SlideShare a Scribd company logo
1 of 40
Download to read offline
ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ
Inna Panasenko – wild passion
“Χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ
δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή...”
-1-
Ἀπό μίαν ἀρχή, μία συγκυρία, ξεκινοῦν ὅλα κι ὕστερα καταλήγουν στό ἄπειρο.
Ὅπως πιάνεις τό μολύβι νά περιγράψεις κάτι ἀπ’ τή ζωή σου, μ’ ἕνα ποίημα
καί φτάνεις νά γράψεις ἕνα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Γεμίζεις τίς σελίδες
μέ μποῦρδες, ἀθυροστομίες, ἄλλοτε μέ μίσος κι ἄλλοτε μ’ ἀλήθειες κι ἔρωτα
ὅπως μαθαίνεις νά μοιράζεσαι τήν ἀγάπη καί τή λατρεία.
Τή λάτρευα, εἶναι ἀλήθεια, ἀπό τότε πού πρωτοσυστήθηκε στήν παρέα καί πιάσαμε τήν
κουβέντα καί μιλούσαμε γιά τά πάντα μέ τά λόγια του ἀέρα. Κάπνιζε θυμᾶμαι
ἐλαφριά τσιγάρα καί ζήτησε ἀπό κάποιον νά πεταχτεῖ στό πλησιέστερο περίπτερο
νά τῆς ἀγοράσει ἕνα πακέτο. Ἄν τήν ἤξερα ἀπό νωρίτερα, θά ἔτρεχα σάν ἄνεμος
πετώντας, νά ἤμουν ὁ πρῶτος πού θά ἱκανοποιοῦσε τήν ἐπιθυμία της.
Ἡ Κυρία, ἡ Ἀφέντρα, ἡ ἀπόλυτη Mistress, ἡ Κυρίαρχός του παιχνιδιοῦ τῆς ὑποταγῆς
ἡ Ἱέρεια τοῦ ἔρωτα, ἡ Πριγκίπισσα μέ τά χρυσά, τά ξανθά μαλλιά καί τά δεκαπέντε
χρυσά στέμματα στό κεφάλι. Μέ τούς εἴκοσι θρόνους ἀπό ἐλεφαντόδοντο καί
διαμάντια, μέ τούς ἱπποκόμους καί τούς αὐλικούς ὁλόγυρά της, μέσα στό παλάτι της.
Κι ἐγώ ἔμενα νά φαντάζω ταπεινός, ἕνα σκουλήκι πού σερνόταν γιά οἶκτο στά πόδια
της, παρακαλώντας τήν, νά προλάβει τό βέβαιο θάνατο ἀπό τό ἑπόμενο βῆμα της.
Ντυμένη πάντα μ’ ἕνα κοριτσίστικο ροζέ μπλουζάκι, κολλημένο πάνω στά στήθια της
ποῦ ἄφηνε νά φαίνεται ἕνα τμῆμα τῆς κοιλιακῆς της χώρας μονάχα, ἔτσι πού νά σέ
κάνει νά τό κοιτάζεις, νά τό θαυμάζεις, νά τό τρῶς μέ τά μάτια σου, νά θέλεις νά τό
ἀγγίξεις νά τό ἀγκαλιάσεις, νά τό προσκυνήσεις. Ἡ κοιλίτσα της. Καί στά πόδια μ’ ἕνα
στενό ξεβαμμένο τζινάκι, φτηνιάρικο καί τόσο κολλημένο πάνω της, πού ζωγράφιζαν
οἱ καμπύλες της, τόν Παράδεισο καί τή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας.
Τήν πρώτη φορά πού ἔτυχε νά συναντηθοῦμε, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον, δέν ἐμοιαζε
μέ τήν πριγκίπισσα τοῦ παραμυθιοῦ, οὔτε μέ κάποια ὀνειρεμένη νεράιδα τῆς φαντασίας
μου, ἀλλά μ’ ἕνα ἁπλό κορίτσι πού βρέθηκε στό δρόμο μου, τυχαία
κι ἦταν σά νά κατέβηκε ἀπ’ τά οὐράνια, ἕνας ἄγγελος, νά μέ τροφοδοτήσει μέ εἰκόνες
νά τίς πάρω μαζί μου, νά τίς βάλω στήν τσέπη μου, νά τή θυμᾶμαι ὅπως τή γνώρισα.
Ἦταν ὅπως τότε, πού ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη ἕναν κόκκινο ἀναπτήρα γεμάτο μέ
παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξης, λές καί μόλις τίς εἶχε κόψει κάποιος ἀπό τόν ἀγρό
νά τίς χαρίσει στήν ἀγαπημένη του, κι ἐγώ τῆς χάρισα τόν φτωχικό ἀναπτήρα μου
ἀνάβοντάς της τό τσιγάρο καί τήν ἡδονή μου, στά ὑψηλότερα ἐπίπεδά του ἔρωτα.
Τόν εἶχε πάντοτε μαζί της, σᾶ φυλακτό, τόν κινοῦσε ἐπιδεικτικά μπροστά ἀπ’ τά μάτια
μου ἀναμμένο, κι ἔβγαζε ἐκείνη τή ζεστή φλόγα τοῦ πάθους, τήν πορφυράδα.
Μέθαγα ἀπ’ τή φωνή της, μέ τή βραχνάδα ἐκείνη πού δημιουργοῦσε ὁ καπνός καθώς
στροβιλιζόταν στόν οὐρανίσκο της. Ἔπινα δροσιά ἀπ’ τά μάτια της, ὅπως μέ κοιτοῦσε
μ’ ἐκεῖνα τά γαλαζοπράσινα μάτια, μέσα ἀπ’ τά πεντακάθαρα γυαλάκια τῆς μυωπίας
λές καί βρίσκονταν πίσω ἀπό μία κρυστάλλινη τζαμαρία φύλαξης ἑνός πολύτιμου καί
σπάνιου θησαυροῦ, σέ μουσεῖο Ἀρχιτεκτονικῶν θαυμάτων.
Λές καί εἶχε ἀνακαλυφθεῖ πρόσφατα τό γονίδιό της, σέ κάποιο δυσπρόσιτο ὀρεινό
σημεῖο τῆς Σουηδίας καί μεταφέρθηκε στή χώρα μας, προκειμένου νά παραχθεῖ τό
ἐμβόλιο διάσωσης τῶν πεσόντων στήν ἐρωτική μάχη.
Κι ὅταν μέ κοίταζε στά μάτια, ἐγώ ἔλιωνα, πέθαινα καί ξέχναγα τά λόγιά μου
-2-
κι ἀπαντοῦσα ὀρθοκοφτά, μ’ ἕνα ναί, ἕνα ὄχι, ἕνα καλημέρα κι ἕνα καληνύχτα.
“Σκλάβος σᾶς Κυρία” ἔτσι ἔπρεπε νά ἀπαντήσω, “λιῶστε μέ κάτω ἀπό τά πέλματά
σας, σά σκουλήκι πού γυρεύει τήν ἡδονή τοῦ φιλιοῦ σας καί τό χάδι τῆς παλάμης σας,
χαρίστε μου τήν αἰώνια ζωή τοῦ Παραδείσου Κυρία μέ τίς προσταγές πού διατάζει ἡ
Ἁγιοσύνη σας”. Κι ὕστερα ἄχνα, μέχρι ν’ ἀκούσω τίς ἐντολές της.
Ἤμουν τόσο αὐστηρός μαζί της, πού ὅσες φορές μέ καλοῦσε στό τηλέφωνο δέ τό
σήκωνα, κι ὕστερα ξανακαλοῦσε μέχρι νά τό σηκώσω γιά νά ἀπαντήσω.
Κι ὅταν τῆς τηλεφωνοῦσα ἐγώ, ἔκανε τά ἴδια κι ἐκείνη, καί τά ἴδια καί τά ἴδια
κι ἡ καρδιά μου εἶχε χτυπηθεῖ ἀπό τά βέλη τῆς ἀνεπανόρθωτα, κι ἔλιωνε ἀπ’ τόν
ἔρωτα, φλόγες καί φωτιές ξεπηδοῦσαν, σάν Ἰνδιάνοι πού στήσανε χορό γιά νά κατέβει
τό μπουρίνι στίς φυτεῖες τους. Κι ἔπεφταν μέ τεράστια ταχύτητα καί μέ κάρφωναν
ὁλοένα, κι ἡδονιζόμουν στή θύμησή της.
Προσπαθοῦσα νά κρύψω τήν ἡδονή καί τόν πόθο, κοιτάζοντας τά πουλάκια στά
δέντρα, θαυμάζοντας τή λιακάδα τοῦ πρωινοῦ καί τίς σταγόνες δροσιᾶς πάνω στά
φύλλα τῶν λουλουδιῶν κι ὁ ἦχος τῶν αὐτοκινήτων στό δρόμο, στροβίλιζε τό μυαλό μου
ἀπ’ τίς σκέψεις καί τίς ἐνοχές. Κι ὅπως ἔτρεχαν λίγα μέτρα μακρύτερα, ἔπαιρναν κοντά
τούς τήν ἀγαπημένη μου.
Ἀνέβηκε σέ κάποιο ἀπ’ τά αὐτοκίνητα ἕνα ὡραῖο πρωινό καί χάθηκε μέσα στούς
δρόμους τῆς Ἀθήνας, σᾶ σφαίρα, ἀνάμεσα στά λεωφορεῖα καί τ’ ἀσθενοφόρα.
Κι ἀπό τότε δέν τήν ξαναεῖδα. Κι ὅταν τόλμησα μετά ἀπό ἕνα ἑξάμηνο νά τηλεφωνήσω
στόν ἀριθμό της, νά μάθω τά νέα της, κόπηκε ἡ γραμμή μας.
Ἀναρωτιέμαι ἄν κρατάει ἀκόμα τόν ἀναπτήρα μου, μέ τίς παπαροῦνες
~~~
Τό ἀπόγευμα ἐκεῖνο, πού πρωτοκοίταξα τά μάτια σου
καί βρῆκα μέσα τους, ἕνα φεγγάρι ὁλόγιομο
γεμάτο, δροσερό, σά ρόδα πορτοκάλι νά γυρνάει
καί τή ζωή νά μοῦ γελάει, σάν ἄλλαζε ἡ δική μου
γιατί τόν κόσμο, μοῦ τόν χάρισες κι ἄλλη μισῆ ζωή
γιατί δεθήκαμε αὐτόματα, ἀπό τό πρῶτο βλέμμα
στῆς ἀγκαλιᾶς τή φυλακή, πού κλείναμε τά ὄνειρα
μήν ὀρφανέψουν
γιατί στήν πρώτη μας στροφή, ἔτσι ἀντάμα κλάψαμε
σά νιώθαμε ὁ ἔρωτας πώς σβήνει
σά νέοι πού γεννήθηκαν ταυτόχρονα, νά βασιλέψουν
σ’ ἕνα παλάτι μέ ρακένδυτους ἰνδιάνους τῆς φυλῆς
ὅπου ὁ ἕνας, συμπληρώνει τή ζωή πού χάθηκε
κι ὁ ἄλλος ρίχνει ζάχαρη καί μέλι νά στεριώσει
κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσω
μά δέ τά πρόλαβα μικρό μου, ὁ ἐφιάλτης μέ νικοῦσε
καί τά μαχαίρια στήσανε χορό, νά κόψουν τήν ἀγάπη
μέ τά πιστόλια ἀπ’ τίς θῆκες νά τσοντάρουν στό χορό
-3-
κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσω
μά μέ τήν πρώτη ἀναποδιά, σχίστηκαν τά καλώδια
καί τώρα κρέμουν στό κενό
τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται ἀπ’ τίς λέξεις σου
κι ἀπό τά γράμματα, φαρμάκι χύνεται στό στόμα
μά τώρα πιά, σέ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμερα
κι ἀπό τό τώρα κόβω ἀγάπη νά τή δώσω στό παρόν
ποιές ἁμαρτίες μᾶς πληρώνουμε μέ δάκρυ;
ὅπως μου σμίγουνε τά βλέφαρα μές τό βουβό λυγμό
ἔτσι ξεκίνησε νά βρέχει τή Δευτέρα
ἀπό ‘νά Σάββατο τοῦ Ἰούνη μέ τόν ἥλιο τό ζεστό
καί δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μου
οὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησα
εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό
σάν ξαφνικό μπουρίνι, πού πιάνει στό λεπτό
κι ἁπλώνεται ἡ ὁρμή του ὡς τή θάλασσα
τή γαλανή τή θάλασσα, πού πόθησα μαζί σου
κι εἶδα στά μάτια σου λευκό τόν οὐρανό
ὡς τή στιγμή πού τά μαχαίρια τῶν βλαχάδων
ποῦ μέ τόν πλοῦτο ἔχτιζαν στά δύο τόν χωρισμό
μές τά τσαντίρια τους δέ μάθαιναν γι’ ἀγάπη
μέ τά πτυχία τῶν χρημάτων προκαλέσαν τό θυμό
δέ φταίω ἐγώ, μήτε κι ἐσύ καρδιά μου φταῖς
ἐσύ ἐρωτᾶ μου νά κοιτάζεις τήν ἀλήθεια
ὅπου κι ἄν κρύβεται στά τόσα παραμύθια
κι ὅπου τό ψέμα συναντᾶς, θά τό νικῶ
γίνηκε ὁλόγιομη, τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀγάπη μας
κι ὅλες τίς νύχτες πού σ’ ἀγκαλίαζα
τρομάζαν οἱ ἐφιάλτες
τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται σέ ξύλινες τραμπάλες
ποῦ παρασέρνεις μέ τό διάβα σου
καί σχίζεις τά ὄνειρά μου
δέν προτιμῶ, μήτε νά φύγεις
οὔτε καί νά ‘ρθεῖς πιό κοντά μου
γιατί τά ὄνειρα εἶναι τόσα πού μπερδεύω τό σκοπό
μόνο γιατί σ’ ἀγάπησα, μέ πάθος θά φωνάζω
ὅπου ὑπάρχει ἀνθρώπου αὐτί νά τό ἀκούσει
κι ἅμα ξυπνήσω ἕνα πρωί, νά λείπεις μακριά μου
πρῶτος θά δώσω ἔναυσμα στό Χάρο νά δοθῶ
-4-
μόνο, πού ὅσο θά ‘χῶ τό θάνατο γιά ἐχθρό
δέ θά μ’ ἀρέσει νά τόν βλέπω
μετά θά γίνω φίλος του, νά τόν προσμένω
κι ὁ πόνος, ἄν θά σβηστεῖ ἀπ’ τό μυαλό νά τριγυρνάει
πάει νά πεῖ, πώς δέν ἀξίζαμε ἕνα στρέμμα
ἀπ’ αὐτό τόν οὐρανό
ποῦ τόν κοιτάζαμε βραδιές, νά φέγγει μέ τ’ ἀστέρια
καί στήν ἀγκάλη του νά λάμπουνε
τ’ ἀνθάκια του, σωρό
κι ἀπό τά λίγα πού μέ γνώρισες
μ’ ἀγάπησες, μέ πόθησες
πρώτη μου κράτησες τό χέρι, πρώτη μέ ζωγράφισες
πρώτη μου ἔδωσες τό πρῶτο μας φιλί
κι ἄρχισε ὁ κύκλος νά διαγράφεται
μέ μαύρη κιμωλία
μέρα τή μέρα, σέ ζωγράφιζα μέ λέξεις κι ὑποσχέσεις
πρῶτος σου μίλησα, τό πρῶτο σ’ ἀγαπῶ
τώρα μου λείπει, κοίτα μέ
νά μέ ζαλίζουνε τά χείλη σου, μοῦ λείπει
εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό
μέ τίς κινήσεις τῆς παλάμης μας
καί τῶν στραβῶν δακτύλων
στά νοτισμένα τζάμια τῶν γυαλιῶν, μιλούσαμε
ὅπως μιλοῦν οἱ ἐρωτευμένοι
τά ἡδονισμένα μάτια μας, φωνάζανε
ὅπως σχεδιάζαμε τόν πόθο μ’ ἕνα τρόπο ἐρωτικό
Τώρα, Μαρία τί μένει;
ἕνα στερνό, κλεφτό φιλί γιά καληνύχτα
κι ἕνα χαρτί τσαλακωμένο στό κλειστό συρτάρι
μελανωμένο ἀπό στυλό πού βράχηκε μέ δάκρυα
γιατί ἡ ἀγάπη δέν τελείωσε, μόλις γεννήθηκε
κι οὔτε πού βρέθηκε τό φάρμακο, νά πνίξει τόν καημό
γιατί ἡ ἀγάπη μᾶς μεγάλωσε, δυνάμωσε
κι ἀπό τό διάλειμμα θά σβήσουμε, στοῦ πάθους τό χορό
μά δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μου
οὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησα
εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό
~~~
-5-
Ἦρθε ἡ ὥρα νά κυλιστοῦμε στήν ἁμαρτία
μή φοβηθεῖς!
ἁπλά θά βουτήξουμε μέσα στή σοκολάτα...
θά κολυμπήσουμε στά λασπόνερα τῆς ἀγάπης μας
γιατί μέσα τούς κρύβεται ἡ εὐτυχία
σκουρόχρωμη, ἀδιαφανής, κόκκινη σάν τόν ἔρωτα
κι ἔπειτα θά καθαρίσω τό κορμί σου
ἀπό κάθε ἴχνος μικρόκοκκου, ντροπῆς ἤ ἀπορίας
μέ τά φιλιά μου, ἀπ’ τόν πυθμένα σου ὡς τήν κορφή
θά εὐλογήσω τά μάτια σου, ὅσο θά μέ λατρεύουν
ὅπως μ’ ἀγάπησαν, τήν πρώτη φορά πού μέ κοίταξαν
κι ὅπως τά φίλησα, τήν πρώτη φορά πού τά βρῆκα
θά χαϊδεύω τά χέρια σου, ὅσο θά μέ χαϊδεύουν
κι ὅσο θά ζῶ, θά σ’ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμερα
γιατί τό αὔριο τό χτίσαμε, πιό κόκκινο ἀπ’ τό τώρα
μή φοβηθεῖς!
ἁπλά σ’ ἐρωτεύτηκα ἀστραπιαῖα γι’ αὐτό πού ἤσουν
σ’ ἀγάπησα παντοτινά γι’ αὐτό πού ἔμαθα ὅτι εἶσαι
κι ὅταν μου ψέλλισες τήν ἀλήθεια, ἀπ’ τά χείλη σου
ἁπλά κατέβασα τό βλέμμα καί σέ φίλησα
κλειδώνοντας τήν ψυχή σου, μέσα στήν ἀγκαλιά μου
~~~
Βρῆκα μί’ ἀπόσταση ἐλάχιστη τό αὔριο νά μᾶς ὁρίζει
τό σήμερα νά γίνεται ὁ κόσμος μας
τό χθές νά πλάθεται ἀπ’ τήν πνοή μας
καυτές ἀνάσες, μάτια μισόκλειστα, χείλη μπλεγμένα
κι ἐγώ μυρίζω στά παπλώματα
τό θηλυκό σου ἄρωμα - Μαρία -
δέ φεύγει ὀσμή ἀπό τά ροῦχα ἤ τό κορμί μου
κι οὔτε πού θέλω νά τή βγάλω ἀπ’ τό μυαλό
γιατί στά χείλη βρῆκα ὁλοφτυστό τόν ἑαυτό μου
στίς μεθυσμένες κόρες τῶν ματιῶν, τά ναῦλα μου
μά τό ταξίδι αὐτό θά σύρουμε παρέα
- μή φεύγεις - μήτε λεπτό μή χάνεσαι ἀπ’ τή ζωή μου
γιατί καί τό μικρό, τό δευτερόλεπτο πού φεύγει εἶναι κόστος
ἕνα φιλί λιγότερο στήν πανδαισία
κι ἔχει τό χρῶμα γαλανό, μέ πιτσιλιές πινέλου ἡ ὀροφή του
-6-
καί δέ μᾶς νοιάζει πιότερο, παρά στόν ἔρωτά μας
νά ‘χεῖ δροσιά τό πρωινό πού θά ξυπνοῦμε
χαράματα νά σμίγουμε στό ΕΝΑ τή μαγεία
κι ἔχει τό χρῶμα καστανό, στά μάτια καί τά χείλη
ποῦ ὅταν ματώσουν γίνονται τριαντάφυλλα στό πάθος
καί δέ μᾶς μέλλει ἡ ζωή ἄν γίνει μερτικό τους
παρά μονάχα τό κορμί νά μαρτυράει “Μαρία”
~~~
Περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδα
στό παραθύρι ἐσύ νά μέ κοιτάζεις
ἀνήμπορος ὁ χειριστής νά σταματήσει
κι ἀπ’ τή βραχνή ντουντούκα
ὁ σταθμάρχης νά φωνάζει:
“ προσοχή-προσοχή
παρακαλοῦνται οἱ κύριοι ἐπιβάτες
ἄλλοι νά γαμιοῦνται στή διαδρομή τῆς ζωῆς
κι ἄλλοι νά κοιτιοῦνται εὐθεία στά μάτια ”
ἴσα πού πρόλαβα νά δῶ τά μάτια σου
παίρναν τό χρῶμα τοῦ μελιοῦ
ὅταν τά φίλαγα στόν ἥλιο
μόλις πού ἄγγιξα τά τρυφερά σου χείλη
πέρασες πάνω ἀπ’ τό κορμί μου
σάν ταχεία στό φεγγαρόφωτο
θυμίζεις ἔρωτα, γλυκόφωτη ἠλιακτίδα
μεταλλικό νερό μέ ἄρωμα τριαντάφυλλο
θυμίζεις ὄνειρο ἀλλόκοτο, σάν καταιγίδα
ποῦ τό μπουρίνι ξέσπασε πρίν ἔρθει τό Φθινόπωρο
δέν περιμένω ἕναν Ὀκτώβρη γιά νά βγῶ ἀπ’ τή φωλιά μου
μήτε πού θέλω πιά νά δῶ, τά φύλλα τῆς μουριᾶς
νά κιτρινίζουν καί νά πέφτουν
τό τρένο τῆς ἀγάπης, ἄγγιξε Φθινόπωρο
μά στά μισά του δρόμου ἐκτροχιάστηκε καί πάει
περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδα
σέ βλέπω νά ‘χεῖς ντύσει τά μαλλιά σου μέ χρυσή ἀκτίδα
κι ἕνα κατάμαυρο μαντήλι
κι αὐτές οἱ λέξεις πού μιλάω τώρα, μαῦρες εἶναι
μά περιμένω ὅλου του κόσμου τό λευκό νά μᾶς στολίσει
-7-
τουλάχιστον νά δώσει κάποιο νόημα στίς μαῦρες μας ἡμέρες
- ἀνήμπορος κι ὁ βιαστικός καιρός νά σταματήσει -
~~~
Ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν κλώτσησαν
οἱ πληγές μου πόσο μάτωσαν, δέ ρώτησαν
κι ἡ ψυχή μου, ἄν τούς βαστᾶ κι ἄν τούς ἀντέχει
περιθώρια δέν ὑπάρχουν γιά μπαλώματα
πῆρα προίκα ἀπ’ τήν πίκρα τά διπλώματα
κι ὅλο τρέχω καί γυρνῶ στίς κατηφόρες
ἕνα μέρος νά πλαγιάσω ψάχνω ὧρες
φαίνεται πώς ξέχασες τ’ ἀγέρι στά μαλλιά
τίς Κυριακές πού ἄλειφε τά χείλη ἡ δροσιά
ὁ ἥλιος μοσχοβόλαγε τ’ ἀγέννητα φιλιά σου
καί στῶν ματιῶν τίς ἄκρες κυλοῦσε ἡ πεθυμιά
φαίνεται πώς χάθηκα γιά πάντα ἀπ’ τή θωριά σου
τά χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τά φτερά σου
ἀπ’ ὅπου κι ἄν περάσαμε, τά χνάρια μᾶς ζεστά
τή χαραυγή πού σ’ ἕντυσα λευκόχρυσα φιλιά
ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν ἅρπαξαν
τά ὄνειρά μου πόσο ράγισαν, δέν ἄργησαν
κι ἡ ψυχή μου ἕνα χαλί στά καθωσπρέπει
~~~
Ἐσύ ἀγόρασες φιλί καί κεχριμπάρι ἀπ’ τή Συρία
χρυσό ἀπ’ τό Λίβανο
- ἐγώ τό δάκρυ σου -
παντρέψαμε τό μίγμα καί μᾶς βγῆκε προδοσία
κι ἡ μοναξιά τίς κρύες νύχτες περιμένει στή γωνία
δέν ἀγοράσαμε ἀγάπη ἀπ’ τίς μακρινές Ἰνδίες
μονάχα δύο πλαστικά φιλιά ποῦ κλέψαμε ἀπ’ τόν ἄνεμο
εἴκοσι-τρία χάδια ἀπ’ τόν οἶστρο μίας ποιητικῆς μαγείας
ἤσουν ἡ μάνα μου στήν παγωμένη Καισαρεία
κι ἐγώ μικρός Χριστός νά περιμένει ντάντεμα ἀπ’ τά μάτια καί τή γλύκα τῶν χειλιῶν
σου
περνώντας ὁ Βασίλης ἀπ’ τή στέγη μου, δέν πρόλαβε παρά ν’ ἀφήσει δύο κέρινα φιλιά
στό τζάκι, γιά νά σέ θυμᾶμαι
σέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψει
σέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν
χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλια
κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θά ‘ρθεῖς γιά νά τό δεῖς νά σιγοκαίει
-8-
κι ὅσο θυμᾶμαι τά τριαντάφυλλα ποῦ πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πῶς δέ θά
‘ρθεῖς
τότε λοιπόν σέ ποιόν νά τά χαρίσω αὐτά ποῦ ζήλεψα;
κι αὐτά ποῦ μέ τό μόχθο μου τά φρόντισα νά μή γεράσουν ἀπ’ τό χρόνο
- τώρα ποῦ θά ‘σαί ἀλλιώτικη ἐκεῖ στά ξένα -
δέ θά ‘ναί πέτρινα παλάτια πιά τά μάτια σου, δίπλα στή θάλασσα
γιά κάποιον ἄλλο τά ὄνειρά σου θά κυλοῦνε σάν τά κύματα
τό καρδιοχτύπι τῆς ψυχῆς ποῦ πόθησε τό βλέμμα μου, θά ‘χεῖ ὀρφανέψει
πασπαλισμένο μ’ ἐλαιόλαδο ψωμί, γλυκαίνει τόν ξερό μου οὐρανίσκο
τά χείλη στέγνωσαν κι ἡ γλώσσα
πᾶνε μῆνες
φαρμάκι στό λαιμό ἡ λαβωμένη ἀγάπη
πικρές οἱ λέξεις ποῦ ‘κονόμησα γι’ ἀντάλλαγμα ἀπ’ τά κάλαντα τῆς μέρας
μοῦ ἔγραφες, ἀγόρασες κουράγιο μέ τά τελευταία χρήματα
καί βάζο γιά τά κόκκινα τριαντάφυλλα ποῦ σου ‘δωσα
λεφτά δέν περισσέψαν γιά μία στάλα ἀγάπη;
γνωρίζεις πῶς κι οἱ δύο πληρώσαμε τή μοναξιά χρυσάφι
θετούς γονεῖς ζητήσαμε καί φτάσαν’
μητέρα ἡ ἀπομόνωση, πατέρας ὁ καημός
ἀδέρφια μας ἡ πίκρα, ἡ μιζέρια, ὁ στεναγμός
ἐγγόνια τ’ ἀνεκπλήρωτα κρυφά ἀπωθημένα ποῦ λουφάξανε στ’ ἀζήτητα
ὁ ἥλιος π’ ἀνατέλλει, πιά γιά μᾶς δέν ἔχει ἀξία
τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ κατρακυλάει ὡς τήν πόρτα μας
- ποιός θέλει μία παρόμοια ζωή δίχως καμία σημασία; -
σέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψει
σέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν
χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλια
φταίει πού καίω τίς ἀναμνήσεις μου στή φλόγα τοῦ κεριοῦ
κι εἶναι τά φῶτα ὅλης της γής τώρα σβησμένα
εἶναι τά λόγια της ἀγάπης εἰπωμένα
μά τρόπο ἄλλο δέ βρήκανε νά ξαναειπωθοῦν
εἶναι Χριστούγεννα, γιά δῶς μου ἕνα φιλί
ἴσα ν’ ἀνάψει ἀπ’ τήν ἀρχή ἕνα κεράκι
ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τήν πνοή καί ἀπ’ τό δάκρυ
ποῦ ἤξερα νά κρύβω πρίν στά μάτια σου φανεῖ
φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερί
νά δῶ πού κρύβεις τόση ἀπύθμενη ἀγάπη
σβήσαν τά ὄνειρα καί χάσαμε τό χάρτη
ἐνῶ ἑτοιμάζαμε ταξίδια στό χαρτί
φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερί
νά δῶ ἀκόμα ἄν ἀγκαλιάζεις τά κομμάτια μου
ἔτσι μου τό ‘γραφές, μέ νότες εὐτυχίας
ἀπό ‘νά ἔρωτα πού πέθανε χωρίς ν’ ἀναστηθεῖ
τ’ ἄφησα, ξέρεις πού, στό γωνιακό παρκάκι
ἐκεῖ πού ἔγραφες “μωρό μου σ’ ἀγαπώ” στό ξύλινο παγκάκι
-9-
κι ἤθελα ἁπλά ἔτσι γιά λίγο νά στό πῶ
~~~
- ‘Να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’
ν’ ἀνεβαίνεις τούς διαδρόμους του κάστρου
τίς ὄμορφες μέρες
νά μαζεύεις μέ τά δύο σου χέρια τίς μαργαρίτες
μά ἀνάμεσα στίς πολεμίστρες φυτρώνουν καί βάτα
τ’ ἀγκάθια τοῦ χωρισμοῦ θά ματώνουν τά δάκτυλα
χράτς-χράτς
θά σέ κόβουν σάν πριόνια ἀνέμελων ξυλοκόπων
λίγο πιό μακριά ἀπό τήν ἀμύθητη περιουσία σου
κυλᾶνε ποτάμια μέ διαμάντια κι ὑδράργυρο
στ’ ἀσημένιο δάσος
ποῦ ἀστράφτει τίς νύχτες σάν τό φεγγάρι
- ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’
στίς μακρινές πολιτεῖες πού δημιούργησες
ἐγώ γνώρισα σήμερα ἕνα χελιδόνι
μέ πληγωμένα φτερά
κι ὅπως τό μάζωξα ἀπ’ τό χῶμα καί τό πῆρα στά χέρια
τό κράτησα ὧρες κλεισμένο στήν ἀγκαλιά μου
κι ὕστερα ἔφυγε κι ἄρχισε νά πετάει γιατρεμένο
- ‘να περνᾶς καλά χελιδόνι’
φλούτς-φλούτς
τήν ἄλλη μέρα ἐπέστρεψε στό φτωχικό μου
κι ἔκανε κύκλους πετώντας στόν ὁρίζοντα
σήμερα εἶναι ἡ τελευταία φορά πού κοιτάζω τόν ἥλιο
ἡ τελευταία στιγμή πού ἀγγίζω τίς παπαροῦνες
καί τά κόκκινα τριαντάφυλλα πού μεγάλωνα
στεῖλε τό μήνυμα στήν πριγκίπισσα τοῦ κάστρου
σκόπευα νά τῆς χαρίσω ἕνα-ἕνα ὅλα τά τριαντάφυλλα
καί νά ‘δινα τό πιό μικρό γιά προίκα στή φαντασία μου
σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μέρα πού τραγουδῶ
παρέα μέ τόν πιό ὄμορφο φτερωτό ἄγγελο
ἕνας ἄντρας ντυμένος στά μαῦρα προχωρεῖ σκεπτικός
μ’ ἕνα δρεπάνι στούς ὤμους
-10-
κι ὁ ἄνεμος θερίζει τά στάχυα τῆς προφητείας
γκρᾶν-γκρᾶν
- ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’
κυλᾶνε ποτάμια, μέ ἱππότες καί ἄλογα πού καλπάζουν
στ’ ἀσημένιο δάσος
τρία βήματα ἀριστερά
πέντε βήματα εὐθεία
δύο βήματα δεξιά
μία φτερούγα χελιδονιοῦ
τρεῖς ματωμένες μαργαρίτες
ἀγκάθια ἀπό κόκκινα τριαντάφυλλα
καί κόκκινες παπαροῦνες τοῦ φεγγαριοῦ
ὑδράργυρος ἀπό τά βάθη τῆς Ἀσίας
διαμάντια ἀπό τά πέρατα τῆς Δύσης
καί αἷμα ἀπ’ τά δάκτυλα πριγκίπισσας
ποῦ περιμένει γιά χρόνια στίς πολεμίστρες τῆς οὐτοπίας
τόν πρίγκιπά της πού χάθηκε ἕνα πρωί τοῦ Φλεβάρη
κλάπ-κλάπ κλάπ-κλάπ
κι ὁλόγυρα στό ἔδαφος, μαζεύω λίγο χῶμα μέ τίς χοῦφτες
στόν κόρφο μου τριγύρω σάν τήν ἄμμο τό σκορπίζω
καβάλα σ’ ἕνα ἄλογο πιό ἄσπρο ἀπό χιόνι, τώρα βρίσκομαι
κοιτάζοντας τριγύρω δέν ὑπάρχει πουθενά τό χελιδόνι
στά χέρια μου διαλέγω τά πιό ρόδινα τριαντάφυλλα
κι εὐθύς θριαμβευτής στό κάστρο σάν ἱππότης ἐπιστρέφω
~~~
Ἀκροπατοῦσα στά στενά ἑνός ὀνείρου
κι ἐσύ πού χάιδευες τά καστανά μαλλιά σου
ἀνέβαινες
ἀνέβαινες
ἀνέβαινες, τίς σκάλες τ’ οὐρανοῦ
λίγο-λίγο, τά σκαλοπάτια ἀπό εὐτυχία
κι ἐγώ ταξίδευα στά μάτια σου καί μέθαγα
μαζί σου
δικός σου
ἡ ζωή σου
κι ἐπίανα τούς χτύπους στό δικό σου τό χορό
τάκ-τάκ
τάκ-τάκ
-11-
τάκ-τάκ, ἡ μελωδία
μέ σφάζαν τά μαχαίρια σου ἀπό ἔρωτα
κι εἶχες στά πόδια τά φτερά ἀγγέλου
μέ χτύπαγαν
μέ πλήγωναν
