2. Επτανηςιακό χολό ονομϊζουμε τη λογοτεχνικό ςχολό που
αναπτύχθηκε ςτα Επτϊνηςα κατϊ το 19ο αιώνα. (χολό ςτη
λογοτεχνύα, όπωσ και ςτισ υπόλοιπεσ τϋχνεσ, ονομϊζουμε το ςύνολο των
καλλιτεχνών που παρουςιϊζουν κοινϊ χαρακτηριςτικϊ τόςο ςτα
θϋματα με τα οπούα καταπιϊνονται όςο και ςτην τεχνοτροπύα).
Σα Επτϊνηςα πρόςφεραν τισ κατϊλληλεσ προώποθϋςεισ, ούτωσ ώςτε
να ςημειωθεύ εκεύ μεγϊλη πνευματικό ϊνθιςη, καθώσ επύςησ και
ανϊπτυξησ των γραμμϊτων και των τεχνών.
Σα επτϊνηςα δεν περιόλθαν ποτϋ κϊτω από τουρκικό κατοχό.
Αντύθετα, η διαδοχικό κατοχό τουσ από τουσ Ενετούσ, τουσ Γϊλλουσ,
τουσ ‘Αγγλουσ και τουσ Ρώςουσ υπόρξε ευνοώκόσ παρϊγοντασ για την
πνευματικό τουσ ακμό.
2
Η μακρόχρονη επαφό το δυτικό πολιτιςμό, η οικονομικό ανϊπτυξη
των νηςιών και η ειρηνικό διαβύωςη των κατούκων ςυνϋβαλαν
ςημαντικϊ ςτο να καταςτούν τα Επτϊνηςα το ςπουδαιότερο
πνευματικό κϋντρο τησ εποχόσ. Επύςησ, θα πρϋπει να ςημειωθεύ το
ςημαντικότατο γεγονόσ ότι το πρώτο ελληνικό Πανεπιςτόμιο, η Ιόνιοσ
Ακαδημύα, ιδρύθηκε ςτην Κϋρκυρα το 1824 κατϊ την αγγλικό κατοχό.
7. «Ο `Υμνοσ εισ την περύφημο Γαλλύαν, αρχιςτρϊτηγον Βοναπϊρτη και
τον ςτρατηγόν Γεντύλλην» του Αντώνιου Μαρτελϊου,
«Ο Βαςιλικόσ» του Αντώνιου Μϊτεςη,
ο «`Υμνοσ εισ την Ελευθερύα» και οι «Ελεύθεροι Πολιορκημϋνοι» του
Διονυςύου ολωμού,
«Ο `Ορκοσ» του Γερϊςιμου Μαρκορϊ,
τα «Προλεγόμενα» του Ιϊκωβου Πολυλϊ,
τα «Ποιόματα διϊφορα» του Ιουλύου Συπϊλδου,
τα «Μυςτόρια τησ Κεφαλονιϊσ» του Ανδρϋα Λαςκαρϊτου,
ο «Φωτεινόσ» και ο «Αςτραπόγιαννοσ» του Αριςτοτϋλη Βαλαωρύτη,
7
οι εύκοςι πατριωτικϋσ «Ωδϋσ» του Ανδρϋα Κϊλβου.
8. ‘Τςτερα από τα δεινϊ τησ ςκλαβιϊσ, την πνευματικό ςιωπό
και την ποιητικό ατροφύα, ϋρχεται μια απ’ τισ πιο πολύτιμεσ
ςτιγμϋσ τησ ποιητικόσ μασ ιςτορύασ : H εμφάνιςη του
Διονύςιου Σολωμού.
8
9. Γεννόθηκε ςτισ 8 Απριλύου του 1798 ςτη Ζϊκυνθο, με πατϋρα αριςτοκρϊτη,
τον κόμη Νικόλαο ολωμό και μητϋρα κόρη του λαού, την Αγγελικό Νύκλη, που
υπηρετούςε ςτο ςπύτι των ολωμών.
