2. Πραγματικό όνομα Οδυσσέας Αλεπουδέλης
Πότε και πού γεννήθηκε Γεννήθηκε στης 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της
Κρήτης.
Η Λέσβος είναι το νησί καταγωγής του Ελύτη. Στην
πρωτεύουσα του νησιού, Μυτιλήνη, ο αερολιμένας
φέρει το όνομα «Οδυσσέας Ελύτης» προς τιμήν του.
Πότε και πού πέθανε 18 Μαρτίου 1996, Αθήνα
Ιδιότητα Συγγραφέας, ποιητής και κριτικός τέχνης
Έργα του Ποιητικές συλλογές, δοκίμια, μεταφράσεις
Γνωστότερα ποιητικά του έργα είναι :
•Άξιον Εστί
• Ήλιος ο πρώτος,
• Προσανατολισμοί και άλλα
Συνεργασίες Μάνος Χατζιδάκις, Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης
Μαρκόπουλος και πολλοί άλλοι.
3. Βραβεία •Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1960)
•Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1979)
Η ζωή του Ο Ελύτης φρόντιζε αυστηρά η προσωπική του ζωή να βρίσκεται
μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Όταν πέθανε, ο μόνος
αδελφός του εν ζωή ήταν ο Ευάγγελος Αλεπουδέλης. Ο ίδιος ο ποιητής
είχε μεγάλη αδυναμία στην ανιψιά του Μυρσίνη .
4. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου
στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το Νόμπελ από τον
βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα.
Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα
του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη.
5. Το δρόμο πλάι στη θάλασσα
περπάτησα που `κανε κάθε
μέρα η ποδηλάτισσα.
Βρήκα τα φρούτα που `χε
στο πανέρι της, το δαχτυλίδι
που `πεσε απ’ το χέρι της.
Βρήκα το κουδουνάκι και το
σάλι της, τις ρόδες,
το τιμόνι, το πεντάλι της.
Τη ζώνη της, τη βρήκα σε
μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη
που `μοιαζε με δάκρυ.
Τα μάζεψα ένα ένα και τα
κράτησα κι έλεγα πού `ναι
πού `ναι η ποδηλάτισσα.
Την είδα να περνά πάνω
απ’ τα κύματα, την άλλη μέρα
πάνω από τα μνήματα.
Την τρίτη νύχτωσ’ έχασα
τ’ αχνάρια της, στους ουρανούς
άναψαν τα φανάρια της.
6. Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει
φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα
νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους
αντρειεύεται
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα
Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει
ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα