"ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ" ΣΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ Ε.Π.KOZIANI
Λογοτεχνικό πρόγραμμα στο Γυμνάσιο Καπνοχωρίου Κοζάνης στα πλαίσια της Ιστορίας και Λογοτεχνίας και των δράσεων της Βιβλιοθήκης ,με υπεύθυνες καθηγήτριες τις φιλολόγους Νάννου Αικατερίνη και Στογιάννη Ευαγγελία.Δύο ομάδες μαθητών μελετούν ένα ιστορικό και ένα εφηβικό μυθιστόρημα , αντίστοιχα τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Ε.Π. της Ζωρζ Σαρή και αναζητούν επιχειρήματα τα οποία προβάλλουν σε αγώνες λόγου από τη θέση του συγγραφέα,βιβλιοκριτικού,αναγνώστη,προκειμένου να πείσουν το κοινό και να προωθήσουν τα βιβλία.
"ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ" ΣΤΑ ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΟ Ε.Π.KOZIANI
Λογοτεχνικό πρόγραμμα στο Γυμνάσιο Καπνοχωρίου Κοζάνης στα πλαίσια της Ιστορίας και Λογοτεχνίας και των δράσεων της Βιβλιοθήκης ,με υπεύθυνες καθηγήτριες τις φιλολόγους Νάννου Αικατερίνη και Στογιάννη Ευαγγελία.Δύο ομάδες μαθητών μελετούν ένα ιστορικό και ένα εφηβικό μυθιστόρημα , αντίστοιχα τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου και το Ε.Π. της Ζωρζ Σαρή και αναζητούν επιχειρήματα τα οποία προβάλλουν σε αγώνες λόγου από τη θέση του συγγραφέα,βιβλιοκριτικού,αναγνώστη,προκειμένου να πείσουν το κοινό και να προωθήσουν τα βιβλία.
ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
[ σχολικού έτους 2016-17 ] ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ
" ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ . ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ" - ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ
Ζάχου Μάρθα - Περράκης Ιωάννης
Αφιέρωμα στο πλαίσιο εγκυκλίου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για την 27η Ιανουαρίου που καθιερώθηκε διεθνώς ως Ημέρα Μνήμης των Θυμάτων του Ολοκαυτώματος.
μια σύντομη, αλλά ουσιώδης, ερμηνευτική προσέγγιση και τεχνοτροπική ανάλυση του αποσπάσματος "Από Δόξα και Θάνατο" της Μέλπως Αξιώτη από το μυθιστόρημα ‘Εικοστός Αιώνας’ – 1946
Όποιος σήµερα θέλει να πολεµήσει την ψευτιά και την αµάθεια και να γράφει την αλήθεια έχει ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θ ά ρ ρ ο ς να γράφει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν· την ε ξ υ π ν ά δ α να την αναγνωρίσει παρόλο που τη σκεπάζουν παντού· την τ έ χ ν η να την κάνει ευκολοµεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποχτήσει δύναµη, την π ο ν η ρ ι ά να τη διαδώσει ανάµεσα τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι µεγάλες για κείνους που γράφουν κάτω απ’ το φασισµό, υπάρχουν όµως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόµα και για όσους γράφουν στις χώρες της αστικής ελευθερίας. (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
3. Στις 10 Ιουνίου του 1944 ο εικοσιεξάχρονος τότε Φριτς Λάουτενμπαχ,
λοχαγός των SS του 2ου λόχου του 1ου τάγματος του 7ου
τεθωρακισμένου συντάγματος της αστυνομίας SS, έλαβε διαταγή να
μετακινήσει τον λόχο του από την Λειβαδιά προς τα χωριά
Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι με σκοπό τον εντοπισμό ανταρτών στην
δυτική πλευρά του Ελικώνα. Σαν δόλωμα οι Γερμανοί είχαν δύο
επιταγμένα Ελληνικά φορτηγά γεμάτα με άνδρες των SS
μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, που προπορεύονταν της κύριας
φάλαγγας. Ταυτόχρονα ο 10ος και 11ος λόχος του 3ου τάγματος από
την Άμφισσα κατευθυνόταν προς το Δίστομο για να συναντήσουν τον
2ο λόχο. Οι τρεις λόχοι συναντήθηκαν χωρίς να έχουν εντοπίσει
αντάρτες εκτός από 18 παιδιά που κρύβονταν σε γύρω στάνες. Έξι
από τα παιδιά που προσπάθησαν να δραπετεύσουν εκτελέστηκαν.