Ο Διονύςιοσ μετϊ το θϊνατο του πατϋρα του ςτην ηλικύα των 10 ετών με την
παρότρυνςη του θεύου του πόγε ςτη Ιταλύα ςυνοδευόμενοσ από τον Αββϊ
Santo Rossi.
Υοιτϊ ςτο «Αυτοκρατορικό Βαςιλικό Λύκειο» τησ Κρεμώνασ (Ιταλύα) και
αρχύζει ςιγϊ – ςιγϊ να ωριμϊζει πνευματικϊ. πουδϊζει λατινικό και ιταλικό
φιλοςοφύα και ςτισ 30 επτεμβρύου του 1815 αποφοιτϊ από το γυμνϊςιο.
Νοϋμβριο του 1815 εγγρϊφεται ςτην Νομικό ςχολό του Πανεπιςτημύου τησ
Παβύασ. Παρϊλληλα με τισ ςπουδϋσ του εύχε την ευκαιρύα να παρακολουθεύ και
τισ παραδόςεισ διαπρεπών φιλολόγων και Ελληνιςτών ςτισ οπούεσ ϋβριςκε
περιςςότερο ενδιαφϋρον από την Νομικό επιςτόμη.
Αύγουςτο του 1818, ο ολωμόσ επιςτρϋφει ςτη Ζϊκυνθο εγκαταλεύποντασ τισ
ςπουδϋσ του, τισ εκλεκτϋσ ςυναναςτροφϋσ του και τισ ποιητικϋσ επιδόςεισ του.
Ενώ ςτην πατρύδα του εξακολουθεύ να γρϊφει ιταλικϊ, η επαφό με το δημοτικό
τραγούδι και η γνωριμύα του με τον πυρύδωνα Σρικούπη τόνωςε την
απόφαςό του να γρϊψει ελληνικϊ. Ανακαλύπτει ςτην δημοτικό μασ πούηςη
θηςαυρούσ, ενώ μϋςα του ϋντονη εύναι η ανηςυχύα για την γλωςςικό
9κατϊκτηςη.
10. Αυτά τα λόγια δεν ήταν εύρημα μιασ ςτιγμήσ.
Ήταν η ςυνιςταμένη τησ ποιητικήσ του δημιουργίασ.
Τόςο που από κάθε του έργο ξεπηδάει αυτό το αξίωμα
ίςωσ με άλλα λόγια ,μα ςτο βάθοσ είναι πάντα ίδιο!
10
13. Στο Λόφο του Στρϊνη, ϋξω από την πόλη τησ Ζακύνθου, ο ποιητόσ,
εμπνεύςτηκε και ϋγραψε το Μϊιο του 1823 τον Ύμνο Εισ την
Ελευθερίαν, ακούγοντασ τα κανόνια του Μεςολογγύου να βροντούν.
Έναν χρόνο αργότερα τυπώθηκε ςτο Μεςολόγγι.
Το πούημα αποτελεύται από 158 τετρϊςτιχεσ ςτροφϋσ από αυτϋσ οι
4 πρώτεσ καθιερώθηκαν ωσ εθνικόσ ύμνοσ το 1865 .Οι δύο πρώτεσ
ανακρούονται και ςυνοδεύουν πϊντα την ϋπαρςη και την υποςτολό
τησ ςημαύασ και ψϊλλονται ςε επύςημεσ ςτιγμϋσ και τελετϋσ. Το ϋργο
αυτό περιγρϊφει τισ μϊχεσ, τισ θυςύεσ, τουσ ηρωιςμούσ και
τα ιδανικϊ τησ Ελληνικόσ Επανϊςταςησ του 1821.
Το 1828 μελοποιόθηκε από τον Κερκυραύο Νικόλαο Μϊντζαρο πϊνω
ςε λαώκϊ μοτύβα. Από τότε ακουγόταν τακτικϊ ςε εθνικϋσ γιορτϋσ,
αλλϊ και ςτα ςπύτια των Κερκυραύων αςτών και αναγνωρύςτηκε ςτη
ςυνεύδηςη των Ιονύων ωσ ϊτυποσ ύμνοσ τησ Επτανόςου.
Ακολούθηςαν και ϊλλεσ μελοποιόςεισ από τον Μϊντζαρο (2η το 1837
και 3η το 1839-’40).
13
Ο Ύμνοσ εύχε τερϊςτια απόχηςη, μεταφρϊςτηκε ςε ξϋνεσ γλώςςεσ
και ενύςχυςε το κύνημα του φιλελληνιςμού.
16. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι εύναι ϋνα από τα κορυφαύα
ποιητικϊ ςυνθϋματα του εθνικού ποιητό, που φαύνεται ότι τον
απαςχόληςε ςτο μεγαλύτερο διϊςτημα τησ ζωόσ του, καθώσ και
ϋνα από τα πιο ςημαντικϊ ϋργα τησ νεότερησ ελληνικόσ πούηςησ.
Γραμμϋνο ςε δεκαπενταςύλλαβο, το ϋργο εύναι εμπνευςμϋνο από
τα γεγονότα τησ πολιορκύασ και τησ Εξόδου του Μεςολογγύου κατϊ
τη διϊρκεια τησ Επανϊςταςησ του 1821.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημϋνοι, εύναι ϋνα από τα πιο
αποςπαςματικϊ ϋργα του. Παραδόθηκε με τη μορφό τριών
ςχεδιαςμϊτων, ύςτερα από προςεκτικό μελϋτη του Ιϊκωβο
Πολυλϊ, ο οπούοσ τα εξϋδωςε για πρώτη φορϊ.
Ο ποιητόσ ςτο παρόν ϋργο επιχειρεύ να αναδεύξει ςε ποιητικό λόγο
το ηθικό μεγαλεύο των Ελλόνων αγωνιςτών που οδηγούνται με
πλόρη ςυνεύδηςη ςτη θυςύα για την κατϊκτηςη τησ πνευματικόσ
ελευθερύασ τουσ.
16
17. Το έργο δεν είναι ένα ενιαίο ποίημα, αλλά αποτελείται
από τρία ςχεδιάςματα ςε αποςπαςματική μορφή:
Σο
, ϋχει λυρικό ύφοσ.
Σο
, που αποτελεύται από τα πιο ςημαντικϊ ςε ποιητικό
ςύλληψη κομμϊτια, αποτελεύται από 61 ςυνολικϊ αποςπϊςματα, γραμμϋνα ςε
ιαμβικό δεκαπενταςύλλαβο με ζευγαρωτό ομοιοκαταληξύα. υντϋθηκε κατϊ
την παραμονό του ποιητό ςτην Κϋρκυρα, κατϊ το διϊςτημα 1833-1844.
Σϋλοσ, το
περιλαμβϊνει 15 ποιητικϊ αποςπϊςματα και
ςυντϋθηκε από το 1844 ωσ το τϋλοσ τησ ζωόσ του Διονύςιου ολωμού.
τα
, μεταξύ των ποιητικών αποςπαςμϊτων
παρεμβϊλλονται και πεζϊ τμόματα, που όταν χειρόγραφα ςχϋδια του ολωμού
γραμμϋνα ςτα Ιταλικϊ, και τα οπούα μεταφρϊςτηκαν και εντϊχθηκαν ςτο
ςώμα του ϋργου από τον Ιϊκωβο Πολυλϊ. Τπϊρχουν, επύςησ, και επιπρόςθετα
πεζϊ τμόματα, τα οπούα ϋγραψε ο Πολυλϊσ για την περαιτϋρω κατανόηςη του
κϊθε αποςπϊςματοσ και τη ςύνδεςη μεταξύ τουσ.