φτερούγιζαν, στά σύνορά της φαντασίας
τίκ-τάκ
τίκ-τάκ
τίκ-τάκ, μία τόση δά εὐκαιρία
δέν βρῆκα γιά ν’ ἀγγίξω τίς παλάμες σου
γιά νά διαβάσω πού κρύβεται ἡ χαρά σου
κι ἄν δάκρυα
ἀπ’ τά μάτια σου
κι ἄν στάξανε
φυλάξου, θά βρῶ στή δεύτερη ζωή μου γιατρειά
νά σού χαρίσω ὅλα τ’ ἀστέρια
νά πλέξω γύρω ἀπ’ τό κορμί σου ἕνα σύμπαν
νά φλέγονται
νά φλέγονται
νά φλέγονται
τά δάκρυα τῆς ψυχῆς, πρίν νά κυλήσουν
νά κρύβονται σάν ὄρνεα τοῦ θανάτου
κι ἀπ’ τό φιλί
κι ἀπ’ τό φιλί
κι ἀπ’ τό φιλί σου
νά σκορπᾶ ἡ εὐτυχία σά ροδόσταμο
καί ποιό τό νόημα τῆς ζωῆς χωρίς τά χείλη σου;
σάν ἔρθει ὁ θάνατος χωρίς τήν ἀγκαλιά σου
θά’ μαί μισός
θά’ μαί μισός
θά’ μαί μισός κι ἀμάθητος
ἕνα κοράλλι δίχως θάλασσα
ἕνα παιδί δίχως ἀγάπη
θά’ μαί λουλούδι πού μαράθηκε
προτοῦ ὁ ἥλιος τό κοιτάξει
θά’ μαί ἕνα κόκκινο
ἐρυθρό
θά’ μαί ἕνα ρόδινο τριαντάφυλλο
ποῦ τό ‘κάμαν νά κλάψει
θά εἶμαι κι ἔρημο ὀρφανό
θά’ μαί ἕνα τίποτα στά πόδια σου
μά θά’ μαί ὅλη σου ἡ ζωή
~~~
Πάντοτε φοβόμουν τό μαῦρο
μά λάτρευα τό κόκκινο
τοῦ ἔρωτα καί τῆς ἀγάπης
κι ὅταν κάποιες στιγμές μέ ρωτοῦσαν
-12-
ποιό χρῶμα σου ἔρχεται στό μυαλό;
ἀπαντοῦσα «τό κόκκινο»
σάν τά κόκκινα τριαντάφυλλα
ἔτσι ὅπως τά θαύμαζα
τυλιγμένα σέ μία ἀνθοδέσμη, φρεσκοκομμένα
μ’ ἕνα ρόζ φιογκάκι στό περιτύλιγμα
ἐνῶ ἐσύ ἀγαπημένη
βρισκόσουν ἐπάνω σέ δεκάδες βιβλία
ποῦ μιλοῦσαν γιά σχέσεις καί ἔρωτες κι ἀγάπες
μά γνώρισες τόσο, τό κόκκινο
τό γέννησες, τό ‘μαθές, τό φοροῦσες
τό ἀγάπησες, τό ζωγράφισες, τό ‘νιωσες
καί τ’ ἄφησες πάνω στά χείλη του νά σέ θυμᾶται
κι ὅταν κάποια στιγμή τό νοστάλγησες
τό γεύτηκες πάλι, στά ξένα τά χείλη
ἔτσι ὅπως σου ἀνοίγουν
μία πόρτα γιά νά περάσεις
καί πρίν πατήσεις τό ἔδαφος
σού στρώνουνε κόκκινο χαλί
ὕστερα σ’ ἀφήνουν νά δοκιμάσεις
ὅλα τά παράνομα στό θεωρεῖο σου
σού ἐπιτρέπουν νά ἀπολαύσεις
μέχρι τόν ἀπαγορευμένο καρπό
ἀγόρασα ἕνα τριαντάφυλλο νά στό χαρίσω
μά μαράθηκε στό γυάλινο βάζο
καί μαύρισε
- νά τό ‘βλεπες πώς ξεράθηκε -
σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε
κι ὕστερα πέθανε
- «τό κόκκινο» φώναζα!
Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο -
πάντοτε φοβόμουν τό μαῦρο
καί τό ‘βλεπα χρόνια στό πρόσωπο
νά κυκλώνει, τίς νύχτες, τά μάτια
νά τά τσούζει, νά δακρύζουν
ἐπίανα τό μολύβι μου νά σού γράψω
κι ὅταν κάτι μέ πλήγωνε, πέθαινα
μά ὕστερα ξαναγεννιόμουν
«τό κόκκινο» φώναζα!
-13-
Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο, ἀπ’ τό θάνατο
~~~
Ἀγόρασα δροσιά ἀπό τή θάλασσα
καί ἔκλεψα τά κύματα ἀπ’ τόν ἄνεμο
περπάταγα γιά ὧρες πλάι στήν ἀκροθαλασσιά
νά πιάσω ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅλο τό νῆμα τοῦ ἔρωτα
καί μέτραγα ἕνα-ἕνα τ’ ἀτοπήματα
ποιό νόημα ἔχει ἄλλωστε ἡ ζωή δίχως ἐτοῦτον;
κι εἰν’ ἡ ζωή μία τουφεκιά
ποῦ κομματιάζονται στ’ ἀγέρι τά τρυγόνια
στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
συνθλίβονται τά σύννεφα
καί μένουν ἔρμοι κι ὀρφανοί οἱ μελλοθάνατοι
νά ὑψώνουν τή φωνή τους
δειλοί, μπροστά στό θάνατο
μά πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, τ’ ἀνέφικτο
κι ἀνέφικτο θά μένει μέχρι κάποιος νά τό πιάσει
ἀνέφικτο θά ὑφίσταται
πρίν κάποιος τολμηρός νά τό προφτάσει
τρεχάτε νά τό δεῖτε!
τό δῶρο τῆς παραμονῆς δέν ἔφτασε στό τζάκι
θά βρεῖτε κρεμασμένη μοναχά μία τρύπια κάλτσα
ποῦ τήν ἔφαγε ὁ σκόρος
τό χάσαμε τό πλοῖο ἐνῶ πέρναγε ἀπ’ τήν πόρτα μας
κι ἴσως ποτέ νά μή τό δοῦμε
ἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα
βλέπετε, νόμιζα πώς ἤμουν ποιητής
μ’ ἀρχίζω ν’ ἀμφιβάλλω
κοιτάζω τά τριαντάφυλλα καί δέ διακρίνω ἔρωτα
κι ἀπ’ τό χαμένο χρῶμα τους
μαζεύω ὅλο τό κόκκινο γιά νά ‘χῶ καί νά κλαίω
αὔριο, πού θά ‘ρθοῦν κι ἄλλα μαζωμένα
μονάχα τίς παλιές μου ἀναμνήσεις νά ‘χῶ πλάι μου
κι αὐτές, ἀργά παραμονῆς, θά βάλω νά τίς κάψω
τό χιόνι θά καλύπτει τίς φωλιές, πού ἔκτιζε ἡ ἀγάπη μας
φωτιά δέ θά ‘χεῖ μείνει νά τό λιώσει
-14-
κι ἀπάνω στά παγκάκια πού μεθούσαμε ἀπ’ τόν ἔρωτα
σκυλιά θά τρέχουν τώρα νά κρυφτοῦνε
στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα
συνθλίβονται τά σύννεφα
ἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα
~~~
Ξεκίνησα μίαν ὥρα γιά ἕνα μακρύ ταξίδι
πιό μακριά νά φτάσω ἀπ’ τή δική μου Ἰθάκη
ἐφόδια δέν κράταγα στούς ὤμους, μήτε στίς τσέπες μου ψωμί
ἀγάπη εἶχα φορτώσει τίς βαλίτσες μου
λατρεία ἀπ’ τή λατρεία μου, στό κόκκινο δισάκι
τεράστια τ’ ἀποθέματα ὑπομονῆς κι ἐλπίδας μές στά σπλάχνα μου
κομμάτια ἐφημερίδας μές τίς τσέπες
ποῦ λέγανε γιά μία χαμένη ἀγάπη, πού ἄργησε νά ‘ρθεῖ
ὁ δρόμος πού περπάτησα, χιλιόμετρα
μέ ὀρθάνοιχτα τά μάτια καί τ’ αὐτιά νά μή τόν χάσω
κι ὅπου ἔβρισκα μικρές τριανταφυλλιές
προσκύναγα τό χῶμα τους, κάνοντας μίαν εὐχή
νά φτάσω μ’ ὅση δύναμή μου ἀπόμεινε τά μάτια σου
θά ἐμοίαζα ἀλλοτινούς καιρούς, σάν κυνηγός πολύτιμων κι ἀστραφτερῶν πλασμάτων
ποῦ ὅμοιά τους δέν γέννησε ἡ Γῆ μές τούς καιρούς
σάν ἕνας κλέφτης διαμαντιῶν στό ὅρος τοῦ Καυκάσου
ἐκεῖ πού εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖς τριανταφυλλιές
τά πέταλα συνέλεγα μ’ ἀγάπη ἕνα πρός ἕνα
τά φύλασσα σ’ ἕνα πουγγί πιό ρόζ κι ἀπό τά χείλη σου
πιό κόκκινα λουλούδια κι ἀπ’ τό αἷμα τοῦ κορμιοῦ σου
πιό πορφυρά κι ἀπ’ τά φιλιά πού μ’ ἔκαναν παιδί
ἀρώματα δέ φτιάχνονται μ’ ὀσμή παραδεισένια
γιατί ὅποιος τό ἄρωμά σου ἔφτασε νά πιεῖ
στή ζάλη ἀπ’ τό μεθύσι του, κόλλησε ἡ σκιά σου
καί γίνηκε κομμάτι ἀπ’ τό κορμί σου, τό κορμί
συνέλεγα στούς σάκους μου ἀρώματα
νά δένουν, νά παντρεύονται μ’ ἀγάπη ἀπ’ τήν ἀγάπη
νά σμίγουνε, νά ἑνώνονται λατρεία μέ γινάτι
κουράγιο νά βαπτίζονται, καρτέρι, ἐπιθυμία
κι ἐμεῖς κάποια νυχτιά νά τά φορέσουμε στό σῶμα
μά ὁ δρόμος πού κινήσαμε, λέγεται Ἀθανασία
-15-
πολλά τά σταυροδρόμια καί μᾶς πλάνεψαν
δεξιά φραγκοσυκιές καί βάτα μέ κοχύλια
πιό πέρα ἡ μαύρη θάλασσα, στήν ἄκρη ἡ ἐλπίδα
στ’ ἀριστερά ἕνα κάστρο μέ ξερόλες αὐλικούς
ἱπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζῆδες μ’ ἁλυσίδα
στό δρόμο μου δέν εἶδα μήτε ἱππότες ἤ σοφούς
πριγκίπισσες μέ στέμματα, παρά μέ μία χλαμύδα
ποῦ ἔκρυβε ἀνεκτίμητα διαμάντια ἀπ’ τούς ἐχθρούς
τριγύρω ἀπ’ τήν καρδιά, μίαν ἡλιαχτίδα
τί ἄλλο νά σού πῶ; περπάτησα χιλιόμετρα
τ’ αὐτιά μου τυμπανίζουνε ἀκόμα ἀπό φωνές
σκληρά τά λόγια πού εἴπανε σέ μί’ ἄγραφη σελίδα
καλύτερα νά μοῦ ἔσχιζαν τό σῶμα ἀπό πετριές
ἀλλά τί λέω! ἔτσι δέ θά ‘βλεπα ποτέ ξανά τά μάτια σου
δέ θ’ ἄκουγα τόν ἦχο ἀπ’ τή φωνή σου
θά ἐμοίαζα μέ ἄγγελο τριγύρω ἀπ’ τό κορμί σου
νά σού φυλάω ὄνειρα πού φτιάχναμε μαζί
τά κάλλη σου νά κρύβω, σά γυμνώνεις τήν ψυχή σου
στόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή
τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπεις
λείπω κι ἐγώ σάν πεινασμένος σκύλος ἀπ’ τό σπίτι σου
τώρα κι ἄν ζῶ εἶμαι νεκρός μακριά ἀπ’ τή φωνή σου
κι ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τό φιλί, ὅσο δέν πίνω, σβήνω
εἶμαι νεκρός γιατί πλησίασα τό ἄπιαστο κι ἤθελα νά τ’ ἁρπάξω
κι ἀφοῦ τό ἄπιαστο δέν πιάνεται, κοίτα πώς καταστράφηκα
κράτα μονάχα τό πουγγί νά μέ θυμᾶσαι
κι ὅταν θά βρίσκεις τμήματα ἀπ’ τίς σάρκες μου στούς δρόμους πού διαβαίνεις
πρόσεξε! τ’ ἄπιαστα ὄνειρα νά μή μοῦ τά ζηλεύεις
τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπεις
εἶμαι νεκρός πάνω στόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή
~~~
Ἀκόμα ἀναρωτιέμαι ἄν μ’ ἀγάπησες
μά κι ἄν ἀγάπησες, πώς μπόρεσες νά σβήσεις
νά λησμονήσεις ἀπ’ τή μνήμη, ἔτσι ἁπλά
μέσα στό χρόνο τόν ἀσήμαντο
τά δάκρυα τῆς ἀνημποριᾶς πού κύλησαν στά μάτια σου
ν’ ἀφήσεις νά χαθεῖ ἀπ’ τά χέρια σου
ὅ,τι εἶχες ἀγαπήσει
κι ἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτια, βῆμα-βῆμα
νά φτάσω ὡς τίς ἄκρες τῶν δαχτύλων σου
-16-
μά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενά
κι ἐγώ παντοῦ σ’ ἀγνάντευα
στό ξεχασμένο παρελθόν πού σμίξαμε οἱ δύο μας
στό πικραμένο τώρα πού ξεχείλισε λυγμούς
στό τιποτένιο αὔριο πού θά ‘ρθεῖ κάποιαν ὥρα
νά σέ ραπίσει μέ τριαντάφυλλα καί μαῦρα λίλιουμ
ποῦ γέμισαν καπνούς
ἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτια
ὁλόλευκος, ἀσάλευτος, μαρμαρωμένος βασιλιάς
ποῦ γύρισα τυχαία καί καρφώθηκα στά μάτια σου
καί τιμωρήθηκα
ἤθελα βλέπεις χρόνο νά σέ πάρω ἀπ’ τό χέρι
νά σού τά πῶ μέ λόγια ἀπό τά χείλη μου
ὑπῆρξες στή ζωή μου καί ὑπάρχεις, τό πιό λαμπερό ἀστέρι
μά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενά
καί ξέχναγα κι ὁλοένα ἔχανα ξοπίσω τή μορφή σου
κι ὁλοένα ἔφευγε, χανόταν ἀπ’ τό βλέμμα μου ἡ ματιά σου
μπορεῖς νά φανταστεῖς πόσο σ’ ἀγάπησε αὐτό τό παλικάρι
καί πόσο ἀκόμα μένω ν’ ἀγαπῶ σκυφτός
μετρώντας ἕνα-ἕνα τά σκαλιά τῆς ἀπουσίας σου;
~~~
Ἱστορία μισῆ, σάν κερί παγωμένο
μεθυσμένο φιλί πού λησμόνησε ἔρωτες
παρελθόν μία ἀγάπη, φυλαχτό κεντημένο
χίλια χάδια πού ἔμειναν ὡς ἀνάμνηση ἁπλή
δέ ζητῶ τώρα τίποτα κι οὔτε ξέρω πού πάω
σάν παιδί ἀγαπάω μέ μία ἀγάπη ἁγνή
εἶναι ὁ δρόμος γεμάτος μέ ψυχές πού πατάω
κι ἄν ἀπόμεινε λίγη, εἶναι ὅλη ἡ ζωή
ξεψυχάω, τό βλέπετε; οἱ καημοί μ’ ἔχουν λιώσει
προδομένοι οἱ ἔρωτες, μαυρισμένοι οἱ τόποι
δέ βλασταίνουν λουλούδια ὅπου χύθηκε πόνος
κι ἔτσι κλείνω τά μάτια μου ν’ ἀπομείνω πιά μόνος
ἱστορία μισῆ, σά ζωή μοιρασμένη
ἔχω ἀλλάξει πολύ, μή ρωτᾶτε, δέ θά μάθετε πόσο
κι οἱ ἰδέες μου ὅπλο, πού μπορῶ νά σκοτώσω
ἱστορία μισῆ, δέ θά μάθετε πόσο
κι ἄν ἀγάπησα κάποτε, δέ μπορῶ ἄλλο τόσο
παρελθόν μία ἀγάπη, κεντημένη στά μάτια της
ποῦ μου λέγανε “στάσου, μή μοῦ φύγεις ποτέ”
Κι ἄν μου κρύβεις τό βλέμμα σου, ἀγαπῶ τήν καρδιά σού”
μά στό ψέμα τῆς κρύφτηκαν, ὅσα εἶπε ἐαυτέ
-17-
ἱστορία παλιά, μία εὐθεία δεδομένη
μία ζωή τελειωμένη πρίν ν’ ἀνοίξει πανιά
γίναν σκόνη τά ὄνειρα, τώρα πιά τί νά μένει;
μία κορνίζα ἡ ἀγάπη μου, νά μοῦ λέει “ἔχε γεια”
~~~
Αὔριο εἶναι ἡ μεγάλη μέρα.
Θά πάω νά παραλάβω τό πρῶτο βραβεῖο τῆς καριέρας μου.
Θά ντυθῶ, θά βάλω τά καλά μου, θά ξυπνήσω νωρίς.
Δούλευα δύο χρόνια σερί γιά νά φτάσει κάποτε αὐτή ἡ στιγμή
ὄχι ἡ στιγμή τῆς ἀναγνώρισης, πρός Θεοῦ, δέ μέ ἐνδιαφέρει
ποτέ δέ τό εἶδα ἔτσι. Ἡ στιγμή τῆς ἀλήθειας μόνο.
Ἐκεῖ πού πρέπει τά λόγια νά εἶναι ἀτόφια, πεζά, ὄχι ποιητικά.
Ἴσως χρειαστεῖ νά ἀπαγγείλω τό ἔργο μου, μπροστά στό κοινό.
Πλάκα θά ἔχει, θά πρέπει νά καθαρίσω τό λαιμό μου
νά πάρω βαθιές ἀνάσες, νά πάρω δύναμη καί κουράγιο.
Ἔγραφα γιά τό “γαμῶτο”, τήν αἰώνια θλίψη μου
ἔγραφα γιά μένα, γιά ‘κείνους πού ἤθελαν νά μέ ἀκοῦν
νά μαθαίνουν ἀπό μένα, νά μήν ἐπαναλαμβάνουν τά λάθη.
Ἔγραφα γιά ὅσα δέ γνώρισα, ὅσα ἀγάπησα καί δέ μ’ ἀγάπησαν.
Ἔγραφα γιά ὅλους, γιά ὅλα, τήν ὥρα πού τά μάτια μου δάκρυζαν.
Ἔκλαιγα καί ἐπιανα τό μολύβι, ἄν τό ἄφηνα θά ξεχνοῦσα τί ἤθελα νά γράψω.
Ἄνοιγα τόν ὑπολογιστή, νά δῶ τά καινούργια μου email
πάντα ὁ λογαριασμός ἄδειος, ἔκλαιγα, βαλάντωνα κι ἔγραφα.
Ἤθελα νά μοιραστῶ αὐτό τό βραβεῖο, μέ τό ἄλλο μισό μου
νά μήν ξυπνήσω μόνος, νά ξυπνήσω μαζί της, νά εἶναι γιά ‘κείνη.
Ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί της τή χαρά μου, νά μέ νιώσει
νά γελάσει, νά λάμψει ὅταν θά παραλάμβανα τό βραβεῖο μου.
Τό ἔπαθλο θά ἦταν δικό της, θά εἶχε σχεδιαστεῖ γιά τά μέτρα της.
Οἱ στίχοι μου, πουλιά πού πετᾶνε στόν οὐρανό κι ἀναζητοῦνε ψυχές
ἀναζητοῦνε ἔρωτα καί λατρεία, ὄχι βραβεύσεις καί διαγωνισμούς.
Ὑπάρχουν τόσοι ταλαντοῦχοι ποιητές, πού τούς τρώει ἡ ἀφάνεια.
Ἴσως ἐπειδή δέ θέλησαν νά δημοσιοποιήσουν τά ἔργα τους, ποτέ.
Τά φύλαξαν σέ ἕνα καλά κλειδωμένο ἐρμάριο, γιά χρόνια.
Παλίωσαν σάν τό παλιό καλό κρασί, πού ὅσο παλιώνει γλυκαίνει.
Κι ὅμως ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ἀληθινά ποιήματα, τά ἀτόφια, τά πεζά.
Ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ὄμορφα ποιήματα πού γράφτηκαν ποτέ.
Ἤθελα νά τῆς κρατήσω τό χέρι, ὅπως γίνεται στίς ἀπονομές βραβείων
ὅπου ὁ πρωταγωνιστής τῆς ταινίας, κρατάει σφιχτά τό χέρι τῆς συνοδοῦ του
κι ὅταν ἀνακοινώνεται ἀπό τήν ἐπιτροπή, πώς κέρδισε τό βραβεῖο ἀντρικοῦ ρόλου
τῆς δίνει ἕνα γρήγορο φιλί στό στόμα καί πετάγεται ἀπό τή θέση του
κατευθυνόμενος στή σκηνή, γιά νά παραλάβει τό τρόπαιο, γιά ἐκείνη.
Ἤθελα νά τήν κοιτάξω στά μάτια καί νά τῆς πῶ “ξέρεις, αὐτό τό ποίημα
τό ἔγραψα γιά σένα, ναί! γιά σένα, ἐσένα πού μέ κοιτάζεις μ’ αὐτά τά μάτια”.
Ὅπως ἀκριβῶς τό λέει τό τραγούδι τῆς Πρωτοψάλτη “τί μέ κοιτάζεις μ’ αὐτά
τά μάτια, αὐτό πού ζήσαμε σκοτάδι καί μᾶς πνίγει, ἐσύ μία κούκλα
στά σκαλοπάτια, κι ἐγώ τρενάκι πού δέν πρόκειται νά φύγει”.
Ἀκούω τώρα τό τραγουδάκι τῶν Scorpions, πού μέ συγκινοῦσε πάντα
“maybe I, maybe You, can find the key to the stars,
-18-
to catch the spirit of hope, to save one hopeless heart”.
καί κλαίω ὅπως ἔκλαιγα τά δύο τελευταία χρόνια πού ἔγραφα, ἔγραφα ἀσταμάτητα.
Ἐνιωθα πώς ἡ ζωή εἶναι πολύ μικρή γιά νά καθυστερήσω, κι ὅλο ἔγραφα
λές καί κάποιος τήν ἑπόμενη χρονική στιγμή, θά ἐρχόταν νά μέ δολοφονήσει.
Φοβόμουν ὄχι γιά τή ζωή μου, ἀλλά μήπως δέν προλάβω νά πῶ ὅσα ἤθελα
κι ὅσα ἤθελα νά πῶ, γέμισαν τόμους ὁλόκληρους, φάνηκαν στήν πορεία.
Τρεῖς τόμοι, 270 σελίδων ὁ καθένας, 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα.
Καί δέ χώρεσε ὅλη ἡ ζωή μου, χωρέσαν μόνο τά ὄνειρά μου, τά “θέλω” μου.
Χώρεσε μόνο ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας, ἡ ἀποτυχία, ἡ μιζέρια, τό κλάμα μου
χώρεσε μόνο ἡ ἀλήθειά μου, ναί! ἐκείνη ἡ δική μου, ἡ γνήσια ἀλήθεια
ἐκείνη πού ὅταν ἀνοίγω τό στόμα νά τήν ἐκφράσω, ὅλοι γύρω μου φεύγουν.
Μαρία ἔλεγαν τήν ἀλήθειά μου, ὅλοι σας ἔχετε μία Μαρία, ἔτσι δέν εἶναι;
Πάντα κάπου, ὑπάρχει μία Μαρία γιά ὅλους μας, νά μᾶς δίνει τροφή καί κουράγιο.
Ἡ δική μου Μαρία, μέ ἔθρεψε μέ 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα.
Τή σκεφτόμουν καί ἔγραφα, ὅ,τι ἤθελα νά τῆς πῶ, γιατί γνώριζα πώς ποτέ
δέ θά μποροῦσα νά τά ἐκφράσω, ὅπως δέν κατάφερα νά τά ἐκφράσω καί τότε.
Ἔμεινε ἡ ἔκφρασή μου μισῆ, κοιτώντας τά μάτια της, συγκινημένα ἀπ’ τό φλέρτ.
Τῆς εἶχα πιάσει τό χέρι καί τήν κοίταζα κατάματα, μοῦ εἶπε “ἔχω δουλειά”
μοῦ εἶπε “πρέπει νά φύγω”, μά τό βλέμμα τῆς ἔμενε καρφωμένο στό δικό μου.
Κι ἐγώ τήν κοίταγα καί τήν κοίταγα, κι ὕστερα ἄφησα τό χέρι της, τήν ἔχασα.
Γιά σένα τά ἔγραψα Μαρία, ὅλα γιά σένα, ἐσένα σκεφτόμουν, ἀπό σένα ξεκίνησα.
Ἄρχισα ἀπό τά μάτια σου, περιέγραψα τό κορμί σου, ζωγράφισα τίς κινήσεις σου
σχεδίασα τά ὄνειρά σου, τά ἔκανα νά ταυτίζονται μέ τά δικά μου, ἴδια, ὁλόιδια.
Εἶδες τί μπορεῖς νά κάνεις μέ τό μολύβι σου; Μπορεῖς νά διαλύσεις τόν κόσμο
καί νά τόν φτιάξεις πάλι ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως θά ἤθελες ἐσύ νά γίνει.
Μπορεῖς νά φτιάξεις κάστρα καί πολιτεῖες στήν ἔρημο, νά βάλεις ἱππότες
στρατιῶτες κι αὐλικούς νά τό φυλᾶνε, γιά νά προσέχουν τήν πριγκίπισσά σου
ὅταν θά λείπεις σέ ταξίδια μέ τά καράβια, στό ἀπέραντο γαλάζιο της ἱστορίας σου.
Γιά σένα τά χάραξα Μαρία, ὅπως χαράζει ἡ ἄμμος τήν πέτρα καί τῆς ἀφήνει σημάδια.
Σχεδίασα τόν κόσμο μας, ὅπως θά ἤθελα νά τόν ζήσουμε παρέα, σήμερα, μαζί.
Μήν κοιτᾶς πού κλαίω, ψέματα εἶναι, χαίρομαι πού εἶσαι καλά, νά ζεῖς Μαρία!
Ἐγώ αὔριο θά ξυπνήσω νωρίς, θά φορέσω τά καλά μου, Κυριακή πρωί στίς 10.
Θά πάω νά παραλάβω μόνος μου τό βραβεῖο, πού κέρδισαν τά παλάτια μας.
Μήν ἀνησυχεῖς, εἶμαι καλά, δέν ἔχω φίλους νά τραγουδήσω, ἔχω ἐλπίδες ἐγώ.
Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά πῶ τόν πόνο μου, γιατί ὁ πόνος μου εἶναι σκληρός καί πονάει.
Ποιός θέλει νά πονέσει ἀπό τά χείλη μου; Ποιός θέλει νά κλάψει στήν ἀγκαλιά μου;
Κλείστηκα μέσα σ’ ἕνα δωμάτιο καί ἔγραφα δύο χρόνια. Τ’ ἄλλα 27 μοῦ μάθαινα.
Ἔφτασα τά 30 καί ξέχασα νά ζήσω, νά γλεντήσω, νά ἀγαπήσω, νά ἐρωτευτῶ
κι ὁ πόνος μου, “μουγγός τραγουδιστής”, ὅπως ἡ συλλογή τοῦ Θανάση.
Ἔχτιζα λιθαράκι-λιθαράκι τούς “κήπους στόν παραδεισο” πού ἤθελα νά σβήσω.
Κάπως ἔτσι δέν πεθαίνουν ὅλοι; Γράφουν τ’ ἀπωθημένα τους, ὅλη τή ζωή
κι ἔρχονται μετά ἀπό 10 χρόνια οἱ κριτικοί της τέχνης καί τά κάνουν σμπαράλια.
Ἐφτιαξα τή σχεδία μου νά πηγαίνω ταξίδια στά ὄνειρά μου, τά φτωχικά βράδια.
Ξέμεινα τώρα ἀπό πανιά καί κούτσουρα γιά τό Χειμώνα καί ναυάγησα.
Δέν εἶναι τίποτα, μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, αὔριο στήν ἀπονομή θά ‘μαί περδίκι.
Θά γελάω, θά γελάω μέ τό ψεύτικο χαμόγελο πού βρῆκαν τά χείλη μου
ἀπό τότε πού ἤμουν παιδί ἀκόμα κι ἔμεινε στό πρόσωπο καί ξεχάστηκε.
Ἔχει κολλήσει τό χαμόγελο σάν ρετσινιά, πού δέ λέει νά στερέψει ποτέ.
Μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, θά γελάσω ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, ὅταν θά ‘μαί
μαζί σας, κάποτε, ἐκεῖ ψηλά, νά πετάω σάν ἄγγελος στόν παράδεισό μου.
-19-
Τότε θά γελάω καί τό χαμόγελο θά φτάνει μέχρι τ’ αὐτιά μου, ὄχι ὅπως τώρα.
Πολλά εἶπα γιά σήμερα, πολύ ἔκλαψα, μή σᾶς πικραίνω ἄλλο.
Ἄντε καληνύχτα, στά κρεβάτια σας καί φρόνιμα, νά εἶστε καλά παιδιά.
Ἐγώ δέ θά κλείσω μάτι σήμερα, γιατί αὐτή τή νύχτα δέ θά σκέφτομαι τή Μαρία.
Θά σκέφτομαι τό ἄδικο, τήν παλιοκοινωνία, τή φτώχεια, τήν καλοπέραση.
Κάποιοι θά γλεντᾶνε ὡς τό πρωί, θά κάνουν “μπαρότσαρκες” καί “nightlife”.
Κάποιοι θά πεθαίνουν στό δρόμο ἀπό ἀσιτία κι ἀπό ὑπερβολική δόση ἡρωίνης.
Κάποια ποιήματα, θά σβήνουν μέσα σέ κλειδωμένα ἑρμάρια, θά πεθαίνουν
λίγο-λίγο κάθε μέρα, θά κιτρινίζουν καί θά χάνονται ἀπό τό χρόνο.
Κι ἐγώ θά μένω ἄγρυπνος νά σκέφτομαι, νά ἀφουγκράζομαι τήν ἀλήθειά μου
~~~
Κι ἄν τό δάκρυ βουρκώνει τά μάτια σου
- ἡ ἀγάπη πονάει -
ἄκου λίγο ἡ καρδιά τί ζητάει
“ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”
τί κι ἄν φταίξαν οἱ γύρω σου πού σέ εἶχαν γιά φίλη
τί κι ἄν λόγια σου εἴπανε μέ φαρμάκι στά χείλη
κᾶνε αὐτό πού ἡ ψυχή σου φωνάζει
ποῦ τίς νύχτες κρυφά, τό ζητάει κι ἀλλάζει
μί’ ἀγκαλιά, ἕνα χάδι κι ὅ,τι σου ‘λεῖψε τόσο
τρέχα βρές ὅ,τι ἀγγίζει τίς σκέψεις σου
πρίν σέ λιώσει ἡ κακία τοῦ κόσμου
“ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”
τρέχα τώρα κι ἀνέβα τή στέγη
μή σέ νοιάζει ὁ κόσμος κι ἄν νύχτωσε
κάποιος δίπλα σου ὑπάρχει, δυνατά νά φωνάζει
μ’ ὅση δύναμη τοῦ ‘μεῖνε ὅ,τι ἡ ἀγάπη προστάζει
“ σ’ ἀγαπῶ νά προσέχεις”
εἶναι ἡ Γῆ ἕνα βῆμα πού ἀπάνω της τρέχεις
μ’ ἕνα σάλτο μπορεῖς νά σκοτώσεις τίς σκέψεις
τίς κακές πού σέ φέρανε, πού σέ πῆραν καί πᾶνε
πιό ψηλά κι ἀπ’ τά μάτια σου, τή ζωή σου ζητᾶνε
ἕνα γέλιο, ἕνα κλάμα, ἔτσι εἰν’ ἡ ἀγάπη
μία λιακάδα πρωί, καταιγίδα τό βράδυ
τρυφερή ἀγκαλιά, μία φωνή στό σκοτάδι
“ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις”
- ἡ ἀγάπη πονάει –
~~~
Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, μεθυσμένα
ἡ ὥρα φεύγει, σάν τό τρένο τῆς γραμμῆς
μά τό ταξίδι δέ θά κάμει, θά τό δεῖς
-20-
κι οὔτε στόν πιό μικρό σταθμό θά φτάσει
ποῦ ‘χεῖ χαράξει ἡ ζωή, γιά νά σταθμεύουν τρένα.
Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, ἀπορημένα
ἤσουνα δίπλα μου, σ’ ἀντάμωσαν νωρίς
μά οὔτε πρόλαβα μία λέξη ν’ ἀπαντήσω.
- Σώπα -
καί πές μου ἄν οἱ μυγδαλιές κι οἱ παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξης
ἔχουν ἀνθίσει στά περβόλια τοῦ ὀνείρου.
Ξυπνῶ νωρίς τά πρωινά
κι ἡ μόνη σκέψη μου, ν’ ἀνοίξω τό παράθυρο
νά εἰδῶ τά πρῶτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -
νά ξεπετάγονται σάν κρίνα ἀπ’ τή σιωπή.
- Ἄκου - ἀκόμη καί τά ροδοπέταλα, σού ἔστρωσαν χαλί
καί παίζουν μουσικές οἱ σάλπιγγες
συνθέτουν μελωδίες οἱ καμπανοῦλες.
Κι ἐγώ, ἔρημο δένδρο, μές τή νυχτιά νά σβήνω
ν’ ἀργοπεθαίνω, στά λεπτά πού χάνονται.
Μέτρα τούς κύκλους στό κορμί μου
ὅσα τά χρόνια πού ‘χῶ κλάψει, τά μεγάλωσα
τώρα δέν εἶμαι πιά παιδί, ἐγώ ἔχω νόμους
ποῦ μου θερίζουν μέ δρεπάνια, ὅλα τά ὄνειρα.
- Πρέπει, δέν πρέπει -
κι ἔμεινα τίμιος ἔτσι, ἔρμος καί μόνος.
Ἄν ἤξερα, πώς θά χαμογελοῦσες
σάν ἅπλωνα τό χέρι, νά σ’ ἀγκαλιάσω
θά ἐνιωθα εὐτυχισμένος.
Θά ἔβλεπα τά λαμπερά σου μάτια νά μοῦ γελοῦν.
Ἔτσι θά μοῦ μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματα
χωρίς οὔτε λέξεις, χωρίς ἕναν τόνο καί μία τελεία
- θαυμαστικό μου -
