταση ευφορίας, τον άφηναν να
φαντάζεται μισοκοιμισμένος ενίοτε,
ελέγχοντας τη μνήμη και τα πρόσωπα,
διατηρώντας μιαν αλλόκοτη ζωντάνια και
διώχνοντας μακριά οράματα δυσάρεστα και
τρομακτικά, ήρθε κάτι που τάραξε τα νερά
της λίμνης των μύχιων, μεθυστικών
οραμάτων.
Επόμενος σταθμός το Jesus College, στο Cambridge,
το 1791. Εκτός από ένα σύντομο διάστημα, στο
οποίο κατατάχτηκε στους Δραγώνους το 1793 για
να ξεφύγει από τα χρέη και την αποτυχία του στον
έρωτα, διέμεινε στο Cambridge μέχρι το 1795 όπου
συνάντησε τον Robert Southey, ένα φίλο ποιητή με
τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές ιδέες.
Έκαναν συζητήσεις και πολλά σχέδια για να θέσουν
σε εφαρμογή μαζί, αλλά στην υλοποίησή τους
εμφανίστηκαν προβλήματα. Τον Οκτώβρη του 1795
ο Coleridge παντρεύεται τη Sara Flicker, την αδερφή
της Edith, την οποία είχε παντρευτεί την
προηγούμενη χρονιά ο καλός φίλος του Southey.
Δεν συνάντησε όμως τότε τον έρωτα στη ζωή του.
Τον επόμενο Σεπτέμβρη γεννιέται το πρώτο του
παιδί, ο David Hartley Coleridge, που πήρε το
όνομά του από τον ομώνυμο φιλόσοφο. Ο Southey
σύστησε στον Coleridge τον ποιητή William
Wordsworth to 1797. Μια σημαντική γνωριμία στη
ζωή και των δυο ποιητών.
Ο Coleridge έγινε φίλος με τον Wordsworth και την
αδελφή του Dorothy. Από τις συζητήσεις τους
προέκυψαν οι «Lyrical Ballads» («Λυρικές Μπαλάντες»).
Το 1798 γεννιέται και το δεύτερο παιδί του Coleridge,
που το ονόμασε Berkeley δίνοντας και σ΄αυτό το όνομα
ενός φιλοσόφου. Εκείνη την περίοδο, είχε σχηματιστεί
γύρω του ένας κύκλος φίλων και θαυμαστών που ο
ποιητής είχε πάνω τους μια ευεργετική επίδραση. Ήταν
μια εποχή βαθιάς υπαρξιακής και πνευματικής κρίσης,
κατά την οποία το κύριο ενδιαφέρον του ήταν
στραμμένο στη φιλοσοφία και όχι στην ποίηση μέσω της
οποίας έρχονταν στην επιφάνεια και έπαιρναν μορφή
μόνο μερικά σπαράγματα της σκέψης του. Αυτή η
ανάγκη αναθεώρησης των φιλοσοφικών αρχών τον
έστρεψε προς τη Γερμανία. Εκεί του αποκαλύφτηκε ένα
πανόραμα ιδεών. Ο πνευματικός του ορίζοντας
διευρύνθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει,
τουλάχιστον, ο πιο εμπνευσμένος από τη γενιά του
Άγγλος ερμηνευτής του Γερμανικού Ρομαντισμού.
Συναρπάστηκε τόσο από την
παραμονή του εκεί που την
παράτεινε κι άλλο. Η Sara του
ζητούσε να γυρίσει, οι Wordsworths
μετά λύπης τους τον άφησαν εκεί και
γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους που
την νοστάλγησαν και το Φεβρουάριο
του 1799 πεθαίνει ο γιος του
Berkeley. Αυτό προκάλεσε τύψεις κι
ενοχές στον ποιητή. Γύρισε στην
Αγγλία τον Ιούλιο του 1799 με πάρα
πολλά σχέδια στο μυαλό του, αλλά
ελάχιστα από αυτά
πραγματοποιήθηκαν. Η φήμη του
που είχε απλωθεί, οι προσδοκίες των
θαυμαστών του, οι πολλοί και
φιλόδοξοι στόχοι του ίδιου του
ποιητή, όλα αυτά τον συνέτριψαν
κάτω απ’ το βάρος τους. Η σχέση του
με τη Sara που είχε δοκιμαστεί την
εποχή της παραμονής του στη
Γερμανία, τώρα έχει ουσιαστικά
διακοπεί.
Και έρχεται ένας άλλος έρωτας, με ένα
χαριτωμένο ζωηρό κορίτσι, τη Sara Hutchinson,
φίλη των Wordsworths, που τη μεγαλύτερη
αδερφή της Mary ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε
ο Wordsworth το 1802. Ο έρωτας αυτός του
Coleridge καθόρισε και, μέχρι ένα βαθμό
υπονόμευσε οτιδήποτε έκανε και έγραψε ο
ποιητής για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Συνετέλεσε στη διάλυση του γάμου του,
συνέβαλε στην καταστροφή της υγείας του, και
σχεδόν έκαμψε τη θέλησή του να συνεχίσει το
έργο του. Η Sara Hutchinson (Asra-
αναγραμματισμός του ονόματός της-, όπως την
αναφέρει στα ποιήματά του) κυριάρχησε στη
φαντασία του και αύξησε σε μεγάλο βαθμό το
αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας και
πρόωρης αποτυχίας που τον κατείχε, και που
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1804 ο ποιητής παίρνει ένα γράμμα από τη Sara Hutchinson,
στο οποίο του λέει ξεκάθαρα να διακόψουν τη σχέση αυτή που τους προκαλούσε τόση
στενοχώρια και θλίψη. Ο χωρισμός από τη Sara, που οριστικοποιήθηκε το 1810, τον
έκανε να νιώσει τελείως εγκαταλειμμένος και έρημος. Το μόνο που τον συγκρατούσε
από την έσχατη πράξη απελπισίας, την αυτοκτονία, ήταν η ηθική του υποχρέωση
απέναντι στα παιδιά του.
«Έζησα
Το χειρότερο, ο Κόσμος μπορεί
να ξεσπάσει πάνω μου ˙
Το χειρότερο που μπορεί να κάνει
τη ζωή αδιάφορη,
Αλλά αναστατώνει με ψιθυριστές Δυσαρέσκειες
την επιθανάτια προσευχή.
Είδα το σύνολο όλων των πραγμάτων,
όπου η καρδιά μου
Έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον σ’ αυτή τη Ζωή,
Να σκίζεται και ν’ αποσπάται από τις Ελπίδες μου,
Ώστε τίποτα τώρα να μην έχει μείνει.
Γιατί λοιπόν να εξακολουθώ να ζω;
Εκείνος ο όμηρος, που ο κόσμος
είχε στη φύλαξή του
Δοσμένον από μένα σαν Εγγύηση
Πως θα μπορούσα να ζήσω,
Εκείνη η ελπίδα από Εκείνη, που μ’ έκανε
να έχω εκεχειρία
Με την τυραννία της Ζωής- έφυγε προς τα πού;
Ποιο το όφελος ν’ αποκριθώ; - «Έφυγε! και τώρα
Μπορώ να σπάσω αυτό το Σύμφωνο, τη Συμμαχία
αυτή, του Αίματος
Που με τον εαυτό μου με δένει - και θα τσακίσω»
Οι ρευματισμοί, το όπιο, το πιοτό, οι περίοδοι
κατάθλιψης κι αδράνειας που όλο αύξαναν, δεν
σταματούσαν να τον βασανίζουν. Ωστόσο η
καριέρα του είχε πάρει το δρόμο της. Μια σειρά
από ταξίδια, σκέψεις για την πολιτική, τη
θεολογία, τη φιλοσοφία, διαλέξεις για τον Kant,
τον Shakespeare, η έκδοση περιοδικών, γέμισαν
τη ζωή του και τον έκαναν να τραβήξει κοντά του,
μια ευρεία γκάμα θαυμαστών
συμπεριλαμβανομένων πολλών γνωστών
προσωπικοτήτων της εποχής όπως οι Wedgwood
που τον στήριζαν και οικονομικά. Τον
προσκάλεσαν να συμμετέχει στη Βασιλική
Ακαδημία της Λογοτεχνίας κι αναγνωρίστηκε ως
κριτικός και δοκιμιογράφος της εποχής του. Η
εξάρτηση από το όπιο τροφοδοτήθηκε από τον
πόνο καθώς υπέφερε από μια ποικιλία
ασθενειών. Ως το 1834 η υγεία του υποτροπίασε
σημαντικά. Στο Highgate, όπου διέμενε ο σοφός
γέροντας, ο χρόνος του Θανάτου ήρθε στις 25
Ιουλίου του ίδιου έτους και άφησε το σημάδι του
στην καρδιά του καταραμένου μαγεμένου,
ρομαντικού στοχαστή σε αθέατα μάτια, Coleridge.
Τράφηκε από τα όνειρα και πάλεψε γι’ αυτά. Αναρωτήθηκε πόσοι ήταν οι τυφλοί που
υπήρξαν γύρω του. Πόσοι έχασαν την ακοή τους και το συναίσθημα να νιώσουν τον δικό
του πόνο, ν’ ακούσουν το δικό του παραλήρημα φτιαγμένο από αίμα ψυχής. Να πάρουν τη
θέση του, σ’ εκείνο το ξύλινο φθαρμένο νεκροκρέβατο που σαν άλλος ναρκωμένος
αρχάγγελος πετούσε στον κόσμο των ονείρων για να ξεφύγει από τη γήινη σκληρή
πραγματικότητα που ύψωνε τοίχους φυλακής και αδιεξόδου. Η δικαίωση για τον Ποιητή,
ήρθε μετά θάνατον. Η νεκροτομή έγινε. Αποκαλύφθηκε πως:
«Η αριστερή πλευρά του στήθους ήταν σχεδόν ολόκληρη κατειλημμένη από την καρδιά,
που ήταν εξαιρετικά διογκωμένη. Η δεξιά πλευρά του στήθους ήταν γεμάτη με ένα υγρό
κλεισμένο σε μια μεμβράνη που είχε τη μορφή κύστης, και η ποσότητά του ήταν πάνω από
τρία λίτρα, και με τον τρόπο αυτό οι πνεύμονες ήταν εντελώς πιεσμένοι.»
Στις 15 Ιουνίου 1895, στην εφημερίδα The
Lancet δημοσιεύτηκε το εξής άρθρο με
αφορμή τη νεκροψία του Coleridge.
«Η τυραννία του σώματος βρίσκει το πιο
χτυπητό της παράδειγμα στις περιπτώσεις
της χρόνιας ασθένειας που, χωρίς να
απειλεί τη ζωή, περιορίζει τη ζωτικότητα με
τέτοιο τρόπο ώστε να τροποποιεί τον όλο
χαρακτήρα του ατόμου (..) ο διανοητικός
γίγαντας πρέπει να υπέφερε πολύ
περισσότερο απ’ ό,τι ο κόσμος ήταν σε
θέση να γνωρίζει, και γίνεται τώρα δυνατό
να καταλάβουμε πως η συνήθεια του
όπιου, είχαν μια φυσική αιτία! Στον
θαυμασμό με τον οποίο βλέπουμε τα
επιτεύγματά του μπορεί να προστεθεί και
εκείνος για έναν άνθρωπο που ενώ από
φυσικοσωματική άποψη ήταν τόσο
αδικημένος, κατόρθωσε να συμβάλει με
τόσο εξαιρετικό και ουσιαστικό τρόπο στη
Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία. Είναι μια
ακόμα περίπτωση θριάμβου του πνεύματος
πάνω στο σώμα».
Το όπιο, η πρόκληση των ονείρων, τα
μυστικιστικά οράματα, οι πόνοι του
ύπνου, η ρομαντική ατμόσφαιρα του
νεφελώδους τοπίου της ύπαρξης, εκείνης
που ερωτεύεται ανολοκλήρωτα, που
παλεύει για ένα ύψιστο ιδανικό
απελπισμένα, συνθέτουν την
προσωπικότητα του μεγάλου αυτού
Ποιητή. Ο Samuel Taylor Coleridge
ξεδίπλωσε το μίτο των δικών του μύχιων
και σοφών οραμάτων μόνο σ’ αυτούς που
πίστεψε απ’ τη ματιά τους, πως άξιζαν να
δουν και να ακούσουν. Ποιητής,
φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας,
δημοσιογράφος, λέκτορας. Ένας Άγγλος
Ρομαντικός που πίστευε στη δύναμη της
φαντασίας. Στη δύναμη της υπέρβασης
για την εύρεση της εσωτερικής αλήθειας.
Ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος. Πρόδρομος
της σημειωτικής, του υπαρξισμού και της
ψυχανάλυσης.
Μα πάνω απ’ όλα ένας παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης με κύριο άξονα τα όνειρα.
Τις λειτουργίες του νου κατά τη διάρκεια των ονείρων και των εφιαλτών, που ήταν ικανές
να επεξηγήσουν τη λειτουργία της συνείδησης κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Τα
«Σημειωματάριά» του, ο πιστός του φίλος από χαρτί, ο καθρέφτης τα ψυχής του, γεμάτα
από έξοχες παρατηρήσεις, ταξιδιωτικά ανέκδοτα, όνειρα, προσευχές, εφιάλτες,
αυτοαναλύσεις, μεταφυσικούς στοχασμούς, και απομονωμένα κομμάτια ποίησης χωρίς
σειρά και τάξη, αποσπασματικά, σφραγίζουν για πάντα τα μάτια μας, με τους ψιθύρους
που αφήνουν ν’ ακούσουν τα αυτιά μας.
«Αγαπημένο Βιβλίο! Μοναδικέ έμπιστε φίλε μιας
ραγισμένης Καρδιάς που η κοινωνική της φύση
επιβάλλει κάποια Διέξοδο… κάθε μεγαλόψυχος
νους… αισθάνεται πως είναι Μισός – Και δεν
μπορεί να σκεφτεί χωρίς ένα Σύμβολο – ούτε
μπορεί ν’ αγαπήσει χωρίς κάτι που ταυτόχρονα
είναι το Σύμβολό του, και το άλλο μισό του… Από
αυτό προέρχεται η συνήθεια, που χωρίς να
συνειδητοποιήσω απέκτησα, να γράφω τις
εσώτερες σκέψεις μου. Δεν έχω μια ψυχή πάνω
στη γη στην οποία μπορώ να τις αποκαλύψω –
και παρόλα αυτά «Δεν είμαι Θεός, ώστε να
πρέπει να είμαι μόνος» και γι’ αυτό σε σας, τους
παθητικούς μου, μα μόνους αληθινούς κι
ευγενικούς, φίλους τις αποκαλύπτω. Θα σας
κάψω σίγουρα, όταν νιώσω πως πεθαίνω μα με
την Πίστη πως όπως τα Περιεχόμενα απ’ το
θνητό μου σχήμα θα σηκωθούν ξανά, έτσι τα
δικά σας περιεχόμενα θα σηκωθούν μαζί μου,
καθώς ένας Φοίνικας από την Πυρά του.»
Σφραγίζουν για πάντα με το Σκοτεινό Αστρικό
τους φως, το Θάνατο μέσα στη Ζωή και τη Ζωή
μέσα στο Θάνατο.
«20 Νοεμβρίου – Μεσάνυχτα. – Μετά μια τέτοια μέρα
ταραγμένων Ύπνων, από όπου κατάφερα να ξυπνήσω,
κάθε αίσθηση του Χρόνου και των Περιστάσεων
χάθηκε εντελώς/του πυρετού, του ρευματικού πόνου,
και του πλήθους των στομαχικών ενοχλήσεων. –
Σηκώθηκα/είμαι ήρεμος/όπως άνοιξα το παράθυρο
και κοίταξα τον Ουρανό, την πρώτη στιγμή νόμισα πως
ήταν όλος σκοτεινός, ένας Ουρανός χωρίς άστρα ˙ ο
άνεμος, όλο το φούσκωμα του καλοκαιριού φύρανε,
και ο Υπόκωφος Ήχος και το Σύριγμα του χειμώνα δεν
ήρθαν ακόμη, ο άνεμος ανάμιξε τους σαν της
θάλασσας επιβλητικούς μυκηθμούς του με το
Θρόισμα από τα μισόξερα φύλλα που ακόμη
απόμειναν πάνω σε όλα τα Δέντρα-/-αλλά κοίταξα
πάλι στον Ουρανό- και υπήρχαν τόσο πολλά Αστέρια,
τόσο θαμπά και τόσο ξεθωριασμένα, που ίσως αυτά
να είχαν βάλει στη Φαντασίωση του Παράκελσου την
ξαφνική ιδέα των Astra tenebricosa (σκοτεινών
Άστρων), που ακτινοβολούσαν σκοτάδι και κρύο, με
κούφιες ακτίνες, σαν σωλήνες, κλείνοντας σαν μέσα
σε θηκάρι τις ακτίνες του Φωτός και του Θάλπους, και
παράγοντας έτσι παγωνιά και σκοτάδι-Δευτέρα Πρωί,
9 η ώρα – Κρύα Βροχή στην κοιλάδα, που είναι Χιόνι
πάνω στα Βουνά- »
Σαν ιστορία μέσα στου χρόνου τις στοές, όταν δειλά
θα σηκωθώ από ετούτο εδώ το μνήμα, το μυστικό
για την επάνοδο θα το ‘χω κάτω από τη γλώσσα μου
υφασμένο. Θα ‘χω το νου μου να ακούω, θα ‘χω το
νου μου να κοιτάζω με σοφία τις σκιές… Κι έτσι το
πέρασμά μου όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα, με
μια αλλόκοτη δύναμη που θα με κατατρέχει, που θα
με κάνει να μιλώ, απ’ τη στιγμή που την όψη του θα
βλέπω, θα γνωρίζω τον άνθρωπο που να μ’ ακούσει
πρέπει. Σ’ αυτόν την ιστορία τούτη θα διδάσκω. Ένας
άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός μέλλει να
γεννηθεί...
«Καταβεβλημένος από τα Φαινόμενα που
προκαλούσα, άναψα το κερί μου, και έγραψα – για
σχήματα, ακόμη και με ανοιχτά μάτια, για
τετράγωνα… και για ποικίλα χρώματα και δεν ξέρω
για τι άλλο. Πως μέσα σε λίγα λεπτά ξέχασα μια
τέτοια Συνάθροιση ξεχωριστών Εντυπώσεων,
κοχλασμούς και στοιβάδες χρυσών χρωμάτων και για
το λόγο αυτό να σκεφτώ πάνω στη Φύση της
Μνήμης. Τόσο έντονα αλλά μέσα σε ένα Λεπτό
ξεχασμένα! Το ίδιο συμβαίνει και στα όνειρα.
Στοχάσου πάνω σ’ αυτό, αν κατά τύχη ζήσεις –
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ!»
The End

More Related Content

Similar to The rime of the ancient mariner (greek ed.)

νικηφόρος ταΰγετος
νικηφόρος  ταΰγετος νικηφόρος  ταΰγετος
νικηφόρος ταΰγετος Ελένη Ξ
 
ν.το νερό συστήνεται ζηνα , δέσποινα
ν.το  νερό  συστήνεται  ζηνα , δέσποιναν.το  νερό  συστήνεται  ζηνα , δέσποινα
ν.το νερό συστήνεται ζηνα , δέσποινα2moud
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomossyrkyr
 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ  Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥΟΔΥΣΣΕΙΑ  Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥΕΛΕΝΗ ΜΟΥΤΑΦΗ
 
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣGeorgiadou Agathi
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσpemptoussia
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Litsa Pappa
 
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.grαμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.grdrdim6
 
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΟδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
ποιητικά εγχειρήματα, 1
ποιητικά εγχειρήματα, 1ποιητικά εγχειρήματα, 1
ποιητικά εγχειρήματα, 1nikantoniadou
 
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηπαράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηgina zaza
 

Similar to The rime of the ancient mariner (greek ed.) (20)

νικηφόρος ταΰγετος
νικηφόρος  ταΰγετος νικηφόρος  ταΰγετος
νικηφόρος ταΰγετος
 
μονόγραμμα ελύτης
μονόγραμμα ελύτηςμονόγραμμα ελύτης
μονόγραμμα ελύτης
 
γελ M. εργασια α ομαδα 2012 σ
γελ M. εργασια α ομαδα 2012 σγελ M. εργασια α ομαδα 2012 σ
γελ M. εργασια α ομαδα 2012 σ
 
