3. ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ
• Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που
επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί
τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν
παπούτσια για επιδιόρθωση. Δηλαδή ήταν
μπαλωματήδες.
• Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος
του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι
αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες,
σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες
καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν
τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον
πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη
χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και
τις παραγγελίες των πελατών του.
4. ΠΑΓΩΤΑΤΖΗΣ
Ο παγωτάς πουλούσε παγωτό στεκόμενος σε πολυσύχναστα
σημεία ή περιφερόμενος στις γειτονιές, καθώς εκείνη την εποχή
δεν υπήρχαν καταψύκτες στα περίπτερα, όπως σήμερα. Ήταν από
τους «γραφικούς» πλανόδιους πωλητές, λόγω του ότι για να
ξεχωρίζει και να διακρίνεται στο πλήθος προκειμένου να έλκει
πελατεία, φορούσε χαρακτηριστική άσπρη μπλούζα και καπέλο
πολλές φορές παρόμοιο με του μάγειρα, για τον ίδιο λόγο (να μην
πέφτουν τρίχες απ΄ το μαλλί του στο παγωτό). Το παγωτό που
πουλούσε ήταν το πλέον γνωστό παγωτό-χωνί, ή αλλιώς χωνάκι.
Σαν γεύση, επικρατούσε αρχικά το καϊμάκι . Χρησιμοποιούσε για
την δημιουργία, την διατήρηση και την μεταφορά του παγωτού
τροχήλατη προθήκη με ψύξη, χειροκίνητη ή συνδυασμένη με
τρίκυκλο ποδήλατο. Εμφανιζόταν προς το τέλος της άνοιξης, κατά
το καλοκαίρι, ενώ από το φθινόπωρο & μετά ασκούσε άλλο
επάγγελμα.
5. ΛΟΥΣΤΡΟΣ
• Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος που
το επάγγελμα του είναι να γυαλίζει παπούτσια
περαστικών. Στη δουλειά του λούστρου χρησιμοποιείται
κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για το
γυάλισμα των παπουτσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις,
ιδιαίτερα παλαιότερα, οι λούστροι ήταν επί το πλείστον
παιδιά ή έφηβοι, όπως και οι εφημεριδοπώλες.
• Διαδεδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, η δουλειά του
λούστρου εξαφανίζεται σταδιακά στην Ευρώπη και τη
Βόρεια Αμερική, και σήμερα το λουστράρισμα σχεδόν
πάντα θεωρείται περισσότερο ένα τέχνασμα, παρά μια
πραγματική δουλειά. Στις περισσότερες χώρες,
συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, το επάγγελμα
αυτό δεν ασκείται από πολλούς σήμερα.
6. ΝΕΡΟΥΛΑΣ
• Ο νερουλάς ή νεροκόπος ήταν πλανόδιος πωλητής
νερού και αναλάμβανε την τροφοδότηση των
σπιτιών, σε πόλεις ή χωριά, που δεν είχαν δική τους
προμήθεια.
• Στην παλιά Αθήνα του 19ου αιώνα όπου δεν υπήρχε
ακόμα ύδρευση στα σπίτια, αναλάμβανε την
τροφοδότησή τους με νερό που προμηθευόταν από
τον Υμηττό και κουβαλούσε με γαϊδούρι, μουλάρι ή
κάρο. Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και
αμειβόταν περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Υπήρχε
συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε
σταθερή πελατεία.