Ἄν ἤξερα, πώς θά μ’ ἀναζητοῦσες
κάθε φορᾶ πού ἔφτανα, στήν ἑπόμενη στάση τῆς ζωῆς
θά ἐρχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώντας
πάνω ἀπό φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμένα
περπατώντας πάνω στίς θάλασσες
κόβοντας τά πιό κόκκινα τριαντάφυλλα
νά στά φέρω γιά δῶρο.
- Θέλεις νά γίνεις γυναίκα μου; - θά ρώταγα
κι ὕστερα, θά μποροῦσες νά πάρεις ἀπ’ τά χέρια μου
τά μοσχομύριστα ρόδινα τριαντάφυλλα
νά τά συνθλίψεις κάτω ἀπό τίς μπότες σου
ἤ ἁπλά νά μοῦ χαρίσεις ἕνα φιλί.
Ἔχω κάνει τή λατρεία μου, ποίηση
μά δέν ξέρω πώς θά καταλήξει ἡ θεοποίησή σου.
Γνωρίζω πώς τά πάντα, ξεκινοῦν καί τελειώνουν μέ σένα
περπατώντας ἀέρινα, λές καί πατᾶς ἐπάνω
σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο
λές καί χορεύεις, καί κινεῖσαι σάν ἄνεμος τοῦ Νοτιά.
-21-
- Λικνίζεσαι ἰδιόμορφα ὅταν χαμογελᾶς -
θά μποροῦσα νά πετάξω, μέχρι τ’ ἀστέρια
γιά ἕνα τελευταῖο χαμόγελο ἀπό τά μάτια σου.
- Σώπα -
δέν ὑπερβάλω, ἔτσι ἐκφράζω ἐγώ τήν ἀγάπη.
Γράφω στό ἄψυχο χαρτί, μέ τό μελάνι τῆς ψυχῆς
τ’ ἀπωθημένα μου
κι ὕστερα ρίχνω μία κλεφτῆ ματιά
στό ὕψος τῶν ποδιῶν σου
στό τελείωμα τῶν τακουνιῶν σου
νά πάρω τίς εἰκόνες, γιά τό ἑπόμενο ποίημα.
- Πρέπει, δέν πρέπει -
αὐτοί εἶναι οἱ ἄγραφοι κανόνες
μά ὅσο καί νά ψάξεις, δέ θά τούς βρεῖς.
Γιατί ἐσύ, δέν ἔμεινες μόνη τά φτωχικά Σαββατόβραδα
νά οὐρλιάζεις, νά ὀδύρεσαι ἀπό τόν πόνο.
Δέ μάζεψες τά παγωμένα σου δάκρυα
ἀπό τό ξύλινο πάτωμα, μέ τίς χοῦφτες σου
σάν νά ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα.
Δέ ράγισες τήν καρδιά σου, ἀπό εὐαισθησίες
καί σκέψεις, τίς κρύες νύχτες τοῦ Χειμώνα
μήτε τίς καυτές ἡμέρες τοῦ Καλοκαιριοῦ.
Ἐσύ μονάχα ἔμαθες, νά περπατᾶς σάν κυρία
σέ κορμιά ἀνδρικά, στό χαλί πού σου ἔστρωσε ἡ πλάση.
Ὄμορφη, γαληνεμένη, ἀστείρευτη
πηγή πού τρέχει, χυμούς ἐρωτικούς ἀπό τά χείλη.
- Βρῆκα τό νόημα τῆς ζωῆς -
ἐσένα, τήν ἀτέρμονη ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνέφικτου
~~~
Σάββατο βράδυ
καί τριγυρνῶ στά σοκάκια τῆς πόλης
δέν ὑπάρχει ψυχή
ἐρημιά
ποῦ πήγανε ὅλοι;
θέλω τσιγάρα, ἀναπτήρα, κάτι ν’ ἀνάβει φωτιές
νά πεθαίνει, νά σβήνει, νά καίει, νά καίγεται
θέλω τσιγάρα καί σπίρτα
πετρέλαιο, βενζίνα, βιτριόλι, ὑδροκυάνιο
περιπτερά; περιπτερά;
ποῦ θά ‘βρῶ σήμερα νέα ψυχή νά πάρω;
ἐφημερίδεεεεεεες
ἔκτακτο παράρτημα, ἐφημερίδεεεεεες
μᾶς γράψανε στά πρωτοσέλιδα
τυλίχθηκαν στίς φλόγες ἀπ’ τόν ἔρωτα
περιπτερά; περιπτερά;
πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη πρίν νά βγάλει τά φτερά;
ποῦ πῆγαν ὅλοι;
-22-
ἐρημιά
καί στό καλώδιο τῆς ΔΕΗ
κουρνιάζουν τώρα δύο πουλιά
εἶναι ἀργά
εἶναι ἀργά γιά δάκρυα κι ἔρωτα
κοστίζει ἡ σχέση ἀκριβά
καί ἡ φιλία, πιό ἀκριβά ἡ φιλία
κι ἡ ἐργασία πληρώνεται μέ δίφραγκα
κανείς στό δρόμο ἀπόψε
ποῦ εἰν’ ἡ χαρά κι ἡ ξεγνοιασιά;
θέλω μονάχα νά σού δώσω δύο φιλιά
τό ἕνα στό λαιμό γιά νά κυλήσει
τό ἄλλο στά δάκτυλα πού κρατούν’ τό τσιγάρο
νά καεῖ
εἶναι ἀργά
εἶναι ἀργά γιά νά μιλήσω
γιά καλησπέρες, καλημέρες, καληνύχτες, εἶναι ἀργά
πάρε φωτιά
στήν τελευταία ρουφηξιά νά σβήσω
μή μιλᾶς
ποῦ πῆγαν ὅλοι;
ἐρημιά
κι ἀπόγνωση
καί ἡ γνώση μετρημένη στά δάκτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ
καί στό κεφάλι πίτουρα
περιπτερά; περιπτερά;
θέλω νά πνίξω τούς καημούς
καί ν’ ἀγοράσω σπίρτα μέ τή σέσουλα
μία ὀκά
καί οἰνόπνευμα, πέντε λίτρα
ποῦ πῆγαν ὅλοι;
ἐρημιά;
τά σοκάκια τῆς πόλης, φωτίζονται μ’ ἄστρα
καί δέν ὑπάρχει μία διαθέσιμη ἀγκαλιά;
κάπου
κρυμμένη
φωλιασμένη
παραδομένη
κι ἀπ’ τήν ἡδονή τοῦ πάθους καί τῆς νύχτας, καμωμένη
εἶναι ἀργά
κοστίζει ἕνα σπίτι, ἕνα γάμο, ἕνα πτυχίο κι ἕνα ἁμάξι ἡ ἀγκαλιά
καί ἡ ζωή δέ μοῦ ‘δωκε, παρά μονάχα σκέψη
καί μία πελώρια ἀποθήκη μέ αἰσθήματα
θέλω τσιγάρα καί φωτιά
περιπτερά; περιπτερά;
ποῦ πήγανε ὅλοι;
ἐρημιά
~~~
-23-
Μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ὄμορφος θεούλης
αὐτός ὁ ὀμορφούλης ντέ, μέ τή φαρέτρα του
ποῦ ρίχνει τά βελάκια του σ’ ἀνύποπτες στιγμές
στήν κάθε μία καρδιά τῆς οἰκουμένης
συνέβη τό μοιραῖο μόλις ἄγγιξα τά χέρια σου
μίαν ὥρα πού δειλά τά χείλη σμίξαν
θυμᾶμαι ἦταν καλοκαίρι, ναί, Ἰούνιος, ἀπόγευμα
καί πίναμε στό λιόγερμα φιλιά! ἄχ, μέ τρελαίνεις
τά λόγιά μου ἀπ’ τό τράκ πώς τρεμοπαίζανε στά χείλη
μά μές τήν ἀγκαλιά σου ὅλα μου πέρασαν
νά ξέρεις, εἶσαι φάρμακο πού καί νεκρό ἀνασταίνεις
θυμᾶσαι πῶς τά λόγιά μου ξεκίνησαν;;; Μέ θέλεις;
κι ἐσύ ἀστέρι μου ὄμορφο, πνοή ἀπ’ τήν πνοή μου
ἀμέσως ἀποκρίθηκες μέ μία γλυκιά ἀγκαλιά σου
τά χέρια μας, λές χόρευαν, σκοπούς Ἰταλικούς
καί κόλλησε τό πρόσωπο, στό πρόσωπο! μ’ ἀκοῦς;
μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ἄπαιχτος θεούλης
ποῦ κάνει ὅλα τά πλάσματα νά νοιάζονται γιά κάποιον
αὐτός πού μου σημάδεψε γιά πάντα τήν καρδιά σου
γι’ αὐτό καί ἡ μισή εἶναι δικιά σου... μ’ ἀκοῦς;;;;;
~~~
Πρόσεξε! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμε
ἔχει χτιστεῖ κι ἕνα γιοφύρι ἀπό μετάξι, νά διαβοῦμε
στόν πάτο θά κυλᾶ τό γάργαρο νερό, στό πλάι τριαντάφυλλα
οἱ ὥριμες, ζεστές, οἱ πορφυρές, τοῦ κόσμου οἱ χλωμές καί βαθυκόκκινες δικές μας
παπαροῦνες
μά πίσω ἀπό τήν πύλη, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει;
γιά σήμερα γεννιέται μία ἀγάπη κι ἀπ’ αὔριο πεθαίνει ἕνα φιλί
γατζώνεται μία ἀγκαλιά στό μπράτσο σου καί σβήνει
σά νιόβγαλτο, ἀνάπηρο, νιογέννητο παιδί καί σβήνει μέ τό χρόνο
κρατιέται ἄραγε κι αὐτό ἀπό ἕνα θόλο βυσσινί;
πιάσε τό χέρι μου καί πᾶμε, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει;
θέλω ν’ ἀκούω τήν πνοή σου στό ταξίδι, γιά τώρα νά σού πῶ μία καληνύχτα
ποῦ ἴσως δέν προλάβω ὅταν πρέπει νά τή βγάλω ἀπ’ τά χείλη
γι’ ἀπόψε μᾶς ἀρκεῖ ἕνα Ἀντίο, πού ἴσως δέν προλάβουμε κανείς μας νά τό ποῦμε ἀπ’
τά χείλη
μά θά ‘ναί μία ἀλήθεια, πού ἐσύ νά μήν πιστέψεις
μέ τόκο κάποια προκαταβολή γιά ἕνα ὄνειρο πού ζήσαμε καί πάει
θά ‘ναί ἕνα ψέμα πού στό λέω ἀπ’ τήν καρδιά μου ὅταν σβήνω
μά ἐσύ νά μή μιλᾶς, ὅπως καί τώρα, παρά μονάχα νά συλλέγεις μία-μία τίς πνοές μου
παρά μονάχα νά συλλέγεις στοργικά ἀνάσες, ὡς τήν τελευταία
σβῆσε τά δάκρυα ἀπ’ τά μάτια σου καί πᾶμε, θέλω μονάχα νά γελᾶς
πιάσε τό χέρι μου! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμε
-24-
~~~
Δύο-τρία πράγματα ἀκόμα πού δέν εἶπα καί θά φύγω ἀπ’ τή ζωή σου.
Ποῦ δέ τά μίλησα ποτέ, μήτε μέ γράμματα τά διάβασες, μήτε τά ἄκουσες ποτέ σέ ξένο
στόμα.
Δύο-τρία γράμματα μέ κόκκινο ἀπό αἷμα καί τοῦ ἔρωτα μελάνι, μέ τά πολύχρωμα
στιλάκια πού μου ἔγραφες κι ἐσύ.
Τά φύλαγα προσεχτικά ἐν’ ἄλλο Καλοκαίρι, σέ μία κόκκινη καρδιά πού ράγισε ἕναν
Αὔγουστο καί πού ἤλπιζα μαζί, πώς θά προλάβουμε τοῦ Αὐγούστου τό φεγγάρι.
Ἦταν γιατί, ἤσουν ἐσύ ἡ πρώτη μου ἀγάπη, ἐσύ πού μέ ταξίδεψες σέ τόπο μακρινό.
Μά δέν κρατῶ κακία γιά ὅσα πρόσφερες ἁπλόχερα μέ τό ‘νά σού τό χάδι, μά εὐχή μου
αὐτή ἡ συμφορά μακριά κι ἀπό ἐχθρό.
Ἦταν γιατί, πόσο σέ ἔκλαψα ποτέ δέ θά τό μάθεις, γιατί ἐσύ μου εἶπες πρώτη ἐν’
“Ἀντίο, σ’ ἀγαπώ”.
Φόρεσα ἔτσι ἕνα ψεύτικο χαμόγελο στήν πιό στερνή συνάντηση καί εἶπα γιά καλό σου,
μεῖνε ἔτσι μήν ἀλλάξεις.
Μά ἦρθε καί χαιρέτησα τά μάτια σου, τ’ ἀπόβραδο, μέ πῆρε πίσω ἀπ’ τό κατόπι ὁ
ἐφιάλτης.
Κρύβοντας ἔντεχνα τά μάτια μου ἀπ’ τό κλάμα, νά μή μέ δεῖς πόσο λυπήθηκα γιά σένα
κι ὅ,τι εἶπες, νά μή σκεφτεῖς καθόλου πώς χάνοντας ἐσένα, ἔχασα κι ὅλη τή ζωή.
Αὐτή τήν ψεύτικη ἤ τήν κάλπικη πού φτιάχναμε σά θάλασσα γαλάζια καί ρίξαμε τά
ὄνειρα, καράβια νά πνιγοῦνε.
Σέ ἔχασα καί ἔμαθα πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη, πόσο κοστίζει ὁ ἔρωτας πού κόπηκε στά
δύο.
Ἔμαθα πώς στά ψέματα στηρίζεται τό χάδι, γιά νά ‘χεῖ ὁ καθένας μᾶς ἁπλά μία
συντροφιά.
Γι’ αὐτό κοντά σου τώρα, μή ζητᾶς πάλι νά ἔρθω.
Τό παρελθόν εἶναι σκληρό γι’ αὐτούς πού τό θυμοῦνται κι ὅσο γυρίζει πίσω ἡ σκέψη
στόν καιρό, πικραίνονται σάν πρῶτα.
Μπῆκα στ’ ἁμάξι κι ἔκλεισα τήν πόρτα, μέ τά παράθυρα κλειστά κι ἀμπαρωμένα.
Τά δάκρυα δέ νοιάστηκα κι ἄν βρέχανε τά χέρια, γλιστροῦσαν στό τιμόνι μέ σβηστή τή
μηχανή.
Ἤτανε βλέπεις πάντοτε πού ἀναζητοῦσα ἐμένα, σέ κάποια δίδυμη ψυχή τριγύρω ἀπ’ τή
ζωή μου.
Ἤθελα βλέπεις νά τή μοιραστεῖ μαζί μου.
Τό ξέρω, τή μοιράστηκες.
Τόν πόνο στήν ψυχή;
Σού εἶχα πεῖ, ἄς ζήσουμε αὐτό πού μᾶς συμβαίνει, γιατί ἴσως δέν προλάβουμε νά δοῦμε
τήν αὐγή.
Στό σπίτι σύρθηκα ἀργά, εἶχε νυχτώσει, τά μάτια καθώς κλαίγανε καί βάδιζα σκυφτά,
νά μή μέ δεῖ ἀνθρώπου ἄλλου μάτι, νά μή μέ νιώσει, νά μή μέ λυπηθεῖ, γι’ αὐτά πού
κλαίει ἡ ἀγάπη.
Γονάτισα στά τέσσερα καί βρόντηξα τήν πόρτα, δέ μ’ ἐνοίαζε κι ἄν πρόβαλλε θλιμμένο
τό φεγγάρι, μονάχα πού μέ πρόδωσε ἡ πρώτη μου ἀγάπη, δέ μ’ ἐνοίαζε πιά τίποτα κι ἄν
φύγω ἀπ’ τή ζωή.
Καί πλάνταξα καί ἔκλαιγα στά τέσσερα γιά ὧρες, τά μάτια μου πρηστήκανε, μαυρίσαν
ἀπ’ τό κλάμα.
Θυμᾶμαι τηλεφώνησε ἡ θεία μου ἡ Ντολόρες, μέ ρώτησε τί ἔπαθα, “ἔχασα στά
χαρτιά”.
-25-
Ποτέ δέ τό περίμενα νά’ ναί ἔτσι ἡ ἀγάπη, νά ‘χεῖ βουλιάξει ὁλότελα στήν πίκρα καί στό
κλάμα.
Τί νά τό κάνω δύο βραδιές κι ἄν πλαγίασα μαζί σου;
Ἐκεῖνο πού μου ἔμεινε, μία πίκρα μοναχά.
Ρωτᾶς λοιπόν καί σήμερα γιατί δέ σ’ ἀπαντάω;
Σέ ἔψαξα, σέ ἔψαχνα βδομάδες μέ τ’ Ἀντίο.
Ποῦ ἤσουν καί κρυβόσουνα γλυκό μου ἐσύ θηρίο;
Σού ἔγραφα γιά μένα τίς ἀλήθειες πού ‘χά πεῖ.
Κι ἐσύ μέ ἕνα ἀντάλλαγμα μέ ἔκοψες στά δύο, πιό μακριά ἀπό μένα νά ζητᾶς γλυκό φιλί
~~~
Φθινοπῶριασε. Πρέπει ν’ ἀλλάξουμε τό ἡμερολόγιο
πάτα τό play νά δοῦμε τήν ταινία πάλι πρός τά πίσω
ἐκεῖ πού ἄρχισαν τά πάντα νά ὑπάρχουν ἀπ’ τή σιωπή, τό τίποτα, τό πουθενά
καί πές μου ἄν ἔγινα ἡ ζωή μές τή ζωή σου
ἤ ἁπλά σου κράταγα παρέα δύσκολες μέρες
γεμίσαμε τό ἡμερολόγιο ὄμορφα ὄνειρα καί ὑποσχέσεις
χαρτάκια μ’ ἔγχρωμους στιλούς, σημαδεμένα μ’ ὡραῖα λόγια
νά μαρτυροῦν πώς κάτι ἀλλάξαμε σέ τοῦτο ἐδῶ τόν κόσμο
νά γίνει πιό χαρούμενος ἀπ’ ὅσο ἦταν. Ὁ σκατοκόσμος!
κι ἡ παρουσία μας στό τίποτα, στό πουθενά νά ὑπάρχει
ἡ παρουσία μᾶς ἀποῦσα, τυλιγμένη στή σιωπή
ἡ πλάκα εἶναι πώς στό δικό μας στέκι ἀπουσιάζουμε
κι οἱ ἄλλοι πού κάθονται στίς θέσεις πού καθίσαμε
ἐκεῖ πού ἠπίαμε τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο καφέ μας
κι οἱ ἄλλοι θά λέν’ τά ἴδια...
φθινοπῶριασε. Μά τίς ψυχές πού ἀγαποῦν μελαγχολία δέν τίς σκιάζει
κι ἐγώ νά σκέφτομαι ἀκόμα πόσο πόνεσα καί δάκρυσα νά φτάσω μέχρι ἐδῶ
καί πόσο κόπο ἔκανα γιά νά κρατήσει ἡ ἀγάπη
νά μή χαθοῦμε σάν ἀστέρια ὅταν φτάσει τό πρωί
νά μή σβηστοῦμε ἀπ’ τό ταξίδι αὐτοῦ του χάρτη
ἀπάντησέ μου ἄν τό μπορεῖς, αὐτή ἡ σιωπή, αὐτό τό δάκρυ πού κυλάει
αὐτή ἡ ἀπαίσια, ἀλλοπρόσαλλη στιγμή εἶναι τί σόι ἀγάπη;
θά ‘ρκοῦσε ἕνα “σ’ἀγαπώ”, μία συγνώμη, ἕνα κάτι νά σαλεύει
μία νότα πένθιμη, ἕνα τραγούδι ἀνάγκης, “σέ χρειάζομαι”
θά ‘ρκοῦσε, ὥστε νά μή χαθῶ ἀπ’ τή ζωή σου, ἡ ἀναγνώριση
πῶς ἅρπαξα τό χέρι σου καί μόλις χώθηκες στήν ἀγκαλιά μου, πέταξες
σάν τό πουλί πού βρήκαμε κατάκοιτο στό δρόμο καί τό σώσαμε
θά ‘ρκοῦσε ... συγνώμη, πῆρα φόρα ἀπ’ τόν Αὔγουστο καί γράφω ἀκόμα
ἦρθε ὁ Σεπτέμβρης κι εἶμαι ἐδῶ. Καλό σου μήνα
-26-
~~~
Δέν εἶναι ὡραῖο νά ἀκούγεται ἡ βροχή τοῦ πρωινοῦ;
πάνω στά μάτια καί τό πρόσωπο νά πέφτουν οἱ ψιχάλες της
προσμένοντας τό χάδι σου, ἀγάπη μου
μά πιό ὡραῖο τό συναίσθημα νά ἔχεις ἕναν κόσμο κλειδωμένο
φυλακισμένο τό ἐγώ σου σέ μηνύματα
καί τήν καρδιά παραδομένη σέ σκιρτήματα καί λόγια ἐρωτικά
τίς ἀγκαλιές καί τά φιλιά σου ἀκουμπισμένα
σέ πλακόστρωτους πεζόδρομους καί ὑπόγεια περάσματα
ποῦ κάθε ἡμέρα περπατιοῦνται ἀπ’ τοῦ ἔρωτα τά βήματα, τά αἰσθήματα
τό ἴδιο συνεχῶς τό δρομολόγιο. Ἐκάλη - Κηφισιά
στή μέση ἡ Τατοΐου νά ὁρίζει τήν ἀπόσταση, ἀγάπη μου
καί οἱ ἄνθρωποι περαστικοί, νά μή μᾶς ξέρουν
μονάχα ζευγαράκια ἐρωτευμένα νά καρφώνουνε τό βλέμμα τους μέ μιας πού σέ φιλῶ
καί εἶναι μέρες πού ὅλο τοῦτο δέ μᾶς φτάνει…
περάσαμε τά σύννεφα, πατήσαμε οὐρανό
διαλύσαμε καί χτίσαμε ξανά τά ἴδια ὄνειρα γιά νά ‘χοῦμε πορεία
φορές πού σφίγγοντας τό χέρι σου στή στάση τοῦ μετρό
τά κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στό σταθμό
κι οἱ μνῆμες πάντα ἐρχόντουσαν στήν πρώτη γνωριμία
ὥσπου τά δάκρυα στερέψανε καί πῆγα στό γιατρό
τοῦ εἶπα, περιέργως ἔχω πάψει πιά νά κλαίω
συνήθισα τά δάκρυα καί τώρα ἀναπολῶ
τίς μέρες πού τά μάτια μου φλεγόντουσαν γιά ἐσένα
κι ἄν φταίω πού σ’ ἀγάπησα κι ἀκόμα σ’ ἀγαπῶ, συγχώρα μέ
μά ἔμαθα ν’ ἀφήνομαι ὁλόκληρος ἐγώ
καί νά ‘χῶ μίαν ἀπαίτηση παρέα νά ζητῶ
νά παίρνω ὅσα κέρδισα μέ κόπο χωρίς νά ‘ναί χαρισμένα οὔτε ἕνα
μά ἐσένα πού σέ κέρδισα μέ τήν ἀξία μου
καί στή ζωή σου καί στό θάνατο, μπροστά σου θά μέ βλέπεις
τά μάτια μου, τό βλέμμα μου, τά χείλη μου
εἴτε γελοῦν, εἴτε σου κλαῖνε, θά σού λένε
τόν κάθε στίχο πού ἔγραψα, τήν κάθε νότα, συλλαβή
τήν κάθε λέξη ἐρωτική πού ἀμόλησα
τήν κάθε στάλα, τήν ὀσμή, τή γεύση τῆς ἀγάπης θά σού λένε
κι ἄν ὅλα αὐτά δέ σού ἀρκοῦν, ἀγάπη μου
θυμήσου πόσο ὄμορφα ἀκούγεται τοῦ πρωινοῦ ἡ βροχή
καί πέφτουν οἱ ψιχάλες της στά μάτια μας κι ἀγκαλιασε μέ
~~~
-27-
Τί χρῶμα μόβ πού ἔχει πάρει ὁ οὐρανός!
λές καί ἀρχίζει πένθιμά του πρωινοῦ ἡ νέα μέρα
ΚΑΛΗΜΕΡΑ!
Ξημέρωσε.
δέν κελαηδοῦν πουλιά
καί τά λουλούδια στίς αὐλές κοιμοῦνται ἀθώα
σέ μία γωνιά κουλουριασμένα δύο σκυλιά
κι ἀπ’ τίς ἀνάσες τῆς Δροσιᾶς πίνουν αἰῶνες μοναξιᾶς
- εἴμαστε ζῶα!
σήμερα χάνω ὅ,τι ποθοῦσα πιό πολύ
μά πιό πολύ ἀπ’ τ’ ἄγγιγμά σου ὅλη ἐσένα
ἐμοιαζες μ’ ἔρωτα καί ἤτανε γιορτή
σκέψη καμιά νά μή γυρνᾶ στά περασμένα
μπλεγμένοι ἄνθρωποι, μπλεγμένες καταστάσεις
σχέσεις περίπλοκες καί στοῦ μυαλοῦ τή ζάλη μπλέκονται οἱ χορδές μας
κάπου ὑπάρχουν ἀραγμένες οἱ ψυχές μας
καί στό μηδέν κάθονται οἱ σκέψεις καί τά πίνουνε
σ’ ἕνα ὑπόγειο γεμάτο ἀπό ὑποσχέσεις
κι ἀπό ἐνθύμια καί τάματα πού ἀργήσανε
κινοῦνται ἀθόρυβα οἱ δεῖχτες τῶν καιρῶν
νά προμηνύουν ἕνα ΤΕΛΟΣ πού ἀναπτύσσεται
λίγα λεπτά γιά μία ἀτελείωτη ἀγάπη
ἀρκοῦν γιά τώρα ὅταν κάποτε δέν ἔφταναν
εἰκοσιτέσσερις μονάδες χρονικές γιά ν’ ἀνταμώσουμε
φαίνεται πώς ὅλα στή ζωή προσωρινά ἀναπτύσσονται
προσωρινά κινοῦνται, ὁδεύουν καί ἑλίσσονται
καθώς περιορισμένα συνεχίζονται καί κάποτε πεθαίνουν
καί καταλήγουν ὅπως τόσο ἁπλά, παροδικά ἀρχίζουν
μέ τά ὄνειρα δεμένα μές τή σύντομη ζωή τους!
ἄραγε ξέρει καί κανείς πόσο προσωρινά ὑπάρχουμε κι ἐμεῖς;
κι ἄν ὅσα ζήσαμε ἤ κάναμε ἤ ἀφήσαμε ἤ γράψαμε
ἤ τραγουδήσαμε στούς ἄλλους
θά τά βροῦνε λέτε, προσωρινά ἀφημένα πάνω στό τζάκι τά Χριστούγεννα
ἤ θά τά ρίξουν ἔπειτα στήν ἀναμμένη φλόγα;
καί μέ καημό καί μ’ ἕνα πάθος ἄσβεστο θά τά διαβάσουν ὅπως πρῶτα
προσωρινά νά θυμηθοῦν τό παρελθόν τους γιά νά κλάψουνε;
Θαυμαστικό!
-28-
μεγάλη ἀπορία, παχύ θαυμαστικό
διπλό τεράστιο ξενόφερτο πλατύ ἐρωτηματικό??
καί μές τή μέση μία ἄνωθεν τελεία νά ἐλπίζει ἀκόμα
νά περιμένει κάποιον σά ζεστή φωτιά, παραμονές Χριστούγεννα στό τζάκι
~~~
Τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω
κρυμμένη μένει ἡ λέξη χρόνια σάν πληγῆ
τή φύλαγα σ’ ἕνα γεμάτο βάζο ἀναμνήσεις
στά χείλη μου τήν ἔφερνα τήν κάθε Κυριακή
μ’ ἀκόμα δέν τήν πρόφερα ἀντίκρυ πλάι στά χείλη σου
ἀκόμα δέν τήν ἔστρωσα χαλί στά πέλματά σου
βραχιόλι δέν τήν ἔδεσα, πολύτιμη ψυχή
ποῦ μῆνες ξεροστάλιαζε στήν πόρτα σου
ν’ ἀνοίξεις τό παράθυρο νά ‘ρθεῖ νά σέ χαρεῖ
τό ποίημά μου γεμάτο ἀπορίες
πολλά θαυμαστικά καί σκόρπιες οἱ τελεῖες
στό πάτωμα ἁπλωμένα κάτι βότσαλα ἀπ’ τή θάλασσα
μωσαϊκό ποῦ ἐφτιαξα νά γράφει “σ’ ἀγαπώ”
καί γύρω ἕνα τεράστιο στρατόπεδο
ταλαίπωρων ρητορικῶν ἀσκήσεων ἀπαίδευτων
παγίδων, ἀπ’ τό ρῆμα “ἀγαπώ”
τά χέρια σου ἁπαλά, ἕνα σεντόνι ἀπό μετάξι
οἱ δύο μας σ’ ἕνα ὄνειρο τρελό
κατέβαιναν κι ἀνέβαιναν χωρίς νά ἡμερώνει
τοῦ πόθου κάποιο ἄγριο ἁρπακτικό
καί γύρω ἕνα τεράστιο κυδώνι
γρανίτα σέ χωνάκι παγωτό, σ’ ἕνα μπαλκόνι
κι ἡ λέξη μου ὅλο ἔμελλε νά λιώνει
νά τρίβεται στῆς γλώσσας τό χορό
πυροβολοῦσα ἔτσι ποῦ λές καί ἀδιακρίτως
ἔλεγα, ἔλεγες γιά φράουλα χυμό
ἔλεγα γιά τῆς ζωῆς τό πλῆθος
τό σύστημα, τά χάπια μου καί τόν ἐγωισμό
λέγαμε γιά ἕνα μεγάλο μίσος
ποῦ φύτρωσε σάν κερασιά στόν κῆπο τοῦ “ἐγώ”
κι ἀπέμειναν νά κρέμονται κεράσια γιά τό πλῆθος
καί γίνηκε ἀλλιώτικος ὁ κόσμος στόν καιρό
ἀλλάξαμε κι ἐμεῖς λές καί μιμούμασταν τό πλῆθος
ποῦ ἔτρεχε στό σῶμα μας νά κρύψει τόν καρπό
κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθος
καί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημός
βαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κουρνίασε στό “ἴσως”
πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς
-29-
ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρική
κουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουν
μοῦ ἔμαθες πῶς λέγεται χορός ἡ φυλακή
μά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρω
μονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύ
κι αὐτά γλυκά πῶς μοιάζουν στό φιλί μου
κομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆς
προδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου
τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω
μήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκα
μήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦν
μονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκα
μετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμί
μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει
καί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή
~~~
Σταμάτα νά μιλᾶς, πιάνει βροχή
τό θρόισμα ν’ ἀκούσω τοῦ ἀνέμου
τίς στάλες τῆς βροχῆς θά ἐρωτευτεῖς
ἄν δεῖς μέ πόσα δάκρυα οἱ πληγές μου
μετρήθηκαν, χωρίς νά φοβηθεῖς
ἡ μία στάζει ψέματα, ἡ ἄλλη ὑποκρισία
ἡ τρίτη παραπλάνηση κι ἡ τέταρτη οὐσία
τή βάπτισα Θεά κι ὅμως γεννήθηκε Κυρία
στυγνά νά μέ διατάζει μέ ὁρμές
γιατί εἶναι κρυμμένη κάθε γλύκα στή ζωή
ἡ ἀλήθεια φανερώνεται μέ πόνο καί μανία
[κι ἄν ἔρθει ἡ στιγμή γιά νά χορέψουμε μαζί
ὀμπρέλα νά κρατᾶς στήν τρικυμία]
σταμάτα νά μιλᾶς, φυσᾶ τ’ ἀγέρι
μοῦ παίρνει τά μαλλιά μέ βία ὁ ἄνεμος
μοῦ πῆρε τήν ἀγάπη μέ τήν ἴδια εὐκολία
καί νιώθω πιά χαμένος κι ἀπροστάτευτος
ἀγάπη μου τά μάτια σου ποῦ νά ‘ναί;
γιά γύρνα τό κεφάλι νά μέ δεῖς
ἀπόκαμα καί βρῆκα συνουσία
μέ εὔπλαστα στιχάκια τῆς στιγμῆς
ποῦ σπάζουν μέ τήν πρώτη δυσκολία
ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία
ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά
τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία
καί πίστεψα πῶς ἔμαθα πολλά
-30-
μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία
νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός
ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία
καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός
ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός
κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία
τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός
μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία
σταμάτα νά μιλᾶς, πές μου τί νιώθεις
μά ὄχι ἄν καλύπτω τίς ἀνάγκες σου
στά μάτια, τί μέ βλέπεις μ’ ἀπορία
ὑπῆρξα ἡ ἀλησμόνητη ἀγάπη σου;
καί σέρνομαι ἀμφιβάλλοντας Κυρία
ἄν εἶμαι ἕνα σκουλήκι στίς παλάμες σου
ἤ μία πεταλούδα στή γωνία
ποῦ φτιάχνεται σάν πάλλονται τά χείλη σου
σέ κάποια ἐρωτική μας συνουσία
~~~
Βρῆκα ἕναν ἄνθρωπο νά κλαίει
στήριζε στό πόδι τόν ἀγκώνα
ἔφυγε ἀπ’ τήν Ἄνοιξη τό χρῶμα
κι ἦρθε ἕνας χειμώνας πιό βαρύς
μαῦρα τά ματάκια τοῦ ἀπ’ τό κλάμα
κάτι τοῦ ἀμαυρώνει τήν ψυχή
νά ‘ναί μία γυναίκα ἡ αἰτία
ἤ νά ‘χεῖ λιώσει τώρα τό κερί;
κοίταγε στό ἔδαφος χαμένος
πέρα ἀκουγόταν μουσική
ἕνα ἀκορντεόν μές τή βροχή
ἔπαιζε θλιμμένη μελωδία
δίπλα σ’ ἕνα μπάρ οἱ ναυτικοί
πίνανε τά ναῦλα τους σέ μπύρες
κι ἔλιωναν τόν ἄνθρωπο οἱ καημοί
σάν ἀνθρωποφάγοι καρχαρίες
ζάρωσε τό πρόσωπο ἀπό θλίψη
τρέχανε τά χρόνια σάν πουλιά
δίπλα του περνοῦσαν φορτηγά
γιομάτες οἱ καρότσες ἀπό μίση
φίλοι τόν προδώσανε κι ἀδέρφια
τό γλυκό κορίτσι ποῦ ἀγαπᾶ
-31-
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry
Poetry