γελ μ. εργασια α ομαδα
γελ μ. εργασια α ομαδαγελ μ. εργασια α ομαδα
γελ μ. εργασια α ομαδα
 
Sea verses
Sea versesSea verses
Sea verses
 
ν.το νερό συστήνεται ζηνα , δέσποινα
ν.το  νερό  συστήνεται  ζηνα , δέσποιναν.το  νερό  συστήνεται  ζηνα , δέσποινα
ν.το νερό συστήνεται ζηνα , δέσποινα
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomos
 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ  Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥΟΔΥΣΣΕΙΑ  Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
 
Poems romanticism
Poems   romanticismPoems   romanticism
Poems romanticism
 
μεσολογγι
μεσολογγιμεσολογγι
μεσολογγι
 
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
 
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΕΙΡΗΝΕΣ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΕΙΡΗΝΕΣΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΕΙΡΗΝΕΣ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Μ - ΣΕΙΡΗΝΕΣ
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
 
21η Mαρτίου
21η   Mαρτίου21η   Mαρτίου
21η Mαρτίου
 
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.grαμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
 
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΟδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
 
ποιητικά εγχειρήματα, 1
ποιητικά εγχειρήματα, 1ποιητικά εγχειρήματα, 1
ποιητικά εγχειρήματα, 1
 
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίησηπαράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
παράδοση και μοντερνισμός, ποίηση
 
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
 

More from Peter Tzagarakis

Symbolism in poetry a presentation
Symbolism in poetry   a presentationSymbolism in poetry   a presentation
Symbolism in poetry a presentationPeter Tzagarakis
 
Surrealism in poetry a presentation
Surrealism in poetry  a presentationSurrealism in poetry  a presentation
Surrealism in poetry a presentationPeter Tzagarakis
 
Parnassianism in poetry a presentation
Parnassianism in poetry  a presentationParnassianism in poetry  a presentation
Parnassianism in poetry a presentationPeter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2History of the ancient world (lyceum) vii.3.2
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2History of the ancient world (lyceum) vii.2.2
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5History of the ancient world (lyceum) vii.1.5
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4History of the ancient world (lyceum) vii.1.4
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2History of the ancient world (lyceum) vii.1.2
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1History of the ancient world (lyceum) vii.1.1
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4History of the ancient world (lyceum) vi.1.4
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2History of the ancient world (lyceum) vi.1.2
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1History of the ancient world (lyceum) vi.1.1
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) v.2.2
History of the ancient world (lyceum) v.2.2History of the ancient world (lyceum) v.2.2
History of the ancient world (lyceum) v.2.2Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6History of the ancient world (lyceum) iii.2.6
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6Peter Tzagarakis
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5Peter Tzagarakis
 

More from Peter Tzagarakis (20)

Symbolism in poetry a presentation
Symbolism in poetry   a presentationSymbolism in poetry   a presentation
Symbolism in poetry a presentation
 
Surrealism in poetry a presentation
Surrealism in poetry  a presentationSurrealism in poetry  a presentation
Surrealism in poetry a presentation
 
Parnassianism in poetry a presentation
Parnassianism in poetry  a presentationParnassianism in poetry  a presentation
Parnassianism in poetry a presentation
 
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4
History of the ancient world (lyceum) i.2.1-2.4
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1 & 1.3
 
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2History of the ancient world (lyceum) vii.3.2
History of the ancient world (lyceum) vii.3.2
 
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4
History of the ancient world (lyceum) iv.3.3 3.4
 
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2History of the ancient world (lyceum) vii.2.2
History of the ancient world (lyceum) vii.2.2
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5History of the ancient world (lyceum) vii.1.5
History of the ancient world (lyceum) vii.1.5
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4History of the ancient world (lyceum) vii.1.4
History of the ancient world (lyceum) vii.1.4
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2History of the ancient world (lyceum) vii.1.2
History of the ancient world (lyceum) vii.1.2
 
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1History of the ancient world (lyceum) vii.1.1
History of the ancient world (lyceum) vii.1.1
 
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3
History of the ancient world (lyceum) vi.2.1 - 2.3
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4History of the ancient world (lyceum) vi.1.4
History of the ancient world (lyceum) vi.1.4
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2History of the ancient world (lyceum) vi.1.2
History of the ancient world (lyceum) vi.1.2
 
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1History of the ancient world (lyceum) vi.1.1
History of the ancient world (lyceum) vi.1.1
 
History of the ancient world (lyceum) v.2.2
History of the ancient world (lyceum) v.2.2History of the ancient world (lyceum) v.2.2
History of the ancient world (lyceum) v.2.2
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6 extended ed.
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6History of the ancient world (lyceum) iii.2.6
History of the ancient world (lyceum) iii.2.6
 
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5
History of the ancient world (lyceum) iii.2.4 - 2.5
 

Recently uploaded

Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥ
Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥΜάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥ
Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥIliana Kouvatsou
 
Έμφυλα στερεότυπα
Έμφυλα                                       στερεότυπαΈμφυλα                                       στερεότυπα
Έμφυλα στερεότυπαDimitra Mylonaki
 
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 2οΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2οΧρύσα Παπακωνσταντίνου
 
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο ΑλεξανδρούποληςSafe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης2ο Γυμνάσιο Αλεξ/πολης
 
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑ
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑ
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑIliana Kouvatsou
 
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος Δόσης
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος ΔόσηςΟ εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος Δόσης
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος ΔόσηςIliana Kouvatsou
 
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο ΑλεξανδρούποληςSafe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης2ο Γυμνάσιο Αλεξ/πολης
 
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑ
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑ
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑIliana Kouvatsou
 
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptx
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptxΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptx
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptxIliana Kouvatsou
 
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptx
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptxεργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptx
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptxEffie Lampropoulou
 
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024Tassos Karampinis
 
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥΦλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥIliana Kouvatsou
 
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣΟ ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣIliana Kouvatsou
 
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...Iliana Kouvatsou
 
Ποια είμαι εγώ; Ποιος είσαι εσύ;
Ποια είμαι εγώ;                 Ποιος είσαι εσύ;Ποια είμαι εγώ;                 Ποιος είσαι εσύ;
Ποια είμαι εγώ; Ποιος είσαι εσύ;Dimitra Mylonaki
 
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική ΑυτοκρατορίαΗ απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική ΑυτοκρατορίαΑφροδίτη Διαμαντοπούλου
 
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptx
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptxΕπανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptx
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptxLucia Boulougari
 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥIliana Kouvatsou
 
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptx
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptxΦαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptx
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptxssuser0e846e
 
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣ
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣ
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣIliana Kouvatsou
 

Recently uploaded (20)

Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥ
Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥΜάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥ
Μάχη του Πουατιέ,ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑ ΟΠΡΙΝΕΣΚΟΥ
 
Έμφυλα στερεότυπα
Έμφυλα                                       στερεότυπαΈμφυλα                                       στερεότυπα
Έμφυλα στερεότυπα
 
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 2οΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ  ΜΕΡΟΣ 2ο
ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ: ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΕΡΟΣ 2ο
 
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο ΑλεξανδρούποληςSafe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Cycling - Εργασία για την ασφαλή ποδηλασία 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
 
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑ
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑ
ΧΑΝΟΣ ΚΡΟΥΜΟΣ-ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ,ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΚΡΑΣΤΕΒΑ
 
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος Δόσης
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος ΔόσηςΟ εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος Δόσης
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων, Άγγελος Δόσης
 
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο ΑλεξανδρούποληςSafe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
Safe Driving - Εργασία για την ασφαλή οδήγηση 2ο Γυμνάσιο Αλεξανδρούπολης
 
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑ
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑ
ΔΙΑΣΗΜΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΕΣ,ΕΦΗ ΨΑΛΛΙΔΑ
 
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptx
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptxΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptx
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΟΥΖΙΝΑ ΚΑΙ ΜΟΔΑ, ΕΛΕΑΝΑ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.pptx
 
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptx
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptxεργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptx
εργασία εφημερίδας για την διατροφή.pptx
 
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024
Παρουσίαση θεατρικού στην Τεχνόπολη. 2023-2024
 
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥΦλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
Φλωρεντία, ΔΑΝΑΗ ΠΥΡΠΥΡΗ- ΜΑΡΙΑΝΕΛΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΥ
 
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣΟ ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
Ο ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (Η ΝΟΣΟΣ), ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ
 
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...
Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΟΛΟΜΒΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ,ΕΙΡΗΝΗ ΝΤΟΥΣΚΑ-ΠΕΝΥ ΖΑΓΓΟ...
 
Ποια είμαι εγώ; Ποιος είσαι εσύ;
Ποια είμαι εγώ;                 Ποιος είσαι εσύ;Ποια είμαι εγώ;                 Ποιος είσαι εσύ;
Ποια είμαι εγώ; Ποιος είσαι εσύ;
 
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική ΑυτοκρατορίαΗ απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
 
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptx
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptxΕπανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptx
Επανάληψη Γλώσσας Α' Λυκείου για τις τελικές εξετάσεις Ιουνίου.pptx
 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΟΥ
 
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptx
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptxΦαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptx
Φαινόμενο του θερμοκηπίου και κλιματική αλλαγή.pptx
 
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣ
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣ
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ,ΜΠΟΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ - ΜΑΓΟΥΛΑΣ ΘΩΜΑΣ
 

The rime of the ancient mariner (greek ed.)