Οι Γερμανοί μπήκαν στο Δίστομο και εκφοβίζοντας τους χωρικούς
έμαθαν ότι υπήρχαν αντάρτες στο Στείρι. Ο 2ος λόχος κατευθύνθηκε
προς τα εκεί και στην θέση Λιθαράκι, περιοχή του Στειρίου, έπεσε σε
ενέδρα των ανταρτών του 11ου λόχου του 3ου τάγματος του 34ου
συντάγματος του ΕΛΑΣ. Η μάχη του Στειρίου ήταν σκληρή και
κράτησε περίπου μέχρι τις δύο το μεσημέρι αναγκάζοντας τους
Γερμανούς σε οπισθοχώρηση.
4.
5. Η προετοιμασία του μακελειού
Νωρίς το πρωί της 10ης Ιουνίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής επιτάξανε στη Λιβαδειά δύο
ιδιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα, στα οποία επιβιβάστηκαν γύρω στους 20 Γερμανούς στρατιώτες των
ταγμάτων εφόδου Ες – Ες. Οι στρατιώτες δε φορούσαν στρατιωτικές στολές, αλλά ρούχα πολιτικά,
τα οποία είχαν αφαιρέσει από Ελληνες κρατουμένους του στρατοπέδου συγκεντρώσεως Λιβαδειάς.
Τα δύο επιταγμένα αυτοκίνητα με τους μεταμφιεσμένους ναζί κατευθύνθηκαν προς την Αράχωβα
και πίσω τους, σε απόσταση τριών ή τεσσάρων χιλιομέτρων, ακολούθησαν άλλα πέντε γερμανικά
αυτοκίνητα, γεμάτα στρατιωτικές δυνάμεις με οπλισμό μάχης.
Με το στρατήγημα της μεταμφίεσης, οι Γερμανοί ήθελαν να προκαλέσουν την προσοχή των
ανταρτών του ΕΛΑΣ και πιθανόν τη δράση τους, αλλά και να διαγνώσουν τα πραγματικά αισθήματα
των κατοίκων της περιφέρειας απέναντι στις δυνάμεις κατοχής.
Στο δρόμο προς το Δίστομο, οι Γερμανοί σταμάτησαν 12 χωρικούς που πήγαιναν να δουλέψουν στα
χωράφια τους και τους πήραν ομήρους. Επίσης, για να μην μένουν άπραγοι - και ως προοίμιο όσων
έμελλε να επακολουθήσουν - άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως, ό,τι έβλεπαν να κινείται, είτε
επρόκειτο για ανθρώπους είτε για ζώα, προκαλώντας έτσι τους πρώτους φόνους.
Κατά το μεσημέρι, οι γερμανικές δυνάμεις, αφού συνενώθηκαν με άλλες που ήρθαν από την
Αμφισσα, μπήκαν στο Δίστομο και ζήτησαν, όπως άλλωστε συνήθιζαν, να μάθουν αν βρίσκονταν
εκεί αντάρτες. Η απάντηση που πήραν ήταν η συνηθισμένη: «Πάνε μέρες τώρα που πέρασαν
αντάρτες από δω, αλλά αποτραβήχτηκαν προς τον Ελικώνα, κατά το χωριό Στείρα». Τέτοιου
χαρακτήρα απαντήσεις οι Γερμανοί έπαιρναν σε κάθε χωριό που έμπαιναν και, φυσικά, είχαν μάθει
να μην τις πιστεύουν.
6. Κατά τις 12 1/2 το μεσημέρι, τα δύο επιταγμένα αυτοκίνητα με τους
μεταμφιεσμένους στρατιώτες, μαζί με άλλες δυνάμεις, εγκατέλειψαν το Δίστομο
και κατευθύνθηκαν προς το χωριό Στείρα, αναζητώντας αντάρτες τους οποίους
και βρήκαν. Πράγματι, λίγο έξω από τα Στείρα βρισκόταν ο 11ος Λόχος του III
τάγματος του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που είχε ενημερωθεί για την
παρουσία των Γερμανών στην περιοχή, κι έτσι δεν άργησε να εκδηλωθεί μάχη.