More Related Content

What's hot

24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματαGIA VER
 
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςΜόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςsyrkamidou
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλάGIA VER
 
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίαςΚείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίαςGymnasio Lampeias
 
ερωτόκριτος
ερωτόκριτοςερωτόκριτος
ερωτόκριτοςpemptoussia
 
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΓιώργος Σ. Κόκκινος
 
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνAγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνSoula Giannakopoulou
 
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
μικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνημικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνη
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνηTheodoros Vavouras
 
ο ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου αργειτάκου αγγελική
ο  ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου  αργειτάκου αγγελικήο  ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου  αργειτάκου αγγελική
ο ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου αργειτάκου αγγελικήΕλένη Ξ
 
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΟδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητών
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητώνShakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητών
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητώνΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 

What's hot (20)

24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
 
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)
Πρότερον Θνητοί V- Γιώργος Σ. Κόκκινος (2019)
 
periodiko2009-2
periodiko2009-2periodiko2009-2
periodiko2009-2
 
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησεςΜόνο γιατί μ' αγάπησες
Μόνο γιατί μ' αγάπησες
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλά
 
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
 
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
ΓΩΝΙΑ ΔΙΟΠΤΕΥΣΕΩΣ
 
μέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμόμέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμό
 
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίαςΚείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας
Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας
 
ερωτόκριτος
ερωτόκριτοςερωτόκριτος
ερωτόκριτος
 
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
 
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνAγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
 
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
μικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνημικρά αγγλία   ιωάννα  καρυστιάνη
μικρά αγγλία ιωάννα καρυστιάνη
 
ο ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου αργειτάκου αγγελική
ο  ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου  αργειτάκου αγγελικήο  ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου  αργειτάκου αγγελική
ο ταϋγετος στην ποίηση του βρεττάκου αργειτάκου αγγελική
 
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχωνΟδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
Οδυσσέας Ελύτης, Η Μαρίνα των βράχων
 
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ
 
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητών
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητώνShakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητών
Shakespeare-Eλύτης, Εργασίες μαθητών
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
 

Similar to Poetry

σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...4ο Γυμνασιο αγιων αναργυρων
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηmariapara4
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηmariapara4
 
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφής
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφήςΌνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφής
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφήςΣΟΦΙΑ ΦΕΛΛΑΧΙΔΟΥ
 
η αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςη αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςmariapara4
 
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωες
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωεςΣυνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωες
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωεςVally Boura
 
ελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαMHTSOS2007
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
Η Σονάτα του σεληνόφωτος
Η Σονάτα του σεληνόφωτοςΗ Σονάτα του σεληνόφωτος
Η Σονάτα του σεληνόφωτοςellh1
 
Aνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςAνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςgymagias
 
Γ3 - ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτη
Γ3  -  ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του ΛαπαθιώτηΓ3  -  ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτη
Γ3 - ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτηksergaki
 
το+πιο+ωρ..
το+πιο+ωρ..το+πιο+ωρ..
το+πιο+ωρ..bymafe
 

Similar to Poetry (20)

σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
σκεψεις απογευματινές....συνομιλία με ποιητές και νεράϊδες...
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνη
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
ο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνηο έρωτας στην τέχνη
ο έρωτας στην τέχνη
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
 
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
 
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφής
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφήςΌνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφής
Όνειρο στο κύμα, ασκήσεις δημιουργικής γραφής
 
η αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωταςη αγάπη και ο έρωτας
η αγάπη και ο έρωτας
 
Γκανας
Γκανας Γκανας
Γκανας
 
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΔιονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
 
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωες
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωεςΣυνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωες
Συνεντεύξεις από λογοτεχνικούς ήρωες
 
Διονυσίου Σολωμού, Ο Κρητικός
Διονυσίου Σολωμού, Ο ΚρητικόςΔιονυσίου Σολωμού, Ο Κρητικός
Διονυσίου Σολωμού, Ο Κρητικός
 
ελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδιαελληνικά τραγούδια
ελληνικά τραγούδια
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
 
Η Σονάτα του σεληνόφωτος
Η Σονάτα του σεληνόφωτοςΗ Σονάτα του σεληνόφωτος
Η Σονάτα του σεληνόφωτος
 
ατυχείς παρελθόντες στίχοι B΄
ατυχείς παρελθόντες στίχοι B΄ατυχείς παρελθόντες στίχοι B΄
ατυχείς παρελθόντες στίχοι B΄
 
Aνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωταςAνεκπλήρωτος έρωτας
Aνεκπλήρωτος έρωτας
 
Γ3 - ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτη
Γ3  -  ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του ΛαπαθιώτηΓ3  -  ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτη
Γ3 - ερμηνείες στο "Νυχτερινό" του Λαπαθιώτη
 
το+πιο+ωρ..
το+πιο+ωρ..το+πιο+ωρ..
το+πιο+ωρ..
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτωνΣυμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτων
 

More from Γιώργος Σ. Κόκκινος

Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειΓιώργος Σ. Κόκκινος
 

More from Γιώργος Σ. Κόκκινος (15)

Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΚατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
χιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημαχιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημα
 
Big timemargaritaria
Big timemargaritariaBig timemargaritaria
Big timemargaritaria
 
Parartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hyParartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hy
 
Parartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheiasParartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheias
 
Parartima epoxikoy
Parartima epoxikoyParartima epoxikoy
Parartima epoxikoy
 
Asep agglika
Asep agglikaAsep agglika
Asep agglika
 
The little prince in greek ant. de st exupery
The little prince in greek   ant. de st exuperyThe little prince in greek   ant. de st exupery
The little prince in greek ant. de st exupery
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
 
Larry cool-poetry
Larry cool-poetryLarry cool-poetry
Larry cool-poetry
 
Asimos
AsimosAsimos
Asimos
 
Raw (1)
Raw (1)Raw (1)
Raw (1)
 

