Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου μέσα από μια αληθινή μαρτυρία
1. «Δρόμος χωρίς γυρισμό»
Το οδοιπορικό εξόντωσης των Ελλήνων του Δυτικού Πόντου
Είναιπαιδιά πολλών ανθρώπωντα λόγια μας.
………………………………………………………………………..
Όπως τα πεύκα
κρατούνετημορφήτουαγέρα
ενώ ο αγέραςέφυγε,δενείναιεκεί
το ίδιο τα λόγια
φυλάγουντημορφήτουανθρώπου
κι ο άνθρωποςέφυγε,δενείναιεκεί. (ΓιώργοςΣεφέρης,1966)
Δυτικός Πόντος, Κόσουρουφ
Ένα μεγάλοχωριό με 906 Έλληνεςκατοίκουςτουρκόφωνους.Είχεδύοεκκλησίες,τον Άγιο
Γεώργιοκαιτην Ανάληψη.Λειτουργούσεεπτατάξιοσχολείο,πουτοσυντηρούσαν οι
κάτοικοιτηςπεριοχής με δικά τουςέξοδα. Απείχε7
χιλιόμετρα απότην Κάβζα, την αρχαία Καβησσό,τα
θερμά λουτρά τηςοποίαςαναφέρεικαιοαρχαίος
γεωγράφοςΣτράβων.Οιχωρικοίτην αποκαλούσαν
Κάουσα,δηλαδήΚαίουσα.
– Μερ πας; (δηλαδή Πού πας;) Πάω σα νερά τα κάουσα
= που καίνε.
Στο Κόσουρουφ κατοικούσε ο Χαράλαμπος Δημητριάδης με τη σύζυγο του Παρθένα. Ο
πατέραςτουΝικόλας ήτανε πρόεδρος του χωριού και ήταν ευκατάστατος. Ο Χαράλαμπος
ήταν στρατιώτης στον τουρκικό στρατό, όταν
ξέσπασαν τα γεγονότα. Μετά το κίνημα των
Νεότουρκων δεν μπορούσαν πια οι Έλληνες να
εξαγοράσουντηθητεία τους. Έπρεπε υποχρεωτικά να
υπηρετήσουν. Αυτό για τους περισσότερους
στρατευμένους σήμαινε θάνατο. Σπάνια κάποιος
κατόρθωνενα γυρίσειζωντανός στο σπίτι του. Όποιος
υπηρετούσε, έπρεπε να έχει μαζί του το κουτάλι του και ό,τι άλλο του χρειαζόταν.
Ένα πρωί βγήκε η διαταγή να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, όπως νωρίτερα είχε γίνει και
με τα υπόλοιπα χωριά.
- «Πού θα πάμε μέσα στο χειμώνα;» αναρωτήθηκαν.
- «Θα πάτε στην πατρίδα σας.» ,τους έλεγαν οι Τούρκοι χωροφύλακες.
- «Μα αυτή δεν είναι η πατρίδα μας; Εδώ γεννηθήκαμε, εδώ μεγαλώσαμε», είπαν.
- «Πάρτε ό,τι μπορείτε να πάρετε και ξεκινήστε», ακούστηκε η διαταγή.
Ο Ανέστης, ο αδελφός του Χαράλαμπου, περίπου 18 χρονών, αφού ο αδελφός του ήταν
στρατιώτης, ανέλαβε ως προστάτης την οικογένειά
του. Πήρε την νύφη του Παρθένα και τα δυο παιδιά
της, τα ανίψια του,τηνΤαμάμα καιτο Στρατόνικο και
τη μικρότερη αδελφή του Μαρία, φορτώθηκε στην
πλάτη του ένα πάπλωμα, λίγα τρόφιμα και νερό και
βγήκαν από το χωριό. Τι θα μπορούσαν άλλωστε να
πάρουν στα χέρια τους περπατώντας χιλιόμετρα;
2. Στοδρόμοήδη είχαν συγκεντρωθείκαιάλλοιχωριανοί,παίρνονταςτοδρόμοτηςεξορίας.Ο
Ανέστηςείχετελειώσειτο Γυμνάσιοτης περιοχής.Θα μπορούσενα γίνειδάσκαλος.Γι’ αυτό
και ήξερε να μιλάει και να γράφει ελληνικά.