«Ηταν τόσο αναπάντεχη και τόσο καλά οργανωμένη η επίθεση απ' τους αντάρτες
που όσο να καταφέρουν οι Γερμανοί να πηδήσουν έξω από τα αυτοκίνητα και να
πάρουν θέσεις, οι όλμοι και το πυροβόλο τους θέρισαν». Σε λίγο όμως, έφτασαν
ενισχύσεις από το Δίστομο και οι αντάρτες υποχρεώθηκαν, μπρος σε υπέρτερες
δυνάμεις, να υποχωρήσουν.
Οι Γερμανοί, βέβαια, δεν προσπάθησαν να καταδιώξουν τους αντάρτες,
φοβούμενοι τα δυσάρεστα μιας τέτοιας επιχείρησης και προτίμησαν να ξεσπάσουν
στον άμαχο πληθυσμό, που ήταν η εύκολη λεία. Για αρχή, μάλιστα, προέβησαν σε
δολοφονίες ανυποψίαστων χωρικών, που συναντούσαν στο δρόμο της
επιστροφής τους προς το Δίστομο κι όταν έφτασαν στο χωριό προετοιμάστηκαν
για το μακελειό.
7. Το ολοκαύτωμα
Χωρίς δεύτερη κουβέντα, οι κάτοικοι του χωριού διατάχθηκαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Υστερα
εκτελέστηκαν στην ανατολική πλευρά του σχολείου οι 12 όμηροι που είχαν συλληφθεί το πρωί. Κατόπιν
δόθηκε διαταγή να ορμήσουν οι ορδές των βαρβάρων στα σπίτια και να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Ετσι
κι έγινε. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο!!! «Οι φονιάδες - γράφει ο Λάππας4- μεθυσμένοι από το κακούργο
πάθος τους, σπάζουν τις πόρτες των σπιτιών κι ορμάνε μέσα. Οποιον συναντάνε, τον σκοτώνουν. Αλλοι
θερίζουν χωρίς διάκριση ψυχές μέσα στα κοντινά σπίτια κι άλλοι ξεχύνονται στις γειτονιές... Τα
παρακάλια κι ο θρήνος που κάνουν τα γυναικόπαιδα δε στέκουν ικανά να μαλάξουν την άγρια ψυχή των
μακελάρηδων. Η λόγχη και το βόλι, ανάλγητα, τους κόβουν τη φωνή και γιομίζουν τα σπίτια
καταματωμένα κορμιά. Το αίμα απ' τα θύματα γίνεται αυλάκι και κυλάει προς τα σοκάκια. Γέροι και γριές
πέφτουν απ' τα βόλια. Ανδρες κυλιώνται χάμω νεκροί μ' απανωτές θανατηφόρες πιστολιές, κι άλλους
τους βάζουν στη σειρά και τους εκτελούνε. Γυναικόπαιδα σφάζονται κι αβάφτιστα βυζανιάρικα
στραγγαλίζονται και λογχίζονται κι ύστερα ξεκοιλιάζονται... Μπροστά σε τέτοιο θέαμα κι οι θεατές ακόμα
του Κολοσσαίου θα σκέπαζαν τα μάτια τους από φρίκη κι αυτός ο Ηρώδης ή ο Νέρωνας θα φρένιαζαν
απ' το κακό τους, που ύστερα από τόσους αιώνες βρέθηκαν κτηνάνθρωποι σαν κι αυτούς, όχι μονάχα να
τους μιμηθούνε, μα να τους ξεπεράσουν κιόλας».
