1. ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ | σταφιδική κρίση – μετανάστευση
1
σταφιδική κρίση – μετανάστευση (I/cb)
παράθεμα 1
ο
:
Προσαρμογές : Μετανάστευση
Κατά τον πρώιμο 19ο
αιώνα, οι μετανάστες προέρχονταν κυρίως από την Δυτική Ελλάδα και την
Επτάνησο, και ήταν κυρίως ακτήμονες και φτωχοί μικροκαλλιεργητές. Για τους ανθρώπους αυτούς η
μετανάστευση ήταν, μακροχρονίως, μια διέξοδος. Ανάμεσα στους λόγους που τους εξωθούσαν στην
αποδημία, ήταν η σιτοδεία με τις περιοδικές της εξάρσεις και η πενία που έφθανε ενίοτε έως την
εξαθλίωση. Έτσι τουλάχιστον μας πληροφορούν οι μαρτυρίες της εποχής, με την αναπόφευκτη
υπερβολή τους· αναπόφευκτη, επειδή ο συντάκτης μιας τέτοιας μαρτυρίας, είτε ξένος ήταν είτε
Έλληνας αστός, εντυπωσιαζόταν εύκολα από μια φτώχεια που δεν είχε συνηθίσει να βλέπει (ή που
απέφευγε να δει)· ή απλώς ήθελε να εντυπωσιάσει.
Αλλά η μετανάστευση δεν ήταν πάντοτε καταναγκαστικό αποτέλεσμα των κακών συνθηκών
διαβίωσης. Ήταν συχνά ηθελημένη επιλογή, στοιχείο της τακτικής και της στρατηγικής των χωρικών·
ήταν ένας ακόμη παράγοντας προσαρμοστικότητας, που συλλειτουργούσε με την πολυέργεια, με την
εποχική εργασία, με το μεταλλασσόμενο μείγμα καλλιεργειών, με την ευέλικτη οργάνωση της
παραγωγής. Ήταν, δηλαδή, μια από τις διεξόδους που διέθεταν οι χωρικοί· αλλά δεν ήταν μόνο έξοδος
κινδύνου και επιβίωσης, ήταν και δίαυλος κοινωνικής κινητικότητας. Σε συγκυρίες δυσμενείς, υπήρχε
πάντα η διέξοδος της αποδημίας μέρους της οικογένειας προς το εξωτερικό ή προς τις πόλεις.
Εκτονώνοντας την πίεση του πλεονασματικού πληθυσμού μέσα στους κοινωνικούς πυρήνες, στην
οικογένεια και τις τοπικές μικροκοινωνίες, η μετανάστευση έλυνε έτσι το πιεστικό πρόβλημα της
επιβίωσης για μεγάλο μέρος των φτωχών της υπαίθρου. Αλλά για τους λιγότερο φτωχούς και για τους
εύπορους χωρικούς, η αποδημία ήταν και μέσο κοινωνικής ανόδου.
Γι’ αυτό άλλωστε δεν μετανάστευε σχεδόν ποτέ ολόκληρη η οικογένεια· αν το αποφάσιζε, το
έκανε σταδιακά και σε διάστημα πολλών ετών· και όσα μέλη της οικογένειας παρέμεναν στο χωριό
συνέχιζαν την καλλιέργεια. Γι’ αυτό, επίσης, δεν μετανάστευαν μόνο οι φτωχότεροι, οι εξαθλιωμένοι·
μετανάστευαν και όσοι είχαν στον ήλιο μοίρα, αλλά αναζητούσαν μια μοίρα καλύτερη. Όσοι κατείχαν
μεγαλύτερους και ευφορότερους κλήρους, ή όσοι καλλιεργούσαν αποδοτικότερα προϊόντα,
απέφευγαν την άτακτη αποδημία προς την αλλοδαπή. Προτιμούσαν μια αποδημία καλά οργανωμένη
έχοντας φροντίσει να εξασφαλίσουν στον ξένο τόπο τουλάχιστον προσωρινή στέγη και καθοδήγηση
ή προστασία, ακόμη και εργασία. Επιγραμματικά θα έλεγε κανείς ότι οι φτωχότεροι τροφοδοτούσαν
την μετανάστευση της κακής συγκυρίας και της ανάγκης· οι λιγότερο φτωχοί, την μετανάστευση της
κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου.