Η Παρθένα,ηνύφητου, ήτανκαιαυτήμορφωμένη.Ήταν στο θρήσκευμα προτεστάντισσα,
«ευαγγελικιά», όπως έλεγαν. Ήταν πολύ πιστή, αλλά δεν πήγαινε στην εκκλησία των
Ορθοδόξων. Διάβαζε το Ευαγγέλιο στο σπίτι και τους μάλωνε, όταν ανάγκαζαν τα μικρά
παιδιά να νηστεύουν.
[Στην κοντινή πόλη Μερζιφούντα το 1886 μια
αμερικανική Ιεραποστολή Διαμαρτυρομένων είχε
ιδρύσει το Κολέγιο Ανατόλια. Σήμερα το Κολέγιο
αυτό λειτουργεί στη Θεσσαλονίκη.]
Την ίδια στιγμή σ’ένα γειτονικόχωριό,ένα χιλιόμετροπερίπουαπό την Κάβζα,στοΚοτσμέν
ή Ντερετσούκ μια άλλη οικογένεια άρχιζε το δικό της Γολγοθά μέσα στο χειμώνα. Η
οικογένεια του Κυριάκου και της Κυριακής Παναγιωτίδη με τα παιδιά τους Γεσθημανή,
Παναγιώτη,Ιωάννηκαιτομικρότουςκοριτσάκι. Το χωριό τους είχε δύο ονόματα: Κοτσμέν,
το ένα,γιατίπριναπόαρκετά χρόνια είχαν μετακομίσει εδώ από άλλη περιοχή του Πόντου
και Ντερετσούκ, το δεύτερο όνομα του χωριού, γιατί ήταν κοντά στο ρέμα, καθώς αυτό
σημαίνει η λέξη «ντερέ» στην τουρκική γλώσσα.
Ένα πρωί τους σήκωσαν και αυτούς από τα σπίτια τους. Οι γείτονές τους Τούρκοι είχαν
καλές σχέσεις μαζί τους, τους αγαπούσαν, τους
αγκάλιασαν,τουςαποχαιρέτισαν καιγνωρίζοντας αυτοί
τι τους περίμενε, τους είπαν: «Τζενετέ
μπουλουσατσόχ», δηλαδή «τώρα στον άλλο κόσμο θα
ανταμωθούμε» και έκλαιγαν. Αυτοί ήξεραν ότι δε θα
ξαναγύριζαν ποτέ πίσω στα σπίτια τους.
Τα γυναικόπαιδα της ίδιας της πόλης της Κάβζας, οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν τα έσφαξαν
στο γειτονικό ποτάμι της Αγίας Βαρβάρας. Το «Μποουρέν Ντερεσί», «το ποτάμι που
μουγκρίζει»,όπωςσημαίνειτο όνομά του, γιατί εκεί, έλεγε μια παράδοση του τόπου τους,
ο δήμιος έσφαξε την Αγία Βαρβάρα, που παρέμεινε Χριστιανή. Την κυνήγησε και την
μαχαίρωσε. Μούγκρισε από τον πόνο αυτή και αμέσως έτρεξε ζεστό αίμα και νερό. Έτσι
έμεινετο βουητόκαιτο όνομα στο ποτάμι .Έτσι δημιουργήθηκαν και τα θερμά λουτρά της
Κάβζας. Δέκα λεπτά περίπουπερπατούσαν απότοχωριότους, για να φτάσουν σ’ αυτά. Εκεί
πήγαιναννα λουστούν, αλλά και να γιατρευτούν από λογής αρρώστιες όλα τα χρόνια που
ζούσαν στην περιοχή. Τώρα με τη ματιά τους τα αποχαιρετούσαν για τελευταία φορά.
Οι κάτοικοι στο Ντερετσούκ ασχολούνταν με τη γεωργία. Καλλιεργούσαν σιτάρι και τη
φαρμακευτική παπαρούνα. Πουλούσαν την ουσία που έβγαινε από την επεξεργασία της.
Αποβραδίς χάραζαν το κουκούλι (κάψα) του φυτού. Τρία με τέσσερα χαράγματα ήταν
αρκετά έτσι, ώστε τοφυτό να δακρύσει.Την επόμενημέρα πριν βγειο ήλιος καιξεραθεί το
παχύρευστουγρό,μάζευαντουςκόμπουςμε ένα μαχαιράκικαιτους έβαζαν σε ένα δοχείο.
