1. Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη Τρις
λησμονάτε τη χώρα μου
Αετόμορφα τα έχει τα ψηλά βουνά
στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά Τρις
στου γλαυκού το γειτόνεμα
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό
τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ Τρις
με φοβέρες και μ' αίματα
Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
και μυρσίνη εσύ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη Τρις
λησμονάτε τη χώρα μου
Tο γελαστό παιδί
Ήταν πρωί τ' Αυγούστου
κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αγέρα
στην ανθισμένη γή
Βλέπω μια κόρη κλαίει
σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθει
το γελαστό παιδί
Είχεν αντρειά και θάρρος
κι αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα
το γέλιο το γλυκό
Ανάθεμα στη ώρα
κατάρα στη στιγμή
σκοτώσαν οι δικοί
μας το γελαστό παιδί
Ω, να 'ταν σκοτωμένο
στου αρχηγού το πλάϊ
και μόνο από βόλι
Εγγλέζου να 'χε πάει
Κι απ' απεργία πείνας
μεσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα
το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη
μ' αγάπη θα σε κλαίω
για το ότι έκανες
αιώνια θα το λέω
Γιατί όλους τους εχθρούς μας
θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ' αξέχαστο
το γελαστό παιδί
T' ακορντεόν
Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο
που ήξερε και έπαιζε τ' ακορντεόν
όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος
φωτιές στα χέρια του άναβε τ' ακορντεόν
Μα ένα βράδυ σκοτεινό σαν όλα τ' άλλα
κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν
φασιστικά καμιόνια στάθηκαν στη μάντρα
και μια ριπή σταμάτησε τ' ακορντεόν
Τ' αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει
όποτε ακούω από τότε ακορντεόν
κι έχει σαν στάμπα τη ζωή μου σημαδέψει
δε θα περάσει ο φασισμός
Ο δρόμος
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά
Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ' τη μνήμη στην καρδιά
ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά
Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο στοιχήματα καυγάς
ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά
2. Όταν σφίγγουν το χέρι
Όταν σφίγγουν το χέρι Δίς
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο Δίς
Όταν χαμογελάνε Δίς
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μές απ' τ' άγρια γένια τους Δίς
Όταν σκοτώνονται όταν σκοτώνονται Δίς
η ζωή τραβάει την ανηφόρα Δίς
με σημαίες με σημαίες
και με ταμπούρλα
η ζωή τραβάει την ανηφόρα Δίς
με σημαίες με σημαίες με σημαίες
και με ταμπούρλα
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
είμαστε χίλιοι δεκατρείς
Καβάλα πάμε στον καιρό
με τον καιρό με την βροχή
το αίμα πήζει στην πληγή
ο πόνος γίνεται καρφί
Ήταν παιδί στα δεκαεφτά
...ήταν παιδί στα δεκαεφτά
που τώρα έχει πετάξει
ποιος θα σου φέρει αγάπη μου
το γράμμα που 'χα τάξει
Ένα το χελιδόνι
Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή
για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα
βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη
θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου
σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές
και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση
3. Πότε θα κάμει ξαστεριά,
πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το ντουφέκι μου,
την έμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στον Ομαλό,
στη στράτα του Μουσούρου,
να κάμω μάνες δίχως γιους,
γυναίκες δίχως άντρες,
να κάμω και μωρά παιδιά,
να κλαιν’ δίχως μανάδες,
να κλαιν’ τη νύχτα για νερό,
και την αυγή για γάλα,
και τ’ αποδιαφωτίσματα
τη δόλια τους τη μάνα..