Poetry

  • 1. ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΚΟΚΚΙΝΟΣ Inna Panasenko – wild passion “Χωρίς τό δηλητήριο καί τό δάκρυ δέ θά ‘χέ τόση γλύκα ἡ ζωή...” -1-
  • 2. Ἀπό μίαν ἀρχή, μία συγκυρία, ξεκινοῦν ὅλα κι ὕστερα καταλήγουν στό ἄπειρο. Ὅπως πιάνεις τό μολύβι νά περιγράψεις κάτι ἀπ’ τή ζωή σου, μ’ ἕνα ποίημα καί φτάνεις νά γράψεις ἕνα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Γεμίζεις τίς σελίδες μέ μποῦρδες, ἀθυροστομίες, ἄλλοτε μέ μίσος κι ἄλλοτε μ’ ἀλήθειες κι ἔρωτα ὅπως μαθαίνεις νά μοιράζεσαι τήν ἀγάπη καί τή λατρεία. Τή λάτρευα, εἶναι ἀλήθεια, ἀπό τότε πού πρωτοσυστήθηκε στήν παρέα καί πιάσαμε τήν κουβέντα καί μιλούσαμε γιά τά πάντα μέ τά λόγια του ἀέρα. Κάπνιζε θυμᾶμαι ἐλαφριά τσιγάρα καί ζήτησε ἀπό κάποιον νά πεταχτεῖ στό πλησιέστερο περίπτερο νά τῆς ἀγοράσει ἕνα πακέτο. Ἄν τήν ἤξερα ἀπό νωρίτερα, θά ἔτρεχα σάν ἄνεμος πετώντας, νά ἤμουν ὁ πρῶτος πού θά ἱκανοποιοῦσε τήν ἐπιθυμία της. Ἡ Κυρία, ἡ Ἀφέντρα, ἡ ἀπόλυτη Mistress, ἡ Κυρίαρχός του παιχνιδιοῦ τῆς ὑποταγῆς ἡ Ἱέρεια τοῦ ἔρωτα, ἡ Πριγκίπισσα μέ τά χρυσά, τά ξανθά μαλλιά καί τά δεκαπέντε χρυσά στέμματα στό κεφάλι. Μέ τούς εἴκοσι θρόνους ἀπό ἐλεφαντόδοντο καί διαμάντια, μέ τούς ἱπποκόμους καί τούς αὐλικούς ὁλόγυρά της, μέσα στό παλάτι της. Κι ἐγώ ἔμενα νά φαντάζω ταπεινός, ἕνα σκουλήκι πού σερνόταν γιά οἶκτο στά πόδια της, παρακαλώντας τήν, νά προλάβει τό βέβαιο θάνατο ἀπό τό ἑπόμενο βῆμα της. Ντυμένη πάντα μ’ ἕνα κοριτσίστικο ροζέ μπλουζάκι, κολλημένο πάνω στά στήθια της ποῦ ἄφηνε νά φαίνεται ἕνα τμῆμα τῆς κοιλιακῆς της χώρας μονάχα, ἔτσι πού νά σέ κάνει νά τό κοιτάζεις, νά τό θαυμάζεις, νά τό τρῶς μέ τά μάτια σου, νά θέλεις νά τό ἀγγίξεις νά τό ἀγκαλιάσεις, νά τό προσκυνήσεις. Ἡ κοιλίτσα της. Καί στά πόδια μ’ ἕνα στενό ξεβαμμένο τζινάκι, φτηνιάρικο καί τόσο κολλημένο πάνω της, πού ζωγράφιζαν οἱ καμπύλες της, τόν Παράδεισο καί τή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τήν πρώτη φορά πού ἔτυχε νά συναντηθοῦμε, μοῦ κίνησε τό ἐνδιαφέρον, δέν ἐμοιαζε μέ τήν πριγκίπισσα τοῦ παραμυθιοῦ, οὔτε μέ κάποια ὀνειρεμένη νεράιδα τῆς φαντασίας μου, ἀλλά μ’ ἕνα ἁπλό κορίτσι πού βρέθηκε στό δρόμο μου, τυχαία κι ἦταν σά νά κατέβηκε ἀπ’ τά οὐράνια, ἕνας ἄγγελος, νά μέ τροφοδοτήσει μέ εἰκόνες νά τίς πάρω μαζί μου, νά τίς βάλω στήν τσέπη μου, νά τή θυμᾶμαι ὅπως τή γνώρισα. Ἦταν ὅπως τότε, πού ἔβγαλα ἀπό τήν τσέπη ἕναν κόκκινο ἀναπτήρα γεμάτο μέ παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξης, λές καί μόλις τίς εἶχε κόψει κάποιος ἀπό τόν ἀγρό νά τίς χαρίσει στήν ἀγαπημένη του, κι ἐγώ τῆς χάρισα τόν φτωχικό ἀναπτήρα μου ἀνάβοντάς της τό τσιγάρο καί τήν ἡδονή μου, στά ὑψηλότερα ἐπίπεδά του ἔρωτα. Τόν εἶχε πάντοτε μαζί της, σᾶ φυλακτό, τόν κινοῦσε ἐπιδεικτικά μπροστά ἀπ’ τά μάτια μου ἀναμμένο, κι ἔβγαζε ἐκείνη τή ζεστή φλόγα τοῦ πάθους, τήν πορφυράδα. Μέθαγα ἀπ’ τή φωνή της, μέ τή βραχνάδα ἐκείνη πού δημιουργοῦσε ὁ καπνός καθώς στροβιλιζόταν στόν οὐρανίσκο της. Ἔπινα δροσιά ἀπ’ τά μάτια της, ὅπως μέ κοιτοῦσε μ’ ἐκεῖνα τά γαλαζοπράσινα μάτια, μέσα ἀπ’ τά πεντακάθαρα γυαλάκια τῆς μυωπίας λές καί βρίσκονταν πίσω ἀπό μία κρυστάλλινη τζαμαρία φύλαξης ἑνός πολύτιμου καί σπάνιου θησαυροῦ, σέ μουσεῖο Ἀρχιτεκτονικῶν θαυμάτων. Λές καί εἶχε ἀνακαλυφθεῖ πρόσφατα τό γονίδιό της, σέ κάποιο δυσπρόσιτο ὀρεινό σημεῖο τῆς Σουηδίας καί μεταφέρθηκε στή χώρα μας, προκειμένου νά παραχθεῖ τό ἐμβόλιο διάσωσης τῶν πεσόντων στήν ἐρωτική μάχη. Κι ὅταν μέ κοίταζε στά μάτια, ἐγώ ἔλιωνα, πέθαινα καί ξέχναγα τά λόγιά μου -2-
  • 3. κι ἀπαντοῦσα ὀρθοκοφτά, μ’ ἕνα ναί, ἕνα ὄχι, ἕνα καλημέρα κι ἕνα καληνύχτα. “Σκλάβος σᾶς Κυρία” ἔτσι ἔπρεπε νά ἀπαντήσω, “λιῶστε μέ κάτω ἀπό τά πέλματά σας, σά σκουλήκι πού γυρεύει τήν ἡδονή τοῦ φιλιοῦ σας καί τό χάδι τῆς παλάμης σας, χαρίστε μου τήν αἰώνια ζωή τοῦ Παραδείσου Κυρία μέ τίς προσταγές πού διατάζει ἡ Ἁγιοσύνη σας”. Κι ὕστερα ἄχνα, μέχρι ν’ ἀκούσω τίς ἐντολές της. Ἤμουν τόσο αὐστηρός μαζί της, πού ὅσες φορές μέ καλοῦσε στό τηλέφωνο δέ τό σήκωνα, κι ὕστερα ξανακαλοῦσε μέχρι νά τό σηκώσω γιά νά ἀπαντήσω. Κι ὅταν τῆς τηλεφωνοῦσα ἐγώ, ἔκανε τά ἴδια κι ἐκείνη, καί τά ἴδια καί τά ἴδια κι ἡ καρδιά μου εἶχε χτυπηθεῖ ἀπό τά βέλη τῆς ἀνεπανόρθωτα, κι ἔλιωνε ἀπ’ τόν ἔρωτα, φλόγες καί φωτιές ξεπηδοῦσαν, σάν Ἰνδιάνοι πού στήσανε χορό γιά νά κατέβει τό μπουρίνι στίς φυτεῖες τους. Κι ἔπεφταν μέ τεράστια ταχύτητα καί μέ κάρφωναν ὁλοένα, κι ἡδονιζόμουν στή θύμησή της. Προσπαθοῦσα νά κρύψω τήν ἡδονή καί τόν πόθο, κοιτάζοντας τά πουλάκια στά δέντρα, θαυμάζοντας τή λιακάδα τοῦ πρωινοῦ καί τίς σταγόνες δροσιᾶς πάνω στά φύλλα τῶν λουλουδιῶν κι ὁ ἦχος τῶν αὐτοκινήτων στό δρόμο, στροβίλιζε τό μυαλό μου ἀπ’ τίς σκέψεις καί τίς ἐνοχές. Κι ὅπως ἔτρεχαν λίγα μέτρα μακρύτερα, ἔπαιρναν κοντά τούς τήν ἀγαπημένη μου. Ἀνέβηκε σέ κάποιο ἀπ’ τά αὐτοκίνητα ἕνα ὡραῖο πρωινό καί χάθηκε μέσα στούς δρόμους τῆς Ἀθήνας, σᾶ σφαίρα, ἀνάμεσα στά λεωφορεῖα καί τ’ ἀσθενοφόρα. Κι ἀπό τότε δέν τήν ξαναεῖδα. Κι ὅταν τόλμησα μετά ἀπό ἕνα ἑξάμηνο νά τηλεφωνήσω στόν ἀριθμό της, νά μάθω τά νέα της, κόπηκε ἡ γραμμή μας. Ἀναρωτιέμαι ἄν κρατάει ἀκόμα τόν ἀναπτήρα μου, μέ τίς παπαροῦνες ~~~ Τό ἀπόγευμα ἐκεῖνο, πού πρωτοκοίταξα τά μάτια σου καί βρῆκα μέσα τους, ἕνα φεγγάρι ὁλόγιομο γεμάτο, δροσερό, σά ρόδα πορτοκάλι νά γυρνάει καί τή ζωή νά μοῦ γελάει, σάν ἄλλαζε ἡ δική μου γιατί τόν κόσμο, μοῦ τόν χάρισες κι ἄλλη μισῆ ζωή γιατί δεθήκαμε αὐτόματα, ἀπό τό πρῶτο βλέμμα στῆς ἀγκαλιᾶς τή φυλακή, πού κλείναμε τά ὄνειρα μήν ὀρφανέψουν γιατί στήν πρώτη μας στροφή, ἔτσι ἀντάμα κλάψαμε σά νιώθαμε ὁ ἔρωτας πώς σβήνει σά νέοι πού γεννήθηκαν ταυτόχρονα, νά βασιλέψουν σ’ ἕνα παλάτι μέ ρακένδυτους ἰνδιάνους τῆς φυλῆς ὅπου ὁ ἕνας, συμπληρώνει τή ζωή πού χάθηκε κι ὁ ἄλλος ρίχνει ζάχαρη καί μέλι νά στεριώσει κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσω μά δέ τά πρόλαβα μικρό μου, ὁ ἐφιάλτης μέ νικοῦσε καί τά μαχαίρια στήσανε χορό, νά κόψουν τήν ἀγάπη μέ τά πιστόλια ἀπ’ τίς θῆκες νά τσοντάρουν στό χορό -3-
  • 4. κι ἤθελα τόσα νά σού πῶ κι ἄλλα νά σού μιλήσω μά μέ τήν πρώτη ἀναποδιά, σχίστηκαν τά καλώδια καί τώρα κρέμουν στό κενό τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται ἀπ’ τίς λέξεις σου κι ἀπό τά γράμματα, φαρμάκι χύνεται στό στόμα μά τώρα πιά, σέ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμερα κι ἀπό τό τώρα κόβω ἀγάπη νά τή δώσω στό παρόν ποιές ἁμαρτίες μᾶς πληρώνουμε μέ δάκρυ; ὅπως μου σμίγουνε τά βλέφαρα μές τό βουβό λυγμό ἔτσι ξεκίνησε νά βρέχει τή Δευτέρα ἀπό ‘νά Σάββατο τοῦ Ἰούνη μέ τόν ἥλιο τό ζεστό καί δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μου οὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησα εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό σάν ξαφνικό μπουρίνι, πού πιάνει στό λεπτό κι ἁπλώνεται ἡ ὁρμή του ὡς τή θάλασσα τή γαλανή τή θάλασσα, πού πόθησα μαζί σου κι εἶδα στά μάτια σου λευκό τόν οὐρανό ὡς τή στιγμή πού τά μαχαίρια τῶν βλαχάδων ποῦ μέ τόν πλοῦτο ἔχτιζαν στά δύο τόν χωρισμό μές τά τσαντίρια τους δέ μάθαιναν γι’ ἀγάπη μέ τά πτυχία τῶν χρημάτων προκαλέσαν τό θυμό δέ φταίω ἐγώ, μήτε κι ἐσύ καρδιά μου φταῖς ἐσύ ἐρωτᾶ μου νά κοιτάζεις τήν ἀλήθεια ὅπου κι ἄν κρύβεται στά τόσα παραμύθια κι ὅπου τό ψέμα συναντᾶς, θά τό νικῶ γίνηκε ὁλόγιομη, τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀγάπη μας κι ὅλες τίς νύχτες πού σ’ ἀγκαλίαζα τρομάζαν οἱ ἐφιάλτες τώρα, ἡ ἐπαφή ζυγιάζεται σέ ξύλινες τραμπάλες ποῦ παρασέρνεις μέ τό διάβα σου καί σχίζεις τά ὄνειρά μου δέν προτιμῶ, μήτε νά φύγεις οὔτε καί νά ‘ρθεῖς πιό κοντά μου γιατί τά ὄνειρα εἶναι τόσα πού μπερδεύω τό σκοπό μόνο γιατί σ’ ἀγάπησα, μέ πάθος θά φωνάζω ὅπου ὑπάρχει ἀνθρώπου αὐτί νά τό ἀκούσει κι ἅμα ξυπνήσω ἕνα πρωί, νά λείπεις μακριά μου πρῶτος θά δώσω ἔναυσμα στό Χάρο νά δοθῶ -4-
  • 5. μόνο, πού ὅσο θά ‘χῶ τό θάνατο γιά ἐχθρό δέ θά μ’ ἀρέσει νά τόν βλέπω μετά θά γίνω φίλος του, νά τόν προσμένω κι ὁ πόνος, ἄν θά σβηστεῖ ἀπ’ τό μυαλό νά τριγυρνάει πάει νά πεῖ, πώς δέν ἀξίζαμε ἕνα στρέμμα ἀπ’ αὐτό τόν οὐρανό ποῦ τόν κοιτάζαμε βραδιές, νά φέγγει μέ τ’ ἀστέρια καί στήν ἀγκάλη του νά λάμπουνε τ’ ἀνθάκια του, σωρό κι ἀπό τά λίγα πού μέ γνώρισες μ’ ἀγάπησες, μέ πόθησες πρώτη μου κράτησες τό χέρι, πρώτη μέ ζωγράφισες πρώτη μου ἔδωσες τό πρῶτο μας φιλί κι ἄρχισε ὁ κύκλος νά διαγράφεται μέ μαύρη κιμωλία μέρα τή μέρα, σέ ζωγράφιζα μέ λέξεις κι ὑποσχέσεις πρῶτος σου μίλησα, τό πρῶτο σ’ ἀγαπῶ τώρα μου λείπει, κοίτα μέ νά μέ ζαλίζουνε τά χείλη σου, μοῦ λείπει εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό μέ τίς κινήσεις τῆς παλάμης μας καί τῶν στραβῶν δακτύλων στά νοτισμένα τζάμια τῶν γυαλιῶν, μιλούσαμε ὅπως μιλοῦν οἱ ἐρωτευμένοι τά ἡδονισμένα μάτια μας, φωνάζανε ὅπως σχεδιάζαμε τόν πόθο μ’ ἕνα τρόπο ἐρωτικό Τώρα, Μαρία τί μένει; ἕνα στερνό, κλεφτό φιλί γιά καληνύχτα κι ἕνα χαρτί τσαλακωμένο στό κλειστό συρτάρι μελανωμένο ἀπό στυλό πού βράχηκε μέ δάκρυα γιατί ἡ ἀγάπη δέν τελείωσε, μόλις γεννήθηκε κι οὔτε πού βρέθηκε τό φάρμακο, νά πνίξει τόν καημό γιατί ἡ ἀγάπη μᾶς μεγάλωσε, δυνάμωσε κι ἀπό τό διάλειμμα θά σβήσουμε, στοῦ πάθους τό χορό μά δέ μ’ ἀντέχει ἡ ψυχή, νά ὑποφέρεις μακριά μου οὔτε τό ἄρχισα ἐγώ, μήτε τό θέλησα εἰν’ ἕνα διάλειμμα, ἄς ποῦμε, τωρινό ~~~ -5-
  • 6. Ἦρθε ἡ ὥρα νά κυλιστοῦμε στήν ἁμαρτία μή φοβηθεῖς! ἁπλά θά βουτήξουμε μέσα στή σοκολάτα... θά κολυμπήσουμε στά λασπόνερα τῆς ἀγάπης μας γιατί μέσα τούς κρύβεται ἡ εὐτυχία σκουρόχρωμη, ἀδιαφανής, κόκκινη σάν τόν ἔρωτα κι ἔπειτα θά καθαρίσω τό κορμί σου ἀπό κάθε ἴχνος μικρόκοκκου, ντροπῆς ἤ ἀπορίας μέ τά φιλιά μου, ἀπ’ τόν πυθμένα σου ὡς τήν κορφή θά εὐλογήσω τά μάτια σου, ὅσο θά μέ λατρεύουν ὅπως μ’ ἀγάπησαν, τήν πρώτη φορά πού μέ κοίταξαν κι ὅπως τά φίλησα, τήν πρώτη φορά πού τά βρῆκα θά χαϊδεύω τά χέρια σου, ὅσο θά μέ χαϊδεύουν κι ὅσο θά ζῶ, θά σ’ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπ’ τό σήμερα γιατί τό αὔριο τό χτίσαμε, πιό κόκκινο ἀπ’ τό τώρα μή φοβηθεῖς! ἁπλά σ’ ἐρωτεύτηκα ἀστραπιαῖα γι’ αὐτό πού ἤσουν σ’ ἀγάπησα παντοτινά γι’ αὐτό πού ἔμαθα ὅτι εἶσαι κι ὅταν μου ψέλλισες τήν ἀλήθεια, ἀπ’ τά χείλη σου ἁπλά κατέβασα τό βλέμμα καί σέ φίλησα κλειδώνοντας τήν ψυχή σου, μέσα στήν ἀγκαλιά μου ~~~ Βρῆκα μί’ ἀπόσταση ἐλάχιστη τό αὔριο νά μᾶς ὁρίζει τό σήμερα νά γίνεται ὁ κόσμος μας τό χθές νά πλάθεται ἀπ’ τήν πνοή μας καυτές ἀνάσες, μάτια μισόκλειστα, χείλη μπλεγμένα κι ἐγώ μυρίζω στά παπλώματα τό θηλυκό σου ἄρωμα - Μαρία - δέ φεύγει ὀσμή ἀπό τά ροῦχα ἤ τό κορμί μου κι οὔτε πού θέλω νά τή βγάλω ἀπ’ τό μυαλό γιατί στά χείλη βρῆκα ὁλοφτυστό τόν ἑαυτό μου στίς μεθυσμένες κόρες τῶν ματιῶν, τά ναῦλα μου μά τό ταξίδι αὐτό θά σύρουμε παρέα - μή φεύγεις - μήτε λεπτό μή χάνεσαι ἀπ’ τή ζωή μου γιατί καί τό μικρό, τό δευτερόλεπτο πού φεύγει εἶναι κόστος ἕνα φιλί λιγότερο στήν πανδαισία κι ἔχει τό χρῶμα γαλανό, μέ πιτσιλιές πινέλου ἡ ὀροφή του -6-
  • 7. καί δέ μᾶς νοιάζει πιότερο, παρά στόν ἔρωτά μας νά ‘χεῖ δροσιά τό πρωινό πού θά ξυπνοῦμε χαράματα νά σμίγουμε στό ΕΝΑ τή μαγεία κι ἔχει τό χρῶμα καστανό, στά μάτια καί τά χείλη ποῦ ὅταν ματώσουν γίνονται τριαντάφυλλα στό πάθος καί δέ μᾶς μέλλει ἡ ζωή ἄν γίνει μερτικό τους παρά μονάχα τό κορμί νά μαρτυράει “Μαρία” ~~~ Περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδα στό παραθύρι ἐσύ νά μέ κοιτάζεις ἀνήμπορος ὁ χειριστής νά σταματήσει κι ἀπ’ τή βραχνή ντουντούκα ὁ σταθμάρχης νά φωνάζει: “ προσοχή-προσοχή παρακαλοῦνται οἱ κύριοι ἐπιβάτες ἄλλοι νά γαμιοῦνται στή διαδρομή τῆς ζωῆς κι ἄλλοι νά κοιτιοῦνται εὐθεία στά μάτια ” ἴσα πού πρόλαβα νά δῶ τά μάτια σου παίρναν τό χρῶμα τοῦ μελιοῦ ὅταν τά φίλαγα στόν ἥλιο μόλις πού ἄγγιξα τά τρυφερά σου χείλη πέρασες πάνω ἀπ’ τό κορμί μου σάν ταχεία στό φεγγαρόφωτο θυμίζεις ἔρωτα, γλυκόφωτη ἠλιακτίδα μεταλλικό νερό μέ ἄρωμα τριαντάφυλλο θυμίζεις ὄνειρο ἀλλόκοτο, σάν καταιγίδα ποῦ τό μπουρίνι ξέσπασε πρίν ἔρθει τό Φθινόπωρο δέν περιμένω ἕναν Ὀκτώβρη γιά νά βγῶ ἀπ’ τή φωλιά μου μήτε πού θέλω πιά νά δῶ, τά φύλλα τῆς μουριᾶς νά κιτρινίζουν καί νά πέφτουν τό τρένο τῆς ἀγάπης, ἄγγιξε Φθινόπωρο μά στά μισά του δρόμου ἐκτροχιάστηκε καί πάει περνάει τή γέφυρα, τό τρένο γιά Χαλκίδα σέ βλέπω νά ‘χεῖς ντύσει τά μαλλιά σου μέ χρυσή ἀκτίδα κι ἕνα κατάμαυρο μαντήλι κι αὐτές οἱ λέξεις πού μιλάω τώρα, μαῦρες εἶναι μά περιμένω ὅλου του κόσμου τό λευκό νά μᾶς στολίσει -7-
  • 8. τουλάχιστον νά δώσει κάποιο νόημα στίς μαῦρες μας ἡμέρες - ἀνήμπορος κι ὁ βιαστικός καιρός νά σταματήσει - ~~~ Ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχει κάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν κλώτσησαν οἱ πληγές μου πόσο μάτωσαν, δέ ρώτησαν κι ἡ ψυχή μου, ἄν τούς βαστᾶ κι ἄν τούς ἀντέχει περιθώρια δέν ὑπάρχουν γιά μπαλώματα πῆρα προίκα ἀπ’ τήν πίκρα τά διπλώματα κι ὅλο τρέχω καί γυρνῶ στίς κατηφόρες ἕνα μέρος νά πλαγιάσω ψάχνω ὧρες φαίνεται πώς ξέχασες τ’ ἀγέρι στά μαλλιά τίς Κυριακές πού ἄλειφε τά χείλη ἡ δροσιά ὁ ἥλιος μοσχοβόλαγε τ’ ἀγέννητα φιλιά σου καί στῶν ματιῶν τίς ἄκρες κυλοῦσε ἡ πεθυμιά φαίνεται πώς χάθηκα γιά πάντα ἀπ’ τή θωριά σου τά χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τά φτερά σου ἀπ’ ὅπου κι ἄν περάσαμε, τά χνάρια μᾶς ζεστά τή χαραυγή πού σ’ ἕντυσα λευκόχρυσα φιλιά ἡ ζωή μου εἶναι μία μπάλα πού ὅλο τρέχει κάποιοι βρέθηκαν στό δρόμο καί τήν ἅρπαξαν τά ὄνειρά μου πόσο ράγισαν, δέν ἄργησαν κι ἡ ψυχή μου ἕνα χαλί στά καθωσπρέπει ~~~ Ἐσύ ἀγόρασες φιλί καί κεχριμπάρι ἀπ’ τή Συρία χρυσό ἀπ’ τό Λίβανο - ἐγώ τό δάκρυ σου - παντρέψαμε τό μίγμα καί μᾶς βγῆκε προδοσία κι ἡ μοναξιά τίς κρύες νύχτες περιμένει στή γωνία δέν ἀγοράσαμε ἀγάπη ἀπ’ τίς μακρινές Ἰνδίες μονάχα δύο πλαστικά φιλιά ποῦ κλέψαμε ἀπ’ τόν ἄνεμο εἴκοσι-τρία χάδια ἀπ’ τόν οἶστρο μίας ποιητικῆς μαγείας ἤσουν ἡ μάνα μου στήν παγωμένη Καισαρεία κι ἐγώ μικρός Χριστός νά περιμένει ντάντεμα ἀπ’ τά μάτια καί τή γλύκα τῶν χειλιῶν σου περνώντας ὁ Βασίλης ἀπ’ τή στέγη μου, δέν πρόλαβε παρά ν’ ἀφήσει δύο κέρινα φιλιά στό τζάκι, γιά νά σέ θυμᾶμαι σέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψει σέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλια κάποιο Χειμώνα μου ‘ταξες, θά ‘ρθεῖς γιά νά τό δεῖς νά σιγοκαίει -8-
  • 9. κι ὅσο θυμᾶμαι τά τριαντάφυλλα ποῦ πέθαναν λησμονημένα, κάτι μου λέει πῶς δέ θά ‘ρθεῖς τότε λοιπόν σέ ποιόν νά τά χαρίσω αὐτά ποῦ ζήλεψα; κι αὐτά ποῦ μέ τό μόχθο μου τά φρόντισα νά μή γεράσουν ἀπ’ τό χρόνο - τώρα ποῦ θά ‘σαί ἀλλιώτικη ἐκεῖ στά ξένα - δέ θά ‘ναί πέτρινα παλάτια πιά τά μάτια σου, δίπλα στή θάλασσα γιά κάποιον ἄλλο τά ὄνειρά σου θά κυλοῦνε σάν τά κύματα τό καρδιοχτύπι τῆς ψυχῆς ποῦ πόθησε τό βλέμμα μου, θά ‘χεῖ ὀρφανέψει πασπαλισμένο μ’ ἐλαιόλαδο ψωμί, γλυκαίνει τόν ξερό μου οὐρανίσκο τά χείλη στέγνωσαν κι ἡ γλώσσα πᾶνε μῆνες φαρμάκι στό λαιμό ἡ λαβωμένη ἀγάπη πικρές οἱ λέξεις ποῦ ‘κονόμησα γι’ ἀντάλλαγμα ἀπ’ τά κάλαντα τῆς μέρας μοῦ ἔγραφες, ἀγόρασες κουράγιο μέ τά τελευταία χρήματα καί βάζο γιά τά κόκκινα τριαντάφυλλα ποῦ σου ‘δωσα λεφτά δέν περισσέψαν γιά μία στάλα ἀγάπη; γνωρίζεις πῶς κι οἱ δύο πληρώσαμε τή μοναξιά χρυσάφι θετούς γονεῖς ζητήσαμε καί φτάσαν’ μητέρα ἡ ἀπομόνωση, πατέρας ὁ καημός ἀδέρφια μας ἡ πίκρα, ἡ μιζέρια, ὁ στεναγμός ἐγγόνια τ’ ἀνεκπλήρωτα κρυφά ἀπωθημένα ποῦ λουφάξανε στ’ ἀζήτητα ὁ ἥλιος π’ ἀνατέλλει, πιά γιά μᾶς δέν ἔχει ἀξία τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ κατρακυλάει ὡς τήν πόρτα μας - ποιός θέλει μία παρόμοια ζωή δίχως καμία σημασία; - σέ περιμένει ἕνα κεράκι φράουλας στό δῶμα ποῦ δέ λέει ν’ ἀνάψει σέ περιμένει κι ἕνα πήλινο κερί τοῦ Halloween, ποῦ γύρω ἀπ’ τό φιτίλι τοῦ στήσαν χορό παραμονή Χριστούγεννα, κομμάτια πεθαμένου ἔρωτα μέ ἄρωμα βανίλια φταίει πού καίω τίς ἀναμνήσεις μου στή φλόγα τοῦ κεριοῦ κι εἶναι τά φῶτα ὅλης της γής τώρα σβησμένα εἶναι τά λόγια της ἀγάπης εἰπωμένα μά τρόπο ἄλλο δέ βρήκανε νά ξαναειπωθοῦν εἶναι Χριστούγεννα, γιά δῶς μου ἕνα φιλί ἴσα ν’ ἀνάψει ἀπ’ τήν ἀρχή ἕνα κεράκι ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τήν πνοή καί ἀπ’ τό δάκρυ ποῦ ἤξερα νά κρύβω πρίν στά μάτια σου φανεῖ φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερί νά δῶ πού κρύβεις τόση ἀπύθμενη ἀγάπη σβήσαν τά ὄνειρα καί χάσαμε τό χάρτη ἐνῶ ἑτοιμάζαμε ταξίδια στό χαρτί φύσα ν’ ἀνάψει ἕνα κερί νά δῶ ἀκόμα ἄν ἀγκαλιάζεις τά κομμάτια μου ἔτσι μου τό ‘γραφές, μέ νότες εὐτυχίας ἀπό ‘νά ἔρωτα πού πέθανε χωρίς ν’ ἀναστηθεῖ τ’ ἄφησα, ξέρεις πού, στό γωνιακό παρκάκι ἐκεῖ πού ἔγραφες “μωρό μου σ’ ἀγαπώ” στό ξύλινο παγκάκι -9-
  • 10. κι ἤθελα ἁπλά ἔτσι γιά λίγο νά στό πῶ ~~~ - ‘Να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’ ν’ ἀνεβαίνεις τούς διαδρόμους του κάστρου τίς ὄμορφες μέρες νά μαζεύεις μέ τά δύο σου χέρια τίς μαργαρίτες μά ἀνάμεσα στίς πολεμίστρες φυτρώνουν καί βάτα τ’ ἀγκάθια τοῦ χωρισμοῦ θά ματώνουν τά δάκτυλα χράτς-χράτς θά σέ κόβουν σάν πριόνια ἀνέμελων ξυλοκόπων λίγο πιό μακριά ἀπό τήν ἀμύθητη περιουσία σου κυλᾶνε ποτάμια μέ διαμάντια κι ὑδράργυρο στ’ ἀσημένιο δάσος ποῦ ἀστράφτει τίς νύχτες σάν τό φεγγάρι - ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’ στίς μακρινές πολιτεῖες πού δημιούργησες ἐγώ γνώρισα σήμερα ἕνα χελιδόνι μέ πληγωμένα φτερά κι ὅπως τό μάζωξα ἀπ’ τό χῶμα καί τό πῆρα στά χέρια τό κράτησα ὧρες κλεισμένο στήν ἀγκαλιά μου κι ὕστερα ἔφυγε κι ἄρχισε νά πετάει γιατρεμένο - ‘να περνᾶς καλά χελιδόνι’ φλούτς-φλούτς τήν ἄλλη μέρα ἐπέστρεψε στό φτωχικό μου κι ἔκανε κύκλους πετώντας στόν ὁρίζοντα σήμερα εἶναι ἡ τελευταία φορά πού κοιτάζω τόν ἥλιο ἡ τελευταία στιγμή πού ἀγγίζω τίς παπαροῦνες καί τά κόκκινα τριαντάφυλλα πού μεγάλωνα στεῖλε τό μήνυμα στήν πριγκίπισσα τοῦ κάστρου σκόπευα νά τῆς χαρίσω ἕνα-ἕνα ὅλα τά τριαντάφυλλα καί νά ‘δινα τό πιό μικρό γιά προίκα στή φαντασία μου σήμερα εἶναι ἡ τελευταία μέρα πού τραγουδῶ παρέα μέ τόν πιό ὄμορφο φτερωτό ἄγγελο ἕνας ἄντρας ντυμένος στά μαῦρα προχωρεῖ σκεπτικός μ’ ἕνα δρεπάνι στούς ὤμους -10-
  • 11. κι ὁ ἄνεμος θερίζει τά στάχυα τῆς προφητείας γκρᾶν-γκρᾶν - ‘να περνᾶς καλά πριγκίπισσα’ κυλᾶνε ποτάμια, μέ ἱππότες καί ἄλογα πού καλπάζουν στ’ ἀσημένιο δάσος τρία βήματα ἀριστερά πέντε βήματα εὐθεία δύο βήματα δεξιά μία φτερούγα χελιδονιοῦ τρεῖς ματωμένες μαργαρίτες ἀγκάθια ἀπό κόκκινα τριαντάφυλλα καί κόκκινες παπαροῦνες τοῦ φεγγαριοῦ ὑδράργυρος ἀπό τά βάθη τῆς Ἀσίας διαμάντια ἀπό τά πέρατα τῆς Δύσης καί αἷμα ἀπ’ τά δάκτυλα πριγκίπισσας ποῦ περιμένει γιά χρόνια στίς πολεμίστρες τῆς οὐτοπίας τόν πρίγκιπά της πού χάθηκε ἕνα πρωί τοῦ Φλεβάρη κλάπ-κλάπ κλάπ-κλάπ κι ὁλόγυρα στό ἔδαφος, μαζεύω λίγο χῶμα μέ τίς χοῦφτες στόν κόρφο μου τριγύρω σάν τήν ἄμμο τό σκορπίζω καβάλα σ’ ἕνα ἄλογο πιό ἄσπρο ἀπό χιόνι, τώρα βρίσκομαι κοιτάζοντας τριγύρω δέν ὑπάρχει πουθενά τό χελιδόνι στά χέρια μου διαλέγω τά πιό ρόδινα τριαντάφυλλα κι εὐθύς θριαμβευτής στό κάστρο σάν ἱππότης ἐπιστρέφω ~~~ Ἀκροπατοῦσα στά στενά ἑνός ὀνείρου κι ἐσύ πού χάιδευες τά καστανά μαλλιά σου ἀνέβαινες ἀνέβαινες ἀνέβαινες, τίς σκάλες τ’ οὐρανοῦ λίγο-λίγο, τά σκαλοπάτια ἀπό εὐτυχία κι ἐγώ ταξίδευα στά μάτια σου καί μέθαγα μαζί σου δικός σου ἡ ζωή σου κι ἐπίανα τούς χτύπους στό δικό σου τό χορό τάκ-τάκ τάκ-τάκ -11-
