EKSETASTEA KAI DIDAKTEA YLH G TAKSHS GENIKOY LYKEIOY
Οδυσσέας Ελύτης
1.
2. Ο Οδυςςϋασ Ελύτησ (Αλεπουδϋλησ) – γεννημϋνοσ ςτο Ηρϊκλειο Κρότησ - όταν ϋνασ
απ’ τουσ ςημαντικότερουσ ϋλληνεσ ποιητϋσ, μϋλοσ τησ λογοτεχνικόσ γενιϊσ του ‘30.
Διακρύθηκε το 1979 με το Νόμπελ Λογοτεχνύασ (Ο δεύτεροσ και τελευταίοσ μέχρι
τώρα Έλληνασ που διακρίθηκε με Νόμπελ). Διαμόρφωςε ένα προςωπικό ποιητικό
ιδίωμα και θεωρείται ένασ απ’ τουσ ανανεωτέσ τησ ελληνικήσ ποίηςησ. Πολλά
ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ ςυλλογέσ του έχουν μεταφραςτεί ςε πολλέσ
γλώςςεσ. Γνωςτότερα έργα του είναι:
Άξιον εςτύ
Ήλιοσ ο πρώτοσ
Προςανατολιςμού
3. ΜΟΝΣΕΡΝΑ ΠΟΙΗΗ
Κςπιαπσία ηηρ εικόναρ.
Χπήζη λέξευν και από ηον καθημεπινό λόγο(ακόμη και κακόηση)
Σηίσορ ελεύθεπορ.
Εκθπαζηική ηόλμη: ζσήμαηα λόγος πος αμθιζβηηούν ηην κοινή λογική.
Γέννηζη νοημάηυν μέζα από αππόζμενοςρ λεξιλογικούρ ζςνδςαζμούρ.
Καηάπγηζη κάθε λογικήρ αλληλοςσίαρ ηος νοήμαηορ, πος παπαμένει κπςμμένο.
Ο αναγνώζηηρ ηο ανακαλύπηει μόνορ ηος πποζπεπνώνηαρ ηιρ γλυζζικέρ δςζκολίερ.
Έλλειτη ομοιοκαηαληξίαρ
Υπάπσοςν ιδέερ, έννοιερ και ζςναιζθήμαηα πος ήηαν αδύναηο να εκθπαζηούν
μέζα από ηοςρ αςζηηπούρ και δεζμεςηικούρ κανόνερ ηηρ παπαδοζιακήρ ποίηζηρ.
ΠΑΡΑΔΟΙΑΚΗ ΠΟΙΗΗ
Έσει ίζερ ζηποθέρ και έσει ίζο
απιθμό ζηίσυν.
Επιμονή ζηα ζσήμαηα λόγος και
ζηα εκθπαζηικά μέζα.
4. Η δομή:Το πούημα ϋχει ςφιχτοδεμϋνη δομό: αποτελεύται από ϋξι ςτροφϋσ Χ ϋξι
ςτύχουσ (ςύνολο 36). Οι ςτροφϋσ δϋνονται μεταξύ τουσ με τον ςτύχο-μοτύβο «πϋςτε
μου εύναι η τρελό ροδιϊ» που επαναλαμβϊνεται ϋντεκα φορϋσ.
Ο ποιητικόσ λόγοσ: Εύναι χειμαρρώδησ, ϋνα λυρικό παραλόρημα, μια ροό
παραςτϊςεων και εικόνων.
Ο ςυμβολιςμόσ: Μϋςα από μια ςειρϊ μετωνυμύεσ («καρποφόρο γϋλιο»,
«ξεθηλυκώνει τα μεταξωτϊ»), ςτισ οπούεσ εναλλϊςςονται οι φυςικϋσ και ανθρώπινεσ
ιδιότητεσ, δημιουργεύ ο ποιητόσ μια γόνιμη αμφιςημύα: την κόρη/ροδιϊ, ςτην οπούα
ϋχουν δοθεύ πολλϋσ ερμηνεύεσ, όπωσ ότι ςυμβολύζει την πούηςη (ποιητικό ευεξύα)
που μεταμορφώνει τον κόςμο, «το μυςτικό ρεύμα τησ ζωόσ» που καρπύζει κι
ανανεώνει τα πϊντα.
Η εικονοποιία: Στην πρώτη ςτροφή απεικονύζεται ϋνα καλοκαιρινό
αιγαιοπελαγύτικο τοπύο που μόλισ αντικρύζει το φωσ μιασ καινούριασ μϋρασ.
Η προςωποποιημϋνη ροδιϊ, με την κϊταςπρη φυλλωςιϊ τησ και το ρόδινο χρώμα
του καρπού τησ ςυνδυϊζεται ςτη φανταςύα του ποιητό με τα ρόδινα χρώματα τησ
αυγόσ. Η τρελό ροδιϊ που τη φυςϊει ο ϊνεμοσ ςκορπύζει ςε όλη τη φύςη ευφρόςυνη
πρωινό διϊθεςη.