Να πώς περιγράφει το μακελειό και η V ταξιαρχία του ΕΛΑΣ σε ειδική έκθεσή της5: «Σκότωσαν (σ.σ. οι
Γερμανοί) αδιάκριτα, γέρους, μωρά, εξαμηνίτικα, γριές, τα παιδιά του σχολείου (όλα στην αίθουσα του
σχολείου) κι αυτόν τον παπά. Βρέθηκαν όλες σχεδόν οι γυναίκες σχισμένες με ξίφος ή μαχαίρι από τα
γεννητικά τους όργανα μέχρι το στήθος, βρέθηκαν γυναίκες με κομμένους τους μαστούς, ξεκοιλιασμένες
με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, βρέθηκαν μικρά παιδιά σφαγμένα και ξεκοιλιασμένα και τα έντερα
περασμένα στο λαιμό. Του παπά του κόψαν το κεφάλι και το είχαν πεταμένο μακριά από το πτώμα του.
Ολόκληρες οικογένειες σφαγιάστηκαν... Ολα τα σπίτια ληστεύτηκαν... Πολλοί κάτοικοι τρελάθηκαν και
υπάρχουνε πολλοί τραυματισμένοι...».
8. Ηταν τόσο φρικιαστικά κι ανείπωτα τα εγκλήματα των ναζί στο Δίστομο, που ακόμα κι αυτοί οι
Κουίσλιγκς δεν μπόρεσαν να σιωπήσουν. Θα αναφέρουμε τις αντιδράσεις τους, γιατί αποδεικνύουν το
μέγεθος του εγκλήματος των κατακτητών, αλλά και της δικής τους προδοσίας, αφού ακόμη κι υπό αυτές
τις συνθήκες ούτε για μια στιγμή δε σκέφτηκαν να παραιτηθούν.
Ο κατοχικός νομάρχης Βοιωτίας Ι. Γεωργόπουλος, με τηλεγράφημά του, στις 12/6/44, προς την κατοχική
κυβέρνηση του Ι. Ράλλη, προς άλλες υπηρεσίες και προς την Επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού,
γνωστοποίησε το απαίσιο τούτο έγκλημα και λίγες μέρες αργότερα, με μακροσκελή εμπιστευτική έκθεσή
του προς το κατοχικό υπουργείο Εσωτερικών, περιέγραψε όσα έγιναν με πλήρως αποκαλυπτικό τρόπο.
Αναφερόμενος στο μακελειό, υπογράμμιζε ότι «ο σαδισμός είναι χαρακτηρισμός κενός, αν μη αστείος
διά την περίπτωση». Κι αναφερόμενος στη δράση των Γερμανών στρατιωτών γράφει: «Δαίμονες
εξορμούντες εις καταστροφήν θα ήσαν ολιγώτερον άγριοι και περισσότερον ήπιοι. Ορδαί αγρίων φυλών,
άγρια στίφη που ωρμήθησαν από τα απολίτιστα βάθη της Ασίας ή της αφρικανικής ζούγκλας δε θα
εξετρέποντο εις τας αιματηράς ωμότητας, εις τη φρικαλέαν τραγωδίαν του Διστόμου»6. Κάτω από αυτές
τις συνθήκες, υποχρεώθηκε ακόμη κι αυτός ο κατοχικός πρωθυπουργός Ι. Ράλλης να προβεί σε
παραστάσεις «διαμαρτυρίας» προς τις γερμανικές αρχές κατοχής και, συγκεκριμένα, προς τον στρατηγό
Schimana, ζητώντας την τιμωρία των εμπλεκομένων στη σφαγή
10. Ο Παναγιώτης Περγαντάς του Θωμά (Κιθάρας), 22 χρονών τότε, αφηγείται :
«Κατά τις δέκα το πρωί στις 10 Ιουνίου 1944 μέρα Σάββατο κατέβηκα από το πατρικό μου και πήγα στο
καφενείο του Μαράλιου. Καθόμουνα με δυο – τρεις άλλους. Περνάει από κει το μικρό ανηψάκι μου, ο Γιάννης
της αδερφής μου Φρόσως Σταθά, το γένος Περγαντά. Το φώναξα και του έδωσα μια ρουφηξιά ούζο. Ύστερα
έφυγε να παίξει. Σε λίγο ακούμε φωνή τρομαγμένη «έρχονται οι Γερμανοί».Πεταχτήκαμε και μέσα από το
στενό του Μάριου προς τα Μεσινά ανέβηκα στου Καρσνά το ρέμα, προς τα λακκώματα. Εκεί έμεινα και είχα
στραμμένη την προσοχή μου στο χωριό με αγωνία. Είδα [……], ώσπου όταν βασίλεψε ο ήλιος κι έπαιρνε να
νυχτώσει οι γερμανικές φάλαγγες τράβηξαν για τη Λιβαδειά.