Από τους σπόρους της παπαρούνας (χας, χας) οι γυναίκες του χωριού έκαναν και
πεντανόστιμες πίτες.
Ο Κυριάκος ήταν αγαπητός στο χωριό του, γιατί ήταν καλός μάστορας. «Ουστά Κυριάκο»
τον αποκαλούσαν Έλληνες και Τούρκοι. Έφτιαχνε κάρα, κοτάνια δηλ. δοκάνια για το
αλώνισμα,χτένεςαπόκέρατα ζώωνκαιτι δεν έφτιαχνε. Είχε κι αυτός έναν αδελφό που τον
3. έλεγανΧαράλαμποκαιπουεκείνοτον καιρόυπηρετούσε στον τουρκικό στρατό. Μια μέρα
απολύθηκεκαιγύρισε στο χωριό. Πρόφτασε και ξεκουράστηκε μόνο δύο μέρες, γιατί τότε
είχε κηρυχτεί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Τούρκοι τον ξαναπήραν στρατιώτη. Ο
Χαράλαμπος όμως δεν γύρισε ποτέ από τότε.
Κάποια μέρα, πριν τους διώξουν από το χωριό τους, ένας Τούρκος έδειξε στον Κυριάκο με
καμάρι το φράχτη που έκανε στο σπίτι του με τα κρανία
των σκοτωμένων Αρμενίων. Η εξόντωση των Αρμενίων
προηγήθηκε των Ελλήνων. Του είπε: «Βλέπεις τι τους
κάναμε;» Ο Κυριάκος τόλμησε να του απαντήσει: «
Κοίταξέ τους. Βλέπεις τα δόντια τους; Σε κοιτάνε και
γελάνε. Τώρα μπορείς να τους κάνεις τίποτα;» Ένας
συντοπίτης του Τούρκου του είπε: «Είδες τι καλή
απάντηση σου έδωσε;»
Ο Κυριάκος ξεκίνησε κι εκείνος την ίδια πορεία με τον Ανέστη Δημητριάδη πηγαίνοντας
πλάι – πλάι στο ποτάμι με το μεγάλο καραβάνι του θανάτου. Πόσο θα κρατούσε εκείνη η
πορεία;Κανείςδενήξερε.Πήγαιναν–πήγαιναν,δρόμοέπαιρναν και δρόμο άφηναν και το
καραβάνι εκείνο που έκανε χιλιόμετρα πάνω στη γη, δεν έλεγε να καταλήξει κάπου.
Στα πλαϊνά του δρόμου έφιπποι Τούρκοι χωροφύλακες τους επιτηρούσαν σκληρά με
μαστίγια καιντουφέκια.Όταν βράδιαζε,τοκαραβάνισταματούσε,όπουκιαν βρισκόταν.Σε
πεδιάδα , σε βουνό, στη μέση του δρόμου έπεφταν να κοιμηθούν πάνω στο χώμα ή στο
χιόνι. Σκεπάζονταν με ό,τι κουβαλούσαν μαζί τους.
Ολόκληρη η οικογένεια μαζί, για να κρατιούνται
ζεστοί. Κάποιες οικογένειες, ολόκληρες φαμίλιες, το
πρωί δεν ξυπνούσαν. Οι χωροφύλακες ούρλιαζαν,
μαστίγωναν τα σκεπάσματα και όταν οι άλλοι τα
σήκωναν, για να ξυπνήσουν τουςσυμπατριώτες τους,
έβλεπαν πως όλοι ήταν παγωμένοι και ακίνητοι. Οι
Τούρκοιτους υποχρέωναννα τουςαφήσουν εκεί,χωρίςνα τουςθάψουν,γιατίτο μακάβριο
καραβάνιέπρεπενα φύγειμέσα από την Τουρκία.[ Ένα τεράστιο καραβάνι που αν υπήρχε
σήμερα, η αρχή του θα βρίσκονταν στην Καβάλα και το τέλος του στις Σέρρες.]