  • 1. The Rime of the Ancient Mariner (1798) by Samuel Taylor Coleridge (England, 1772-1834) Η Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού , η αλληγορία της ζωής και της ποιητικής δημιουργίας
  • 2. Είναι ένας γέρος Ναυτικός και σταμάτησε έναν από τους τρείς. «Με τη μακριά σου γκρίζα γενειάδα κι αυτό το μάτι που γυαλίζει, γιατί με σταμάτησες τώρα εδώ; Οι πόρτες του γαμπρού είναι ορθάνοικτες, κι εγώ είμαι ο πιο στενός του συγγενής. Οι καλεσμένοι έχουν κιόλας μαζευτεί το γλέντι έχει αρχίσει, μπορείς να ακούσεις το χαρούμενο θόρυβο Με το κοκκαλιάρικο χέρι του εκείνος τον κρατά, «ήταν ένα καράβι», λέει. «Σταμάτα! Και κάτω τα χέρια σου γκριζογένη χωριάτη» Αμέσως το χέρι του τον άφησε.
  • 3. Τον κρατά με τα μάτια του που λάμπουν. Ο Καλεσμένος στο Γάμο στάθηκε ακίνητος κι ακούει σαν τρίχρονο παιδί. Ο Ναυτικός του κατείχε τη θέληση. Κάθησε ο Καλεσμένος σε μια πέτρα. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να ακούσει. Κι έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος ο ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.
  • 4. Η νύφη μπήκε μες την αίθουσα, ήταν σαν ρόδο κόκκινη. Το κεφάλι της κλίνοντας μπροστά της χαιρετώντας φεύγουν οι χαρωποί μινιστρέλοι Το στήθος του χτύπησε ο Καλεσμένος, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς παρά να ακούσει. Κι έτσι μίλησε εκείνος ο γέρος, ο Ναυτικός με τα μάτια που έλαμπαν.
  • 5. «Και τότε η Ανεμοθύελλα έφτασε, Κι ήταν σφοδρή και βασανιστική ˙ Με τις ακατανίκητες φτερούγες της Χτυπούσε και μας έδιωχνε Προς την κατεύθυνση του νότου. Με τα κατάρτια να γέρνουν Την πρόωρα βυθισμένη στο νερό, Σαν τον κυνηγημένο μ’ ουρλιαχτά Και με χτυπήματα, που ακόμη Μες στη σκιά του εχθρού του τρέχει Και το κεφάλι ρίχνει προς τα μπρος, Γρήγορα παρασυρόταν το Καράβι, Βρυχιόταν δυνατά η αντάρα, Και όλο προς τα νότια φεύγαμε.
  • 6. Κι έφτασαν τώρα μαζί με ομίχλη και χιόνι, Κι έγινε κρύο τρομερό: Και πάγος, ψηλός σαν το κατάρτι, Ήρθε επιπλέοντας δίπλα μας Πράσινος τόσο όσο ένα σμαράγδι. Και μες απ’ τις μάζες του χιονιού Που ο άνεμος έσπρωχνε Οι κάτασπροι έστελναν όγκοι Μια λαμπεράδα καταθλιπτική: Ούτε μορφές ανθρώπων ούτε ζώα Αναγνωρίζαμε – Ο πάγος ήταν παντού.
  • 7. Ο πάγος ήταν εδώ, ο πάγος ήταν κι εκεί, Ο πάγος ήταν παντού τριγύρω. Ράγιζε, έσπαγε και γρύλιζε απειλητικά, Και βρυχιόταν και ούρλιαζε Όπως οι θόρυβοι μες στη λιποθυμιά!
  • 8. Στο τέλος την ομίχλη διασχίζοντας Ένας Άλμπατρος ήρθε ˙ Σαν να ‘ταν μια ψυχή Χριστιανική Στ’ όνομα του Θεού τον χαιρετήσαμε. Έφαγε την τροφή που ποτέ Μέχρι τότε δεν είχε δοκιμάσει, Κι όλο γύρω και γύρω πετούσε. Με μια έκρηξη σαν κεραυνού Ο πάγος σκίστηκε ˙ κι ο τιμονιέρης Μας οδήγησε ανάμεσα! Κι ένας καλός νότιος άνεμος Από την πρύμνη φύσηξε ˙ Ακολουθούσε ο Άλμπατρος Και κάθε μέρα, για τροφή η παιχνίδι Στο κάλεσμα του ναυτικού ερχόταν. Μ’ ομίχλη ή με συννεφιά, Στο κατάρτι πάνω ή στην κουπαστή, Για τον εσπερινό κούρνιαζε στις εννιά Ενώ τη νύχτα όλη, απ’ της ομίχλης Την άσπρη άχνα μέσα Θαμπόφεγγε τ’ άσπρο φεγγαρόφωτο.»
  • 9. «Ο Θεός να σε φυλά γέρο Ναυτικέ Απ’ τους δαιμόνους που σε βασανίζουν έτσι! Γιατί έτσι κοιτάς;» - Με τη βαλλίστρα μου Τον Άλμπατρος χτύπησα.
  • 10. Και ο ευνοϊκός νοτιάς ακόμη φυσούσε στην πρύμνη, μα κανένα πουλί δεν ακολούθαγε, ούτε καμιά μέρα για τροφή ή για παιχνίδι ήρθε στο κάλεσμα του Ναυτικού. Είχα κάνει ένα αποτρόπαιο πράγμα Και μόνο συμφορά θα τους έφερνε: Γιατί όλοι τους έλεγαν πως είχα σκοτώσει Το πουλί που έκανε την αύρα να φυσά, Τον άθλιο! Λέγαν, το πουλί να σκοτώσει, Που έκανε την αύρα να φυσά! Ούτε μουντός ούτε και κόκκινος, ωσάν του ίδιου του Θεού το κεφάλι, ο υπέροχος ήλιος σηκώθηκε. Και τότε όλοι τους είπαν πως είχα σκοτώσει το πουλί πού ‘ φερνε την ομίχλη και την καταχνιά. Σωστό ήταν, είπαν αυτοί, να σκοτώνει κανείς τέτοια πουλιά που την ομίχλη φέρνουν και την καταχνιά.
  • 11. Έπεσε η αύρα, τα πανιά κρεμάστηκαν και ήταν θλιβερό, όσο γίνεται πιο θλιβερό. Κι εμείς μιλούσαμε μονάχα για να σπάσουμε τη βουβαμάρα της θάλασσας! Όλα μες σ’ ένα ουρανό καυτό και χάλκινο, το μεσημέρι ο Ήλιος που ήταν σαν αίμα, πάνω απ’ το κατάρτι ακριβώς στάθηκε, αλλά όχι απ’ τη Σελήνη μεγαλύτερος Μέρα με τη μέρα, μέρα με τη μέρα, ακινητούσαμε, μήτε πνοή μήτε κίνηση. Τόσο αδρανείς όσο ένα καράβι ζωγραφισμένο πάνω σ’ έναν ωκεανό ζωγραφισμένο κι αυτόν. Νερό, νερό, παντού νερό, κι απ’ όλες τις πλευρές το σκάφος φύραινε. Νερό, νερό, παντού νερό, κι ούτε σταγόνα να πιείς.
  • 12. Ακόμη και ο βυθός σάπιζε. Χριστέ μου! Ποτέ αυτό δεν πρέπει να ‘γινε ξανά! Γλοιώδη πλάσματα με πόδια κολυμπούσαν στη γλοιώδη πάνω θάλασσα. Γύρω, παντού, πλήθος, κουβάρια οι φωτιές του θανάτου χόρευαν τη νύχτα. Το νερό, σαν μάγισσας λάδια, πυρωμένο πράσινο, και λουλακί και άσπρο.
  • 13. Και κάποιοι σ’ όνειρο βεβαιώθηκαν για το Πνεύμα που έτσι μας βασάνιζε. Σ’ εννιά οργιές βάθος μας είχε ακολουθήσει από της καταχνιάς και του χιονιού τη χώρα. Κι όλων οι γλώσσες από την απόλυτη στέγνια, μέχρι τη ρίζα μαράθηκαν. Να μιλήσουμε δεν μπορούσαμε περισσότερο απ’ ό, τι αν πνιγόμασταν από καπνό. Αχ, και μια μέρα! Τι κακές ματιές Είχα από νιούς και γέρους! Κι αντί για το σταυρό, Τον Άλμπατρος μου κρέμασαν Γύρω απ’ το λαιμό μου.
  • 14. Πέρασαν μέρες εξαντλητικές. Τα λαρύγγια όλων είχαν ξεραθεί, τα μάτια έγιναν σαν από γυαλί. Μέρες εξαντλητικές! Μέρες εξαντλητικές! Πως γίνονταν ανέκφραστα τα εξαντλημένα μάτια, όταν κοιτώντας δυτικά, στον ουρανό είδα κάτι. Ένα στίγμα, ένα πούσι, ένα σχήμα το ‘ξερα! Κι ακόμη πλησίαζε κι όλο πλησίαζε. Σαν να απόφευγε με ελιγμούς του νερού κάποιο ξωτικό, βούλιαζε, έπαιρνε βόλτα, και πορεία άλλαζε. Με λαρύγγια στεγνά, με χείλια μελανά, ψημένα, δεν μπορούσαμε ούτε να γελάσουμε ούτε να θρηνήσουμε. Από την απόλυτη στέγνια άφωνοι όλοι στεκόμασταν! Το μπράτσο μου δάγκωσα κι ήπια το αίμα, και φώναξα, «Ένα πανί! Ένα πανί!»
  • 15. Είναι αυτά τα πλευρά του που μες απ’ αυτά προσπαθούσε σαν πίσω από σίδερα να κοιτάξει ο Ήλιος; Κι είναι εκείνη η Γυναίκα όλο του το πλήρωμα; Είναι εκείνος ένας ΘΑΝΑΤΟΣ; Και είναι τούτοι δύο; Είναι ο Θάνατος εκείνης της γυναίκας σύντροφος; Κόκκινα ήτανε τα χείλια της. Και τολμηρό το βλέμμα της, Οι βόστρυχοι της κίτρινοι σαν το χρυσάφι: Το δέρμα της τόσο λευκό σαν λέπρα, Ο Εφιάλτης ήτανε αυτή: Η ΖΩΗ-ΜΕΣΑ-ΣΤΟ- ΘΑΝΑΤΟ που το αίμα τ’ ανθρώπου παγώνοντας πήζει. Το γυμνό καράβι-κουφάρι μας πλεύρισε, Κι οι δυο τους έριχναν τα ζάρια. «Η παρτίδα τελείωσε! Κέρδισα! Έχω κερδίσει!» Είπε αυτή, Και σφυρίζει τρεις φορές.
