3. Κωνςταντύνα! Κωνςταντύνα! Κωνςταντύνα!
Και ϋλεγε ότι δε θα ακούςει ςόμερα τη γιαγιϊ τησ και τισ τρεισ αχώριςτεσ
φύλεσ τησ. Γκρύνια, γκρύνια, γκρύνια. Ε, βϋβαια, που να καταλϊβουν αυτϋσ από
εφηβεύα, που εύναι τησ γενιϊσ τησ Κατοχόσ! «Μα δεν πόρεσ εύδηςη τύποτα;»
ρωτϊει και ξαναρωτϊει η γιαγιϊ. «Όχι, τύποτα» Εύχε τόςο χαρεύ για την
καινούργια τουσ ζωό ςτη Γερμανύα, που ούτε τησ πϋραςε απ το νου πωσ οι
γονεύσ τησ μια μϋρα θα χώριζαν. Κι ακόμη χειρότερα: ότι θα την ϋςτελναν
πύςω ςτην Ελλϊδα να ζόςει με τη γιαγιϊ τησ για κϊποιο διϊςτημα. Όμωσ την
Κωνςταντύνα δεν τη νοιϊζει τύποτε πια. Ούτε το διαζύγιο των γονιών τησ και
οι καινούριεσ τουσ οικογϋνειεσ, ούτε η γκρύνια τησ γιαγιϊσ και τα
προβλόματα ςτο νϋο τησ ςχολεύο. Ασ εύναι καλϊ ο Λουμύνησ, ϋνα αγόρι από
μεγαλύτερη τϊξη. Ένα γαλϊζιο θαυματουργό χαπϊκι κι ύςτερα ϊλλο ϋνα κι
ύςτερα πολλϊ θαυματουργϊ χαπϊκια, κι ύςτερα πολλϊ θαυματουργϊ
ψϋματα, και μια ςτα ουρϊνια, μια ςτον γκρεμό, κι ύςτερα... δεν ϋχει
επιςτροφό.
Σύγουρα δεν ϋχει;
Περύληψη
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη
4. Αλλαγό Χώρασ
Από το βιβλύο ‘’Η Κωνςταντύνα και οι αρϊχνεσ τησ’’ (ςελ. 99-100):
Τη Δευτϋρα το πρωύ ξεκύνηςε για το ςχολεύο. Χαιρόμουν που θα
ξανϊβλεπα το Λουμύνη, αφού οι ζωϋσ μασ ϋμοιαζαν τόςο. Πόρα
ϋνα μικρό ςακύδιο και ϊφηςα τη ςϊκα μου, που ζύγιςε 10 τόνουσ.
Δεν θα εύχαμε μαθόματα, τι θα εύχαμε δεν κατϊλαβα, γιατύ ϋλεγαν
τα παιδιϊ πωσ τη Δευτϋρα ϋχουμε κατϊθλιψη. Δεν όξερα τη λϋξη,
μα ντρϊπηκα να ρωτόςω και φαντϊςτηκα πωσ θα ‘ναι κϊποια
εθνικό γιορτό. Όταν ϋφταςα ςτο ςχολεύο εύδα κόςμο μαζεμϋνο
απϋξω-μαμϊδεσ και μπαμπϊδεσ και πιο πϋρα κϊποιουσ
αςτυνομικούσ. Στα κϊγκελα τησ αυλόσ όταν κρεμαςμϋνο ϋνα
τερϊςτιο κόκκινο πανύ, όπου όταν γραμμϋνο με μαύρα
γρϊμματα: ΚΑΤΑΛΗΨΗ. Ευτυχώσ που δεν ρώτηςα,
γιατύ εύχα καταλϊβει λϊθοσ τη λϋξη και θα γινόμουν ρεζύλι.
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη
5. (ςελ. 104)
Κωνςταντύνα: Γιατύ εύπε εκεύνο το παιδύ πωσ δεν
με νοιϊζει τύποτα και πωσ το παύζω ξϋνη;
Μουρμούριςα και ϋνιωςα την ανϊγκη να πω τον
πόνο μου ςτο Λουμύνη, που ούτε τον όξερα καλϊ
καλϊ. Ίςωσ γιατύ κρεμόταν ςτο λαιμό του ο λύκοσ
με τη τρύπα. Ωραύα με παρηγόρηςε :
«Μόπωσ δεν εύμαςτε ξϋνοι; Μασ κουβαλϊνε οι
γονεύσ μασ ςαν βαλύτςεσ. Γερμανύα τουσ κϊπνιςε
Γερμανύα. Ελλϊδα τουσ την ϋδωςε, Ελλϊδα.»
