2. Ρινική κοιλότητα
&
Παραρρίνιοι κόλποι
Παραρρίνιοι κόλποι:
αεροπληθείς κοιλότητες εντός
των οστών του σπλαχνικού κρανίου
επικοινωνούν με τη ρινική
κοιλότητα μέσω πόρων ή στενών
οπών.
Λειτουργία :
συμβάλλουν στη διατήρηση
φυσιολογικής ενδοκρανιακής πίεσης
συμμετέχουν στην άμυνα του
οργανισμού (παραγωγή ΝΟ)
συμβάλλουν στη βελτίωση της
«ποιότητας» του εισπνεόμενου αέρα
(θέρμανση, υγροποίηση, καθαρισμός).
4. Ένα από τα 3 συχνότερα νοσήματα
παγκοσμίως . Επιπολασμός 15-30%
Μεγάλο κοινωνικοοικονομικό κόστος
Απώλεια ημερών από το σχολείο ή την
εργασία στα παιδιά & στους ενήλικες.
5. Φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και
των παραρρινίων κόλπων.
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
Οξεία
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
(διάρκεια <6 εβδομάδες)
Χρόνια
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
(διάρκεια >6 εβδομάδες)
6. ΡΙΝΟΠΑΡΑΡΡΙΝΟΚΟΛΠΙΤΙΔΑ
• Ορισμός «ομπρέλα» (ICON, WAO 2014)
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
Οξεία
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
(ARS)
Χρόνια
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
Με Ρινικούς Πολύποδες
(CRSwNP)
Χρόνια
Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
Χωρίς Ρινικούς Πολύποδες
(CRSsNP)
7. ΟΞΕΊΑ ΡΙΝΟΠΑΡΑΡΡΙΝΟΚΟΛΠΊΤΙΔΑ
Διάρκεια < 6 εβδομάδες.
Συνήθως, συνυπάρχει στις ιογενείς λοιμώξεις του ανωτέρου αναπνευστικού (οξεία
ρινίτιδα / κοινό κρυολόγημα).
Αιτιολογία : Ιοί.
Σπάνια : επιπλοκή από βακτήρια (Streptococcus pneumoniae, Haemophilus
influenzae, and Moraxella catarrhalis)
Συμπτωματολογία: ρινική συμφόρηση, καταρροή, οπισθορρινική έκκριση,
πυώδες/έγχρωμο «πρασινωπό» έκκριμα, προσωπαλγία, πονοκέφαλος, αίσθημα
πίεσης ή πληρότητας στο κεφάλι, υποσμία, βήχας, πυρετός. Ενίοτε οδονταλγία ή
ωταλγία.
Διάγνωση: Ιστορικό, Κλινική εξέταση, X-ray imaging.
Θεραπεία: Συμπτωματική. Απαίτηση αντιβιοτικής αγωγής σε < 4% των περιστατικών.
8. Χρόνια Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα
• Επιπολασμός: 5-15% του γενικού πληθυσμού
• Σχετίζεται με σοβαρές & επίμονες καταστάσεις, όπως το άσθμα όψιμης
έναρξης.
• Παθογένεση: Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Διάγνωση:
Χρονική διάρκεια > 6 εβδομάδες +
τουλάχιστον 2 από τα συμπτώματα: ρινική συμφόρηση, ρινική καταρροή
(πρόσθια ή οπισθορρινική καταρροή, άλγος ή αίσθημα πίεσης στο
πρόσωπο, μείωση ή απώλεια όσφρησης +
Ενδοσκοπικά σημεία της νόσου ή ανάλογα ευρήματα στην αξονική
τομογραφία σπλαχνικού κρανίου.
9. Ταξινόμηση:
Χρόνια Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα με Ρινικούς Πολύποδες
(CRSwNP)
Χρόνια Ρινοπαραρρινοκολπίτιδα χωρίς Ρινικούς Πολύποδες
(CRSsNP)
Κοινά χαρακτηριστικά: Ρινική συμφόρηση & βλεννοπυώδης έκκριση.
Τροποποίηση της μικροβιακής χλωρίδας – επικράτηση ειδών
Staphylococcus και αναερόβια μικρόβια. Αύξηση αερομεταφερόμενων
μυκήτων (Alternaria alternata) στους ρινικούς & παραρρινίους ιστούς.