  • 16. Ένας μετά τον άλλο, κάτω απ’ την αμείλικτη Σελήνη, γρήγορα τόσο που δεν πρόφταινε ούτε ένα βογγητό ή στεναγμό να βγάλει, το πρόσωπό του έστρεφε ο καθένας με αγωνία και πόνο φρικτό, και με τα μάτια του με καταριόταν. Διακόσιοι άνθρωποι ζωντανοί και στεναγμό ή βογγητό δεν άκουσα, με γδούπο βαρύ, μια άψυχη μάζα, ένας μετά τον άλλο έπεσαν. Από τα σώματά τους οι ψυχές πέταξαν, προς την υπέρτατη ευτυχία ή θλίψη έτρεξαν! Και καθεμιά ψυχή περνούσε δίπλα μου, βγάζοντας ένα σφύριγμα όμοιο μ’ εκείνο της βαλλίστρας μου! Μόνος, μονάχος, ολομόναχος, μοναχός πάνω στην πλατιά μεγάλη θάλασσα! Κι ούτε ένας άγιος ποτέ δεν ευσπλαχνίστηκε την ψυχή μου μες την αγωνία της. Πόσο ωραίοι ήταν όλοι αυτοί. Και κείτονταν όλοι νεκροί. Και χίλιες χιλιάδες πράγματα γλοιώδη επιζούσαν. Κι όμοια κι εγώ.
  • 17. Έπεφτε η ματιά μου πάνω στη θάλασσα που σάπιζε, κι αμέσως τη ματιά μου έπαιρνα από κει. Έπεφτε η ματιά μου πάνω στο κατάστρωμα που σάπιζε. Και κείτονταν εκεί οι νεκροί.
  • 18. Τα βλέφαρά μου έκλεισα, και τα κρατούσα κλειστά, κι οι βολβοί χτυπούσαν σαν της καρδιάς τους παλμούς. Γιατί ο ουρανός κι η θάλασσα κι η θάλασσα κι ο ουρανός κείτονταν σαν φορτίο στα κουρασμένα μάτια μου πάνω, και στα πόδια μου εκεί, κείτονταν οι νεκροί.
  • 19. Ο κρύος ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλιωνε, Μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν: Το βλέμμα που είχαν ρίξει πάνω μου Πότε δεν έφυγε. Ενός ορφανού παιδιού κατάρα Κι από ύψη θα τραβούσε Στην κόλαση ένα Πνεύμα Μα πιο φρικτή κατάρα κι από κείνη Είν’ η κατάρα στου νεκρού το μάτι! Μέρες επτά, νύχτες επτά Έβλεπα εκείνη την κατάρα, Μ’ ακόμη δεν μπορούσα να πεθάνω.
  • 20. Η κινούμενη Σελήνη στον ουρανό ανέβηκε και πουθενά δεν έμεινε. Μαλακά όλο ανέβαινε, μ’ ένα ή δυο αστέρια στο πλάι. Χλεύαζαν οι αχτίδες της τον πνιγερό ωκεανό, κι ως παγωμένη πάχνη πρωταπριλιάτικη απλώνονταν. Μα όπου έπεφτε η πελώρια σκιά του καραβιού, εκεί το μαγεμένο νερό φλεγόταν πάντοτε μ’ ένα ακίνητο κι απαίσιο κόκκινο.
  • 21. Πέρα απ’ τη σκιά του καραβιού, Έβλεπα τα θαλάσσια φίδια. Κινιόνταν μέσα σ’ αχνάρια λαμπερού λευκού, Και όταν ανορθώνονταν, το ξωτικό τους φως Έπεφτε σε λέπια σταχτιά. Μες στη σκιά του καραβιού την πλούσια έβλεπα περιβολή τους. Κυανή, πράσινη γυαλιστερή και βελούδινη μαύρη. Κουλουριάζονταν αι κολυμπούσαν και κάθε αχνάρι που άφηναν ήταν μια λάμψη από χρυσή φωτιά. Ω ζωντανά ευτυχισμένα πλάσματα! Γλώσσα καμιά την ομορφιά τους να φανερώσει δεν μπορεί: Πηγή αγάπης ανάβρυσε απ’ την καρδιά μου Τα ευλόγησα ασυνείδητα: Το δίχως άλλο με σπλαχνίστηκε Ο ευγενικός μου άγιος, Και τα ευλόγησα ασυναίσθητα. Ακριβώς την ίδια τη στιγμή Μπόρεσα να προσευχηθώ: Κι απ’ το λαιμό μου έτσι Έπεσ’ ελεύθερος ο Άλμπατρος, Και σαν μολύβι μέσα στη θάλασσα βυθίστηκε.
  • 22. Ο ύπνος! Είναι ένα πράο πράγμα αγαπημένο από τον ένα μέχρι τον άλλο πόλο. Ας είναι δοξασμένη η Παρθένος Μαρία! Αυτή έστειλε από τους Ουρανούς τον πράο ύπνο και στην ψυχή μου μέσα γλίστρησε. Οι άδειοι κουβάδες πάνω στο κατάστρωμα, παρατημένοι από πολύ καιρό, ονειρεύτηκα πως είχαν γεμίσει με δροσιά. Και όταν ξύπνησα, έβρεχε. Τα χείλη μου ήταν υγρά, το λαρύγγι μου κρύο, τα ρούχα μου ήταν όλα νοτισμένα. Σίγουρα μέσα στον ύπνο μου είχα πιεί κι ακόμη το κορμί μου έπινε.
  • 23. Ο βουερός άνεμος ποτέ το καράβι δεν έφτασε, μα το καράβι τώρα κινιόταν προς τα μπρος! Κάτω από την αστραπή και τη Σελήνη οι νεκροί έβγαλαν ένα στεναγμό. Στέναξαν, αναδεύτηκαν, και πάνω όλοι τους σηκώθηκαν, χωρίς μιλιά, χωρίς τα μάτια να κουνούν. Ήταν παράξενο, ακόμη και για όνειρο, να βλέπω εκείνους τους νεκρούς επάνω να σηκώνονται. Ο τιμονιέρης πήρε το τιμόνι, το καράβι κινιόταν προς τα μπρός. Αλλά ούτε αύρα δε φυσούσε. Οι ναύτες έπιασαν τα σκοινιά, εκεί όπου συνηθισμένοι να δουλεύουν ήτανε. Τα μέλη τους ύψωναν σαν άψυχα σύνεργα, ένα μακάβριο ήμασταν πλήρωμα. Το πτώμα του γιου τ’ αδερφού μου στεκόταν στο πλάι μου, το γόνατό μου άγγιζε το γόνατό του. Το πτώμα κι εγώ τραβούσαμε ένα σκοινί μα δε μου μιλούσε καθόλου.
  • 24. «Σε φοβάμαι, γέρο Ναυτικέ!» Ησύχασε Καλεσμένε στο Γάμο! Αυτοί δεν ήταν εκείνες οι ψυχές που έφυγαν πονώντας και που τώρα γύρισαν πάλι στα σώματά τους μέσα, μα μια ομάδα από μακάρια πνεύματα, Γιατί όταν χάραξε τα χέρια τους κρέμασαν και γύρω από το κατάρτι αρμαθιάστηκαν. Ήχοι γλυκείς βγαίναν αργά από τα στόματά τους και δίπλα από τα σώματα περνούσαν. Κάθε γλυκύς ήχος τριγύρω πέταγε, κι ακοντίζονταν ύστερα στον Ήλιο. Αργά οι ήχοι γύριζαν πίσω ξανά αναμιγμένοι τώρα, ο ένας με τον άλλο.
  • 25. Μέχρι το μεσημέρι γαλήνια πλέαμε, μα ούτε μια αύρα δεν είχε φυσήξει. Ήσυχα και απαλά έπλεε το καράβι σπρωγμένο από κάτω κινιόταν μπροστά. Κάτω από την καρίνα, σ’ εννιά οργιές βάθος, από της καταχνιάς και του χιονιού τη χώρα, το πνεύμα γλιστρούσε. Κι ήταν αυτό που έκανε το καράβι να κινείται. Το μεσημέρι τα πανιά έπαψαν το σκοπό τους, κι όμοια και το καράβι στάθηκε ακίνητο.
  • 26. Ο Ήλιος, πάνω απ’ το κατάρτι ακριβώς, μες τον ωκεανό είχε καρφώσει το καράβι. Αλλά σε μια στιγμή άρχισε αυτό να κουνιέται, με μια σύντομη ανήσυχη κίνηση πότε προς τα πίσω πότε προς τα μπροστά τόσο μονάχα όσο ήταν το μισό του μήκους του με μια σύντομη ανήσυχη κίνηση. Τότε σαν το άλογο που με την οπλή χτυπά το χώμα κι αφήνεται ελεύθερο, έκανε το καράβι ξαφνικά ένα άλμα. Το αίμα μες το κεφάλι μου τινάχτηκε, κι έπεσα κάτω, σε μια σκοτοδίνη. Για πόσο σε τούτη την κατάσταση κειτόμουν δεν μπορώ να πω. Μα πριν στην κανονική ζωή γυρίσω ξανά, άκουσα και ξεχώρισα μες την ψυχή μου δυο φωνές μες στον αέρα.
  • 27. «Είναι αυτός;» Είπε η μία, «Αυτός είναι ο άνθρωπος που από αυτόν σκοτώθηκε δόλια απ’ το απάνθρωπο σημαδεμένος τόξο του ο άκακος Άλμπατρος; Το πνεύμα που ο ίδιος κάλεσε στη χώρα της καταχνιάς και του χιονιού, το πουλί αγαπούσε που αγάπησε τον άνθρωπο που με το τόξο του το χτύπησε.» Η άλλη ήταν μια απαλότερη φωνή τόσο απαλή σαν αμβροσία. Είπε αυτή, «Ο άνθρωπος μεταμελήθηκε, κι ακόμη μεγαλύτερη μετάνοια θα δείξει».
  • 28. Η αγωνία, η κατάρα, που πέθαναν μ’ αυτές δεν είχε φύγει ποτέ μακριά. Τα μάτια μου να τραβήξω δεν μπορούσα απ’ τα δικά τους μάτια, ούτε να τα στρέψω ψηλά για να προσευχηθώ. Και τώρα αυτό το γήτεμα είχε απότομα σπάσει. Για μια φορά ακόμη έστρεψα το βλέμμα στον πράσινο ωκεανό, και κοίταξα μακριά, μα λίγα είδα απ’ ό, τι ακόμη ήτανε να δω. Σαν κάποιον που σε έρημο δρόμο περπατά με φόβο και δέος, κι έχοντας μια φορά γύρω κοιτάξει να περπατά συνεχίζει, και το κεφάλι του δε στρέφει πια, γιατί γνωρίζει: δαίμονας τρομερός με την περπατησιά του σμίγει πίσω. Μα γρήγορα ένας άνεμος πάνω μου φύσηξε, χωρίς είτε ήχο ή κίνηση να προκαλέσει. Ο δρόμος του πάνω στη θάλασσα δεν ήταν, μ’ ένα ρυτίδιασμα ή μια σκιά.
