Παρουσίαση ομάδας ECOMOBILITY Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Άρτας
Η Γέννηση του Χριστού μέσα από τη νεοελληνική ποίηση.(http://blogs.sch.gr/epapadi)
1. Η Θεία Γέννηση
στη νεοελληνική ποίηση
Επιμέλεια:
Παπαδημητρακοπούλου Ευγενία
2. ΠΡΟΛΟΓΟΣ
«Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε»
Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ’χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Όμως,
δεν ξοδεύω τον ήλιό σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ‘ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ‘ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ‘χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
Νικηφόρος Βρεττάκος
3. Οδυσσέα Ελύτη,
«Ο Ήλιος ο ηλιάτορας»
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να ’ν’ ήμερος να ’ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση.
4. Γιάννη Ρίτσου,
«Ρωμιοσύνη»
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ᾿ τ᾿ άγρια γένειά τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ᾿ τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
5. Νικηφόρου Βρεττάκου,
«Το παιδί με τη σάλπιγγα»
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγεννα – στο τζάκι του νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί και να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Να την κάνεις αγάπη.
6. Νικηφόρου Βρεττάκου,
«Η γέννηση»
Τι άνεμος, Θεέ μου! Πως μούσκεψες έτσι;
Πως μπλέχτηκαν έτσι τα μαλλιά σου, Μαρία;
Τι στέκεις στην πόρτα; Πέρασε μέσα.
Έχω λίγη φωτιά. Θα σου κάνω ένα τσάι.
(Ο μισθός μας μικρός κι’ οι φίλοι μας άμισθοι.
Αυτός είναι ο κόσμος μας). Περισσεύει ένα σάλι.
Το σπίτι είναι ανάστατο. Κοιτάζεις περίεργα.
Πέρασε μέσα.
Λίγο πριν έρθεις,
σε τούτη τη φάτνη, εγεννήθη ένα ποίημα.
Λίγο πριν έρθεις ήρθε και γέννησεν
η λύπη του κόσμου
7. Κώστα Βάρναλη,
«Οι πόνοι της Παναγιάς»
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράξεις.
………………………………………………………………………………
Όχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
8. Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
«Στο Χριστό στο Κάστρο»
Με χρόνους με καιρούς και ήμισυ καιρού,
κάποιος αμαθής, αμαρτωλός χυδαίος,
καμμία γυναίκα του λαού πτωχή
σ' ενθυμείται κι έρχεται να σου φέρ'
όχι χρυσόν, αλλά ολίγο λιβάνι,
ένα κερί, κι ολίγο λάδι στην μποτίλια
σ' εσέ που είσαι όλων ο δοτήρ.
9. Κωστή Παλαμά,
«Η νύχτα των Χριστουγέννων»
Η καμπάνα Χριστούγεννα χτυπάει
και μου φτερώνει την ψυχή
κι ανοίγεται η καρδιά μου και
σκορπάει θυμίαμα και προσευχή.
Άγιες αγάπες τρισευλογημένες,
που τις καρδιές υψώνατε παρθένες,
των πρώτων, των αρχαίων χριστιανών,
στ’ όνειρο το τρανό των ουρανών.
Αγάπες, ω! φανείτε πάλι εμπρός
μου, αυγές της πίστης,
χρυσαυγές του κόσμου,
κι ας βλέπει με το μάγο σας το φως.
Ο άνθρωπος τον άνθρωπο, αδερφός!
10. Κωστή Παλαμά,
«Αστέρι θεϊκό»
…Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια θάτρεμαν…
Αστέρι, σε ποια χώρα του απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ’ αθάνατο κι εσύ, σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους Μάγους έχει φέρει;
11. Κωστή Παλαμά,
«Ονειρεμένη προσευχή»
Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου,
Στην φάτνη βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δος μου.
Κι όσο θα ‘ρθει από Σε σταλτός ο χάρος να με πάρει,
κάμε συ, βρέφος, να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Και κάμε λόγια τα έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγοβόλα κάμε τα σαν εκείνα,
της νύκτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν και γρηκούσαν.