Διαφορές: Στη CRSwNP υπάρχει υποσμία ή ανοσμία
Στη CRSsNP υπάρχει πόνος ή αίσθημα πίεσης ή πληρότητας στο
πρόσωπο.
10.
11. Λοιμώδης Ρινίτιδα – Ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού
Αλλεργική Ρινίτιδα : Εποχιακή, Ολοετής, Επαγγελματική
Μη-αλλεργική Ρινίτιδα : ‘Αγγειοκινητική Ρινίτιδα’ NARES, Ευαισθησία στην ασπιρίνη
Φαρμακευτική Ρινίτιδα
Δευτεροπαθής Ρινίτιδα στην εγκυμοσύνη, στον υποθυρεοειδισμό και λοιπές
ενδοκρινολογικές δχ.
Ανατομικές ανωμαλίες: σοβαρό παρεκκλίνον διάφραγμα, ξένο σώμα
Καλοήθεις & κακοήθεις όγκοι
Μηνιγγοεγκεφαλοκήλες
Ρινόρροια ΕΝΥ
Κοκκιωμάτωση Wegener’s
Χρήση κοκαΐνης
Ατροφική Ρινίτιδα
Ειδικές ή τροπικές λοιμώξεις
Οφθαλμολογικές ή Νευρολογικές νόσοι.
12. ΠΡΟΦΥΛΑΚΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
ΧΡ. ΡΙΝΟΠΑΡΑΡΡΙΝΟΚΟΛΠΙΤΙΔΑΣ
Κατάλληλη θεραπεία με αντιβιοτικά, αν απαιτείται,
Αποφυγή έκθεσης σε εστίες λοίμωξης (π.χ. παιδικοί σταθμοί), συχνό
πλύσιμο χεριών, αποφυγή επαφής με νοσούντες από λοιμώξεις του
αναπνευστικού,
Το εμβόλιο του Πνευμονιόκοκκου μειώνει την επίπτωση της μέσης
ωτίτιδας & της πνευμονίας στα παιδιά,
Θεραπεία των υποκείμενων παραγόντων, αν είναι δυνατόν,
Αντιβιοτική προφύλαξη στις ομάδες υψηλού κινδύνου (συχνά επεισόδια,
σοβαρό άσθμα) με μακρολίδες (roxithromycin to adults, azithromycin
στα παιδιά) τουλάχιστον για 3 μήνες.
13. Οι ρινικοί πολύποδες είναι καλοήθεις (συνήθως μη-καρκινικοί),
ανώδυνοι, μισχωτοί, οιδηματώδεις σχηματισμοί του ρινικού
βλεννογόνου. Το χρώμα τους είναι ωχρογκριζωπό και συχνά
είναι ημιδιαφανείς. Έχουν την τάση να μεγεθύνονται και να
καταλαμβάνουν το διαθέσιμο χώρο των ρινικών θαλαμών και
ενίοτε των παραρρινίων κόλπων. Ο ορισμός είναι
περιγραφικός.
14.
15. Συνιστούν μεγάλη πρόκληση γιατί:
Η αιτιολογία και η παθοφυσιολογία τους
χαρακτηρίζονται από ετερογένεια και
πολυπλοκότητα και δεν είναι πλήρως γνωστές,
Δεν υπάρχει, προς το παρόν, αξιόπιστη
ταξινόμηση των υποομάδων ρινικής
πολυποδίασης, που θα επέτρεπε τον ορθότερο
θεραπευτικό χειρισμό τους,
Υπάρχουν συχνές υποτροπές, παρά την
εφαρμογή της ενδεδειγμένης συντηρητικής και
χειρουργικής θεραπείας, οδηγώντας σε
επαναλαμβανόμενες χειρουργικές παρεμβάσεις.
Οι επαναλαμβανόμενες χειρουργικές επεμβάσεις
προκαλούν, οι ίδιες, διαταραχή της λειτουργίας
του βλεννογόνου με το σχηματισμό ουλώδους
ιστού
16. Εμφανίζονται με διπλάσια συχνότητα στους άντρες απ’ ότι στις γυναίκες, και
ιδιαίτερα στα νεαρά και μεσήλικα άτομα. Η πιο συνήθης θέση εμφάνισής τους είναι
η πρόσθια ηθμοειδής χώρα.