Τρία χρόνια βάσταξε αυτό το μαρτύριο και ακόμα πουθενά δε φτάνανε εκείνοι οι
άνθρωποι.Τα ρούχα τους είχαν λιώσει, τα παπούτσια είχαν διαλυθεί. Πήγαιναν ξυπόλητοι
στις λάσπες,στηνπαγωνιά τουχειμώνα και την κάψα
του καλοκαιριού. Η πείνα τους θέριζε, ιδίως τα
παιδιά. Όταν έφταναν σε κατοικημένα χωριά,
ζητιάνευαν, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ξερό
ψωμί. Συχνά έπιναννερόαπότις γούβες του δρόμου,
που δημιουργούνταν από τα πατήματα των ζώων.
Περνώντας από ένα μεγάλο ποτάμι η μικρή αδελφή
της Γεσθημανής πήγε να φέρει νερό. Τα νερά ήταν πολύ ορμητικά και αν δεν ήταν η
Γεσθημανή θα είχε πνιγεί. Αν και γλίτωσαν εκείνη τη μέρα από το θάνατο, δυστυχώς η
μικρή αδελφή δεν τα κατάφερε από την πείνα και τις κακουχίες και πέθανε λίγο καιρό
αργότερα.
Κάποτε έφτασαν και στο Κουρδιστάν. Εκεί οι άνθρωποι ήταν τόσο φτωχοί, που ορμούσαν
πάνω στους ταλαιπωρημένους πρόσφυγες και τους έπαιρναν ό,τι μπορούσαν. Ακόμα και
ένα κουμπί που γυάλιζε στα λιωμένα τους ρούχα το τραβούσαν και το έπαιρναν. Έτρωγαν
ένα παράξενο ψωμί, «κιλκίλ» το έλεγαν. Μάλλον ήταν από κεχρί. Η πείνα, οι ψείρες, οι
αρρώστιες, το κρύο, η ζέστη θέριζαν το μεγάλο καραβάνι. Κάθε μέρα πέθαιναν δεκάδες.
4. Η Παρθένα Δημητριάδου μέσα στην ταλαιπωρία της δεν ξεχνούσε και τον άντρα της, που
υπηρετούσε ακόμη στον τουρκικό στρατό. Αργότερα
κάποιοι πρόσφυγες που ήρθαν από τα μέρη τους ,την
ενημέρωσαν ότι είχε λιποτακτήσει και στη συνέχεια τον
έπιασαν οι Τούρκοι και τον κρέμασαν στην Αμάσεια. Η
Παρθένα τον αγαπούσε πολύ τον Χαράλαμπο και ήταν
πολύ δεμένο αντρόγυνο. Στο άκουσμα της είδησης δεν
άντεξε και σε τρεις ημέρες πέθανε, μάλλον από εγκεφαλικό. Έτσι, ο θείος Ανέστης
αναγκάστηκε να δώσει τα ανίψια του, Ταμάμα και
Στρατόνικο και την αδελφή του Μαρία σε μια αποστολή
του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού, στην Αμερικανική
ΟργάνωσηNearEast ΕγγύςΑνατολή. Αυτοί μετέφεραν τα
παιδιά με πολλά άλλα ελληνόπουλα στο Πειραιά. Μια
οικογένεια από τη Σύρο που δεν είχε παιδιά, υιοθέτησε την Ταμάμα.
Το μεγάλο καραβάνι με όσους επέζησαν, έφτασε κάποτε στο Χαλέπι της Συρίας. Εκεί οι
Τούρκοι τους παράτησαν. Ο σκοπός είχε επιτευχθεί.
Στο Χαλέπι έμειναν πάνω από ένα χρόνο. Οι
γυναίκες έπλεναν ρούχα στα σπίτια των πλουσίων.
Για πρώτη φορά είχαν δει μαρμάρινα σπίτια. Η
Γεσθημανή εκεί είδε υπηρέτρια νέγρα σ’ ένα
πλουσιόσπιτο, παραξενεύτηκε και το έδειξε. Η γυναίκα εκείνη τότε παρεξηγήθηκε.
ΣτοΧαλέπιπέρασανκαλά,έλεγαν,αν καιδούλευαν σκληρά, για να επιζήσουν. Είχαν στέγη
και φαγητό. Τους είχαν δώσει αποθήκες και μαντριά, για να κατοικούν. Μετά την
«Ανταλλαγή» μπόρεσαν να φύγουν από την Συρία. Με ένα φορτηγό πλοίο που μετέφερε
ζώα (χοίρους) πήγαν στην Κύπρο. Εκεί έμειναν τρείς ημέρες.
Στην εξορία ο Ανέστης Δημητριάδης γνωρίστηκε με την Γεσθημανή Παναγιωτίδου.