  • 29. Ω όνειρο χαρά! Πράγματι είναι η κορυφή του φάρου αυτό που βλέπω; Είναι αυτό ο λόφος; Είναι αυτό η εκκλησιά; Είναι αυτή η δικιά μου πατρίδα; Το ρεύμα μας έφερε στην άκρη του λιμενοβραχίονα κι εγώ με λυγμούς προσευχόμουν. Ω κράτησέ με Θεέ μου ξάγρυπνο! Ή άσε με να κοιμηθώ για πάντα. Το λιμανιού ο όρμος σαν γυαλί διάφανος ήταν, τόσο λεία ήταν στρωμένος! Και το φεγγαρόφωτο στον όρμο πάνω είχε απλωθεί, και η σκιά της Σελήνης.
  • 30. Κι από φως σιωπηλό ο όρμος ήταν λευκός, μέχρι που από τον ίδιο μέσα βγαίνοντας πολλές μορφές, που ήταν σκιές, πήρε ένα χρώμα κόκκινο βαθύ. Πολύ κοντά στην πλώρη ήταν κείνες οι πορφυρές σκιές: το βλέμμα μου προς το κατάστρωμα έστρεψα Χριστέ μου, τι ήταν αυτό που είδα εκεί!
  • 31. Κάθε κουφάρι κείτονταν οριζόντιο, χωρίς ζωή χάμω ριγμένο, και μα τον ιερό Εσταυρωμένο! Ένας άνθρωπος όλος από φως, ένα σεραφείμ, πάνω από κάθε πτώμα στεκόταν. Καθένα από αυτά τα σεραφείμ με το χέρι του ένευε. Ήταν ένα ουράνιο θέαμα! Έμοιαζαν με σινιάλα που γίνονταν προς τη στεριά, ένα αξιολάτρευτο φως ήταν το καθένα τους. Ήταν μια συντροφιά από σεραφείμ, και το καθένα με το χέρι ένευε, φωνή δεν έβγαζαν, φωνή καθόλου, μα η σιωπή βυθιζόταν σαν μουσική μες την καρδιά μου.
  • 32. Η βάρκα πλησίαζε, τους άκουγα να μιλούν, «Αλήθεια, πολύ παράξενο το βρίσκω! Πού είναι όλα εκείνα τα πολλά και λαμπερά φώτα που μόλις πριν μας έκαναν σινιάλο;» «Ναι, μα την πίστη μου, παράξενο» Είπε ο Ερημίτης. «Και στις φωνές μας δεν απάντησαν! Οι σανίδες δείχνουν σκεβρωμένες! Κοίτα και τούτα τα πανιά, πόσο λεπτά και ξεραμένα είναι! Ποτέ δεν είδα κάτι σαν κι αυτό, εκτός ίσως των φύλλων. Τους σκούρους σκελετούς που τις όχθες σκεπάζουν του ρυακιού μέσα στο δάσος μου όταν η αλεπού είναι βαριά απ’ το χιόνι, κι η μικρή κουκουβάγια προς το λύκο κάτω ουρλιάζει όταν αυτός τα μικρά της λύκαινας τρώει».
  • 33. Κάτω απ’ τα νερά έγινε μια βοή, ακόμη δυνατότερη και πιο φοβερή. Έφτασε στο καράβι, τον κόλπο άνοιξε στα δύο. Το καράβι σα μολύβι βούλιαξε. Απ’ τη δυνατή και τρομερή χτυπημένος βοή, που τον ουρανό και τον ωκεανό συντάραξε, όπως εκείνου που εδώ κι επτά μέρες έχει πνιγεί το σώμα μου στην επιφάνεια επέπλεε. Μα γρήγορα όπως στα όνειρα, βρέθηκα μέσα στου Πλοηγού τη βάρκα. Πάνω από τη δίνη που μέσα της χάθηκε το καράβι, γύρω και γύρω η βάρκα στροβιλιζόταν. Και όλα γίναν σιωπηλά, εκτός από το λόφο που ακόμη έστελνε πίσω τη βοή.
  • 34. Κούνησα τα χείλια μου, κι ο Πλοηγός έβγαλε μια κραυγή κι έπεσε σε παροξυσμό ˙ Ο ευσεβής Ερημίτης σήκωσε τα μάτια του και προσευχήθηκε εκεί που καθόταν. Έπιασα τα κουπιά: ο βοηθός του Πλοηγού που τώρα πήγαινε να τρελαθεί γελούσε δυνατά και συνέχεια, κι όλο τα μάτια του γύρναγαν από δω κι από κει. «Χα! Χα!» είπε «βλέπω καθαρά πως ο Διάβολος ξέρει να τραβά κουπί».
  • 35. «Εξομολόγησε με, Εξομολόγησέ με άγιε άνθρωπε!» Ο Ερημίτης τα φρύδια του σούφρωσε. «Γρήγορα πες μου», είπε, «Πες μου σε παρακαλώ- Τι είδους άνθρωπος είσαι εσύ;» Μέσα σε μια στιγμή το κορμί μου συσπάστηκε Από αγωνία αξιοθρήνητη, Που μ’ ανάγκασε την ιστορία μου ν’ αρχίσω Και έπειτα μ’ άφησε ήσυχο και πάλι.
  • 36. Και από τότε σε ώρα απροσδιόριστη Η αγωνία γυρνά και πάλι: Κι ώσπου να πω τη φρικτή ιστορία μου, Τούτη η καρδιά μέσα μου φλέγεται.
  • 37. Περνάω, όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα ˙ Μιαν αλλόκοτη δύναμη έχω που να μιλώ με κάνει. Απ’ τη στιγμή που βλέπω την όψη του γνωρίζω τον άνθρωπο που να μ’ ακούσει πρέπει: Σ’ αυτόν την ιστορία μου διδάσκω.
  • 38. Τι δυνατή οχλοβοή ξεσπά από κείνη την πόρτα! Οι καλεσμένοι στο γάμο είναι κει. Μα στην αναδενδράδα του κήπου η νύφη τραγουδά μαζί με τις παράνυφες. Κι αφουγκράζομαι τη μικρή εσπερινή καμπάνα που με καλεί σε προσευχή. Ω Καλεσμένε στο Γάμο! Αυτή η ψυχή έμεινε μόνη σε μια πλατιά θάλασσα άνω. Ήταν τόσο μονάχη, που ούτε κι ο ίδιος ο Θεός φαινόταν να υπάρχει εκεί. Γλυκύτερο κι απ’ τη γαλήνια γιορτή, κι ακόμη πιο γλυκύ για μένα είναι προς την εκκλησιά να περπατώ μαζί με συντροφιά καλή! Να περπατάμε προς την εκκλησιά μαζί, κι όλοι να προσευχόμαστε ενώ ο καθένας χωριστά κατευθύνεται στον μεγάλο Πατέρα του, γέροι και παιδιά, και φίλοι αγαπημένοι κι εύθυμα παλληκάρια και κοπελιές!
  • 39. Έχε γεια, έχε γεια! Μα τούτο λέω σε σένα Καλεσμένε στο Γάμο! Προσευχήθηκε πολύ αυτός π’ αγάπησε πολύ κι ανθρώπους και πουλιά και ζώα. Και προσευχήθηκε ακόμα πιο πολύ εκείνος που αγάπησε ακόμη περισσότερο όλα όσα υπάρχουν, και μεγάλα και μικρά. Γιατί ο Θεός που την αγάπη του μας δίνει έπλασε και τ’ αγαπάει όλα. Ο Ναυτικός που τα μάτια του έλαμπαν και τη γενειάδα του είχε ασπρίσει ο χρόνος έφυγε: και τώρα ο Καλεσμένος στο Γάμο την πλάτη έστρεψε στου γαμπρού την πόρτα. Πήγαινε σαν κάποιος που ‘χει άναυδος μείνει και τις αισθήσεις έχει χάσει: Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός τ’ άλλο πρωί σηκώθηκε.
  • 40. Η μελοποίηση του ποιήματος από το βρετανικό Heavy Metal συγκρότημα Iron Maiden https://www.youtube.com/watch?v=NA2cGy_iDTk
  • 41. Βίος και πολιτεία του Samuel Taylor Coleridge
  • 42. Ο χρόνος της γέννησης: 21 Οκτωβρίου του 1772. Ο τόπος: Ottery St. Mary, ένα μικρό χωριό του Devonshire. Το δέκατο και τελευταίο παιδί του John Coleridge, ενός φτωχού ανθρώπου, δασκάλου, συγγραφέα και ιεροκήρυκα, ο Samuel Taylor Coleridge άνοιξε τα μάτια στον κόσμο, στο σύμβολο που του έγνεψε σαν τελετή μυσταγωγίας βαθιά να το εξερευνήσει. Η μύηση στα μυστήρια του σύμπαντος έγινε από τη νεανική του κιόλας ηλικία, εκείνα τα χειμωνιάτικα βράδια που ο πατέρας του, του μιλούσε για τα άστρα, τους πλανήτες, τις Νεράιδες και τα πνεύματα. Ο εθισμός του νου στο Αχανές, η πίστη στον κόσμο των οραμάτων χωρίς να έχει ως κριτήριο την πίστη στις αισθήσεις γι’ αυτό που έβλεπε, η γλυκιά μελαγχολία, η αίσθηση της διαφορετικότητας στην παρατήρηση, του έδιναν
  • 43. «Ο πατέρας μου (…) μου είπε τα ονόματα των άστρων – και πως ο Δίας ήταν χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας κόσμο - και πως τα άλλα που σπινθηροβολούσαν αστέρια ήταν Ήλιοι που είχαν κόσμους που περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτούς – και όταν έφτασα σπίτι μου έδειξε πως περιστρέφονταν. Τον άκουγα με βαθιά ευχαρίστηση και θαυμασμό, αλλά χωρίς καθόλου απορία ή δυσπιστία. Γιατί από το πρώιμο διάβασμα παραμυθιών με Νεράιδες και Πνεύματα και άλλα παρόμοια ο νους μου είχε εθιστεί στο Αχανές και ποτέ, με κανένα τρόπο, δεν θεώρησα τις αισθήσεις μου ως κριτήρια γι’ αυτό που πίστευα».