  • 12. τάκ-τάκ, ἡ μελωδία μέ σφάζαν τά μαχαίρια σου ἀπό ἔρωτα κι εἶχες στά πόδια τά φτερά ἀγγέλου μέ χτύπαγαν μέ πλήγωναν φτερούγιζαν, στά σύνορά της φαντασίας τίκ-τάκ τίκ-τάκ τίκ-τάκ, μία τόση δά εὐκαιρία δέν βρῆκα γιά ν’ ἀγγίξω τίς παλάμες σου γιά νά διαβάσω πού κρύβεται ἡ χαρά σου κι ἄν δάκρυα ἀπ’ τά μάτια σου κι ἄν στάξανε φυλάξου, θά βρῶ στή δεύτερη ζωή μου γιατρειά νά σού χαρίσω ὅλα τ’ ἀστέρια νά πλέξω γύρω ἀπ’ τό κορμί σου ἕνα σύμπαν νά φλέγονται νά φλέγονται νά φλέγονται τά δάκρυα τῆς ψυχῆς, πρίν νά κυλήσουν νά κρύβονται σάν ὄρνεα τοῦ θανάτου κι ἀπ’ τό φιλί κι ἀπ’ τό φιλί κι ἀπ’ τό φιλί σου νά σκορπᾶ ἡ εὐτυχία σά ροδόσταμο καί ποιό τό νόημα τῆς ζωῆς χωρίς τά χείλη σου; σάν ἔρθει ὁ θάνατος χωρίς τήν ἀγκαλιά σου θά’ μαί μισός θά’ μαί μισός θά’ μαί μισός κι ἀμάθητος ἕνα κοράλλι δίχως θάλασσα ἕνα παιδί δίχως ἀγάπη θά’ μαί λουλούδι πού μαράθηκε προτοῦ ὁ ἥλιος τό κοιτάξει θά’ μαί ἕνα κόκκινο ἐρυθρό θά’ μαί ἕνα ρόδινο τριαντάφυλλο ποῦ τό ‘κάμαν νά κλάψει θά εἶμαι κι ἔρημο ὀρφανό θά’ μαί ἕνα τίποτα στά πόδια σου μά θά’ μαί ὅλη σου ἡ ζωή ~~~ Πάντοτε φοβόμουν τό μαῦρο μά λάτρευα τό κόκκινο τοῦ ἔρωτα καί τῆς ἀγάπης κι ὅταν κάποιες στιγμές μέ ρωτοῦσαν -12-
  • 13. ποιό χρῶμα σου ἔρχεται στό μυαλό; ἀπαντοῦσα «τό κόκκινο» σάν τά κόκκινα τριαντάφυλλα ἔτσι ὅπως τά θαύμαζα τυλιγμένα σέ μία ἀνθοδέσμη, φρεσκοκομμένα μ’ ἕνα ρόζ φιογκάκι στό περιτύλιγμα ἐνῶ ἐσύ ἀγαπημένη βρισκόσουν ἐπάνω σέ δεκάδες βιβλία ποῦ μιλοῦσαν γιά σχέσεις καί ἔρωτες κι ἀγάπες μά γνώρισες τόσο, τό κόκκινο τό γέννησες, τό ‘μαθές, τό φοροῦσες τό ἀγάπησες, τό ζωγράφισες, τό ‘νιωσες καί τ’ ἄφησες πάνω στά χείλη του νά σέ θυμᾶται κι ὅταν κάποια στιγμή τό νοστάλγησες τό γεύτηκες πάλι, στά ξένα τά χείλη ἔτσι ὅπως σου ἀνοίγουν μία πόρτα γιά νά περάσεις καί πρίν πατήσεις τό ἔδαφος σού στρώνουνε κόκκινο χαλί ὕστερα σ’ ἀφήνουν νά δοκιμάσεις ὅλα τά παράνομα στό θεωρεῖο σου σού ἐπιτρέπουν νά ἀπολαύσεις μέχρι τόν ἀπαγορευμένο καρπό ἀγόρασα ἕνα τριαντάφυλλο νά στό χαρίσω μά μαράθηκε στό γυάλινο βάζο καί μαύρισε - νά τό ‘βλεπες πώς ξεράθηκε - σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε κι ὕστερα πέθανε - «τό κόκκινο» φώναζα! Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο - πάντοτε φοβόμουν τό μαῦρο καί τό ‘βλεπα χρόνια στό πρόσωπο νά κυκλώνει, τίς νύχτες, τά μάτια νά τά τσούζει, νά δακρύζουν ἐπίανα τό μολύβι μου νά σού γράψω κι ὅταν κάτι μέ πλήγωνε, πέθαινα μά ὕστερα ξαναγεννιόμουν «τό κόκκινο» φώναζα! -13-
  • 14. Σῶστε τό κόκκινο τριαντάφυλλο, ἀπ’ τό θάνατο ~~~ Ἀγόρασα δροσιά ἀπό τή θάλασσα καί ἔκλεψα τά κύματα ἀπ’ τόν ἄνεμο περπάταγα γιά ὧρες πλάι στήν ἀκροθαλασσιά νά πιάσω ἀπ’ τήν ἀρχή, ὅλο τό νῆμα τοῦ ἔρωτα καί μέτραγα ἕνα-ἕνα τ’ ἀτοπήματα ποιό νόημα ἔχει ἄλλωστε ἡ ζωή δίχως ἐτοῦτον; κι εἰν’ ἡ ζωή μία τουφεκιά ποῦ κομματιάζονται στ’ ἀγέρι τά τρυγόνια στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα συνθλίβονται τά σύννεφα καί μένουν ἔρμοι κι ὀρφανοί οἱ μελλοθάνατοι νά ὑψώνουν τή φωνή τους δειλοί, μπροστά στό θάνατο μά πέρα κι ἀπ’ τό θάνατο, τ’ ἀνέφικτο κι ἀνέφικτο θά μένει μέχρι κάποιος νά τό πιάσει ἀνέφικτο θά ὑφίσταται πρίν κάποιος τολμηρός νά τό προφτάσει τρεχάτε νά τό δεῖτε! τό δῶρο τῆς παραμονῆς δέν ἔφτασε στό τζάκι θά βρεῖτε κρεμασμένη μοναχά μία τρύπια κάλτσα ποῦ τήν ἔφαγε ὁ σκόρος τό χάσαμε τό πλοῖο ἐνῶ πέρναγε ἀπ’ τήν πόρτα μας κι ἴσως ποτέ νά μή τό δοῦμε ἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμε καβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα βλέπετε, νόμιζα πώς ἤμουν ποιητής μ’ ἀρχίζω ν’ ἀμφιβάλλω κοιτάζω τά τριαντάφυλλα καί δέ διακρίνω ἔρωτα κι ἀπ’ τό χαμένο χρῶμα τους μαζεύω ὅλο τό κόκκινο γιά νά ‘χῶ καί νά κλαίω αὔριο, πού θά ‘ρθοῦν κι ἄλλα μαζωμένα μονάχα τίς παλιές μου ἀναμνήσεις νά ‘χῶ πλάι μου κι αὐτές, ἀργά παραμονῆς, θά βάλω νά τίς κάψω τό χιόνι θά καλύπτει τίς φωλιές, πού ἔκτιζε ἡ ἀγάπη μας φωτιά δέ θά ‘χεῖ μείνει νά τό λιώσει -14-
  • 15. κι ἀπάνω στά παγκάκια πού μεθούσαμε ἀπ’ τόν ἔρωτα σκυλιά θά τρέχουν τώρα νά κρυφτοῦνε στά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα συνθλίβονται τά σύννεφα ἴνα δικαιωθεῖ ἡ ἀγάπη, θά πρέπει νά κοπιάσουμε καβάλα σ’ ἕνα ἄτι νά γλυτώσουμε τά σύννεφα ~~~ Ξεκίνησα μίαν ὥρα γιά ἕνα μακρύ ταξίδι πιό μακριά νά φτάσω ἀπ’ τή δική μου Ἰθάκη ἐφόδια δέν κράταγα στούς ὤμους, μήτε στίς τσέπες μου ψωμί ἀγάπη εἶχα φορτώσει τίς βαλίτσες μου λατρεία ἀπ’ τή λατρεία μου, στό κόκκινο δισάκι τεράστια τ’ ἀποθέματα ὑπομονῆς κι ἐλπίδας μές στά σπλάχνα μου κομμάτια ἐφημερίδας μές τίς τσέπες ποῦ λέγανε γιά μία χαμένη ἀγάπη, πού ἄργησε νά ‘ρθεῖ ὁ δρόμος πού περπάτησα, χιλιόμετρα μέ ὀρθάνοιχτα τά μάτια καί τ’ αὐτιά νά μή τόν χάσω κι ὅπου ἔβρισκα μικρές τριανταφυλλιές προσκύναγα τό χῶμα τους, κάνοντας μίαν εὐχή νά φτάσω μ’ ὅση δύναμή μου ἀπόμεινε τά μάτια σου θά ἐμοίαζα ἀλλοτινούς καιρούς, σάν κυνηγός πολύτιμων κι ἀστραφτερῶν πλασμάτων ποῦ ὅμοιά τους δέν γέννησε ἡ Γῆ μές τούς καιρούς σάν ἕνας κλέφτης διαμαντιῶν στό ὅρος τοῦ Καυκάσου ἐκεῖ πού εἶναι ἀδύνατο νά βρεῖς τριανταφυλλιές τά πέταλα συνέλεγα μ’ ἀγάπη ἕνα πρός ἕνα τά φύλασσα σ’ ἕνα πουγγί πιό ρόζ κι ἀπό τά χείλη σου πιό κόκκινα λουλούδια κι ἀπ’ τό αἷμα τοῦ κορμιοῦ σου πιό πορφυρά κι ἀπ’ τά φιλιά πού μ’ ἔκαναν παιδί ἀρώματα δέ φτιάχνονται μ’ ὀσμή παραδεισένια γιατί ὅποιος τό ἄρωμά σου ἔφτασε νά πιεῖ στή ζάλη ἀπ’ τό μεθύσι του, κόλλησε ἡ σκιά σου καί γίνηκε κομμάτι ἀπ’ τό κορμί σου, τό κορμί συνέλεγα στούς σάκους μου ἀρώματα νά δένουν, νά παντρεύονται μ’ ἀγάπη ἀπ’ τήν ἀγάπη νά σμίγουνε, νά ἑνώνονται λατρεία μέ γινάτι κουράγιο νά βαπτίζονται, καρτέρι, ἐπιθυμία κι ἐμεῖς κάποια νυχτιά νά τά φορέσουμε στό σῶμα μά ὁ δρόμος πού κινήσαμε, λέγεται Ἀθανασία -15-
  • 16. πολλά τά σταυροδρόμια καί μᾶς πλάνεψαν δεξιά φραγκοσυκιές καί βάτα μέ κοχύλια πιό πέρα ἡ μαύρη θάλασσα, στήν ἄκρη ἡ ἐλπίδα στ’ ἀριστερά ἕνα κάστρο μέ ξερόλες αὐλικούς ἱπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζῆδες μ’ ἁλυσίδα στό δρόμο μου δέν εἶδα μήτε ἱππότες ἤ σοφούς πριγκίπισσες μέ στέμματα, παρά μέ μία χλαμύδα ποῦ ἔκρυβε ἀνεκτίμητα διαμάντια ἀπ’ τούς ἐχθρούς τριγύρω ἀπ’ τήν καρδιά, μίαν ἡλιαχτίδα τί ἄλλο νά σού πῶ; περπάτησα χιλιόμετρα τ’ αὐτιά μου τυμπανίζουνε ἀκόμα ἀπό φωνές σκληρά τά λόγια πού εἴπανε σέ μί’ ἄγραφη σελίδα καλύτερα νά μοῦ ἔσχιζαν τό σῶμα ἀπό πετριές ἀλλά τί λέω! ἔτσι δέ θά ‘βλεπα ποτέ ξανά τά μάτια σου δέ θ’ ἄκουγα τόν ἦχο ἀπ’ τή φωνή σου θά ἐμοίαζα μέ ἄγγελο τριγύρω ἀπ’ τό κορμί σου νά σού φυλάω ὄνειρα πού φτιάχναμε μαζί τά κάλλη σου νά κρύβω, σά γυμνώνεις τήν ψυχή σου στόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπεις λείπω κι ἐγώ σάν πεινασμένος σκύλος ἀπ’ τό σπίτι σου τώρα κι ἄν ζῶ εἶμαι νεκρός μακριά ἀπ’ τή φωνή σου κι ἀπ’ τῶν χειλιῶν σου τό φιλί, ὅσο δέν πίνω, σβήνω εἶμαι νεκρός γιατί πλησίασα τό ἄπιαστο κι ἤθελα νά τ’ ἁρπάξω κι ἀφοῦ τό ἄπιαστο δέν πιάνεται, κοίτα πώς καταστράφηκα κράτα μονάχα τό πουγγί νά μέ θυμᾶσαι κι ὅταν θά βρίσκεις τμήματα ἀπ’ τίς σάρκες μου στούς δρόμους πού διαβαίνεις πρόσεξε! τ’ ἄπιαστα ὄνειρα νά μή μοῦ τά ζηλεύεις τώρα πού ζῶ δέ θά γιορτάσω, γιατί λείπεις εἶμαι νεκρός πάνω στόν τοῖχο, ἡ καρφωμένη προσευχή ~~~ Ἀκόμα ἀναρωτιέμαι ἄν μ’ ἀγάπησες μά κι ἄν ἀγάπησες, πώς μπόρεσες νά σβήσεις νά λησμονήσεις ἀπ’ τή μνήμη, ἔτσι ἁπλά μέσα στό χρόνο τόν ἀσήμαντο τά δάκρυα τῆς ἀνημποριᾶς πού κύλησαν στά μάτια σου ν’ ἀφήσεις νά χαθεῖ ἀπ’ τά χέρια σου ὅ,τι εἶχες ἀγαπήσει κι ἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτια, βῆμα-βῆμα νά φτάσω ὡς τίς ἄκρες τῶν δαχτύλων σου -16-
  • 17. μά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενά κι ἐγώ παντοῦ σ’ ἀγνάντευα στό ξεχασμένο παρελθόν πού σμίξαμε οἱ δύο μας στό πικραμένο τώρα πού ξεχείλισε λυγμούς στό τιποτένιο αὔριο πού θά ‘ρθεῖ κάποιαν ὥρα νά σέ ραπίσει μέ τριαντάφυλλα καί μαῦρα λίλιουμ ποῦ γέμισαν καπνούς ἀνέβαινα σκυφτά τά σκαλοπάτια ὁλόλευκος, ἀσάλευτος, μαρμαρωμένος βασιλιάς ποῦ γύρισα τυχαία καί καρφώθηκα στά μάτια σου καί τιμωρήθηκα ἤθελα βλέπεις χρόνο νά σέ πάρω ἀπ’ τό χέρι νά σού τά πῶ μέ λόγια ἀπό τά χείλη μου ὑπῆρξες στή ζωή μου καί ὑπάρχεις, τό πιό λαμπερό ἀστέρι μά ἐσύ ἤσουν πουθενά, ἐσύ ἤσουν πουθενά καί ξέχναγα κι ὁλοένα ἔχανα ξοπίσω τή μορφή σου κι ὁλοένα ἔφευγε, χανόταν ἀπ’ τό βλέμμα μου ἡ ματιά σου μπορεῖς νά φανταστεῖς πόσο σ’ ἀγάπησε αὐτό τό παλικάρι καί πόσο ἀκόμα μένω ν’ ἀγαπῶ σκυφτός μετρώντας ἕνα-ἕνα τά σκαλιά τῆς ἀπουσίας σου; ~~~ Ἱστορία μισῆ, σάν κερί παγωμένο μεθυσμένο φιλί πού λησμόνησε ἔρωτες παρελθόν μία ἀγάπη, φυλαχτό κεντημένο χίλια χάδια πού ἔμειναν ὡς ἀνάμνηση ἁπλή δέ ζητῶ τώρα τίποτα κι οὔτε ξέρω πού πάω σάν παιδί ἀγαπάω μέ μία ἀγάπη ἁγνή εἶναι ὁ δρόμος γεμάτος μέ ψυχές πού πατάω κι ἄν ἀπόμεινε λίγη, εἶναι ὅλη ἡ ζωή ξεψυχάω, τό βλέπετε; οἱ καημοί μ’ ἔχουν λιώσει προδομένοι οἱ ἔρωτες, μαυρισμένοι οἱ τόποι δέ βλασταίνουν λουλούδια ὅπου χύθηκε πόνος κι ἔτσι κλείνω τά μάτια μου ν’ ἀπομείνω πιά μόνος ἱστορία μισῆ, σά ζωή μοιρασμένη ἔχω ἀλλάξει πολύ, μή ρωτᾶτε, δέ θά μάθετε πόσο κι οἱ ἰδέες μου ὅπλο, πού μπορῶ νά σκοτώσω ἱστορία μισῆ, δέ θά μάθετε πόσο κι ἄν ἀγάπησα κάποτε, δέ μπορῶ ἄλλο τόσο παρελθόν μία ἀγάπη, κεντημένη στά μάτια της ποῦ μου λέγανε “στάσου, μή μοῦ φύγεις ποτέ” Κι ἄν μου κρύβεις τό βλέμμα σου, ἀγαπῶ τήν καρδιά σού” μά στό ψέμα τῆς κρύφτηκαν, ὅσα εἶπε ἐαυτέ -17-
  • 18. ἱστορία παλιά, μία εὐθεία δεδομένη μία ζωή τελειωμένη πρίν ν’ ἀνοίξει πανιά γίναν σκόνη τά ὄνειρα, τώρα πιά τί νά μένει; μία κορνίζα ἡ ἀγάπη μου, νά μοῦ λέει “ἔχε γεια” ~~~ Αὔριο εἶναι ἡ μεγάλη μέρα. Θά πάω νά παραλάβω τό πρῶτο βραβεῖο τῆς καριέρας μου. Θά ντυθῶ, θά βάλω τά καλά μου, θά ξυπνήσω νωρίς. Δούλευα δύο χρόνια σερί γιά νά φτάσει κάποτε αὐτή ἡ στιγμή ὄχι ἡ στιγμή τῆς ἀναγνώρισης, πρός Θεοῦ, δέ μέ ἐνδιαφέρει ποτέ δέ τό εἶδα ἔτσι. Ἡ στιγμή τῆς ἀλήθειας μόνο. Ἐκεῖ πού πρέπει τά λόγια νά εἶναι ἀτόφια, πεζά, ὄχι ποιητικά. Ἴσως χρειαστεῖ νά ἀπαγγείλω τό ἔργο μου, μπροστά στό κοινό. Πλάκα θά ἔχει, θά πρέπει νά καθαρίσω τό λαιμό μου νά πάρω βαθιές ἀνάσες, νά πάρω δύναμη καί κουράγιο. Ἔγραφα γιά τό “γαμῶτο”, τήν αἰώνια θλίψη μου ἔγραφα γιά μένα, γιά ‘κείνους πού ἤθελαν νά μέ ἀκοῦν νά μαθαίνουν ἀπό μένα, νά μήν ἐπαναλαμβάνουν τά λάθη. Ἔγραφα γιά ὅσα δέ γνώρισα, ὅσα ἀγάπησα καί δέ μ’ ἀγάπησαν. Ἔγραφα γιά ὅλους, γιά ὅλα, τήν ὥρα πού τά μάτια μου δάκρυζαν. Ἔκλαιγα καί ἐπιανα τό μολύβι, ἄν τό ἄφηνα θά ξεχνοῦσα τί ἤθελα νά γράψω. Ἄνοιγα τόν ὑπολογιστή, νά δῶ τά καινούργια μου email πάντα ὁ λογαριασμός ἄδειος, ἔκλαιγα, βαλάντωνα κι ἔγραφα. Ἤθελα νά μοιραστῶ αὐτό τό βραβεῖο, μέ τό ἄλλο μισό μου νά μήν ξυπνήσω μόνος, νά ξυπνήσω μαζί της, νά εἶναι γιά ‘κείνη. Ἤθελα νά μοιραστῶ μαζί της τή χαρά μου, νά μέ νιώσει νά γελάσει, νά λάμψει ὅταν θά παραλάμβανα τό βραβεῖο μου. Τό ἔπαθλο θά ἦταν δικό της, θά εἶχε σχεδιαστεῖ γιά τά μέτρα της. Οἱ στίχοι μου, πουλιά πού πετᾶνε στόν οὐρανό κι ἀναζητοῦνε ψυχές ἀναζητοῦνε ἔρωτα καί λατρεία, ὄχι βραβεύσεις καί διαγωνισμούς. Ὑπάρχουν τόσοι ταλαντοῦχοι ποιητές, πού τούς τρώει ἡ ἀφάνεια. Ἴσως ἐπειδή δέ θέλησαν νά δημοσιοποιήσουν τά ἔργα τους, ποτέ. Τά φύλαξαν σέ ἕνα καλά κλειδωμένο ἐρμάριο, γιά χρόνια. Παλίωσαν σάν τό παλιό καλό κρασί, πού ὅσο παλιώνει γλυκαίνει. Κι ὅμως ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ἀληθινά ποιήματα, τά ἀτόφια, τά πεζά. Ἐκεῖνα θά ἦταν τά πιό ὄμορφα ποιήματα πού γράφτηκαν ποτέ. Ἤθελα νά τῆς κρατήσω τό χέρι, ὅπως γίνεται στίς ἀπονομές βραβείων ὅπου ὁ πρωταγωνιστής τῆς ταινίας, κρατάει σφιχτά τό χέρι τῆς συνοδοῦ του κι ὅταν ἀνακοινώνεται ἀπό τήν ἐπιτροπή, πώς κέρδισε τό βραβεῖο ἀντρικοῦ ρόλου τῆς δίνει ἕνα γρήγορο φιλί στό στόμα καί πετάγεται ἀπό τή θέση του κατευθυνόμενος στή σκηνή, γιά νά παραλάβει τό τρόπαιο, γιά ἐκείνη. Ἤθελα νά τήν κοιτάξω στά μάτια καί νά τῆς πῶ “ξέρεις, αὐτό τό ποίημα τό ἔγραψα γιά σένα, ναί! γιά σένα, ἐσένα πού μέ κοιτάζεις μ’ αὐτά τά μάτια”. Ὅπως ἀκριβῶς τό λέει τό τραγούδι τῆς Πρωτοψάλτη “τί μέ κοιτάζεις μ’ αὐτά τά μάτια, αὐτό πού ζήσαμε σκοτάδι καί μᾶς πνίγει, ἐσύ μία κούκλα στά σκαλοπάτια, κι ἐγώ τρενάκι πού δέν πρόκειται νά φύγει”. Ἀκούω τώρα τό τραγουδάκι τῶν Scorpions, πού μέ συγκινοῦσε πάντα “maybe I, maybe You, can find the key to the stars, -18-
  • 19. to catch the spirit of hope, to save one hopeless heart”. καί κλαίω ὅπως ἔκλαιγα τά δύο τελευταία χρόνια πού ἔγραφα, ἔγραφα ἀσταμάτητα. Ἐνιωθα πώς ἡ ζωή εἶναι πολύ μικρή γιά νά καθυστερήσω, κι ὅλο ἔγραφα λές καί κάποιος τήν ἑπόμενη χρονική στιγμή, θά ἐρχόταν νά μέ δολοφονήσει. Φοβόμουν ὄχι γιά τή ζωή μου, ἀλλά μήπως δέν προλάβω νά πῶ ὅσα ἤθελα κι ὅσα ἤθελα νά πῶ, γέμισαν τόμους ὁλόκληρους, φάνηκαν στήν πορεία. Τρεῖς τόμοι, 270 σελίδων ὁ καθένας, 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα. Καί δέ χώρεσε ὅλη ἡ ζωή μου, χωρέσαν μόνο τά ὄνειρά μου, τά “θέλω” μου. Χώρεσε μόνο ὁ ἀνεκπλήρωτος ἔρωτας, ἡ ἀποτυχία, ἡ μιζέρια, τό κλάμα μου χώρεσε μόνο ἡ ἀλήθειά μου, ναί! ἐκείνη ἡ δική μου, ἡ γνήσια ἀλήθεια ἐκείνη πού ὅταν ἀνοίγω τό στόμα νά τήν ἐκφράσω, ὅλοι γύρω μου φεύγουν. Μαρία ἔλεγαν τήν ἀλήθειά μου, ὅλοι σας ἔχετε μία Μαρία, ἔτσι δέν εἶναι; Πάντα κάπου, ὑπάρχει μία Μαρία γιά ὅλους μας, νά μᾶς δίνει τροφή καί κουράγιο. Ἡ δική μου Μαρία, μέ ἔθρεψε μέ 500 ποιήματα καί 15 ψυχογραφήματα. Τή σκεφτόμουν καί ἔγραφα, ὅ,τι ἤθελα νά τῆς πῶ, γιατί γνώριζα πώς ποτέ δέ θά μποροῦσα νά τά ἐκφράσω, ὅπως δέν κατάφερα νά τά ἐκφράσω καί τότε. Ἔμεινε ἡ ἔκφρασή μου μισῆ, κοιτώντας τά μάτια της, συγκινημένα ἀπ’ τό φλέρτ. Τῆς εἶχα πιάσει τό χέρι καί τήν κοίταζα κατάματα, μοῦ εἶπε “ἔχω δουλειά” μοῦ εἶπε “πρέπει νά φύγω”, μά τό βλέμμα τῆς ἔμενε καρφωμένο στό δικό μου. Κι ἐγώ τήν κοίταγα καί τήν κοίταγα, κι ὕστερα ἄφησα τό χέρι της, τήν ἔχασα. Γιά σένα τά ἔγραψα Μαρία, ὅλα γιά σένα, ἐσένα σκεφτόμουν, ἀπό σένα ξεκίνησα. Ἄρχισα ἀπό τά μάτια σου, περιέγραψα τό κορμί σου, ζωγράφισα τίς κινήσεις σου σχεδίασα τά ὄνειρά σου, τά ἔκανα νά ταυτίζονται μέ τά δικά μου, ἴδια, ὁλόιδια. Εἶδες τί μπορεῖς νά κάνεις μέ τό μολύβι σου; Μπορεῖς νά διαλύσεις τόν κόσμο καί νά τόν φτιάξεις πάλι ἀπό τήν ἀρχή, ὅπως θά ἤθελες ἐσύ νά γίνει. Μπορεῖς νά φτιάξεις κάστρα καί πολιτεῖες στήν ἔρημο, νά βάλεις ἱππότες στρατιῶτες κι αὐλικούς νά τό φυλᾶνε, γιά νά προσέχουν τήν πριγκίπισσά σου ὅταν θά λείπεις σέ ταξίδια μέ τά καράβια, στό ἀπέραντο γαλάζιο της ἱστορίας σου. Γιά σένα τά χάραξα Μαρία, ὅπως χαράζει ἡ ἄμμος τήν πέτρα καί τῆς ἀφήνει σημάδια. Σχεδίασα τόν κόσμο μας, ὅπως θά ἤθελα νά τόν ζήσουμε παρέα, σήμερα, μαζί. Μήν κοιτᾶς πού κλαίω, ψέματα εἶναι, χαίρομαι πού εἶσαι καλά, νά ζεῖς Μαρία! Ἐγώ αὔριο θά ξυπνήσω νωρίς, θά φορέσω τά καλά μου, Κυριακή πρωί στίς 10. Θά πάω νά παραλάβω μόνος μου τό βραβεῖο, πού κέρδισαν τά παλάτια μας. Μήν ἀνησυχεῖς, εἶμαι καλά, δέν ἔχω φίλους νά τραγουδήσω, ἔχω ἐλπίδες ἐγώ. Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά πῶ τόν πόνο μου, γιατί ὁ πόνος μου εἶναι σκληρός καί πονάει. Ποιός θέλει νά πονέσει ἀπό τά χείλη μου; Ποιός θέλει νά κλάψει στήν ἀγκαλιά μου; Κλείστηκα μέσα σ’ ἕνα δωμάτιο καί ἔγραφα δύο χρόνια. Τ’ ἄλλα 27 μοῦ μάθαινα. Ἔφτασα τά 30 καί ξέχασα νά ζήσω, νά γλεντήσω, νά ἀγαπήσω, νά ἐρωτευτῶ κι ὁ πόνος μου, “μουγγός τραγουδιστής”, ὅπως ἡ συλλογή τοῦ Θανάση. Ἔχτιζα λιθαράκι-λιθαράκι τούς “κήπους στόν παραδεισο” πού ἤθελα νά σβήσω. Κάπως ἔτσι δέν πεθαίνουν ὅλοι; Γράφουν τ’ ἀπωθημένα τους, ὅλη τή ζωή κι ἔρχονται μετά ἀπό 10 χρόνια οἱ κριτικοί της τέχνης καί τά κάνουν σμπαράλια. Ἐφτιαξα τή σχεδία μου νά πηγαίνω ταξίδια στά ὄνειρά μου, τά φτωχικά βράδια. Ξέμεινα τώρα ἀπό πανιά καί κούτσουρα γιά τό Χειμώνα καί ναυάγησα. Δέν εἶναι τίποτα, μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, αὔριο στήν ἀπονομή θά ‘μαί περδίκι. Θά γελάω, θά γελάω μέ τό ψεύτικο χαμόγελο πού βρῆκαν τά χείλη μου ἀπό τότε πού ἤμουν παιδί ἀκόμα κι ἔμεινε στό πρόσωπο καί ξεχάστηκε. Ἔχει κολλήσει τό χαμόγελο σάν ρετσινιά, πού δέ λέει νά στερέψει ποτέ. Μήν κοιτᾶτε πού κλαίω τώρα, θά γελάσω ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα μου, ὅταν θά ‘μαί μαζί σας, κάποτε, ἐκεῖ ψηλά, νά πετάω σάν ἄγγελος στόν παράδεισό μου. -19-
  • 20. Τότε θά γελάω καί τό χαμόγελο θά φτάνει μέχρι τ’ αὐτιά μου, ὄχι ὅπως τώρα. Πολλά εἶπα γιά σήμερα, πολύ ἔκλαψα, μή σᾶς πικραίνω ἄλλο. Ἄντε καληνύχτα, στά κρεβάτια σας καί φρόνιμα, νά εἶστε καλά παιδιά. Ἐγώ δέ θά κλείσω μάτι σήμερα, γιατί αὐτή τή νύχτα δέ θά σκέφτομαι τή Μαρία. Θά σκέφτομαι τό ἄδικο, τήν παλιοκοινωνία, τή φτώχεια, τήν καλοπέραση. Κάποιοι θά γλεντᾶνε ὡς τό πρωί, θά κάνουν “μπαρότσαρκες” καί “nightlife”. Κάποιοι θά πεθαίνουν στό δρόμο ἀπό ἀσιτία κι ἀπό ὑπερβολική δόση ἡρωίνης. Κάποια ποιήματα, θά σβήνουν μέσα σέ κλειδωμένα ἑρμάρια, θά πεθαίνουν λίγο-λίγο κάθε μέρα, θά κιτρινίζουν καί θά χάνονται ἀπό τό χρόνο. Κι ἐγώ θά μένω ἄγρυπνος νά σκέφτομαι, νά ἀφουγκράζομαι τήν ἀλήθειά μου ~~~ Κι ἄν τό δάκρυ βουρκώνει τά μάτια σου - ἡ ἀγάπη πονάει - ἄκου λίγο ἡ καρδιά τί ζητάει “ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις” τί κι ἄν φταίξαν οἱ γύρω σου πού σέ εἶχαν γιά φίλη τί κι ἄν λόγια σου εἴπανε μέ φαρμάκι στά χείλη κᾶνε αὐτό πού ἡ ψυχή σου φωνάζει ποῦ τίς νύχτες κρυφά, τό ζητάει κι ἀλλάζει μί’ ἀγκαλιά, ἕνα χάδι κι ὅ,τι σου ‘λεῖψε τόσο τρέχα βρές ὅ,τι ἀγγίζει τίς σκέψεις σου πρίν σέ λιώσει ἡ κακία τοῦ κόσμου “ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις” τρέχα τώρα κι ἀνέβα τή στέγη μή σέ νοιάζει ὁ κόσμος κι ἄν νύχτωσε κάποιος δίπλα σου ὑπάρχει, δυνατά νά φωνάζει μ’ ὅση δύναμη τοῦ ‘μεῖνε ὅ,τι ἡ ἀγάπη προστάζει “ σ’ ἀγαπῶ νά προσέχεις” εἶναι ἡ Γῆ ἕνα βῆμα πού ἀπάνω της τρέχεις μ’ ἕνα σάλτο μπορεῖς νά σκοτώσεις τίς σκέψεις τίς κακές πού σέ φέρανε, πού σέ πῆραν καί πᾶνε πιό ψηλά κι ἀπ’ τά μάτια σου, τή ζωή σου ζητᾶνε ἕνα γέλιο, ἕνα κλάμα, ἔτσι εἰν’ ἡ ἀγάπη μία λιακάδα πρωί, καταιγίδα τό βράδυ τρυφερή ἀγκαλιά, μία φωνή στό σκοτάδι “ σ’ ἀγαπῶ, νά προσέχεις” - ἡ ἀγάπη πονάει – ~~~ Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, μεθυσμένα ἡ ὥρα φεύγει, σάν τό τρένο τῆς γραμμῆς μά τό ταξίδι δέ θά κάμει, θά τό δεῖς -20-
