2. Στις αρχές του 20ο αιώνα, στο Μπουένος Άιρες ζούσαν
άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Οι περισσότεροι ήταν νεαροί
άντρες, που είχαν ταξιδέψει από την άλλη άκρη του κόσμου
για να βρουν δουλειά ή μια ευκαιρία να πλουτίσουν. Ήταν
μετανάστες από την Ιταλία, την Ισπανία, που περίμεναν να
βγάλουν χρήματα και να γυρίσουν στην Ευρώπη να
παντρευτούν ή αλλιώς, να φέρουν στην Αργεντινή μια
Ευρωπαία νύφη. Επειδή το μεγαλύτερο μέρος του
πληθυσμού αποτελούνταν από νέους ανύπαντρους άντρες, οι
γυναίκες αποτελούσαν «είδος προς εξαφάνιση» και ήταν
περιζήτητες.
Οι οίκοι ανοχής έκαναν χρυσές δουλειές. Οι άντρες
σχημάτιζαν ουρές, περιμένοντας τη σειρά τους. Ακόμη και
μετά την αναμονή όμως, δεν ήταν σίγουρο πως θα
βρισκόταν κάποια ιερόδουλη να τους εξυπηρετήσει. Αφού οι
γυναίκες ήταν λίγες, ήταν λίγες και οι ιερόδουλες, με
αποτέλεσμα οι άντρες να πρέπει να «διαγωνιστούν» για να
κεντρίσουν το ενδιαφέρον τους.
3. Για να τις γοητεύσουν, χόρευαν τανγκό και ο καλύτερος χορευτής
κέρδιζε μια θέση στην «καρδιά» της. Έτσι καθιερώθηκε να χορεύεται το
τανγκό στους οίκους ανοχής. Μέχρι τότε ήταν ένας απ’ τους πολλούς
χορούς του δρόμου που είχε προκύψει ύστερα από το συνδυασμό πολλών
ειδών ευρωπαϊκών, αφρικανικών και λατινοαμερικάνικων χορών. Το
όνομα του, «τανγκό», πιστεύεται ότι προέρχεται από την ισπανική λέξη
για το ταμπούρλο, «tambor».
4.
5. Σταδιακά, οι γόνοι των πλουσιότερων οικογενειών, που φυσικά
επισκέπτονταν τους οίκους ανοχής όπως και οι φτωχοί, γνώρισαν το
τανγκό και το μετέφεραν στην Ευρώπη, όπου πήγαν να σπουδάσουν.
Έτσι, ο αισθησιακός αυτός χορός κατέληξε στο Παρίσι, την πόλη που τις
πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα φιλοξενούσε καλλιτέχνες και
πρωτοπόρους διανοούμενους, οι οποίοι αντί να σοκαριστούν από τον
προκλητικό χορό, τους γοήτευσε. Το 1930 στην Ευρώπη επικράτησε
«τανγκομανία».
6. Στην Αργεντινή το τανγκό έγινε εθνικός χορός. Ο κόσμος το χόρευε και
συνεχίζει να το χορεύει στα μαγαζιά και στους δρόμους. Όταν η
οικονομία πήγαινε καλά, συγκεντρώνονταν σε τεράστια, πολυτελή
κέντρα, αλλά όταν υπήρχε φτώχια, χόρευαν σε μικρά σκοτεινά δωμάτια.
Από τη δεκαετία του 1950, όταν άρχισε να επικρατεί η μουσική ροκ εν
ρολ που προερχόταν από τη βόρεια Αμερική, το τανγκό άρχισε να χάνει
τη δημοτικότητά του, ακόμα και στην Αργεντινή.
Η μόδα επανήλθε τη δεκαετία του 1980, όταν το σόου «Tango
Argentino» έκανε παγκόσμια περιοδεία και σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Το τανγκό επέστρεψε ως ένας από τους πιο αγαπημένους χορούς στον
κόσμο.
Η εξέλιξή του συνεχίζεται, ιδιαίτερα στον 21ο αιώνα, όπου νέοι χορευτές
το έχουν εμπλουτίσει με καινούριες φιγούρες και στυλ, συνδυάζοντας το
με σύγχρονα είδη χορού.
7. Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους
χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. Μεγάλη ώθηση στο ταγκό
έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα
είδος ακορντεόν που έφτασε από τη Γερμανία, με ήχο συναισθηματικό,
βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο».
Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-
1992) ήταν ο αυτός, που έβαλε το ταγκό στις αίθουσες συναυλιών, ενώ
μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του
είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
8. Στο αργεντίνικο τάνγκο, πρώτα κινείται το κέντρο του σώματος, κι
έπειτα τα πόδια πηγαίνουν να το στηρίξουν. Οι χορευτές μοιάζουν να
γλυστρούν στο έδαφος, συμπληρώνοντας με ιδανικό τρόπο ο ένας τον
άλλον, με κινήσεις μαλακές που ενίοτε καταλήγουν σε απότομες
στροφές και θεατρικές πόζες, ενώ οι γάμπες τους περιπλέκονται σε
αμέτρητους κομψούς συνδυασμούς, δημιουργώντας ένα κλίμα αβίαστου
ερωτισμού. Το αργεντίνικο τάνγκο είναι μιά νέα αντίληψη για το χορό
ζευγαριών.
Οι περισσότεροι χοροί έχουν μιά λογική αλληλουχία κινήσεων που
μπορεί να μαντέψει η ντάμα, ενώ εδώ πρέπει να ξεχάσει κανείς τους
αυστηρούς κανόνες και να αφεθεί στην πραγματική επαφή και
επικοινωνία, δημιουργώντας έναν μη-λεκτικό διάλογο. Ένα τάνγκο είναι
μιά ζωντανή πράξη τη στιγμή που συμβαίνει.
Είναι ένας τρόπος έκφρασης που ζει από την πρόκληση της στιγμής και
γίνεται πηγή αυθορμητισμού και δημιουργίας.