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη
6. Η προςαρμογό των εφόβων μεταναςτών ςτο νϋο περιβϊλλον εύναι
ϋνα περύπλοκο φαινόμενο με πολλϋσ μεταβλητϋσ που μπορούν
να επηρεϊςουν την προςωπικότητϊ τουσ και να οδηγόςουν
ακόμα και ςτην εκδόλωςη ψυχικών διαταραχών. Εμπειρικϊ
δεδομϋνα δεύχνουν ότι οι μετανϊςτεσ ϋφηβοι διακατϋχονται από
ςυναιςθόματα απομόνωςησ, αναφϋρουν χαμηλϊ επύπεδα
αυτοεκτύμηςησ, και βιώνουν ςτισ οικογϋνειϋσ τουσ καταςτϊςεισ
ϋνταςησ και διαμϊχησ, καθώσ και ελλιπούσ επικοινωνύασ.
Η Κωνςταντύνα επιςτρϋφει ςτην Ελλϊδα ςε αρκετϊ μεγϊλη
ηλικύα, και μετϊ από Τη ζωό τησ ςτη Γερμανύα και την επιςτροφό
τησ ςτην Ελλϊδα αντιμετωπύζει παρόμοια προβλόματα
π.χ. μϋνει με την γιαγιϊ τησ, με την οπούα δεν ϋχουν καλϋσ ςχϋςεισ
Και ϋχει χϊςει την επαφό με τουσ γονεύσ τησ, αφού οι ύδιοι,
μετϊ το χωριςμό τουσ, ϋχουν δημιουργόςει καινούργιεσ
οικογϋνειεσ και ςυνεχύζουν τη ζωό τουσ χωρύσ την Κωνςταντύνα,
κϊτι που τησ προκαλεύ ζόλια.
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη
7. Διαχεύριςη Θλύψησ
Δεν με αναγνωρύζεισ; Εμϋνα ϋτςι μ’
αρϋςω. Να δεισ πωσ
θ’ αλλϊξω και εμφϊνιςη. Γελϊω πϊλι.
Πϊω ςτον καθρϋφτη,
πιϊνω μια τούφα μαλλιϊ ςτην
κορυφό και τα δϋνω
ςφιχτϊ με λαςτιχϊκι. Να δούμε τι
εντύπωςη θα κϊνω
ςτη Φϊρμουρ .(ςελ. 110)
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη
8. Η θλύψη εύναι ϋνα ςυναύςθημα που ςυχνϊ ακολουθεύ τησ
απώλειασ. Κι αυτό τον καιρό βιώνουμε την απώλεια ςε πολλϋσ
μορφϋσ. Όμωσ όπωσ τα περιςςότερα πρϊγματα ςτην ζωό,
πρϋπει να ϋχουν ϋνα τϋλοσ.. γιατύ η θλύψη κϊποια ςτιγμό, παύει
να εύναι υγιόσ αντύδραςη και γύνεται δυςλειτουργικό. Στην
περύπτωςη τησ Κωνςταντύνασ η θλύψη οφεύλεται ςε πολλούσ
παρϊγοντεσ. Π.χ. ςτην μετακόμιςη τησ , ςτον αποχωριςμό τησ
από τουσ γονεύσ τησ και γενικϊ από το οικεύο περιβϊλλον τησ και
ςτην ζωό τησ με τη γιαγιϊ τησ. Όλα αυτϊ τα προβλόματα
γιγαντώνονται ςτο μυαλό τησ Κωνςταντύνασ με αποτϋλεςμα να
μην μπορεύ να τα διαχειριςτεύ. Έτςι, διαφεύγει ςτη χρόςη
ουςιών και όςο περνϊει ο καιρόσ εθύζεται περιςςότερο. Αυτό
εύναι αποτϋλεςμα και τησ χαμηλόσ αυτοεκτύμηςησ. Γι’ αυτό εύναι
πολύ ςημαντικό να ςυζητϊμε τα προβλόματϊ μασ και να τα
λύνουμε, ϋτςι ώςτε να μην μασ παύρνουν από κϊτω.
Ηλιϊνα Τςώνη, Μαρύα Σαμοώλη