17. Συμπτώματα & Σημεία Ρινικών Πολυπόδων:
Οπισθορρινική έκκριση,
Χρόνια ρινική συμφόρηση ή ρινική καταρροή,
Απώλεια της όσφρησης,
Πόνος στο πρόσωπο, στο κεφάλι, ή στα δόντια,
Υποτροπιάζουσες λοιμώξεις,
Αρνητική ποιότητα ζωής των ασθενών.
18. Η ακριβής αιτία των ρινικών πολυπόδων είναι άγνωστη.
Απαντώνται συχνότερα σε άτομα με αποφρακτικό σύνδρομο
ύπνου-άπνοιας, με άσθμα ή λοιμώξεις των ιγμορείων.
Το 20-90% των ασθενών με ρινικούς πολύποδες έχουν άσθμα.
21. ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΙ ΑΣΘΜΑΤΟΣ
Αναπνευστική Νόσος επιδεινούμενη από Ασπιρίνη
{Aspirin-Exacerbated Respiratory Disease (AERD)}
• Τριάδα Ασπιρίνης (Aspirin triad)
ή
• Sampter’s triad
ή
• Aspirin-sensitive asthma
ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ:
Τεκμηριωμένη ασθματική απάντηση στη λήψη ασπιρίνης ή άλλου NSAID.
Πιθανά κριτήρια, επί απουσίας ιστορικού ευαισθησίας στην ασπιρίνη, σε ασθενή με άσθμα:
• Χρόνια ρινοπαραρρινοκολπίτιδα + ρινικοί πολύποδες
• Έναρξη στην ενήλικη ζωή (>20 ετών)
• Περιφερική ηωσινοφιλία αίματος
22. AERD
• 1. Ο επιπολασμός βάση ιστορικού ποικίλλει (3-5%).
• 2. Υπερτερούν οι γυναίκες (2.3:1)
• 3. Συνήθης ηλικία έναρξης : 30-34 ετών.
• 5. Μη-γνωστή φυλετική (racial) προδιάθεση.
• 6. Μη-γνωστή συσχέτιση με χαμηλότερo κοινωνικοοικονομικό status.
ΓΕΝΕΤΙΚΗ
• 7. Οικογενή περιστατικά σχετικά σπάνια (5.5%).
• 8. Συσχέτιση με HLA-DQw2 και DPB1.
• 9. Γενετικοί πολυμορφισμοί ανευρίσκονται στα γονίδια: LTC4-synthase
(LTC4S), 5- lipoxygenase (5-LO), cyclooxygenase-1(COX-1),
cyclooxygenase-2 (COX-2), prostaglandin E2 receptor genes.
• 10. Γενετικές μελέτες: αυξητική ρύθμιση της periostin (ισχυρός ρυθμιστής
της ίνωσης και της εναπόθεσης κολλαγόνου) στους πολύποδες &
στα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών ασθενών με AERD.
H υπερέκφραση της περιοστίνης συνδέεται με την επιταχυνόμενη
ανάπτυξη των κυττάρων και την αγγειογένεση (υπότυπος).
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ
Υψηλά επίπεδα cysteinyl- leukotriene
23. AERD Κλινικά Γνωρίσματα
Αναπνευστική Νόσος Επιδεινούμενη από Ασπιρίνη
• 1. Σχετίζεται με πιο σοβαρό, ανθεκτικό, επιμένον & συνεχώς
επιδεινούμενο άσθμα.
• 2. Το ASA μπορεί να προκαλέσει σοβαρές, επικίνδυνες
για τη ζωή ασθματικές κρίσεις.
• 5. Το άσθμα και η ευαισθησία στην ασπιρίνη γίνονται εμφανή 1-5
χρόνια μετά την αρχική έναρξη των συμπτωμάτων του ανώτερου
αναπνευστικού (ανοσμία, ρινόρροια, ρινική συμφόρηση).
• 6. Τα συμπτώματα εκδηλώνονται εντός 1-3 ωρών από την κατάποση
ασπιρίνης ή/και άλλων COX-1 inhibitors.