  • 21. κι οὔτε στόν πιό μικρό σταθμό θά φτάσει ποῦ ‘χεῖ χαράξει ἡ ζωή, γιά νά σταθμεύουν τρένα. Κοιτοῦν τά μάτια μου κι ἀπόψε, ἀπορημένα ἤσουνα δίπλα μου, σ’ ἀντάμωσαν νωρίς μά οὔτε πρόλαβα μία λέξη ν’ ἀπαντήσω. - Σώπα - καί πές μου ἄν οἱ μυγδαλιές κι οἱ παπαροῦνες τῆς Ἄνοιξης ἔχουν ἀνθίσει στά περβόλια τοῦ ὀνείρου. Ξυπνῶ νωρίς τά πρωινά κι ἡ μόνη σκέψη μου, ν’ ἀνοίξω τό παράθυρο νά εἰδῶ τά πρῶτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου - νά ξεπετάγονται σάν κρίνα ἀπ’ τή σιωπή. - Ἄκου - ἀκόμη καί τά ροδοπέταλα, σού ἔστρωσαν χαλί καί παίζουν μουσικές οἱ σάλπιγγες συνθέτουν μελωδίες οἱ καμπανοῦλες. Κι ἐγώ, ἔρημο δένδρο, μές τή νυχτιά νά σβήνω ν’ ἀργοπεθαίνω, στά λεπτά πού χάνονται. Μέτρα τούς κύκλους στό κορμί μου ὅσα τά χρόνια πού ‘χῶ κλάψει, τά μεγάλωσα τώρα δέν εἶμαι πιά παιδί, ἐγώ ἔχω νόμους ποῦ μου θερίζουν μέ δρεπάνια, ὅλα τά ὄνειρα. - Πρέπει, δέν πρέπει - κι ἔμεινα τίμιος ἔτσι, ἔρμος καί μόνος. Ἄν ἤξερα, πώς θά χαμογελοῦσες σάν ἅπλωνα τό χέρι, νά σ’ ἀγκαλιάσω θά ἐνιωθα εὐτυχισμένος. Θά ἔβλεπα τά λαμπερά σου μάτια νά μοῦ γελοῦν. Ἔτσι θά μοῦ μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματα χωρίς οὔτε λέξεις, χωρίς ἕναν τόνο καί μία τελεία - θαυμαστικό μου - Ἄν ἤξερα, πώς θά μ’ ἀναζητοῦσες κάθε φορᾶ πού ἔφτανα, στήν ἑπόμενη στάση τῆς ζωῆς θά ἐρχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώντας πάνω ἀπό φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμένα περπατώντας πάνω στίς θάλασσες κόβοντας τά πιό κόκκινα τριαντάφυλλα νά στά φέρω γιά δῶρο. - Θέλεις νά γίνεις γυναίκα μου; - θά ρώταγα κι ὕστερα, θά μποροῦσες νά πάρεις ἀπ’ τά χέρια μου τά μοσχομύριστα ρόδινα τριαντάφυλλα νά τά συνθλίψεις κάτω ἀπό τίς μπότες σου ἤ ἁπλά νά μοῦ χαρίσεις ἕνα φιλί. Ἔχω κάνει τή λατρεία μου, ποίηση μά δέν ξέρω πώς θά καταλήξει ἡ θεοποίησή σου. Γνωρίζω πώς τά πάντα, ξεκινοῦν καί τελειώνουν μέ σένα περπατώντας ἀέρινα, λές καί πατᾶς ἐπάνω σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο λές καί χορεύεις, καί κινεῖσαι σάν ἄνεμος τοῦ Νοτιά. -21-
  • 22. - Λικνίζεσαι ἰδιόμορφα ὅταν χαμογελᾶς - θά μποροῦσα νά πετάξω, μέχρι τ’ ἀστέρια γιά ἕνα τελευταῖο χαμόγελο ἀπό τά μάτια σου. - Σώπα - δέν ὑπερβάλω, ἔτσι ἐκφράζω ἐγώ τήν ἀγάπη. Γράφω στό ἄψυχο χαρτί, μέ τό μελάνι τῆς ψυχῆς τ’ ἀπωθημένα μου κι ὕστερα ρίχνω μία κλεφτῆ ματιά στό ὕψος τῶν ποδιῶν σου στό τελείωμα τῶν τακουνιῶν σου νά πάρω τίς εἰκόνες, γιά τό ἑπόμενο ποίημα. - Πρέπει, δέν πρέπει - αὐτοί εἶναι οἱ ἄγραφοι κανόνες μά ὅσο καί νά ψάξεις, δέ θά τούς βρεῖς. Γιατί ἐσύ, δέν ἔμεινες μόνη τά φτωχικά Σαββατόβραδα νά οὐρλιάζεις, νά ὀδύρεσαι ἀπό τόν πόνο. Δέ μάζεψες τά παγωμένα σου δάκρυα ἀπό τό ξύλινο πάτωμα, μέ τίς χοῦφτες σου σάν νά ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα. Δέ ράγισες τήν καρδιά σου, ἀπό εὐαισθησίες καί σκέψεις, τίς κρύες νύχτες τοῦ Χειμώνα μήτε τίς καυτές ἡμέρες τοῦ Καλοκαιριοῦ. Ἐσύ μονάχα ἔμαθες, νά περπατᾶς σάν κυρία σέ κορμιά ἀνδρικά, στό χαλί πού σου ἔστρωσε ἡ πλάση. Ὄμορφη, γαληνεμένη, ἀστείρευτη πηγή πού τρέχει, χυμούς ἐρωτικούς ἀπό τά χείλη. - Βρῆκα τό νόημα τῆς ζωῆς - ἐσένα, τήν ἀτέρμονη ἀπεραντοσύνη τοῦ ἀνέφικτου ~~~ Σάββατο βράδυ καί τριγυρνῶ στά σοκάκια τῆς πόλης δέν ὑπάρχει ψυχή ἐρημιά ποῦ πήγανε ὅλοι; θέλω τσιγάρα, ἀναπτήρα, κάτι ν’ ἀνάβει φωτιές νά πεθαίνει, νά σβήνει, νά καίει, νά καίγεται θέλω τσιγάρα καί σπίρτα πετρέλαιο, βενζίνα, βιτριόλι, ὑδροκυάνιο περιπτερά; περιπτερά; ποῦ θά ‘βρῶ σήμερα νέα ψυχή νά πάρω; ἐφημερίδεεεεεεες ἔκτακτο παράρτημα, ἐφημερίδεεεεεες μᾶς γράψανε στά πρωτοσέλιδα τυλίχθηκαν στίς φλόγες ἀπ’ τόν ἔρωτα περιπτερά; περιπτερά; πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη πρίν νά βγάλει τά φτερά; ποῦ πῆγαν ὅλοι; -22-
  • 23. ἐρημιά καί στό καλώδιο τῆς ΔΕΗ κουρνιάζουν τώρα δύο πουλιά εἶναι ἀργά εἶναι ἀργά γιά δάκρυα κι ἔρωτα κοστίζει ἡ σχέση ἀκριβά καί ἡ φιλία, πιό ἀκριβά ἡ φιλία κι ἡ ἐργασία πληρώνεται μέ δίφραγκα κανείς στό δρόμο ἀπόψε ποῦ εἰν’ ἡ χαρά κι ἡ ξεγνοιασιά; θέλω μονάχα νά σού δώσω δύο φιλιά τό ἕνα στό λαιμό γιά νά κυλήσει τό ἄλλο στά δάκτυλα πού κρατούν’ τό τσιγάρο νά καεῖ εἶναι ἀργά εἶναι ἀργά γιά νά μιλήσω γιά καλησπέρες, καλημέρες, καληνύχτες, εἶναι ἀργά πάρε φωτιά στήν τελευταία ρουφηξιά νά σβήσω μή μιλᾶς ποῦ πῆγαν ὅλοι; ἐρημιά κι ἀπόγνωση καί ἡ γνώση μετρημένη στά δάκτυλα τοῦ ἑνός χεριοῦ καί στό κεφάλι πίτουρα περιπτερά; περιπτερά; θέλω νά πνίξω τούς καημούς καί ν’ ἀγοράσω σπίρτα μέ τή σέσουλα μία ὀκά καί οἰνόπνευμα, πέντε λίτρα ποῦ πῆγαν ὅλοι; ἐρημιά; τά σοκάκια τῆς πόλης, φωτίζονται μ’ ἄστρα καί δέν ὑπάρχει μία διαθέσιμη ἀγκαλιά; κάπου κρυμμένη φωλιασμένη παραδομένη κι ἀπ’ τήν ἡδονή τοῦ πάθους καί τῆς νύχτας, καμωμένη εἶναι ἀργά κοστίζει ἕνα σπίτι, ἕνα γάμο, ἕνα πτυχίο κι ἕνα ἁμάξι ἡ ἀγκαλιά καί ἡ ζωή δέ μοῦ ‘δωκε, παρά μονάχα σκέψη καί μία πελώρια ἀποθήκη μέ αἰσθήματα θέλω τσιγάρα καί φωτιά περιπτερά; περιπτερά; ποῦ πήγανε ὅλοι; ἐρημιά ~~~ -23-
  • 24. Μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ὄμορφος θεούλης αὐτός ὁ ὀμορφούλης ντέ, μέ τή φαρέτρα του ποῦ ρίχνει τά βελάκια του σ’ ἀνύποπτες στιγμές στήν κάθε μία καρδιά τῆς οἰκουμένης συνέβη τό μοιραῖο μόλις ἄγγιξα τά χέρια σου μίαν ὥρα πού δειλά τά χείλη σμίξαν θυμᾶμαι ἦταν καλοκαίρι, ναί, Ἰούνιος, ἀπόγευμα καί πίναμε στό λιόγερμα φιλιά! ἄχ, μέ τρελαίνεις τά λόγιά μου ἀπ’ τό τράκ πώς τρεμοπαίζανε στά χείλη μά μές τήν ἀγκαλιά σου ὅλα μου πέρασαν νά ξέρεις, εἶσαι φάρμακο πού καί νεκρό ἀνασταίνεις θυμᾶσαι πῶς τά λόγιά μου ξεκίνησαν;;; Μέ θέλεις; κι ἐσύ ἀστέρι μου ὄμορφο, πνοή ἀπ’ τήν πνοή μου ἀμέσως ἀποκρίθηκες μέ μία γλυκιά ἀγκαλιά σου τά χέρια μας, λές χόρευαν, σκοπούς Ἰταλικούς καί κόλλησε τό πρόσωπο, στό πρόσωπο! μ’ ἀκοῦς; μοῦ χτύπησε τήν πόρτα αὐτός ὁ ἄπαιχτος θεούλης ποῦ κάνει ὅλα τά πλάσματα νά νοιάζονται γιά κάποιον αὐτός πού μου σημάδεψε γιά πάντα τήν καρδιά σου γι’ αὐτό καί ἡ μισή εἶναι δικιά σου... μ’ ἀκοῦς;;;;; ~~~ Πρόσεξε! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμε ἔχει χτιστεῖ κι ἕνα γιοφύρι ἀπό μετάξι, νά διαβοῦμε στόν πάτο θά κυλᾶ τό γάργαρο νερό, στό πλάι τριαντάφυλλα οἱ ὥριμες, ζεστές, οἱ πορφυρές, τοῦ κόσμου οἱ χλωμές καί βαθυκόκκινες δικές μας παπαροῦνες μά πίσω ἀπό τήν πύλη, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει; γιά σήμερα γεννιέται μία ἀγάπη κι ἀπ’ αὔριο πεθαίνει ἕνα φιλί γατζώνεται μία ἀγκαλιά στό μπράτσο σου καί σβήνει σά νιόβγαλτο, ἀνάπηρο, νιογέννητο παιδί καί σβήνει μέ τό χρόνο κρατιέται ἄραγε κι αὐτό ἀπό ἕνα θόλο βυσσινί; πιάσε τό χέρι μου καί πᾶμε, ποιός ξέρει νά μᾶς πεῖ τί θά μᾶς ξημερώσει; θέλω ν’ ἀκούω τήν πνοή σου στό ταξίδι, γιά τώρα νά σού πῶ μία καληνύχτα ποῦ ἴσως δέν προλάβω ὅταν πρέπει νά τή βγάλω ἀπ’ τά χείλη γι’ ἀπόψε μᾶς ἀρκεῖ ἕνα Ἀντίο, πού ἴσως δέν προλάβουμε κανείς μας νά τό ποῦμε ἀπ’ τά χείλη μά θά ‘ναί μία ἀλήθεια, πού ἐσύ νά μήν πιστέψεις μέ τόκο κάποια προκαταβολή γιά ἕνα ὄνειρο πού ζήσαμε καί πάει θά ‘ναί ἕνα ψέμα πού στό λέω ἀπ’ τήν καρδιά μου ὅταν σβήνω μά ἐσύ νά μή μιλᾶς, ὅπως καί τώρα, παρά μονάχα νά συλλέγεις μία-μία τίς πνοές μου παρά μονάχα νά συλλέγεις στοργικά ἀνάσες, ὡς τήν τελευταία σβῆσε τά δάκρυα ἀπ’ τά μάτια σου καί πᾶμε, θέλω μονάχα νά γελᾶς πιάσε τό χέρι μου! αὐτή ἡ πόρτα ἔχει φτιαχτεῖ νά τήν ἀνοίξουμε -24-
  • 25. ~~~ Δύο-τρία πράγματα ἀκόμα πού δέν εἶπα καί θά φύγω ἀπ’ τή ζωή σου. Ποῦ δέ τά μίλησα ποτέ, μήτε μέ γράμματα τά διάβασες, μήτε τά ἄκουσες ποτέ σέ ξένο στόμα. Δύο-τρία γράμματα μέ κόκκινο ἀπό αἷμα καί τοῦ ἔρωτα μελάνι, μέ τά πολύχρωμα στιλάκια πού μου ἔγραφες κι ἐσύ. Τά φύλαγα προσεχτικά ἐν’ ἄλλο Καλοκαίρι, σέ μία κόκκινη καρδιά πού ράγισε ἕναν Αὔγουστο καί πού ἤλπιζα μαζί, πώς θά προλάβουμε τοῦ Αὐγούστου τό φεγγάρι. Ἦταν γιατί, ἤσουν ἐσύ ἡ πρώτη μου ἀγάπη, ἐσύ πού μέ ταξίδεψες σέ τόπο μακρινό. Μά δέν κρατῶ κακία γιά ὅσα πρόσφερες ἁπλόχερα μέ τό ‘νά σού τό χάδι, μά εὐχή μου αὐτή ἡ συμφορά μακριά κι ἀπό ἐχθρό. Ἦταν γιατί, πόσο σέ ἔκλαψα ποτέ δέ θά τό μάθεις, γιατί ἐσύ μου εἶπες πρώτη ἐν’ “Ἀντίο, σ’ ἀγαπώ”. Φόρεσα ἔτσι ἕνα ψεύτικο χαμόγελο στήν πιό στερνή συνάντηση καί εἶπα γιά καλό σου, μεῖνε ἔτσι μήν ἀλλάξεις. Μά ἦρθε καί χαιρέτησα τά μάτια σου, τ’ ἀπόβραδο, μέ πῆρε πίσω ἀπ’ τό κατόπι ὁ ἐφιάλτης. Κρύβοντας ἔντεχνα τά μάτια μου ἀπ’ τό κλάμα, νά μή μέ δεῖς πόσο λυπήθηκα γιά σένα κι ὅ,τι εἶπες, νά μή σκεφτεῖς καθόλου πώς χάνοντας ἐσένα, ἔχασα κι ὅλη τή ζωή. Αὐτή τήν ψεύτικη ἤ τήν κάλπικη πού φτιάχναμε σά θάλασσα γαλάζια καί ρίξαμε τά ὄνειρα, καράβια νά πνιγοῦνε. Σέ ἔχασα καί ἔμαθα πόσο στοιχίζει ἡ ἀγάπη, πόσο κοστίζει ὁ ἔρωτας πού κόπηκε στά δύο. Ἔμαθα πώς στά ψέματα στηρίζεται τό χάδι, γιά νά ‘χεῖ ὁ καθένας μᾶς ἁπλά μία συντροφιά. Γι’ αὐτό κοντά σου τώρα, μή ζητᾶς πάλι νά ἔρθω. Τό παρελθόν εἶναι σκληρό γι’ αὐτούς πού τό θυμοῦνται κι ὅσο γυρίζει πίσω ἡ σκέψη στόν καιρό, πικραίνονται σάν πρῶτα. Μπῆκα στ’ ἁμάξι κι ἔκλεισα τήν πόρτα, μέ τά παράθυρα κλειστά κι ἀμπαρωμένα. Τά δάκρυα δέ νοιάστηκα κι ἄν βρέχανε τά χέρια, γλιστροῦσαν στό τιμόνι μέ σβηστή τή μηχανή. Ἤτανε βλέπεις πάντοτε πού ἀναζητοῦσα ἐμένα, σέ κάποια δίδυμη ψυχή τριγύρω ἀπ’ τή ζωή μου. Ἤθελα βλέπεις νά τή μοιραστεῖ μαζί μου. Τό ξέρω, τή μοιράστηκες. Τόν πόνο στήν ψυχή; Σού εἶχα πεῖ, ἄς ζήσουμε αὐτό πού μᾶς συμβαίνει, γιατί ἴσως δέν προλάβουμε νά δοῦμε τήν αὐγή. Στό σπίτι σύρθηκα ἀργά, εἶχε νυχτώσει, τά μάτια καθώς κλαίγανε καί βάδιζα σκυφτά, νά μή μέ δεῖ ἀνθρώπου ἄλλου μάτι, νά μή μέ νιώσει, νά μή μέ λυπηθεῖ, γι’ αὐτά πού κλαίει ἡ ἀγάπη. Γονάτισα στά τέσσερα καί βρόντηξα τήν πόρτα, δέ μ’ ἐνοίαζε κι ἄν πρόβαλλε θλιμμένο τό φεγγάρι, μονάχα πού μέ πρόδωσε ἡ πρώτη μου ἀγάπη, δέ μ’ ἐνοίαζε πιά τίποτα κι ἄν φύγω ἀπ’ τή ζωή. Καί πλάνταξα καί ἔκλαιγα στά τέσσερα γιά ὧρες, τά μάτια μου πρηστήκανε, μαυρίσαν ἀπ’ τό κλάμα. Θυμᾶμαι τηλεφώνησε ἡ θεία μου ἡ Ντολόρες, μέ ρώτησε τί ἔπαθα, “ἔχασα στά χαρτιά”. -25-
  • 26. Ποτέ δέ τό περίμενα νά’ ναί ἔτσι ἡ ἀγάπη, νά ‘χεῖ βουλιάξει ὁλότελα στήν πίκρα καί στό κλάμα. Τί νά τό κάνω δύο βραδιές κι ἄν πλαγίασα μαζί σου; Ἐκεῖνο πού μου ἔμεινε, μία πίκρα μοναχά. Ρωτᾶς λοιπόν καί σήμερα γιατί δέ σ’ ἀπαντάω; Σέ ἔψαξα, σέ ἔψαχνα βδομάδες μέ τ’ Ἀντίο. Ποῦ ἤσουν καί κρυβόσουνα γλυκό μου ἐσύ θηρίο; Σού ἔγραφα γιά μένα τίς ἀλήθειες πού ‘χά πεῖ. Κι ἐσύ μέ ἕνα ἀντάλλαγμα μέ ἔκοψες στά δύο, πιό μακριά ἀπό μένα νά ζητᾶς γλυκό φιλί ~~~ Φθινοπῶριασε. Πρέπει ν’ ἀλλάξουμε τό ἡμερολόγιο πάτα τό play νά δοῦμε τήν ταινία πάλι πρός τά πίσω ἐκεῖ πού ἄρχισαν τά πάντα νά ὑπάρχουν ἀπ’ τή σιωπή, τό τίποτα, τό πουθενά καί πές μου ἄν ἔγινα ἡ ζωή μές τή ζωή σου ἤ ἁπλά σου κράταγα παρέα δύσκολες μέρες γεμίσαμε τό ἡμερολόγιο ὄμορφα ὄνειρα καί ὑποσχέσεις χαρτάκια μ’ ἔγχρωμους στιλούς, σημαδεμένα μ’ ὡραῖα λόγια νά μαρτυροῦν πώς κάτι ἀλλάξαμε σέ τοῦτο ἐδῶ τόν κόσμο νά γίνει πιό χαρούμενος ἀπ’ ὅσο ἦταν. Ὁ σκατοκόσμος! κι ἡ παρουσία μας στό τίποτα, στό πουθενά νά ὑπάρχει ἡ παρουσία μᾶς ἀποῦσα, τυλιγμένη στή σιωπή ἡ πλάκα εἶναι πώς στό δικό μας στέκι ἀπουσιάζουμε κι οἱ ἄλλοι πού κάθονται στίς θέσεις πού καθίσαμε ἐκεῖ πού ἠπίαμε τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο καφέ μας κι οἱ ἄλλοι θά λέν’ τά ἴδια... φθινοπῶριασε. Μά τίς ψυχές πού ἀγαποῦν μελαγχολία δέν τίς σκιάζει κι ἐγώ νά σκέφτομαι ἀκόμα πόσο πόνεσα καί δάκρυσα νά φτάσω μέχρι ἐδῶ καί πόσο κόπο ἔκανα γιά νά κρατήσει ἡ ἀγάπη νά μή χαθοῦμε σάν ἀστέρια ὅταν φτάσει τό πρωί νά μή σβηστοῦμε ἀπ’ τό ταξίδι αὐτοῦ του χάρτη ἀπάντησέ μου ἄν τό μπορεῖς, αὐτή ἡ σιωπή, αὐτό τό δάκρυ πού κυλάει αὐτή ἡ ἀπαίσια, ἀλλοπρόσαλλη στιγμή εἶναι τί σόι ἀγάπη; θά ‘ρκοῦσε ἕνα “σ’ἀγαπώ”, μία συγνώμη, ἕνα κάτι νά σαλεύει μία νότα πένθιμη, ἕνα τραγούδι ἀνάγκης, “σέ χρειάζομαι” θά ‘ρκοῦσε, ὥστε νά μή χαθῶ ἀπ’ τή ζωή σου, ἡ ἀναγνώριση πῶς ἅρπαξα τό χέρι σου καί μόλις χώθηκες στήν ἀγκαλιά μου, πέταξες σάν τό πουλί πού βρήκαμε κατάκοιτο στό δρόμο καί τό σώσαμε θά ‘ρκοῦσε ... συγνώμη, πῆρα φόρα ἀπ’ τόν Αὔγουστο καί γράφω ἀκόμα ἦρθε ὁ Σεπτέμβρης κι εἶμαι ἐδῶ. Καλό σου μήνα -26-
  • 27. ~~~ Δέν εἶναι ὡραῖο νά ἀκούγεται ἡ βροχή τοῦ πρωινοῦ; πάνω στά μάτια καί τό πρόσωπο νά πέφτουν οἱ ψιχάλες της προσμένοντας τό χάδι σου, ἀγάπη μου μά πιό ὡραῖο τό συναίσθημα νά ἔχεις ἕναν κόσμο κλειδωμένο φυλακισμένο τό ἐγώ σου σέ μηνύματα καί τήν καρδιά παραδομένη σέ σκιρτήματα καί λόγια ἐρωτικά τίς ἀγκαλιές καί τά φιλιά σου ἀκουμπισμένα σέ πλακόστρωτους πεζόδρομους καί ὑπόγεια περάσματα ποῦ κάθε ἡμέρα περπατιοῦνται ἀπ’ τοῦ ἔρωτα τά βήματα, τά αἰσθήματα τό ἴδιο συνεχῶς τό δρομολόγιο. Ἐκάλη - Κηφισιά στή μέση ἡ Τατοΐου νά ὁρίζει τήν ἀπόσταση, ἀγάπη μου καί οἱ ἄνθρωποι περαστικοί, νά μή μᾶς ξέρουν μονάχα ζευγαράκια ἐρωτευμένα νά καρφώνουνε τό βλέμμα τους μέ μιας πού σέ φιλῶ καί εἶναι μέρες πού ὅλο τοῦτο δέ μᾶς φτάνει… περάσαμε τά σύννεφα, πατήσαμε οὐρανό διαλύσαμε καί χτίσαμε ξανά τά ἴδια ὄνειρα γιά νά ‘χοῦμε πορεία φορές πού σφίγγοντας τό χέρι σου στή στάση τοῦ μετρό τά κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στό σταθμό κι οἱ μνῆμες πάντα ἐρχόντουσαν στήν πρώτη γνωριμία ὥσπου τά δάκρυα στερέψανε καί πῆγα στό γιατρό τοῦ εἶπα, περιέργως ἔχω πάψει πιά νά κλαίω συνήθισα τά δάκρυα καί τώρα ἀναπολῶ τίς μέρες πού τά μάτια μου φλεγόντουσαν γιά ἐσένα κι ἄν φταίω πού σ’ ἀγάπησα κι ἀκόμα σ’ ἀγαπῶ, συγχώρα μέ μά ἔμαθα ν’ ἀφήνομαι ὁλόκληρος ἐγώ καί νά ‘χῶ μίαν ἀπαίτηση παρέα νά ζητῶ νά παίρνω ὅσα κέρδισα μέ κόπο χωρίς νά ‘ναί χαρισμένα οὔτε ἕνα μά ἐσένα πού σέ κέρδισα μέ τήν ἀξία μου καί στή ζωή σου καί στό θάνατο, μπροστά σου θά μέ βλέπεις τά μάτια μου, τό βλέμμα μου, τά χείλη μου εἴτε γελοῦν, εἴτε σου κλαῖνε, θά σού λένε τόν κάθε στίχο πού ἔγραψα, τήν κάθε νότα, συλλαβή τήν κάθε λέξη ἐρωτική πού ἀμόλησα τήν κάθε στάλα, τήν ὀσμή, τή γεύση τῆς ἀγάπης θά σού λένε κι ἄν ὅλα αὐτά δέ σού ἀρκοῦν, ἀγάπη μου θυμήσου πόσο ὄμορφα ἀκούγεται τοῦ πρωινοῦ ἡ βροχή καί πέφτουν οἱ ψιχάλες της στά μάτια μας κι ἀγκαλιασε μέ ~~~ -27-
  • 28. Τί χρῶμα μόβ πού ἔχει πάρει ὁ οὐρανός! λές καί ἀρχίζει πένθιμά του πρωινοῦ ἡ νέα μέρα ΚΑΛΗΜΕΡΑ! Ξημέρωσε. δέν κελαηδοῦν πουλιά καί τά λουλούδια στίς αὐλές κοιμοῦνται ἀθώα σέ μία γωνιά κουλουριασμένα δύο σκυλιά κι ἀπ’ τίς ἀνάσες τῆς Δροσιᾶς πίνουν αἰῶνες μοναξιᾶς - εἴμαστε ζῶα! σήμερα χάνω ὅ,τι ποθοῦσα πιό πολύ μά πιό πολύ ἀπ’ τ’ ἄγγιγμά σου ὅλη ἐσένα ἐμοιαζες μ’ ἔρωτα καί ἤτανε γιορτή σκέψη καμιά νά μή γυρνᾶ στά περασμένα μπλεγμένοι ἄνθρωποι, μπλεγμένες καταστάσεις σχέσεις περίπλοκες καί στοῦ μυαλοῦ τή ζάλη μπλέκονται οἱ χορδές μας κάπου ὑπάρχουν ἀραγμένες οἱ ψυχές μας καί στό μηδέν κάθονται οἱ σκέψεις καί τά πίνουνε σ’ ἕνα ὑπόγειο γεμάτο ἀπό ὑποσχέσεις κι ἀπό ἐνθύμια καί τάματα πού ἀργήσανε κινοῦνται ἀθόρυβα οἱ δεῖχτες τῶν καιρῶν νά προμηνύουν ἕνα ΤΕΛΟΣ πού ἀναπτύσσεται λίγα λεπτά γιά μία ἀτελείωτη ἀγάπη ἀρκοῦν γιά τώρα ὅταν κάποτε δέν ἔφταναν εἰκοσιτέσσερις μονάδες χρονικές γιά ν’ ἀνταμώσουμε φαίνεται πώς ὅλα στή ζωή προσωρινά ἀναπτύσσονται προσωρινά κινοῦνται, ὁδεύουν καί ἑλίσσονται καθώς περιορισμένα συνεχίζονται καί κάποτε πεθαίνουν καί καταλήγουν ὅπως τόσο ἁπλά, παροδικά ἀρχίζουν μέ τά ὄνειρα δεμένα μές τή σύντομη ζωή τους! ἄραγε ξέρει καί κανείς πόσο προσωρινά ὑπάρχουμε κι ἐμεῖς; κι ἄν ὅσα ζήσαμε ἤ κάναμε ἤ ἀφήσαμε ἤ γράψαμε ἤ τραγουδήσαμε στούς ἄλλους θά τά βροῦνε λέτε, προσωρινά ἀφημένα πάνω στό τζάκι τά Χριστούγεννα ἤ θά τά ρίξουν ἔπειτα στήν ἀναμμένη φλόγα; καί μέ καημό καί μ’ ἕνα πάθος ἄσβεστο θά τά διαβάσουν ὅπως πρῶτα προσωρινά νά θυμηθοῦν τό παρελθόν τους γιά νά κλάψουνε; Θαυμαστικό! -28-
  • 29. μεγάλη ἀπορία, παχύ θαυμαστικό διπλό τεράστιο ξενόφερτο πλατύ ἐρωτηματικό?? καί μές τή μέση μία ἄνωθεν τελεία νά ἐλπίζει ἀκόμα νά περιμένει κάποιον σά ζεστή φωτιά, παραμονές Χριστούγεννα στό τζάκι ~~~ Τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω κρυμμένη μένει ἡ λέξη χρόνια σάν πληγῆ τή φύλαγα σ’ ἕνα γεμάτο βάζο ἀναμνήσεις στά χείλη μου τήν ἔφερνα τήν κάθε Κυριακή μ’ ἀκόμα δέν τήν πρόφερα ἀντίκρυ πλάι στά χείλη σου ἀκόμα δέν τήν ἔστρωσα χαλί στά πέλματά σου βραχιόλι δέν τήν ἔδεσα, πολύτιμη ψυχή ποῦ μῆνες ξεροστάλιαζε στήν πόρτα σου ν’ ἀνοίξεις τό παράθυρο νά ‘ρθεῖ νά σέ χαρεῖ τό ποίημά μου γεμάτο ἀπορίες πολλά θαυμαστικά καί σκόρπιες οἱ τελεῖες στό πάτωμα ἁπλωμένα κάτι βότσαλα ἀπ’ τή θάλασσα μωσαϊκό ποῦ ἐφτιαξα νά γράφει “σ’ ἀγαπώ” καί γύρω ἕνα τεράστιο στρατόπεδο ταλαίπωρων ρητορικῶν ἀσκήσεων ἀπαίδευτων παγίδων, ἀπ’ τό ρῆμα “ἀγαπώ” τά χέρια σου ἁπαλά, ἕνα σεντόνι ἀπό μετάξι οἱ δύο μας σ’ ἕνα ὄνειρο τρελό κατέβαιναν κι ἀνέβαιναν χωρίς νά ἡμερώνει τοῦ πόθου κάποιο ἄγριο ἁρπακτικό καί γύρω ἕνα τεράστιο κυδώνι γρανίτα σέ χωνάκι παγωτό, σ’ ἕνα μπαλκόνι κι ἡ λέξη μου ὅλο ἔμελλε νά λιώνει νά τρίβεται στῆς γλώσσας τό χορό πυροβολοῦσα ἔτσι ποῦ λές καί ἀδιακρίτως ἔλεγα, ἔλεγες γιά φράουλα χυμό ἔλεγα γιά τῆς ζωῆς τό πλῆθος τό σύστημα, τά χάπια μου καί τόν ἐγωισμό λέγαμε γιά ἕνα μεγάλο μίσος ποῦ φύτρωσε σάν κερασιά στόν κῆπο τοῦ “ἐγώ” κι ἀπέμειναν νά κρέμονται κεράσια γιά τό πλῆθος καί γίνηκε ἀλλιώτικος ὁ κόσμος στόν καιρό ἀλλάξαμε κι ἐμεῖς λές καί μιμούμασταν τό πλῆθος ποῦ ἔτρεχε στό σῶμα μας νά κρύψει τόν καρπό κι ἡ λέξη μου ἡ ριμάδα, κατέβηκε στό στῆθος καί κρύφτηκε καί φώλιασε, τήν ἔπνιξε ὁ καημός βαλάντωσε, ἀπηύδησε καί κουρνίασε στό “ἴσως” πῶς κάποτε θά ἔβγαινε στό φῶς -29-
  • 30. ἀρχαιολόγοι ἤρθανε ἀπό τήν Ἀφρική κουνούσανε τά σώματα λές κάτι νά χορεύουν μοῦ ἔμαθες πῶς λέγεται χορός ἡ φυλακή μά τρόφιμα δέ βρῆκα νά σού φέρω μονάχα κάτι κράκερς γεμιστά μέ σαντιγύ κι αὐτά γλυκά πῶς μοιάζουν στό φιλί μου κομμάτι ἀπό μένανε καί σκέψη τῆς στιγμῆς προδίδουν ἔτσι ἁπλά τόν ἔρωτά μου τόν τελευταῖο στίχο θά σού γράψω μήν πῶ κι ἄλλα στά μάτια σου καί τά φορέσεις προίκα μήν πῶ ἄλλα στά χείλη σου καί πάψουν νά ρωτοῦν μονάχα θά σού πῶ ὅ,τι ἤθελα τό βρῆκα μετά ἀπό σένα παύει ν’ ἀνασαίνει τό κορμί μετά ἀπ’ τήν ἀγάπη μόνο ὁ θάνατος ὑπάρχει καί εἶσαι ὅλη γιά μένα ἡ ζωή ~~~ Σταμάτα νά μιλᾶς, πιάνει βροχή τό θρόισμα ν’ ἀκούσω τοῦ ἀνέμου τίς στάλες τῆς βροχῆς θά ἐρωτευτεῖς ἄν δεῖς μέ πόσα δάκρυα οἱ πληγές μου μετρήθηκαν, χωρίς νά φοβηθεῖς ἡ μία στάζει ψέματα, ἡ ἄλλη ὑποκρισία ἡ τρίτη παραπλάνηση κι ἡ τέταρτη οὐσία τή βάπτισα Θεά κι ὅμως γεννήθηκε Κυρία στυγνά νά μέ διατάζει μέ ὁρμές γιατί εἶναι κρυμμένη κάθε γλύκα στή ζωή ἡ ἀλήθεια φανερώνεται μέ πόνο καί μανία [κι ἄν ἔρθει ἡ στιγμή γιά νά χορέψουμε μαζί ὀμπρέλα νά κρατᾶς στήν τρικυμία] σταμάτα νά μιλᾶς, φυσᾶ τ’ ἀγέρι μοῦ παίρνει τά μαλλιά μέ βία ὁ ἄνεμος μοῦ πῆρε τήν ἀγάπη μέ τήν ἴδια εὐκολία καί νιώθω πιά χαμένος κι ἀπροστάτευτος ἀγάπη μου τά μάτια σου ποῦ νά ‘ναί; γιά γύρνα τό κεφάλι νά μέ δεῖς ἀπόκαμα καί βρῆκα συνουσία μέ εὔπλαστα στιχάκια τῆς στιγμῆς ποῦ σπάζουν μέ τήν πρώτη δυσκολία ἀνθρώπους τόσους γνώρισα μέ κάποια ἱστορία ποῦ εἶχε ὁ καθένας τους νά πεῖ μέ τή σειρά τίς ἄκουγα ἀλληλένδετες, δεμένες μία-μία καί πίστεψα πῶς ἔμαθα πολλά -30-
  • 31. μά μία δέν κατάλαβα, χωρίς ἀλληλουχία νά σπάζει ἕναν ἔρωτα στή μέση κεραυνός ποῦ ἔπεσε ἀνέλπιστα σέ μέρα ἐν αἰθρία καί ἔπνιξε τούς δύο ὁ στεναγμός ἀλίμονο, τό ψέμα εἶναι γιατρός κι ἡ ἀλήθεια μία σκληρή ἀφετηρία τοῦ τρένου κάποιος ἔρημος σταθμός μία ἄδεια, νεκρωμένη πολιτεία σταμάτα νά μιλᾶς, πές μου τί νιώθεις μά ὄχι ἄν καλύπτω τίς ἀνάγκες σου στά μάτια, τί μέ βλέπεις μ’ ἀπορία ὑπῆρξα ἡ ἀλησμόνητη ἀγάπη σου; καί σέρνομαι ἀμφιβάλλοντας Κυρία ἄν εἶμαι ἕνα σκουλήκι στίς παλάμες σου ἤ μία πεταλούδα στή γωνία ποῦ φτιάχνεται σάν πάλλονται τά χείλη σου σέ κάποια ἐρωτική μας συνουσία ~~~ Βρῆκα ἕναν ἄνθρωπο νά κλαίει στήριζε στό πόδι τόν ἀγκώνα ἔφυγε ἀπ’ τήν Ἄνοιξη τό χρῶμα κι ἦρθε ἕνας χειμώνας πιό βαρύς μαῦρα τά ματάκια τοῦ ἀπ’ τό κλάμα κάτι τοῦ ἀμαυρώνει τήν ψυχή νά ‘ναί μία γυναίκα ἡ αἰτία ἤ νά ‘χεῖ λιώσει τώρα τό κερί; κοίταγε στό ἔδαφος χαμένος πέρα ἀκουγόταν μουσική ἕνα ἀκορντεόν μές τή βροχή ἔπαιζε θλιμμένη μελωδία δίπλα σ’ ἕνα μπάρ οἱ ναυτικοί πίνανε τά ναῦλα τους σέ μπύρες κι ἔλιωναν τόν ἄνθρωπο οἱ καημοί σάν ἀνθρωποφάγοι καρχαρίες ζάρωσε τό πρόσωπο ἀπό θλίψη τρέχανε τά χρόνια σάν πουλιά δίπλα του περνοῦσαν φορτηγά γιομάτες οἱ καρότσες ἀπό μίση φίλοι τόν προδώσανε κι ἀδέρφια τό γλυκό κορίτσι ποῦ ἀγαπᾶ -31-