17
18. 1ο απόςπαςμα:
Η πεύνα και οι επιπτώςεισ τησ ςτουσ υπεραςπιςτϋσ του Μεςολογγύου εύναι
το θϋμα αυτού του αποςπϊςματοσ. Απαρτύζεται από δύο ενότητεσ.
Ο πρώτοσ ςτύχοσ παρϋχει μια ςυνολικό εικόνα τησ κατϊςταςησ ςτην ευρύτερη
περιοχό με εκπληκτικό νοηματικό πυκνότητα και εκφραςτικό λιτότητα.
Η απόλυτη ςιωπό που κυριαρχεύ ςτον κϊμπο αιςθητοποιεύται με τισ λϋξεισ
ιδιαύτερα υποβλητικϋσ: «ϊκρα», «του τϊφου», «βαςιλεύει». Με αυτό δηλώνεται
η μόνιμη παρουςύα του θανϊτου και επιςημαύνεται η κατϊληξη τησ ηρωικόσ
αντύςταςησ των Ελλόνων.
Ο 2οσ ςτύχοσ αντιτύθεται ςτον 1ο μεταβαύνοντασ από το γενικό (ο κϊμποσ) ςτο
ειδικό (πουλύ) κι από τη «ςιωπό» ςτο κελϊηδημα του πουλιού «λαλεύ». Αλλϊ και
τα ημιςτύχια του 2ου ςτύχου ςυνδϋονται αντύθετα: το πουλύ λαλεύ και ενεργεύ
(παύρνει ςπυρύ), ενώ η μϊνα περιορύζεται να παρακολουθεύ παθητικϊ «ζηλεύει».
τον 3ο ςτύχο θύγεται το θϋμα τησ πεύνασ που εύναι μύα από τισ δυςκολύεσ που
αντιμετωπύζουν οι πολιορκημϋνοι: θα πρϋπει να αντιςταθούν και να το
ξεπερϊςουν. Η πεύνα εύναι η εξωτερικό δύναμη που την υπερνικούν, όπωσ και τισ
ϊλλεσ. Ακολουθεύ το θϋμα του βλϋμματοσ, ςημαντικού μϋςου επικοινωνύασ. Σα
μϊτια όπου ς’ αυτϊ ορκύζεται η μϊνα τα οπούα ϋχουν μαυρύςει από την πεύνα.
18
19. Η επιλογό τησ μϊνασ δεν εύναι τυχαύα από τον ποιητό.
Αυτό αντιπροςωπεύει
τόςο τουσ ϊμαχουσ όςο και το γυναικεύο φύλο.
τη 2η ενότητα περιγρϊφεται η ςτϊςη του ουλιώτη. Η εικόνα του ςκληροτρϊχιλου πολεμιςτό που κλαύει, επειδό δεν μπορεύ να αγωνιςτεύ όπωσ θα όθελε,
δεύχνει το μϋγεθοσ τησ δοκιμαςύασ που αντιπροςωπεύει η πεύνα. Ο ουλιώτησ
αντιπροςωπεύει όλουσ τουσ πολεμιςτϋσ που αντιμετωπύζουν την πεύνα και
ϊπραγοι μπροςτϊ ςτο μοιραύο τϋλοσ κρατούν το αχρηςτεμϋνο από την
ϋλλειψη πολεμοφοδύων και τη ςωματικό εξαςθϋνιςη τουφϋκι τουσ. Η προςωποπούηςη του τουφεκιού, καθώσ και ο διϊλογοσ του με το τουφϋκι αναδεικνύουν
την πικρό αγανϊκτηςη και την πληγωμϋνη ατομικό και εθνικό ανδροπρϋπεια
των μαχητών.