  • 44. Σε ηλικία εννιά ετών, ένα τραγικό γεγονός θα σημαδέψει για πάντα τη ζωή του. Ο Θάνατος τον επισκέπτεται. Πεθαίνει ο πατέρας του και μέντοράς του. Τον επόμενο χρόνο τον στέλνουν για σπουδές στο Λονδίνο. Η φοίτηση στο Christ’s Hospital τον έκανε να διαπρέψει στα κλασικά γράμματα και ιδιαίτερα στην πλατωνική φιλοσοφία. Λίγο αργότερα η φιγούρα του Θανάτου προβάλλει και πάλι. Χάνει δυο από τα αδέρφια του. Ο ίδιος αρρώστησε βαριά και για να αντιμετωπίσει την ασθένεια παίρνει το κοινό φάρμακο της εποχής, λάβδανο, κύριο συστατικό του οποίου ήταν το όπιο. Η γνωριμία του με το όπιο έμελλε να είναι μοιραία και να του ανοίξει το δρόμο για τον εθισμό. «Το λάβδανο μου έδινε ανάπαυση και ηρεμία, όχι ύπνο: αλλά εσύ, πιστεύω, γνωρίζεις πόσο θεική είναι αυτή η ανάπαυση – τι τόπος μαγείας, ένας πράσινος τόπος πηγών, λουλουδιών και δέντρων, μες στην καρδιά μια ερημιάς από άμμο.»
  • 45. Έπειτα στη ζωή του θα στιγματιστεί ως χρήστης οπίου, και υποστήριξε πως ένα απ’ τα ποιήματά του, ο «Kubla Khan», εμπνεύστηκε από οράματα που είδε ενώ βρισκόταν υπό την επήρεια. Μετά όμως από την ευτυχισμένη περίοδο, όπου τα όνειρα τον βύθιζαν γλυκά σε μια κατάσταση ευφορίας, τον άφηναν να φαντάζεται μισοκοιμισμένος ενίοτε, ελέγχοντας τη μνήμη και τα πρόσωπα, διατηρώντας μιαν αλλόκοτη ζωντάνια και διώχνοντας μακριά οράματα δυσάρεστα και τρομακτικά, ήρθε κάτι που τάραξε τα νερά της λίμνης των μύχιων, μεθυστικών οραμάτων.
  • 46. Επόμενος σταθμός το Jesus College, στο Cambridge, το 1791. Εκτός από ένα σύντομο διάστημα, στο οποίο κατατάχτηκε στους Δραγώνους το 1793 για να ξεφύγει από τα χρέη και την αποτυχία του στον έρωτα, διέμεινε στο Cambridge μέχρι το 1795 όπου συνάντησε τον Robert Southey, ένα φίλο ποιητή με τον οποίο μοιράζονταν τις ίδιες πολιτικές ιδέες. Έκαναν συζητήσεις και πολλά σχέδια για να θέσουν σε εφαρμογή μαζί, αλλά στην υλοποίησή τους εμφανίστηκαν προβλήματα. Τον Οκτώβρη του 1795 ο Coleridge παντρεύεται τη Sara Flicker, την αδερφή της Edith, την οποία είχε παντρευτεί την προηγούμενη χρονιά ο καλός φίλος του Southey. Δεν συνάντησε όμως τότε τον έρωτα στη ζωή του. Τον επόμενο Σεπτέμβρη γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο David Hartley Coleridge, που πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο φιλόσοφο. Ο Southey σύστησε στον Coleridge τον ποιητή William Wordsworth to 1797. Μια σημαντική γνωριμία στη ζωή και των δυο ποιητών.
  • 47. Ο Coleridge έγινε φίλος με τον Wordsworth και την αδελφή του Dorothy. Από τις συζητήσεις τους προέκυψαν οι «Lyrical Ballads» («Λυρικές Μπαλάντες»). Το 1798 γεννιέται και το δεύτερο παιδί του Coleridge, που το ονόμασε Berkeley δίνοντας και σ΄αυτό το όνομα ενός φιλοσόφου. Εκείνη την περίοδο, είχε σχηματιστεί γύρω του ένας κύκλος φίλων και θαυμαστών που ο ποιητής είχε πάνω τους μια ευεργετική επίδραση. Ήταν μια εποχή βαθιάς υπαρξιακής και πνευματικής κρίσης, κατά την οποία το κύριο ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στη φιλοσοφία και όχι στην ποίηση μέσω της οποίας έρχονταν στην επιφάνεια και έπαιρναν μορφή μόνο μερικά σπαράγματα της σκέψης του. Αυτή η ανάγκη αναθεώρησης των φιλοσοφικών αρχών τον έστρεψε προς τη Γερμανία. Εκεί του αποκαλύφτηκε ένα πανόραμα ιδεών. Ο πνευματικός του ορίζοντας διευρύνθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει, τουλάχιστον, ο πιο εμπνευσμένος από τη γενιά του Άγγλος ερμηνευτής του Γερμανικού Ρομαντισμού.
  • 48. Συναρπάστηκε τόσο από την παραμονή του εκεί που την παράτεινε κι άλλο. Η Sara του ζητούσε να γυρίσει, οι Wordsworths μετά λύπης τους τον άφησαν εκεί και γύρισαν πίσω στην πατρίδα τους που την νοστάλγησαν και το Φεβρουάριο του 1799 πεθαίνει ο γιος του Berkeley. Αυτό προκάλεσε τύψεις κι ενοχές στον ποιητή. Γύρισε στην Αγγλία τον Ιούλιο του 1799 με πάρα πολλά σχέδια στο μυαλό του, αλλά ελάχιστα από αυτά πραγματοποιήθηκαν. Η φήμη του που είχε απλωθεί, οι προσδοκίες των θαυμαστών του, οι πολλοί και φιλόδοξοι στόχοι του ίδιου του ποιητή, όλα αυτά τον συνέτριψαν κάτω απ’ το βάρος τους. Η σχέση του με τη Sara που είχε δοκιμαστεί την εποχή της παραμονής του στη Γερμανία, τώρα έχει ουσιαστικά διακοπεί.
  • 49. Και έρχεται ένας άλλος έρωτας, με ένα χαριτωμένο ζωηρό κορίτσι, τη Sara Hutchinson, φίλη των Wordsworths, που τη μεγαλύτερη αδερφή της Mary ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε ο Wordsworth το 1802. Ο έρωτας αυτός του Coleridge καθόρισε και, μέχρι ένα βαθμό υπονόμευσε οτιδήποτε έκανε και έγραψε ο ποιητής για τα επόμενα δέκα χρόνια. Συνετέλεσε στη διάλυση του γάμου του, συνέβαλε στην καταστροφή της υγείας του, και σχεδόν έκαμψε τη θέλησή του να συνεχίσει το έργο του. Η Sara Hutchinson (Asra- αναγραμματισμός του ονόματός της-, όπως την αναφέρει στα ποιήματά του) κυριάρχησε στη φαντασία του και αύξησε σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας και πρόωρης αποτυχίας που τον κατείχε, και που
  • 50. Στις 21 Φεβρουαρίου του 1804 ο ποιητής παίρνει ένα γράμμα από τη Sara Hutchinson, στο οποίο του λέει ξεκάθαρα να διακόψουν τη σχέση αυτή που τους προκαλούσε τόση στενοχώρια και θλίψη. Ο χωρισμός από τη Sara, που οριστικοποιήθηκε το 1810, τον έκανε να νιώσει τελείως εγκαταλειμμένος και έρημος. Το μόνο που τον συγκρατούσε από την έσχατη πράξη απελπισίας, την αυτοκτονία, ήταν η ηθική του υποχρέωση απέναντι στα παιδιά του.
  • 51. «Έζησα Το χειρότερο, ο Κόσμος μπορεί να ξεσπάσει πάνω μου ˙ Το χειρότερο που μπορεί να κάνει τη ζωή αδιάφορη, Αλλά αναστατώνει με ψιθυριστές Δυσαρέσκειες την επιθανάτια προσευχή. Είδα το σύνολο όλων των πραγμάτων, όπου η καρδιά μου Έχει οποιοδήποτε ενδιαφέρον σ’ αυτή τη Ζωή, Να σκίζεται και ν’ αποσπάται από τις Ελπίδες μου, Ώστε τίποτα τώρα να μην έχει μείνει. Γιατί λοιπόν να εξακολουθώ να ζω; Εκείνος ο όμηρος, που ο κόσμος είχε στη φύλαξή του Δοσμένον από μένα σαν Εγγύηση Πως θα μπορούσα να ζήσω, Εκείνη η ελπίδα από Εκείνη, που μ’ έκανε να έχω εκεχειρία Με την τυραννία της Ζωής- έφυγε προς τα πού; Ποιο το όφελος ν’ αποκριθώ; - «Έφυγε! και τώρα Μπορώ να σπάσω αυτό το Σύμφωνο, τη Συμμαχία αυτή, του Αίματος Που με τον εαυτό μου με δένει - και θα τσακίσω»
  • 52. Οι ρευματισμοί, το όπιο, το πιοτό, οι περίοδοι κατάθλιψης κι αδράνειας που όλο αύξαναν, δεν σταματούσαν να τον βασανίζουν. Ωστόσο η καριέρα του είχε πάρει το δρόμο της. Μια σειρά από ταξίδια, σκέψεις για την πολιτική, τη θεολογία, τη φιλοσοφία, διαλέξεις για τον Kant, τον Shakespeare, η έκδοση περιοδικών, γέμισαν τη ζωή του και τον έκαναν να τραβήξει κοντά του, μια ευρεία γκάμα θαυμαστών συμπεριλαμβανομένων πολλών γνωστών προσωπικοτήτων της εποχής όπως οι Wedgwood που τον στήριζαν και οικονομικά. Τον προσκάλεσαν να συμμετέχει στη Βασιλική Ακαδημία της Λογοτεχνίας κι αναγνωρίστηκε ως κριτικός και δοκιμιογράφος της εποχής του. Η εξάρτηση από το όπιο τροφοδοτήθηκε από τον πόνο καθώς υπέφερε από μια ποικιλία ασθενειών. Ως το 1834 η υγεία του υποτροπίασε σημαντικά. Στο Highgate, όπου διέμενε ο σοφός γέροντας, ο χρόνος του Θανάτου ήρθε στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους και άφησε το σημάδι του στην καρδιά του καταραμένου μαγεμένου, ρομαντικού στοχαστή σε αθέατα μάτια, Coleridge.
  • 53. Τράφηκε από τα όνειρα και πάλεψε γι’ αυτά. Αναρωτήθηκε πόσοι ήταν οι τυφλοί που υπήρξαν γύρω του. Πόσοι έχασαν την ακοή τους και το συναίσθημα να νιώσουν τον δικό του πόνο, ν’ ακούσουν το δικό του παραλήρημα φτιαγμένο από αίμα ψυχής. Να πάρουν τη θέση του, σ’ εκείνο το ξύλινο φθαρμένο νεκροκρέβατο που σαν άλλος ναρκωμένος αρχάγγελος πετούσε στον κόσμο των ονείρων για να ξεφύγει από τη γήινη σκληρή πραγματικότητα που ύψωνε τοίχους φυλακής και αδιεξόδου. Η δικαίωση για τον Ποιητή, ήρθε μετά θάνατον. Η νεκροτομή έγινε. Αποκαλύφθηκε πως: «Η αριστερή πλευρά του στήθους ήταν σχεδόν ολόκληρη κατειλημμένη από την καρδιά, που ήταν εξαιρετικά διογκωμένη. Η δεξιά πλευρά του στήθους ήταν γεμάτη με ένα υγρό κλεισμένο σε μια μεμβράνη που είχε τη μορφή κύστης, και η ποσότητά του ήταν πάνω από τρία λίτρα, και με τον τρόπο αυτό οι πνεύμονες ήταν εντελώς πιεσμένοι.»
  • 54. Στις 15 Ιουνίου 1895, στην εφημερίδα The Lancet δημοσιεύτηκε το εξής άρθρο με αφορμή τη νεκροψία του Coleridge. «Η τυραννία του σώματος βρίσκει το πιο χτυπητό της παράδειγμα στις περιπτώσεις της χρόνιας ασθένειας που, χωρίς να απειλεί τη ζωή, περιορίζει τη ζωτικότητα με τέτοιο τρόπο ώστε να τροποποιεί τον όλο χαρακτήρα του ατόμου (..) ο διανοητικός γίγαντας πρέπει να υπέφερε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο κόσμος ήταν σε θέση να γνωρίζει, και γίνεται τώρα δυνατό να καταλάβουμε πως η συνήθεια του όπιου, είχαν μια φυσική αιτία! Στον θαυμασμό με τον οποίο βλέπουμε τα επιτεύγματά του μπορεί να προστεθεί και εκείνος για έναν άνθρωπο που ενώ από φυσικοσωματική άποψη ήταν τόσο αδικημένος, κατόρθωσε να συμβάλει με τόσο εξαιρετικό και ουσιαστικό τρόπο στη Φιλοσοφία και τη Λογοτεχνία. Είναι μια ακόμα περίπτωση θριάμβου του πνεύματος πάνω στο σώμα».
  • 55. Το όπιο, η πρόκληση των ονείρων, τα μυστικιστικά οράματα, οι πόνοι του ύπνου, η ρομαντική ατμόσφαιρα του νεφελώδους τοπίου της ύπαρξης, εκείνης που ερωτεύεται ανολοκλήρωτα, που παλεύει για ένα ύψιστο ιδανικό απελπισμένα, συνθέτουν την προσωπικότητα του μεγάλου αυτού Ποιητή. Ο Samuel Taylor Coleridge ξεδίπλωσε το μίτο των δικών του μύχιων και σοφών οραμάτων μόνο σ’ αυτούς που πίστεψε απ’ τη ματιά τους, πως άξιζαν να δουν και να ακούσουν. Ποιητής, φιλόσοφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, λέκτορας. Ένας Άγγλος Ρομαντικός που πίστευε στη δύναμη της φαντασίας. Στη δύναμη της υπέρβασης για την εύρεση της εσωτερικής αλήθειας. Ένας ιδεαλιστής φιλόσοφος. Πρόδρομος της σημειωτικής, του υπαρξισμού και της ψυχανάλυσης.
  • 56. Μα πάνω απ’ όλα ένας παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης με κύριο άξονα τα όνειρα. Τις λειτουργίες του νου κατά τη διάρκεια των ονείρων και των εφιαλτών, που ήταν ικανές να επεξηγήσουν τη λειτουργία της συνείδησης κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης. Τα «Σημειωματάριά» του, ο πιστός του φίλος από χαρτί, ο καθρέφτης τα ψυχής του, γεμάτα από έξοχες παρατηρήσεις, ταξιδιωτικά ανέκδοτα, όνειρα, προσευχές, εφιάλτες, αυτοαναλύσεις, μεταφυσικούς στοχασμούς, και απομονωμένα κομμάτια ποίησης χωρίς σειρά και τάξη, αποσπασματικά, σφραγίζουν για πάντα τα μάτια μας, με τους ψιθύρους που αφήνουν ν’ ακούσουν τα αυτιά μας.
  • 57. «Αγαπημένο Βιβλίο! Μοναδικέ έμπιστε φίλε μιας ραγισμένης Καρδιάς που η κοινωνική της φύση επιβάλλει κάποια Διέξοδο… κάθε μεγαλόψυχος νους… αισθάνεται πως είναι Μισός – Και δεν μπορεί να σκεφτεί χωρίς ένα Σύμβολο – ούτε μπορεί ν’ αγαπήσει χωρίς κάτι που ταυτόχρονα είναι το Σύμβολό του, και το άλλο μισό του… Από αυτό προέρχεται η συνήθεια, που χωρίς να συνειδητοποιήσω απέκτησα, να γράφω τις εσώτερες σκέψεις μου. Δεν έχω μια ψυχή πάνω στη γη στην οποία μπορώ να τις αποκαλύψω – και παρόλα αυτά «Δεν είμαι Θεός, ώστε να πρέπει να είμαι μόνος» και γι’ αυτό σε σας, τους παθητικούς μου, μα μόνους αληθινούς κι ευγενικούς, φίλους τις αποκαλύπτω. Θα σας κάψω σίγουρα, όταν νιώσω πως πεθαίνω μα με την Πίστη πως όπως τα Περιεχόμενα απ’ το θνητό μου σχήμα θα σηκωθούν ξανά, έτσι τα δικά σας περιεχόμενα θα σηκωθούν μαζί μου, καθώς ένας Φοίνικας από την Πυρά του.» Σφραγίζουν για πάντα με το Σκοτεινό Αστρικό τους φως, το Θάνατο μέσα στη Ζωή και τη Ζωή μέσα στο Θάνατο.
  • 58. «20 Νοεμβρίου – Μεσάνυχτα. – Μετά μια τέτοια μέρα ταραγμένων Ύπνων, από όπου κατάφερα να ξυπνήσω, κάθε αίσθηση του Χρόνου και των Περιστάσεων χάθηκε εντελώς/του πυρετού, του ρευματικού πόνου, και του πλήθους των στομαχικών ενοχλήσεων. – Σηκώθηκα/είμαι ήρεμος/όπως άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα τον Ουρανό, την πρώτη στιγμή νόμισα πως ήταν όλος σκοτεινός, ένας Ουρανός χωρίς άστρα ˙ ο άνεμος, όλο το φούσκωμα του καλοκαιριού φύρανε, και ο Υπόκωφος Ήχος και το Σύριγμα του χειμώνα δεν ήρθαν ακόμη, ο άνεμος ανάμιξε τους σαν της θάλασσας επιβλητικούς μυκηθμούς του με το Θρόισμα από τα μισόξερα φύλλα που ακόμη απόμειναν πάνω σε όλα τα Δέντρα-/-αλλά κοίταξα πάλι στον Ουρανό- και υπήρχαν τόσο πολλά Αστέρια, τόσο θαμπά και τόσο ξεθωριασμένα, που ίσως αυτά να είχαν βάλει στη Φαντασίωση του Παράκελσου την ξαφνική ιδέα των Astra tenebricosa (σκοτεινών Άστρων), που ακτινοβολούσαν σκοτάδι και κρύο, με κούφιες ακτίνες, σαν σωλήνες, κλείνοντας σαν μέσα σε θηκάρι τις ακτίνες του Φωτός και του Θάλπους, και παράγοντας έτσι παγωνιά και σκοτάδι-Δευτέρα Πρωί, 9 η ώρα – Κρύα Βροχή στην κοιλάδα, που είναι Χιόνι πάνω στα Βουνά- »
  • 59. Σαν ιστορία μέσα στου χρόνου τις στοές, όταν δειλά θα σηκωθώ από ετούτο εδώ το μνήμα, το μυστικό για την επάνοδο θα το ‘χω κάτω από τη γλώσσα μου υφασμένο. Θα ‘χω το νου μου να ακούω, θα ‘χω το νου μου να κοιτάζω με σοφία τις σκιές… Κι έτσι το πέρασμά μου όπως η νύχτα, από χώρα σε χώρα, με μια αλλόκοτη δύναμη που θα με κατατρέχει, που θα με κάνει να μιλώ, απ’ τη στιγμή που την όψη του θα βλέπω, θα γνωρίζω τον άνθρωπο που να μ’ ακούσει πρέπει. Σ’ αυτόν την ιστορία τούτη θα διδάσκω. Ένας άνθρωπος πιο κατηφής και πιο σοφός μέλλει να γεννηθεί... «Καταβεβλημένος από τα Φαινόμενα που προκαλούσα, άναψα το κερί μου, και έγραψα – για σχήματα, ακόμη και με ανοιχτά μάτια, για τετράγωνα… και για ποικίλα χρώματα και δεν ξέρω για τι άλλο. Πως μέσα σε λίγα λεπτά ξέχασα μια τέτοια Συνάθροιση ξεχωριστών Εντυπώσεων, κοχλασμούς και στοιβάδες χρυσών χρωμάτων και για το λόγο αυτό να σκεφτώ πάνω στη Φύση της Μνήμης. Τόσο έντονα αλλά μέσα σε ένα Λεπτό ξεχασμένα! Το ίδιο συμβαίνει και στα όνειρα. Στοχάσου πάνω σ’ αυτό, αν κατά τύχη ζήσεις – ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ!»