Είπε να κάνεικι αυτός ένα στριφτό. Πάνε δυο
χρόνια ακριβώς από τότε. Κόντευε η
Μεγαλοβδομάδα. Χαρμάνιασε τόσες ώρες
κλεισμένος τυφλοπόντικας στο μπουντρούμι.
Πεδίο μάχης. «Γουρούνες», πυροτεχνήματα,
κροτίδες έσκαγαν από παντού. Περασμένα
μεσάνυχτα κι οι παραγγελίες πολλές. Το αφεντικό έλειπε για προμήθειες. Στην παλιά
αποθήκη του Νίκου Ασημακόπουλου ο Άρης έκανε μαύρα μεροκάματα, για να ξεσκάσει
πασχαλιάτικα κι αυτός με το κορίτσι του, να βοηθήσει και τη μάνα που μας φρόντιζε
μοναχή της. Αλλού δεν έβρισκε δουλειά.
[…]
Δεν πήρε χαμπάρι πώς έγινε. Μόνο μια λάμψη πρόκανε να δει. Τρεις
τα χαράματα μας ειδοποίησαν απ’ το νοσοκομείο της πόλης. Η μάνα
έτρεξε να κάνει τάμα στην Αγία Παρασκευή. Δεν πρόλαβε. Τα χέρια
του ακόμα κάπνιζαν απ’ το πούρο του Τσε. Αυτό τα ’σωσε, είπε.
(Απόσπασμα από το διήγημα ‘Venceremos’. Περιλαμβάνεται στις «δημόσιες ιστορίες» του Δ. Χριστόπουλου)