1. Με αφορμή το ποίημα του Λαπαθιώτη ‘’Νυχτερινό’’, προσπαθήσαμε να το
αποδώσουμε ο καθένας με το δικό του τρόπο και να το πλαισιώσουμε με ένα
τραγούδι που πιστεύουμε ότι του ταίριαζε .Η ιδέα μας ήρθε ,όταν η
καθηγήτρια μας , κα Κιορπελίδου Αθηνά, τραγουδούσε για τον καθένα μας ,
μετά από προτάσεις πολλών ,ένα τραγούδι καθώς διαβάζαμε στην τάξη την
αντίστοιχη εργασία.
Την τεχνική επιμέλεια είχε ο Τσορμπατζίδης Βασίλης τον οποίο
ευχαριστούμε θερμά για τη βοήθειά του.
Θεσ/νίκη Μάρτης του 2015
Τμήμα Γ3
3. Σιούμης Αντώνης
Εσύ και το φεγγάρι.
Το μόνο που μου απέμεινε είναι μια πράσινη πανσέληνος
που φωτίζει μέσα στην άγρια νύχτα.
Ακούω μια φωνή μέσα στη φασαρία που σιγά σιγά σβήνει
καθώς το καράβι απομακρύνεται και φεύγεις.
Και ενώ φεύγεις, με πιάνει ένα παράπονο μεγάλο και
μένεις στα βάθη του μυαλού μου συνοδευόμενη από
θλίψη και λύπη...
4. Σάντολη Ελένη
Είναι ένα Αυγουστιάτικο βράδυ με πανσέληνο.
Το φεγγάρι είναι φωτεινό και λαμπερό μέσα στο σκοτάδι
της νύχτας.
Ωστόσο μόνο τη φωνή της ακούω μέσα σε όλο αυτό το
χαμό, η φωνή της ξεχωρίζει.
Λίγα λεπτά μετά, μονάχα μια κουκίδα στον ορίζοντα,
αυτή και μαζί της το πλοίο.
Ένα τελευταίο σφύριγμα του πλοίου και μετά έρχεται στο
μυαλό μου εκείνο το συναίσθημα λύπης, πόνου και
μακρινού απωθημένου, ένα παράπονο...τίποτ’άλλο...
5. Πανά Κλειώ
Το ζεστό απαλό αεράκι, η ήρεμη θάλασσα και ένα
μεγάλο πράσινο φεγγάρι που λάμπει μόνο του στον
ουρανό.
Γιατί μια τόση όμορφη βραδιά να περάσει με θλίψη
και όχι με φιλιά και χάδια;
Αυτός ο πόνος θα με σκοτώσει γλυκά...
Σιγά-σιγά η φωνή της αρχίζει και γίνεται ένα με το
πλήθος, το πρόσωπό της εξαφανίζεται όπως και το
βαπόρι μέσα στα βαθιά νερά.
Δεν έφυγε μόνη της η αγάπη μου, μα πήρε και μαζί της
το χαμόγελο μου και με άφησε μόνο με το παράπονο
μου...
6. Παπαδοπούλου Αλεξάνδρα
Νυχτερινό..
Μια φορά κι έναν καιρό κάτω από το
Αυγουστιάτικο φεγγάρι
Δύο άνθρωποι χωρίστηκαν με σκοπό ο καθένας
τον δρόμο του να πάρει
Μία φωνή στο βάθος να γκρικιέται, μα το βαπόρι
απο’κεί πιο δυνατά βρυχιέται
Έτσι ο ένας έμεινε με το παράπονο στα βάθη του
μυαλού
Ενώ ο άλλος ταξίδευε στα πέραντα τ’ωκεανού!
7. Σιαμέλη Βασιλική
Μα τι με ρωτάς;
Πώς μπορώ να ξεχάσω εκείνη τη νύχτα που η πανσέληνος θαρρείς κι έμοιαζε
πράσινη, πιο φωτεινή από ποτέ, αλλά τα μάτια σου το φως της το σκεπάζαν;
Θυμάμαι!
Μα τι με ρωτάς;
Πώς να λησμονήσω τη μορφή σου στο βαπόρι που όλο και θόλωνε όσο
απομακρυνόσουν, όλο και θόλωνε από τα δάκρυά μου και τελικά έγινε μια
κουκίδα στον ορίζοντα;
Θυμάμαι!
Μα τι με ρωτάς;
Πώς να βγάλω απ’το μυαλό μου εκείνα τα λόγια, εκείνο το ψέμα που τόσο
γλυκά με καθησύχαζε:¨Θα σε περιμένω, δε θα σε ξεχάσω, θα μου λείψεις...¨
Που πρόφερες με τόση σιγουριά;
Θυμάμαι!
Όμως εσύ ξέχασες!
Ξέχασες όλα τα καλοκαίρια μας μαζί.
Ξέχασες τα όνειρά μας κάτω απ’τα αστέρια.
Ξέχασες την υπόσχεσή σου, ξέχασες τα πάντα!
Λυπάμαι....
8. Σαμαρά Λουκία
Η στέρησή σου
Σε φοράω πάντα στον λαιμό μου σαν φυλαχτό, σαν τον σταυρό του Χριστού
τόσο ιερό.
Δεν φοβάμαι τα λεγόμενα των άλλων, ούτε τις ζήλιες κάποιων, μάλλον.
Φτάνει που εσύ μ’αγγίζεις κάθε μέρα
Και ας αναπνέεις άλλον αέρα.
Ένας βοριάς τα πήρε όλα, ήταν ο χειμώνας που τ’άφησε όλα μόνα.
Κι έτσι σκληρά ακόμα να παλεύω, για τα ίσως, τα πρέπει και τα θέλω.
Πως να συγκεντρώσω τόσες σκέψεις σε μία, απ’εκεί που ήμουν στεγνή και
κρύα, ήρθες και μου ‘δωσες ελπίδα μες τη φασαρία.
Περιμένω αυτή τη μέρα πως και πως, όπου θα φαντάζει μαύρος ο ουρανός.
Μια νύχτα με πανσέληνο πορφυρή, όπως τότε που μου ‘κλεψες την αναπνοή
σε μια στιγμή.
Την τέλεια βραδιά, την τέλεια εποχή, το τελειότερο μέρος, σα να τα ‘φερε η
μοίρα τυχαία, περιμένω άδεια να ξανανιώσω τόσο ωραία.
Πάλι εκεί ξανά, στα βράχια που με κοιτούσες βαθιά, πόσο μου λείπεις που
είσαι τώρα μακριά...
9. Φερχάτι Καμέλα
Βράδυ στο λιμάνι.
Βράδυ στο λιμάνι.
Θόρυβος και φασαρία, κίνηση και ένταση.
Κόσμος πάει και έρχεται.
Ψηλά το φεγγάρι λάμπει μ’ένα φως παράξενο, λες και θέλει με την
παρουσία του να τονίσει τη δυσάρεστη διάθεση εκείνων που
φεύγουν ή καλήτερα εκείνων που μλενουν πίσω μόνοι.
Στο πλήθος μέσα ξεχωρίζει ένας κομψός κύριος, μοναχικός, βαθιά
μελαγχολικός που κοιτάζει κάποιο πρόσωπο που απομακρύνεται.
Σηκώνει το χέρι του, μάλλον απελπισμένα και κάνει το σήμα του
αποχαιρετισμού.
Έπειτα, με σκυμμένο το κεφάλι σιγά σιγά, με βήματα βαριά
απομακρύνεται...