5. Στη δεύτερη ςτροφή Μαζύ με τη μϋρα, ξυπνούν και οι κϊμποι, ενώ τα κορύτςια
κοιμούνται κι ονειρεύονται πωσ ολόγυμνα θερύζουν τα τριφύλλια. Κι η τρελό
ροδιϊ, που εκπροςωπεύ εδώ την ερωτικό διϊθεςη, γεμύζει τα πανϋρια τουσ με
φώσ και μεταμορφώνει τα ονόματϊ τουσ ςε κελαηδιςμού.
Στην τρίτη ςτροφή Η τρελό ροδιϊ «καλπϊζοντασ» ξϋφρενα γεμύζει με ελπύδα
και αιςιοδοξύα την όμορφη μϋρα που ξημερώνει, καθώσ ο όλιοσ ετοιμϊζεται να
ανατεύλει δημιουργώντασ ςτον ορύζοντα χιλιϊδεσ ιριδιςμούσ.
Στην τέταρτη ςτροφή Η τρελό ροδιϊ επενεργεύ ςτην «εγκυμονούςα» θϊλαςςα
και ςτα καρϊβια που φεύγουν για μακρινϋσ ακρογιαλιϋσ, χαιρετώντασ τα από
μακριϊ, ανϊβοντασ «φωτιϊ» ςτο βϊθοσ του ορύζοντα.
Στην πέμπτη ςτροφή Απλώνει το φωσ τησ ςε όλο τον ουρανό και τον
πλημμυρύζει με χρώματα και χαρούμενουσ όχουσ εμφυςώντασ ερωτικό ορμό.
Στην έκτη ςτροφή Η τρελό ροδιϊ κορυφώνοντασ την αιςθηςιακό επενϋργειϊ
τησ ςτην ανοιξιϊτικη και καλοκαιρινό φύςη, εμποτύζει τα πϊντα με ϋνα βαθύ
αύςθημα ευφορύασ, διαλύει τα μαύρα ςκοτϊδια τησ ζωόσ, μεταμορφώνοντϊσ τα
με τη νιότη, τη δροςιϊ και το ερωτικό τησ ςφρύγοσ.
6. Εϊν διαβϊςουμε το πούημα του Οδυςςϋα Ελύτη παρατηρούμε ότι εύναι γεμϊτο
επαναλόψεισ και προςωποποιόςεισ. Αυτό ςυμβαύνει γιατύ χρηςιμοποιεύ ςυνεχώσ το
ύδιο μοτύβο :πϋςτε μου εύναι η τρελό ροδιϊ.
Η τρύτη ςτροφό ξεκινϊει με μια προςωποπούηςη και ταυτόχρονα μια μεταφορϊ
όπου λϋει για την μϋρα που ςτολύζεται μ’ εφτϊ λογιό φτερϊ, και ο αμϋςωσ επόμενοσ
ςτύχοσ εύναι μεταφορϊ. Στον τρύτο και ςτον πϋμπτο ςτύχο τησ τρύτησ ςτροφόσ
φαύνεται για τρύτη φορϊ μϋςα ςτο πούημα τα η επανϊληψη τησ φρϊςησ πϋςτε μου
εύναι η τρελό ροδιϊ.
Η τϋταρτη ςτροφό ξεκινϊει με το γνωςτό μοτύβο αλλϊ εδώ υπϊρχει και μια
προςωποπούηςη όπου η τρελό ροδιϊ χαιρετϊει την μϊκρη τινϊζοντασ ϋνα μαντόλι
φύλλα. Ο ποιητόσ ςυνεχύζει με μια αντύθεςη τησ δροςερόσ φωτιϊσ. Μετϊ βλϋπουμε
ϊλλη μια προςωποπούηςη τησ ετοιμόγεννησ θϊλαςςασ και αμϋςωσ μετϊ υπϊρχει
μια υπερβολό.Τα χύλια δυο καρϊβια. Ο ποιητόσ τελειώνει την ςτροφό με την
επανϊληψη που υπϊρχει ςε όλο το κεύμενο αλλϊ και με μια προςωποπούηςη.
Η πϋμπτη ςτροφό ξεκινϊει με μια μεταφορϊ γιατύ μασ λϋει ότι το γλαυκό τςαμπύ
ανϊβει κι εορτϊζει. Στον δεύτερο ςτύχο παρατηρούμε το μοτύβο και ο τρύτοσ, ο
τϋταρτοσ και ο ϋκτοσ ςτύχοσ εύναι μεταφορϊ. Στον πϋμπτο ςτύχο βλϋπουμε πϊλι την
επανϊληψη που υπϊρχει ςε όλο το πούημα. Στην ϋκτη και τελευταύα ςτροφό
βλϋπουμε ότι κϊνει ϋνα ϊςτοχο ερώτημα και μϋςα ςε όλη την ςτροφό υπϊρχει η
προςωποπούηςη τησ τρελόσ ροδιϊσ.