Η μετανάστευση της ανάγκης ήταν η δικλίδα ασφαλείας που ανακούφιζε τις φτωχότερες
αγροτικές οικογένειες από τα παραπανίσια στόματα, σε εποχές κακών συγκυριών. Συνδεόταν με το
βασικό πρόβλημα των εμπορευματικών καλλιεργειών, με τις έντονες κυμάνσεις των εσοδειών και τις
έντονες συγκυριακές διακυμάνσεις των τιμών. Επίσης, εξισορροπούσε τις παραγωγικές ανεπάρκειες
της υπαίθρου και τις δημογραφικές της αυξήσεις. Ήταν υπόδειγμα προσαρμογής στο περιβάλλον· και
παραλλήλως, απέκλειε την πλήρη εξαθλίωση και την άτακτη φυγή προς τις πόλεις ολόκληρης της
οικογένειας.
Η μετανάστευση της κοινωνικής κινητικότητας δεν αφορούσε κατά κανόνα τους εξαθλιωμένους
ούτε εξαρτιόταν τόσο πολύ από την συγκυρία· ήταν διαχρονικό σημείο και οφειλόταν σε πολλαπλά
αίτια, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα σημαντικό ήταν η ιδεολογία της κοινωνικής ανόδου. Γι’ αυτό
ουδέποτε μετανάστευε ολόκληρη η οικογένεια. Ένας γιος, π.χ. μπορούσε να μεταναστεύσει στην
Οδησσό για να εργαστεί εκεί ως μικροϋπάλληλος. Μια θυγατέρα μπορούσε να μετακινηθεί στην
2. ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ | σταφιδική κρίση – μετανάστευση
2
Αθήνα και να εγκατασταθεί σε συγγενικό, πλουσιότερο σπίτι ως «βαφτιστικιά» - στις φτωχότερες
περιπτώσεις, ως ψυχοκόρη. Ύστερα από λίγα χρόνια, ένας δεύτερος γιος μπορούσε να σπουδάσει
στην Αθήνα και να προσληφθεί ως δημόσιος υπάλληλος. Όσα μέλη της οικογένειας παρέμεναν στο
χωριό, συνέχιζαν τις καλλιέργειες, την εποχική εργασία έναντι ημερομισθίου ή όποιες άλλες
δραστηριότητες έτρεφαν ανέκαθεν την οικογένεια. […] Οι στρατηγικές αυτές μπορούσαν έτσι, μέσα
σε μια ή δυο γενιές, να οδηγήσουν μια τέτοια οικογένεια σε κοινωνική άνοδο άγνωστη στις αγροτικές
κοινωνίες των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών.
Δερτιλής Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830 – 1920, τόμος Α’, σελίδες 239 – 241, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 2005.
παράθεμα 2
ο
:
[Ο ξεριζωμός του ελαιώνα για χάρη των αμπελιών]
[…] Η τεράστια αύξηση της παραγωγής δεν θα ήταν δυνατή αν οι παραγωγοί (ενν. σταφίδας) δεν
αποδύονταν ενθουσιωδώς στην νέα δραστηριότητα, είτε επανεπενδύοντας συνεχώς τα
περισσευούμενα κέρδη τους, το «πλεόνασμά» τους, είτε επενδύοντας κεφάλαια που δανείζονταν από
τους τοκιστές και τους εμπόρους. Οι επενδύσεις αυτές πήραν, βαθμιαίως, μορφή σχεδόν
κερδοσκοπική. Πολύ αργότερα, όταν θα επέλθει η σταφιδική κρίση, ένας άλλος Βρετανός θα
σχολιάσει τον κερδοσκοπικό πυρετό. Οι έλληνες χωρικοί γράφει,
[…] για να ασχοληθούν με το αγαπημένο τους αμπέλι, εγκατέλειψαν ακόμα και την καλλιέργεια της ελιάς.