Τότε κατεβαίνω κι εγώ προς το χωριό. Φτάνω σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της
αδερφής μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να οδύρεται, να θρηνολογεί.
Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη,
κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα
βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο το σώμα σημάδια άγριας πάλης.
Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το
λαιμό και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα έντερα.
Το αγόρι της, αυτό που το πρωί του έδωσα λίγο ούζο στο καφενείο, έτρεξε να κρυφτεί στο διπλανό σπίτι του
Νταγιαλή. Οι εγκληματίες το κυνήγησαν και το εκτέλεσαν τινάζοντάς του τα μυαλά στον αέρα κάτω από τη
σκάλα. Επίσης και το άλλο κορίτσι της ίδιας αδερφής μου, την Ελένη, εφτά χρονών, το έσφαξαν κι αυτό. Τέλος
ο πεθερός της αδερφής μου εκτελέστηκε μπροστά στη Δημαρχία μαζί με τον Θανάση Πανουργιά.
Την επομένη το πρωί τους θάψαμε όλους σε ομαδικό τάφο μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους».
Μαρτυρίες επιζώντων
11. Ο Παναγιώτης Σφουντούρης, συγγενής Αργύρη Σφουντούρη, 6 χρονών τότε, θυμάται :
« Είμαστε κλεισμένοι μέσα γιατί ακούγαμε να πέφτουν σφαίρες από τη μεριά του Στειριού. Για μια στιγμή βλέπουμε απ’
το γωνιακό παράθυρο να έρχονται γερμανικά αυτοκίνητα από το δρόμο του Στειριού και να σταματούν μπροστά στο
Δημοτικό σχολείο προς του Ψημένου. Άρχισαν να κατεβάζουν άντρες από τα αυτοκίνητα. Εγώ, μικρός, δε γνώριζα αλλά η
γιαγιά μου είπε πως ήταν τα παιδιά. Αργότερα έμαθα πως ήταν οι δώδεκα Διστομίτες νέοι που αιχμαλώτισαν στις Τσέρες
το πρωί της σφαγής, όταν ερχόντουσαν από τη Λιβαδειά, οι Γερμανοί. Αφού τους κατέβασαν τους έστησαν στον τοίχο του
σχολείου και τους εκτέλεσαν. Οι Γερμανοί εισβάλλοντας σκοτώνουν τη γυναίκα και την κόρη της όπως φούρνιζαν. Ο γέρο
Αγγελής έκαμε να σηκωθεί να ορμήσει. Του ρίχνουν και τον σωριάζουν. Βλέποντας η γιαγιά μου να σκοτώνουν τον
πατέρα, τη μάνα της και την αδερφή της έβγαλε μια φωνή που έσκισε τον αέρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και αφού
είδε πως δεν υπήρχαν γερμανικά αυτοκίνητα στο δρόμο και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί, βγήκαμε όλοι από τον
καταρράχτη. Εμένα με την αδερφή μου μας έστειλαν στο πατρικό μας, 50 μέτρα μακρύτερα. Βγαίνοντας απ’ την
αυλόπορτα του Πίτσου πάνω σε στέφλα είδαμε σκοτωμένο το Νίκο Σφουντούρη, ξάδερφό μου. Ήρθαμε στο σπίτι μας και
αντικρύζω τη μάνα μου σκοτωμένη, γονατιστή στην αγκωνή στο τζάκι. Μόλις την ακούμπησα σωριάστηκε χάμω. Ο
πατέρας μου ήταν σκοτωμένος πάνω στο κρεβάτι. Στο άλλο μικρό κρεβάτι δίπλα στο τζάκι ξεκοιλιασμένος ο αδερφός μου
Νίκος, δύο χρονών. Βγήκαμε έξω κλαίγοντας και φωνάζω στη γιαγιά Κατερίνη πως σκοτώσαν τους γονείς μου και μου είπε
να πάω στης γιαγιάς μου το σπίτι – στη μάνα της μάνας μου. Ξεκινήσαμε πιασμένοι χέρι- χέρι. Φτάνοντας στην πάνω
πλατεία είδαμε ένα σκοτωμένο μπροστά μας. Μέσα από το σπίτι του Τζάθα μούγκριζε τραυματισμένος. Φτάσαμε με την
αδερφή μου στο σπίτι της γιαγιάς. Κλεισμένο, έρημο. Μας μάζεψε ο γερο Λουκάς Καϊλης που ζούσε ανήμπορος στο σπίτι
του. Μας ρώτησε τι πάθαμε και του είπα πως σκότωσαν τους γονείς και τον αδερφό μου. Άκουγα όλη τη νύχτα τα
κλάματα, τα μοιρολόγια των πατριωτών μου.