Τους ουρανούς ολάνοικτους που σε δοξολογούσαν.
12. Κωστή Παλαμά,
«Ένας Θεός»
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός,
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή·
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπο μου λάμπει σαν αστέρι…
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
συνέχεια
13. Φέρτε μου Μάγοι —θεία βουλή το γράφει—
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου —στην κούνια του— σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός·
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
14. Κωστή Παλαμά,
«Να ’μουν του σταύλου έν' άχυρο»
Να ’μουν του σταύλου έν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ’μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
15. συνέχεια
Κωστή Παλαμά,
«Τα μάτια της ψυχής μου»
Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά
ολανοιγμένα νιώθω δυο μάτια μυστικά.
Δεν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη
και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή.
Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια φωτεινά.
Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ,
τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό.
Στα βάθη της ψυχής μου κι εκεί που δεν μπορείς
ποτέ σου νάμπης-νιώθω δυό μάτια ολημερίς…
Χειροπιαστά ξανοίγω τα πλάσματα του νου
κι απάνου μου σκυμμένους αγγέλους τ’ ουρανού.
Εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά,
μέσ’ στην ψυχή μου κρύβω δυό μάτια ολανοιχτά.
16. Μια μέρα τ’ άλλα μάτια, που είναι από γη πλαστά
θα λυώσουν μες το μνήμα με το κορμί κλειστά.
Στα βάθη της ψυχής μου που πάθη κοσμικά
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Αυτά δε θα κλειστούνε ποτέ, δε θα χαθούν,
ελεύθερα μια μέρα γοργά θα φτερωθούν.
Τα μάτια της ψυχής μου, τα μάτια τα θεϊκά
που μέσα μου ανοιγμένα τα νιώθω μυστικά,
ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, στον έβδομο ουρανό
θα τ’ ανταμώσουν πάλι το Φως το αληθινό.
17. Άγγελου Σικελιανού,
«H Γέννηση»
Απ' όλα Εκείνη λόγιαζε τα πλάσματα πως σ' Ενα
ποτάμια οι πόνοι ετρέχανε κι αστέρευτοι κρουνοί,
κι αν ήτανε τα σπλάχνα της ν' ανοίξουν ματωμένα
πως ματωμένοι θ' άνοιγαν μαζί τους κι οι ουρανοί.
18. Τάσου Λειβαδίτη,
«Παραμονή Χριστουγέννων»
…Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
- Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
19. Τάσου Λειβαδίτη,
«Γέννηση»
Έν’ άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει
δίπλα. Χτύπησα την
πόρτα και μπήκα. Μου ’δειξε πάνω
στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο
σταυρό. «Είδες, μου λέει –
γεννήθηκε η ευσπλαχνία.» Έσκυψα
τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ,
γιατί θα περνούσαν αιώνες και
αιώνες και δε θα ’χαμε να
πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
20. Κικής Δημουλά,
«Γενέθλια»
Η μέρα που γεννήθηκες
αναπαρίσταται, Θεάνθρωπέ μου
κάποιο άστρο
θαμπό από το άθεον όζον
σε ψάχνει
οι μάγοι δε θυμούνται
αν γέρασαν ή έχουν πεθάνει
τα ξυλιασμένα δάχτυλα του θαύματος
ρωτούν πού είναι η φάτνη
συνέχεια
21. κι εγώ εκεί σκυμμένη
μες στο προσκύνημα της αναζήτησής σου
σε μια συμμετοχή απαρατήρητη
μοναχική
δεν το αρνούμαι νιώθω να διαπερνά
και του δικού μου σώματος
την ξυλιασμένη δυσπιστία
η σεβαστή, ασύλληπτη του θαύματος
θερμαντική ανάγκη ……..
22. Μιλτιάδη Μαλακάση,
……………………………..
Κι όσο κι αν ματώνεις, ω ψυχή, στο γύρισμα άγιων
ημερών
μόνο αυτό σου μένει
στις θύελλες μέσα της ζωής και στα παιχνίδια των
καιρών
σκληρά παραδομένη.
H βαθύτερη φλέβα
23. Γεράσιμου Μαρκορά ,
………………………………………………………
Χαίρονται όλοι -το βλέπω- αλλ’ εσβήστη
από κρύα παγωμένη πνοή
στις ψυχές των ανθρώπων η πίστη
κ’ είναι τώρα η χαρά της τους τυφλή.
Στα σκοτάδια του κόσμου μια μέρα
πάλι εκείνη σαν άστρο ας φανεί
πού τους Μάγους οδήγησε πέρα
να λατρέψουν το ουράνιο παιδί.
……………………………………………….
24. Γεώργιου Δροσίνη,
«Νύχτα Χριστουγεννιάτικη»
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους τ᾿ άδολα βόδια.
Κι᾿ ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ᾿ της ψυχής τ᾿ απόβαθα, Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνὲς ύμνων μεσούρανες στη γη σταλμένες.
Κι᾿ ακούοντας τα Ωσαννὰ απ᾿ αγγέλων στόματα στο σκόρπιο αέρα,
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα με τη φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη - ποιος δεν το ξέρει; -
των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ᾿ αστέρι.
Κι όποιος το βρει μέσ᾿ στ᾿ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το μπορεί να φτάσει.
25. Τέλλου Άγρα,
«Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου»
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
συνέχεια
26. Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.
27. Τέλλου Άγρα,
«Χριστούγεννα»
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνὸ το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπὴ η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά...
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπὴ εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστὸς κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
συνέχεια
28. Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω απὸ τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστὸ μπροστά.
Το μικρὸ το εικόνισμα όλ᾿ αυτὰ τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζὶ και σφιχτὰ-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ᾿ άσπρη φορεσιὰ
στον αγέρα αντιλαλούν τοι σημάντρου οι τόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά...
29. Tάκη Παπατσώνη,
«Κατά την Γέννησιν του Κυρίου»
Ποιμένας ταπεινότατος, και όχι αυλητρίδα εταίρα,
και θεάρεστη και συνετή κάμνω του αυλού μου χρήση,
αλλά έπαψεν απόψε πια η γαλήνη των προβάτων
νάναι ο σκοπός της γλυκερής μου εσπερινής λατρείας,
και ούτε η πομπή του Ωρίωνα, ούτε η όψη της Κασσιόπης
δεν μούθηκαν παραμικρή διανόηση στ’ όραμά μου.
………………………………………………………………………..
συνέχεια
30. Δεν περιμένω την οσμή καμίας σπανίας βοτάνης,
αλλά το Υπερουράνιο, που, θεέ μου, θα με ράνεις,
και θα φανώ ποιμενικόν θαύμα, θα φανώ φάσμα,
που φέρνει το Αρχαγγελικό της νύχτας τούτης άσμα.
Παρ’ όλα τα τρισκόταδα, λαμπρά το παν διακρίνω,
ώστε και θέλοντας, και μη, κάτι να μεγαλύνω.
Η γενική αναστάτωση των υπεργείων Ταγμάτων,
έκαμε μέτοχο κι’ εμέ, κι’ οι αχτίνες των ομμάτων
φθάνουν αυτού, που πριν λαμπροί οι ταχτικοί αστέρες
με φέρναν σε υπολογισμούς για Ετη, Μήνες, Ημέρες.
Φόβος, ούτε καν φαίνεται, και χαρά με συνέχει
και βλέπω Ηλίους νυχτερινούς, κι’ η Ιδέα μου όλο τρέχει.
Εορτάζω. Μα είμαι πάνσοφος ποιμένας, για τρελάθη
ο λογισμός μου, ώστε να ιδώ παρόμοια ένδοξα λάθη;
31. Tάκη Παπατσώνη,
«Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία»
Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
συνέχεια
32. που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…
33. Τάκη Παπατσώνη,
«Τα Χριστούγεννα των δακρύων»
…………………………………….
Λίγης βροχής η οπτασία,
δυο τρεις σταγόνες ευλογία,
καινούργιο Βάφτισμα θα σου ήτο,
ελπίδες χίλιες θα σου διηγείτο.
Αλλ’ ενού Ήλιου η περιφορά,
διαρκής, ξεραίνει τη χαρά».
Τί κι’ αν το Βρέφος εγεννήθη
απόψε, ο Θεός μέσα στα πλήθη,
κι’ ο ουρανός αναγαλλιάζει
με μελωδίες αγγελικές·
της Βηθλεέμ τί κι’ αν γιορτάζει
μιαν ερημιά με τ’ άλογά της,
τις στάνες, τα βόδια, τ’ αρνιά της
και τις ποιμενικές χαρές;
…………………………………….
συνέχεια
34. …………………………………….
Μου προείπε πώς θα με δροσίσει
μονάχα των δακρύων η βρύση:
στη μοναξιά θα ρθούν, θα τρέχουν,
το πρόσωπο να περιβρέχουν
με την παθητικιά λαχτάρα
της Αγάπης. Με τη λαχτάρα
τη μητρική που φλέγει τη όλη
η συγκλόνιση, η πολλή συμπόνια
και δείχνει ολόανθο το περβόλι
της παρηγόριας, με πλεγμένα κλώνια
ελπίδας, πίστης και λατρείας,
τους τρεις κισσούς μονώσεως αιωνίας.
Μου είπεν η Σίβυλλα, «Συλλογίσου
το ποτάμι που ρέει του Παραδείσου
με φλοίσβο εωθινό. Σκέψου το αηδόνι,
να κελαηδά παθητικά τη μόνη
γοητεία, πρωί πρωί, που δίνει
η Αυγή με τη σιγή και τη γαλήνη.
…………………………………………………
35. Ζωής Καρέλλη,
«Παραμονή της Γέννησης»
Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.
Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.
36. Ζωής Καρέλλη,
«Το ταξίδι των Μάγων»
Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
συνέχεια
37. Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
συνέχεια
38. Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
συνέχεια
39. Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
40. Κώστα Κρυστάλλη,
«Άγια νύχτα Χριστουγεννιάτικη»
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
συνέχεια
41. Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες . Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
42. Κώστα Κρυστάλλη,
«Χριστούγεννα της στρουγγοκαλύβας»
…………………………………………………………………………………..
- Τώρα στρωθείτε ολόγυρα παιδιά μ’ κι ακουρμαστείτε
του κόσμου ο αφέντης ο Χριστός – να μη το λησμονείτε
γεννήθηκε σε μια σπηλιά που ζωντανά μαντρίζαν,
τ’ αρνιά τον χουχουλίζαν.
Μες από κείνη βλόγησε κάθε βοσκού κοπάδι
και σαν απόψε αόρατος γυρνά μες το σκοτάδι
και παίρνει αράδα τα μαντριά, κοπάδια οπού φυλάνε,
ρωτώντας πως περνάνε.
Για δαύτο την Παραμονή να μην πεινάν τα πράτα,
νάχουν περίσσια τη θροφή, νάναι ζεστά, χορτάτα,
να μην τα βρίσκει ο αφέντης μας τα μαύρα παγωμένα
και νηστικά αφημένα.
……………………………………………………………………………
43. συνέχεια
Γιώργου Βερίτη,
«Δεύτε Ίδωμεν Πιστοί»
Ω, συ μεγάλε Αναμενόμενε
του δύστυχου πεσμένου ανθρώπου!
Για Σε ψαλμοί κι ωδές και σίβυλλες,
για σένα οι θρύλοι κάθε τόπου.
Για Σε ο Δαβίδ τη λύρα ανάκρουσε,
κι ο μεγαλόπνοος Ησαΐας,
που διασκελίζοντας τα σύνορα
της Ιουδαίας και της Ασίας,
στης γης τα πέρατα το κήρυξε,
πως θειο Παιδί για μας εδόθη,
π’ όλοι θα βρουν σ’ Αυτό την πλήρωση
οι πανανθρώπινοι μας πόθοι.