Σφάλμα που το αντελήφθησαν όταν ήταν πλέον αργά.
Η λέξη «σφάλμα» είναι ανεπαρκής. Στην δεκαετία του 1870 ξεριζώθηκαν αιωνόβιοι ελαιώνες για να
μετατραπούν σε αμπέλια. Ο παραλογισμός φαίνεται αν αναλύσει κανείς με οικονομικούς όρους τα
μακροχρόνια αποτελέσματα της όλης διαδικασίας. Από την μία πλευρά, έχουμε την επένδυση στους
αμπελώνες. Από την άλλη, όμως, η ολοσχερής καταστροφή των ελαιώνων ισοδυναμεί με
αποεπένδυση παγίου κεφαλαίου. Οι φυτείες αμπελιών ήταν φυτικό κεφάλαιο που έπρεπε να
αποσβεσθεί σε λίγες δεκαετίες, όσες επρόκειτο να καλύψει η παραγωγική ζωή του φυτού. Και αυτό
χωρίς να υπολογίζεται η (μεγάλη) πιθανότητα πρόωρης καταστροφής του από μια επιδημία σαν τη
φυλλοξήρα. Αντιθέτως, αν είχαν συντηρηθεί οι παλαιοί ελαιώνες, θα είχαν μηδενικό κόστος
απόσβεσης· είχαν ήδη αποσβεσθεί παράγοντας αδιάκοπα επί αιώνες. Και ούτε οι επιδημίες ούτε οι
παγετοί μπορούσαν να τους καταστρέψουν ολοσχερώς· μόνο η κοντόφθαλμη απληστία των
ανθρώπων μπορούσε να τους εξοντώσει – και αυτό ακριβώς έγινε. Έναν αιώνα αργότερα, σε πολλές
περιοχές της χώρας, χρειάστηκε να ανασυσταθεί το φυτικό κεφάλαιο των ελαιώνων. Στην
Πελοπόννησο και την Κρήτη, ιδίως κατά την περίοδο 1970 – 2000, ξεριζώθηκαν αμπέλια που
κάλυπταν χιλιάδες στρέμματα για να φυτευτούν ελαιόδεντρα. Τότε εμφανίστηκε πάλι ένα κόστος
απόσβεσης, δυσδιάκριτο μεν αλλά πολύ μεγάλο· έως ότου ολοκληρωθεί η απόσβεση, χρειάστηκαν
πολλές δεκαετίας, όσες απαιτεί η ωρίμανση ενός δένδρου σαν την ελιά.
Δερτιλής Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού κράτους 1830 – 1920, τόμος Α’, σελίδες 381 – 382, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 2005.
παράθεση 3
ο
:
[Οι συνθήκες ανάπτυξης της σταφιδικής παραγωγής]
3. ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ | σταφιδική κρίση – μετανάστευση
3
Ήδη από τις αρχές του 19ου
αιώνα και, κυρίως, μετά το τέλος των Ναπολεοντείων Πολέμων, η
αύξηση της βρετανικής ζήτησης για την σταφίδα είχε διαμορφώσει νέες συνθήκες στις μεσογειακές
αγορές αμπελουργικών. Αλλά η ζήτηση πολλαπλασιάστηκε και διαφοροποιήθηκε στη δεκαετία του
1860, όταν η φυλλοξήρα κατέστρεψε τους αμπελώνες της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ιβηρικής
χερσονήσου, χωρίς να επεκταθεί στην Ελλάδα. Οι έλληνες χωρικοί στράφηκαν τότε προς την
αμπελουργία ακόμη μαζικότερα. Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ήταν καταλυτικές – θα
διαρκέσουν, μάλιστα, επί ένα σχεδόν αιώνα.
