1. «Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΦΡΑΝΚ»
(από την πλευρά της αδελφής της, Μαργκότ)
Εκείνο το απόγευμα είχαμε κάτσει όλοι μαζί εκτός από την
αδελφή μου. Δεν της άρεσε η παρέα μας και όλο καθόταν κλεισμένη
στο δωμάτιο και έγραφε. Έγραφε συνέχεια, δεν μας άφηνε να δούμε
και την εξόργιζε όταν της λέγαμε να έρθει μαζί μας και να
σταματήσει.
Ήμασταν όλοι χαλαροί και ξέγνοιαστοι. Ώσπου ξαφνικά,
ακούμε τη μυστική πόρτα μας να χτυπάει. Δεν πιστεύαμε τι γινόταν,
δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει. Σπάνε την πόρτα και μπαίνουν
μέσα. Η Άννα συνέχιζε να γράφει συγκεντρωμένη, ώσπου άκουσε
τους αγριάνθρωπους να ρωτάνε απαιτητικά τον πατέρα.
Τότε η μικρή μου αδελφή σάστισε, το ήξερε ότι κάποτε θα
γινόταν αυτό, αλλά δεν το περίμενε εκείνο το απόγευμα. Γρήγορα
πέρασαν όλα μαζί από το μυαλό της, οι καλές στιγμές, οι τσακωμοί
μας, το ημερολόγιό της, η μητέρα, ο πατέρας, ο κρυφός –και καλά-
δεσμός της με το νεαρό συγκάτοικό μας, όλα!
Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα της και πέρασε προς το διάδρομο
για να μας βρει. Έτρεμε και έκανε έναν χαμηλό θόρυβο από την
κουταμάρα της και έτσι οι αστυνομικοί την κατάλαβαν και την
έπιασαν. Η Άννα βούρκωσε και ο φόβος στα μάτια της ήταν
φανερός. Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά απέτυχε. Μας κοιτούσε με
τα ορθάνοιχτα μάτια της γεμάτη τρόμο και ζήταγε βοήθεια.
2. Όσο κι αν ευχόμουν, κάθε φορά που τσακωνόμασταν, να μην
την δω ποτέ ξανά, τόσο ήθελα εκείνη τη στιγμή να την πάρω στην
αγκαλιά μου και να μην την αφήσω…
…Έτσι ένιωθε κι εκείνη. Παρ’ όλες τις διαφωνίες με τη μητέρα
και το θυμό της για τον πατέρα, με την ιδέα να μας χάσει για πάντα
ξέσπασε σε κλάματα. Έτρεμε, που δεν μπορούσε καν να κουμπώσει
τα παπούτσια της. Έκλεισε τα μάτια με τα δυο της χέρια, για να μην
δει τους αστυνομικούς να σδειάζουν τα πράγματά της από τη σάκα
της και ευχόταν, όταν θα τα άνοιγε, να είχε ξυπνήσει από αυτόν τον
εφιάλτη.
Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν έγινε.
ΝΑΝΤΙΑ ΚΑΤΣΟΥΝΩΤΟΥ Β2