19
20. 2ο απόςπαςμα:
το 2ο απόςπαςμα η φύςη βρύςκεται ςτην καλύτερη ώρα ζωόσ, δημιουργύασ και
ϋρωτα, ςε αντύθεςη με τουσ Μεςολογγύτεσ που πολιορκούνται όλο και ςτενότερα
από τουσ εχθρούσ. Οι λυρικϋσ περιγραφϋσ αναδεικνύουν το γλυκό αναβραςμό
ακόμα και ςτισ αμελητϋεσ υπϊρξεισ αλλϊ και ςτη νεκρό φύςη. Επομϋνωσ, το θϋμα
τησ ανοιξιϊτικησ φύςησ διαδϋχεται εκεύνο τησ πεύνασ. Όλα τα ςτοιχεύα τησ φύςησ
ςυμμετϋχουν ςτη γιορτό τησ ϊνοιξησ: γη, ουρανόσ, αϋρασ, θϊλαςςα. Σο ξύπνημα
δύνεται με φθύνουςα κλιμϊκωςη και παρουςιϊζει κλιμακωτϊ την ιεραρχύα των
όντων: από το μεγαλύτερο ςτο μικρότερο και από το πλουςιότερο ςτο πιο λιτό,
με ϋξοχεσ λυρικϋσ εικόνεσ. Επιπλϋον, η μαγεύα τησ φύςησ μεταμορφώνει ακόμα και
την ϊψυχη ύλη ςε ζωντανό και γεμϊτη χαρϊ.
20
21. Και εδώ τύθεται το ηθικό δύλημμα:
Η φύςη υποβϊλλει τουσ πολιορκημϋνουσ ςε ςκληρό δοκιμαςύα θϋτοντασ ϋνα ηθικό
δύλημμα: Να παραδοθούν για να ςώςουν την ζωό τουσ ό να επιτελϋςουν
το χρϋοσ τουσ με τύμημα τον θϊνατο;
Ο ποιητόσ μϊλιςτα, για να υπογραμμύςει τη ςημαςύα του διλόμματοσ, ςυςςωρεύει
εκφραςτικϊ μϋςα: προςωποπούηςη: «με χύλιεσ βρύςεσ χύνεται, με χύλιεσ γλώςςεσ
κραύνει» ςτ. 12, υπερβολό και επανϊληψη: « Όποιοσ πεθαύνει ςόμερα χύλιεσ φορϋσ
πεθαύνει» ςτο ςτ. 13. Δεν πρϋπει, τϋλοσ, να αγνοηθεύ η αντύθεςη ανϊμεςα ςτουσ
δύο ςτύχουσ (ζωό, ςτ. 12 / θϊνατοσ, ςτ. 13).
21
22. Ο Σολωµόσ πϋθανε ςτην Κϋρκυρα το 1857 ύςτερα από αλλεπϊλληλεσ
εγκεφαλικϋσ ςυµφορόςεισ ςτην ηλικύα των 59 ετών. Σα οςτϊ του µεταφϋρθηκαν το
1865 ςτη Ζϊκυνθο και τοποθετόθηκαν αρχικώσ ς' ϋνα µικρό µαυςωλεύο ςτον τϊφο
του Κϊλβου.
Ο μαθητόσ του Ιϊκωβοσ Πολυλϊσ από τα ακατϊπαυςτα χειρόγραφα του ποιητό
απόρτιςε την πρώτη ϋκδοςη των Ευριςκομϋνων ,μόλισ 2 χρόνια μετϊ τον θανατό
του ποιητό .
Αλλά τον καιρό που κυκλοφόρηςαν , τα Ευριςκόμενα δε βρήκαν την απήχηςη που θα
περιμέναμε. Ο ποιητήσ είχε προχωρήςει πολύ εμπρόσ από την εποχή του ,το μήνυμα
του έμεινε ακατάληπτο. Θα χρειαςτούν πολλά χρόνια ακόμα ώςπου η νεοελληνική
ποίηςη να αξιοποιήςει το δίδαγμά του .
22