44. Τον ερχομό Σου, ώ! πώς τον πρόσμενε
του βράχου ο τραγικός Δεσμώτης,
όσο τα σπλάγχνα τ’ όρνιο εσπάραζε
της αδαπάνητης του νιότης!
Κι ήρθες! Δεν ήρθες μ’ αστροπέλεκα
και με βροντές και καταιγίδα.
Ήρθες σαν αύρα, σαν πνοή, σαν φως,
σαν ορθρινή δροσοσταλίδα.
Ήρθες! Μπροστά σου γονατίζουμε
-Μάγοι φτασμένοι από τα ξένα,
και ταπεινά σε χαιρετίζουμε
τον λατρευτό μας και τον Ένα.
45. Στέλιου Σπεράντσα,
«Χριστούγεννα»
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
συνέχεια
46. Έλα, Εσύ, π’ Αρχάγγελοι
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.
47. Κώστα Μόντη,
«Χριστουγεννιάτικες κάρτες»
Και πάλι λες δεν είναι δυνατό
όλες αυτές οι ευχές να ψεύδονται
και πάλι λες δεν είναι δυνατή
τέτοια πανταχόθεν σύμπτωση,
δεν είναι δυνατή τέτοια πανταχόθεν συμπαιγνία.
48. Τάκη Βαρβιτσιώτη,
«Χριστούγεννα»
Χριστούγεννα άφωνα και παγωμένα
Έθαψαν το μαντήλι της μητέρας
Που σκούπιζε τα μάτια τους κάθε πρωί
Το μαντήλι το λεκιασμένο απ’ το αίμα
Το σπίτι έρημο αγρυπνεί
Τ’ αδέρφια παίζουνε κρυφτούλι
Η νύχτα φθάνει επίβουλη κρυφή
Οι ίσκιοι κατεβαίνουνε πάνω στους τοίχους
Όλο και κατεβαίνουν
Και τ’ αδέρφια τους μετρούνε
Τους μετρούν και κλαίνε
49. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου,
«Χριστούγεννα του χωριού»
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
συνέχεια
50. Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
51. συνέχεια
Γιώργου Θέμελη,
«Η φάτνη»
Μέσα μας γίνεται η Γέννηση.
Έξω στέκει το σχήμα της –
Μας φανερώνεται.
Εδώ που στήσαμε τη φάτνη,
Εδώ που κρεμάσανε το άστρο,
Είναι σα μια μεγάλη πέτρα –
Πέτρα υψηλή, μετέωρη.
Ένα πυκνό σημείο αιωνιότητας.
52. συνέχεια
Το Βρέφος, ο Ιωσήφ και η Μαρία,
Τ’ αγαθά ζώα. Οι Άγγελοι
Σταματημένοι σε μια πτήση
Ψηλά, στη σιωπή, παίζοντας όργανα.
Άρπα, κορνέτα, βιολί και φυσαρμόνικα.
Ακίνητοι σαν από πορσελάνη,
Με σιωπή απόλυτη, μουσική.
Παίρνουν τα όνειρά μας και τα ψηλώνουν.
Η Μάνα στέκει κοντά τους ακίνητη,
Σαν από πορσελάνη, αγγίζει τα εύθραυστα πόδια τους.
Βλέπει το αόρατο στο μαγικό καθρέφτη του ορατού.
Τι τώρα, τι πάντα.
53. Ω καθαρότατη ψυχή,
Άμωμη, αμόλυντη, ανυπόκριτη.
Ο χρόνος ανοίγει σαν το φεγγίτη που μας φωτίζει.
Τα παίρνουμε και τα πλαγιάζουμε
Μέσα σ’ ένα κουτί να κοιμηθούν
Πάνω σε χάρτινο άχυρο να μη ραγίσουν.
(Η Νύχτα απλώνεται σαν την ηχώ
Αυτής της μουσικής, της σιωπής,
Της μουσικής των Αγγέλων μέσα μας, έξω μας).
Αν στέκουν εδώ, πετούν εκεί,
Στον άλλο χώρο· αντλούν
Αίμα σκληρό απ’ το αίμα μας,
Αγάπη απ’ την αγάπη μας.