Απ’ αυτή την άγρια σφαγή έχασα 14 άτομα άμεσους συγγενείς μου».
12.
13. Ο Αργύρης
Σφουντούρης σε
παιδική ηλικία
«Χορτασμένοι» από το αίμα
αθώων, το απόγευμα της
10ης Ιουνίου, οι Γερμανοί
ναζί αποχώρησαν από το
χωριό του Διστόμου. Είχαν
προηγηθεί ώρες ανελέητης
σφαγής. Διακόσιοι δέκα
οχτώ Διστομίτες, ανάμεσα
τους γυναικόπαιδα και
ηλικιωμένοι, έχασαν
μαρτυρικά τη ζωή τους.
Ανάμεσα στα θύματα και ένα
αβάπτιστο αγοράκι, δύο
μηνών.
Ο μικρός Αργύρης, 4 ετών,
έχασε και τους δύο του
γονείς μαζί με 30 συγγενείς
του. Γλίτωσε χάρη στο
νόημα που του έκανε ένας
αξιωματικός των Ες-Ες, με
το οποίο τον προέτρεψε να
πάει να κρυφτεί μέσα στο
σπίτι του. Τα επόμενα
χρόνια της ζωής του, τα
πέρασε μέσα σε
ορφανοτροφεία στην Αθήνα,
μαζί με άλλα παιδιά θύματα
του πολέμου.
14.
15. Ολοκαύτωμα ή γενοκτονία…;
Έχοντας τις απόψεις να διίστανται βρισκόμαστε αντιμέτωποι με
το παραπάνω ερώτημα. Ολοκαύτωμα ή γενοκτονία; Η σφαγή του
Διστόμου είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αποτρόπαια
εγκλήματα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Οι Ναζί κατακτητές χωρις
κανεναν ηθικό φραγμό κατέστρεψαν το Δίστομο και σκότωσαν
218 κατοίκους του. Ανάμεσα στον μείζονος σημασίας αριθμό
θυμάτων ήταν ηλικιωμένοι, ανυπεράσπιστες γυναίκες και κυρίως
παιδιά. Γι’αυτό εστερνιζόμαστε την άποψη της γενοκτονίας, διότι
αφανίστηκε μια ολόκληρη γενιά ενώ βρισκόταν στην
αναπαραγωγική της ηλικία.
16. Για τη σφαγή του Διστόμου, το
Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών
Πολέμου θεώρησε υπεύθυνο τον
επικεφαλής των ναζί, Χάνς Τσάμπελ,
ο οποίος μετά τον πόλεμο συνελήφθη
στο Παρίσι και εκδόθηκε στην
Ελλάδα. Τελικά οι Ελληνικές Αρχές
τον εξέδωσαν προσωρινά στη Δυτική
Γερμανία για άλλη υπόθεση και δεν
επέστρεψε ποτέ για να δικαστεί. Ο
Τσάμπελ αργότερα χρησιμοποίησε την
κλασσική στρατιωτική δικαιολογία για
τη θηριωδία του Διστόμου.
«Εκτελούσα εντολές ανωτέρων»....
Οι Ναζί γελούν με τα "κατόρθωματα"
τους μετά τη σφαγή