• 7. Η ανθεκτική περίοδος (περίοδος ανοχής απευαισθητοποίησης)
στο ASA κι άλλους COX-1 inhibitors είναι 2-5 d μετά την ASΑ
απευαισθητοποίηση.
24. Βάση του ποσοστού των ηωσινοφίλων και των ουδετεροφίλων στα πτύελα, το άσθμα
κατηγοριοποιείται 4 φλεγμονώδεις υπότυπους:
A)- Ηωσινοφιλικό άσθμα: i.e., ηωσινόφιλα πτυέλων > 2.0%.
B)- Ουδετεροφιλικό άσθμα: i.e., ουδετερόφιλα πτυέλων > 61%.
C)- Μεικτό κοκκιοκυτταρικό άσθμα: αυξημένα ηωσινόφιλα + ουδετερόφιλα.
D)- Ακοκκιοκυτταρικό άσθμα: i.e., φυσιολογικά επίπεδα ηωσινοφίλων και ουδετεροφίλων.
25. Background
Ηωσινοφιλικό Άσθμα: συσχετίσεις
• Ηωσινοφιλική φλεγμονή
• Φτωχός έλεγχος του άσθματος,
• Αυξημένη βρογχοδιασταλτική απάντηση, μειωμένη πνευμονική
λειτουργία και εξάρσεις στους ICS-θεραπευόμενους ασθενείς.
• Συχνότερο στο ευαίσθητο στην ασπιρίνη άσθμα, συσχέτιση με
ρινικούς πολύποδες και άσθμα όψιμης έναρξης.
• Χαμηλότερος ΔΜΣ (BMI)
• Ασαφής συσχέτιση με FeNO
• Παρουσία IL-5 και IL-13 στους ανώτερους και κατώτερους
αεραγωγούς = Th2 οδός.
.υπόστρωμα αναπνευστικής νόσου που επιδεινώνεται από ασπιρίνη – Επίπτωση (Incidence): μετρά συχνότητα NΕΩΝ
περιπτώσεων σε καθορισμένη χρονική περίοδο
• Αναλογία επίπτωσης (Incidence Proportion)
• Πηλίκο επίπτωσης (Incidence Rate)
– Επιπολασμός (Prevalence): μετρά συχνότητα νοση-
μάτων που ΥΠΑΡΧΟΥΝ σε καθορισμένο χρονικό σημείο
3. Η ρινόρροια και η ρινική συμφόρηση είναι
συνήθως τα πρώτα συμπτώματα, με φτωχή
απάντηση στη φαρμακευτική θεραπεία.
4. Η ανοσμία είναι συνήθης.
Απαραίτητοι βιολογικοί δείκτες για τον ορισμό του Th2-like μοριακού φαινοτύπου. In fact using these biomarkers improve the ability to identify responders to Τh2 targeted therapies and improve outcomes. However, responses still vary, even in Τh2-like patients. Thus, it is likely that some Th2-like molecular phenotypes (eventually endotypes) will respond better to IL-4/-13 directed therapy, while another group will respond better to an IL-5 directed therapy.
Periostin is a systemic biomarker of eosinophilic airway inflammation in asthmatic patients. Eosinophilic airway inflammation is heterogeneous in asthmatic patients. We recently described a distinct subtype of asthma defined by the expression of genes inducible by TH2 cytokines in bronchial epithelium. This gene signature, which includes periostin, is present in approximately half of asthmatic patients and correlates with eosinophilic airway inflammation. However, identification of this subtype depends on invasive airway sampling, and hence noninvasive biomarkers of this phenotype are desirable.
We measured fraction of exhaled nitric oxide (Feno), peripheral blood eosinophil, periostin, YKL-40, and IgE levels and compared these biomarkers with airway eosinophilia in asthmatic patients.
This Th2-like (eosinophilic) molecular phenotype is present in about 50% of adult asthma, from mild to severe. This Th2 “molecular phenotype” encompasses some patients with traditional “allergic asthma”, as well as some patients with exercise-induced asthma. Importantly, it also includes a group with adult onset, highly eosinophilic asthma. Patients with a Th2-like molecular phenotype have a range of corticosteroid (CS0 sensitivity, confirming the overall heterogeneity of even this molecularly defined phenotype.