2. 2
Η Άννα δεν μπορούσε να το βγάλει από το μυαλό της… Ακούς εκεί να της
το πει αυτό!… Ο ίδιος της ο πατέρας της είχε πει πως το μόνο που μπορούν
να κάνουν οι γυναίκες είναι να μαγειρεύουν και να προσέχουν τα παιδιά…
Άραγε αυτό ήθελε για εκείνη; Να γίνει μια νοικοκυρούλα που δεν θα
έφερνε αντίρρηση στον άντρα της; Δεν μπορεί. Δεν μπορεί ο μπαμπάς της
να το ήθελε αυτό… έτσι;
Εκείνη είχε άλλα όνειρα. Να γίνει γιατρός, να βοηθά τους ανθρώπους.
Παρόλο που ήταν μόλις 16, τα είχε σχεδιάσει όλα. Καρδιολόγος ήθελε να
γίνει… Απ’ όταν πέθανε η μάνα της, όταν ήταν 11, από καρδιά, αυτό ήθελε,
να μη χάσει κανένας άλλος τη δικιά του, επειδή ο γιατρός δεν ήταν αρκετά
καλός.
Δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια. Από μικρή, δεν έπαιζε με κούκλες…
τουλάχιστον όχι όπως οι φίλες της. Εκείνη έπαιρνε τις πάνινες κούκλες που
τις έφτιαχνε η γιαγιά της και αντί να τις ταΐζει και να τις βάζει για ύπνο, τις
εγχείριζε. Τους έραβε πόδια, χέρια και ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν
έβλεπε τις ρομαντικές κωμωδίες για τις οποίες τρελαίνονταν όλα τα
κορίτσια. Προτιμούσε να κλείνεται στο δωμάτιό της με τις ώρες και να
διαβάζει βιβλία ιατρικής που δανειζόταν από τη βιβλιοθήκη.
Ήταν διαφορετική. Απ’ όταν έμαθε τι ήταν ο φεμινισμός, ήξερε πως
πίστευε σε αυτό. Ίσως περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Κάθε φορά που
κάποιος έκανε κάποιο σεξιστικό αστείο ήθελε να τα σπάσει όλα. Ευέξαπτη
καθώς ήταν, δεν μπορούσε να χαλιναγωγήσει το θυμό της για πολύ.
3. 3
Έτσι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τα θυμόταν όλα αυτά και το αίμα της
έβραζε. Πάντα ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο.Ο κόσμος δύσκολα παίρνει
στα σοβαρά μία γυναίκα γιατρό. Αλλά εκείνη ήξερε πως μπορούσε να το
κάνει. Πάντα εντυπωσίαζε τους
καθηγητές και συμμαθητές της, όταν δεν της ερχόταν εμετός, κάθε φορά
που έβλεπε αίμα ή ακόμα και όταν είχε σπάσει το κεφάλι του ένας
συμμαθητής της, ο Γιάννης. Εκείνη ήταν η πρώτη που είχε τρέξει κοντά του
και είχε φροντίσει το χτύπημα, αποφασίζοντας τι έπρεπε να κάνουν. Με
όλα αυτά που είχε διαβάσει, γνώριζε καλά τι να κάνει σε έκτακτες
καταστάσεις. Όταν τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, εκείνη πήγε μαζί του
και οι γιατροί τη συνεχάρησαν, γιατί όπως είπαν και οι ίδιοι, αν δεν ήταν
αυτή εκεί, ο Γιάννης μπορεί και να μην τα είχε καταφέρει.
“Οι γυναίκες δεν είναι για δουλειά. Το καθήκον τους είναι να φροντίζουν την
οικογένεια, να μαγειρεύουν, να καθαρίζουν, να μεγαλώνουν τα παιδιά και να
φροντίζουν τους άντρες τους.”
Την πλήγωναν τόσο πολύ αυτά τα λόγια! Δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια
της, καθώς τα θυμόνταν όλα αυτά. Αφού τα είπε αυτά ο πατέρας της,
εκείνη δεν άντεχε να είναι στο ίδιο σπίτι μαζί του, πόσο μάλλον στο ίδιο
δωμάτιο! Πήρε τα πράγματά της κι έφυγε. Κατευθύνθηκε στο σπίτι της
καλύτερης της φίλης, της Μαρίας, εδώ που ήταν πάντα ευπρόσδεκτη.
Δεν της άρεσε να κλαίει. Ήξερε πως ήταν πιο δυνατή. Μα δεν μπορούσε
να σταματήσει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μαγουλά της σαν καταρράκτες.
4. 4
Το ήξερε πως ο μπαμπάς της ήταν παλαιών αρχών, αλλά όχι και τόσο!
Χρειαζόταν τη στήριξή του, μα τώρα πια ήξερε πως αυτό δεν επρόκειτο να
συμβεί.
Θα έπρεπε να βρει το δικό της τρόπο. Να βασιστεί στον εαυτό της, όπως
έκανε πάντοτε.
Με αυτές τις σκέψεις ο ύπνος την αγκάλιασε… και ονειρεύτηκε.
Ονειρεύτηκε πως ο πατέρας της την υποστήριζε, πως δεν ήταν παλαιών
αρχών. Μα όλο ήταν ένα όνειρο που θα τελείωνε, σαν θα χτυπούσε το
ξυπνητήρι. Η πραγματικότητα θα την κατέκλυζε, κάτι που εκείνη δεν
ήθελε, κάτι που δεν το άξιζε…
Το επόμενο πρωί ξύπνησε αναστατωμένη από τις φωνές στον κάτω
όροφο…
“Πού είναι;” αναγνώρισε τη φωνή του μπαμπά της.
“Δεν καταλαβαίνω για ποιο πράγμα μιλάς…”, η φωνή της κ.Ελένης ,της
μαμάς της Μαρίας, ήταν σταθερή και δεν πρόδιδε την ταραχή που ένιωθε.
**********