54. Μίλτου Σαχτούρη,
«Χριστούγεννα 1943»
Οι γιορτινές μέρες πυκνοκατοικημένες
γυναίκες αγκαλιάζουν πράσινα κλωνιά δεν κλαίνε
κι ο γέρος εθνικός κήπος κουβαλάει στις πλάτες του
τρεις πεθαμένους κύκνους
και τα παιδιά πετάνε ψίχουλα στον ουρανό
οι γιορτινές μέρες έχουν ένα λείο πρόσωπο
ένα μικρό Χριστό στο κάθε δάκρυ της λησμονημένης
ένα αρνάκι μια σταλιά στις παγωμένες της παλάμες
ένα πουλί αστέρινο καρφίτσα στα μαλλιά της
55. Μίλτου Σαχτούρη,
«Χριστούγεννα 1948»
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
…………………………………..
56. Μίλτου Σαχτούρη,
«Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών»
Είναι τα λυπημένα Χριστούγεννα 1987
είναι τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987
ναι, τα χαρούμενα Χριστούγεννα 1987!
σκέπτομαι τόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα…
Α! ναι είναι πάρα πολλά.
Πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Διονύσιος Σολωμός
συνέχεια
57. πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Νίκος Εγγονόπουλος
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα πέρασε
ο Μπουζιάνης
πόσα ο Σκλάβος
πόσα ο Καρυωτάκης
πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα
πέρασε ο Σκαλκώτας
πόσα
πόσα
Δυστυχισμένα Χριστούγεννα Ποιητών.
58. Τόλη Νικηφόρου,
«Λάμπουν σαν δάκρυα τα Χριστούγεννα»
Ένας μικρός Χριστός γεννιέται πάλι αύριο,
μόνος στον κόσμο.
ένας μικρός Χριστός που ζωγραφίζει θαμπά
στο τζάμι δέντρα για τα παιδιά,
καράβια για τα όνειρα,
ένα παραμύθι της αγάπης για τους απελπισμένους.
παραμονή και τα χιλιάδες φώτα της πλατείας
στα μάτια του λάμπουν σαν δάκρυα.
59. Κυριάκου Χαραλαμπίδη,
«Ο γηραιότερος των τριών Μάγων»
Τώρα που είναι τα λιβάδια σκεπασμένα
πρόσχαρους ήλιους και τα λούλουδα είν᾽ ολάνθιστα
με τρυφερά πουλιά, ελάτε οι μέρες του Μαγιού
να προσκυνήσουμε απάνω στ᾽ άλογά μας
το νιόβλαστο Σωτήρα. Μην τη φοβηθούμε,
λέω την Αγάπη, μόλο που τα δώρα της
θωρώ αφημένα στο σανό. Άλλωστε, Κύριε,
στης αδειανής ψυχής μας την κασέλα
ελάχιστος πια πόνος απομένει.
συνέχεια
60. Και ξέρεις που εγώ, σαν ο πιο γέρος
από τους τρεις εκείνους του παραμυθιού,
φόρεσα τα καλά μου και τη σμύρνα μου
για τ᾽ άχραντο ποδάρι σου. Και ξέρεις που εγώ,
ντυμένος αυτοκράτορας Μανουήλ,
κατέβηκα από τ᾽ άλογο.
Κύριε, σώσε
το βασιλέα σου και δώσ᾽ μου τα καλύτερα
του κόσμου κυνηγάρικα σκυλιά.
61. Κυριάκου Χαραλαμπίδη,
«Εφύμνιον Χριστουγέννων του 1914»
Τη μέρα που οι νεκροί παίξαν ποδόσφαιρο
ανέστη ο Κύριος.
Κόκκος σταριού στη σέντρα του αυταπόδεικτου.
Των αντιμάχω οι αγκωνιές αρμόζονταν
προς του φωτός τις θημωνιές π᾽ ανέκρουαν
“ανέστη ο Κύριος”.