Παντρεύτηκαν πάνω στο κυπριακό καράβι που τους
μετέφερε απότην Κύπροστο Πειραιά. Απόεκείέφτασαν στη
Θεσσαλονίκη, στο Χαρμάν – Κιοΐ. Έμειναν σε παραπήγματα
για λίγο καιρό και βάλθηκαν να βρουν τους συγγενείς τους.
Ο Ανέστης Δημητριάδης αναζήτησε τα ανίψια του και τα
βρήκε. Πήγε στη Σύρο και πήρε την Ταμάμα. Οι θετοί γονείς
της, την παρέδωσαν στο θείο της, χωρίς να φέρουν
αντίρρηση. Ο αδελφός της Στρατόνικος βρέθηκε στα Γρεβενά, στον άλλο αδερφό του
πατέρα του. Από εκεί τον πήρε ο θείος του ο Ανέστης αργότερα στο Θόλο.
ΣτοΧαρμάν - Κιοί κάποιοιάλλοιπρόσφυγεςτουςέλεγαν:«Καισπίτιβρήκαμεκαι κεραμίδια
έχει». Έτσι έφτασαν στη Δράμα, αναχώρησαν για το
Παρανέστι και από εκεί κατέληξαν στον Άνω Θόλο. Οι
Τούρκοι τους είχαν πει: «Να πάτε να κατοικήσετε στα
ψηλά μέρη, όπου έχει συκιές, ροδιές και κυδωνιές. Εκεί
το κλίμα είναικαλό».ΣτονκάμποτηςΔράμαςη ελονοσία
θέριζε. Εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Τούρκων που
είχαν στο μεταξύ φύγει με την Ανταλλαγή των πληθυσμών σύμφωνα με την Συνθήκη της
Λωζάννης, με τη διαφορά ότι αυτοί είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας μέχρι και τις γάτες
τους.Νωρίτερα πριναπόαυτούςστον Άνω Θόλοείχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες από άλλα
μέρη του Πόντου.
5. Οι Καβζαλήδες ή Γαβζαλήδες, όπως τους έλεγαν, δεν
ήξεραν τίποτα από την καλλιέργεια του καπνού, που τον
καλλιεργούσανσ΄αυτά τα μέρη, γιατί και στην «πατρίδα»,
στον Πόντο, δεν καλλιεργούσαν καπνά. «Πώς τα
μαζεύουν»,έλεγαν.«Τα θερίζουνμετο δρεπάνι;» και τους
κορόιδευαν οι άλλοι. Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως έμαθαν
να καλλιεργούν τον καπνό και ξεπέρασαν στην καλλιέργεια όλους τους άλλους που
απορούσαν γι΄αυτό.
Ο ΑνέστηςΔημητριάδηςπάντρεψε αργότερα την ανιψιά του Ταμάμα με τον κουνιάδο του
Παναγιώτη Παναγιωτίδη και έτσι οι δύο οικογένειες δέθηκαν περισσότερο. Η Ταμάμα,
όμως ήταν άτυχη. Πέθανε στη διάρκεια της τρίτης εγκυμοσύνης (περίπου 23 χρόνων). Ο
Ανέστης Δημητριάδης που δεν απέκτησε παιδιά με τη Γεσθημανή, ανέλαβε και πάλι να
φροντίσει και να αναστήσει και τα ορφανά της ανιψιάς του, τον Χαράλαμπο και την
Λευκοθέα.
Σήμερα δύοαπό τα δισέγγονα τουΧαράλαμπουΔημητριάδηπουκρεμάστηκεστην Αμάσεια
κατοικούν εντελώς συμπτωματικά στην οδό Αμασείας.
Μαρτυρία – Αφήγηση: Λευκοθέα Ψωμιάδου
(Άνω Θόλος, Δράμα, 1930)
Καταγραφή : Ελισάβετ Ψωμιάδου
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΙΣ ΕΓΓΥΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
(AMERICAN NEAR EAST RELIEF)
ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΑΜΑΜΑΣ (7/5/1925)
6. ΕΑΠ (ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ)
ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΗΡΙΟΝ ΓΑΙΩΝ ,ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΥΔΡΑΜΑΣ,
ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ ΘΟΛΟΣ, 1936
ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΓΕΣΘΗΜΑΝΗ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