3. Η «σατανική παγίδευση» της Ακριβούλας
«Εντυπωσιακό μέσο στη σύνθεση του διηγήματος είναι η τραγική πλοκή: η
“περιπέτεια” και η “δραματική ειρωνεία” είναι δομικά στοιχεία. Τα πρόσωπα
συνεργούν από άγνοια, γίνονται ενεργούμενα μιας μοιραίας σατανικής μηχανής,
η οποία στήνεται τεχνικότατα, για να παγιδεύσει το αθώο θύμα, την Ακριβούλα,
και να το οδηγήσει ανυπεράσπιστο στους βρόγχους του θανάτου. Όλα
παγιδεύουν: οι άνθρωποι, η ώρα (αμφιλύκη), ο τόπος, η παιδική περιέργεια και
αθωότητα, ο ήχος της φλογέρας, τα αρχαία πένθη της Λούκαινας — όλα
μετατρέπονται σε μοιραίες δυνάμεις. Προπάντων όμως οι άνθρωποι, η ίδια η
γιαγιά της Ακριβούλας, η γριά Λούκαινα, η προσωποποίηση του πένθους, το
ζωντανό κοιμητήρι που είχε μέσα της έξι μνημούρια — πέντε των παιδιών της και
ένα του άντρα της. Θα νόμιζε κανείς, όπως άλλωστε υποβάλλεται αυτή η σκέψη,
ότι ο “Χάρος ο αχόρταγος” δεν πρόκειται να πάρει άλλο λάφυρο από τη γριά
Λούκαινα, που έφτασε στο έσχατο όριο του πένθους. Όμως έχουν έτσι τα
πράγματα; Το βάθος της ανθρώπινης συμφοράς είναι απύθμενο. Μένει η
Ακριβούλα, το τελευταίο παραπλανημένο και ανυποψίαστο θύμα».
(Παγανός Γ., 1993, Η νεοελληνική πεζογραφία, Αθήνα: Κώδικας, τόμ. Β΄)