Πράγματι, μετά το 1866 και μέσα σε ελάχιστα χρόνια αυξήθηκε κατακόρυφα η ζήτηση
ελληνικών κρασιών, με κύριο αγοραστή την γαλλική οινοποιία, η οποία τα χρησιμοποιούσε για
προσμείξεις με τη δική της, περιορισμένη πλέον παραγωγή. Αυξήθηκε επίσης, ακόμη περισσότερο, η
ζήτηση της σταφίδας, από την οποία οι γάλλοι οινοποιοί μπορούσαν να παράγουν αποστάγματα τύπου
κονιάκ δεύτερης ποιότητας. […]
Μεγάλη και αιφνίδια, αυτή η αύξηση της ζήτησης ήταν ανέλπιστη ευλογία για τους έλληνες
παραγωγούς. Στην Λευκάδα, π.χ., 10 χρόνια μετά την καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων, «η
αύξηση της παραγωγής του κρασιού έχει φέρει επανάσταση στις οικονομικές συνθήκες του νησιού»·
την πληροφορία μεταδίδει ο βρετανός πρόξενος, που παρακολουθεί από κοντά το προϊόν, αφού τον
ενδιαφέρει όχι μόνο ως υπάλληλο της Αυτού Μεγαλειότητος, αλλά και ως έμπορο. Πολύ σύντομα, η
Γαλλία έγινε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας της επτανησιακής παραγωγής. Μεταξύ 1880 και 1882,
[…] οι τιμές αυξάνονται […] και οι μικροϊδιοκτήτες, που έχουν πλέον απαλλαγεί από τους τοκογλύφους,
επενδύουν τα κέρδη τους αγοράζοντας γη, την οποία μετατρέπουν αμέσως σε αμπελώνες.
Αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα, οι επιπτώσεις ήταν θεαματικές. Μεταξύ 1866 και 1892, η
αύξηση της παραγωγής και οι υψηλές τιμές άλλαξαν την όψη της Πελοποννήσου και συνετέλεσαν
στην ανάπτυξη ολόκληρης της ελληνικής οικονομίας. Η σταφιδοπαραγωγή του 1850 περίπου
τριπλασιάστηκε έως το 1870 και εξαπλασιάστηκε έως το 1892.
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………
[…] Στις ανταγωνίστριες χώρες φυτεύτηκαν στο μεταξύ νέοι, υγιείς αμπελώνες. Όταν τελικώς
ανασυστάθηκαν οι γαλλικοί αμπελώνες, όταν άρχισαν να παράγουν και πάλι οι νέες φυτείες στην
λοιπή Νότιο Ευρώπη, στη δεκαετία του 1890, οι τιμές έπεσαν, η ζήτηση για τις δεύτερες ποιότητες
ελληνικών κρασιών μηδενίστηκε. Παραλλήλως, μειώθηκε και η ζήτηση σταφίδας. Εξάλλου, η
αμερικάνικη σταφίδα είχε διεισδύσει στην Ευρώπη. Οι νέες τεχνικές συντήρησης, η κονσέρβα και η
ψύξη, μείωσαν την σημασία των αποξηραμένων τροφίμων, όπως ήταν η σταφίδα και
πολλαπλασίασαν την προσφορά εκατοντάδων υποκατάσταστων αγαθών που μπορούσαν πλέον να
την ανταγωνιστούν.
Την ίδια εποχή, τα νεαρά κλήματα που είχαν φυτευτεί στην Ελλάδα κατά την προηγούμενη
δεκαετία έφθαναν στην πλήρη απόδοσή τους. Υπερπαραγωγή στην Ελλάδα, αλλά και ταυτόχρονη
επανεμφάνιση των διεθνών ανταγωνιστών: οι κλασικές αυτές συνθήκες υπερπροσφοράς οδήγησαν
σύντομα την ελληνική αγορά στην κατάρρευση.
Δερτιλής Γ. Β., Ιστορία του ελληνικού κράτους.1830 – 1920, τόμος Α’, σελίδες 370 – 374, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας,
Αθήνα 2005.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : Θάνος Σταυρόπουλος – φιλόλογος, M.Sc.
thanosstavropoulos@yahoo.gr