Οι στρατιώτες του δέκατου τέταρτου
χρόνου του αιώνος μπήκαν στο αγώνα
με ξέφρενα χτυπήματα ευφροσύνης
γιατί – κακά τα ψέματα – όλοι λέγαν
“ανέστη ο Κύριος”.
συνέχεια
62. Σε σπήλαιο σκοτεινότερο κι από τον ήλιο
γεμάτο με φτερά βοδιού και μουλαριού
τα σύμπαντα ξεχύνονταν σ᾽ ένα ποτήρι,
τις βέρες ανταλλάζαν κεραυνοί,
“Χριστός γεννάται”, ανέκραζαν, “ανέστη ο
Κύριος”.
Μόνο που ήρθαν ξάφνω οι στρατηγοί
των δυο πλευρών και πιάσαν τις φωτογραφίες
επ᾽ αυτοφώρω και τσακίσαν τα κουμπιά
των δυο στρατών κι αφήσανε τον Κύριο
π᾽ ανέστη απαρηγόρητο σε τάφο.
63. Μιχάλη Γκανά,
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία»
Κάθεται μόνος
και καθαρίζει τ’ όπλο του δίπλα στο
τζάκι.
Κανείς δε θά ’ρθει και το ξέρει,
κλείσαν οι δρόμοι από το χιόνι, σαν
πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα και πάλι
και τα ποτά κρυώνουν στο ντουλάπι.
Το τσίπουρο στυφό, το ούζο γάλα
και το κρασί ραγίζει τα μπουκάλια.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
συνέχεια
64. συνέχεια
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
δεν πίνει, δεν καπνίζει, δε μιλάει.
Στην τηλεόραση χιονίζει,
το στρώνει αργά στο πάτωμα και στο τραπέζι
και στις παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια των νεκρών,
που τον κοιτάζουν απ’ το μέλλον.
Εκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
και μόνο το δικό της βλέμμα
έρχεται από τα περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
και καθαρίζει τ’ όπλο του απ’ το πρωί.
Πώς να του πω «Καλά Χριστούγεννα»,
ευχές δε φθάνουν ως εδώ,
δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
η σκέψη αρπάζεται απ’ το κλαδί της μνήμης,
μα να τρυπώσει δεν μπορεί στη μοναξιά του.
65. Μια μοναξιά που χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ όλα τα υλικά και δίχως λόγια.
………………………………………….
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε κι εμάς μαζί σου, με τους ανήλικους γονείς,
παιδάκια των παιδιών μας. Σε στρωματσάδα ρίξε μας
μια νύχτα του χειμώνα, πίσω απ’ τα ματοτσίνορα
ν’ ακούμε τους μεγάλους, να βήχουν, να σωπαίνουνε,
να βλαστημούν το χιόνι. Κι εμείς να τους λυπόμαστε
που γίνανε μεγάλοι και να βιαζόμαστε πολύ
να μοιάσουμε σ’ εκείνους, να δουν πως μεγαλώσαμε να
παρηγορηθούνε.
66. συνέχεια
«Πιστεύω»
Η Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατί η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η Αγάπη σηκώνει το βάρος τ᾿ ουρανού.
Μπορώ να σηκώνω τα βάρος τ᾿ ουρανού.
Η Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατί η Αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!
Η Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο.
η Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο.
μπορώ να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατί η Αγάπη είναι η ζωή και ο θάνατος!
Γιατί η Αγάπη είναι το θαύμα!
Η Αγάπη προσεύχεται κ᾿ ενεργεί.
η Αγάπη αγρυπνεί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
67. Μπορώ να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα
γιατί η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Μπορώ να μεταλάβω τον άρτο και τον oίvo
εγγύηση για την αιωνιότητα.
Γιατί η Αγάπη είναι ο Μυστικός Δείπνος!
Κ᾿ η μεγάλη υπόσχεση!
Η Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο.
η Αγάπη εδώρησε το φως.
Πιστεύω στον άνθρωπο.
πιστεύω στην Αγάπη.
Γιατί η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατί η Αγάπη είναι ο Άνθρωπος!
Μελισσάνθη