SlideShare a Scribd company logo
Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα λυρικά
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Μια συλλογή κοινωνικό-πολιτικού
αντικατοπτρισμού
Γιώργος Σ. Κόκκινος
ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ
Σεπτέμβριος 2018
e-mail: gkokkk@hotmail.com
Σχέδιο εξωφύλλου: σχέδιο του Γ. Κόκκινου
Επιμέλεια κειμένου: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου
Επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση στο διαδίκτυο.
----------========*========----------
Αστρίτες
Νύχτα τη στήσαν τη σκηνή του κόσμου οι αστρίτες
και σαν οχιές κοιμήθηκαν επάνω στ΄άπλωμά της
έτσι κατάχαμα, για δες, που κείτονται οι τερμίτες
και στρωματσάδα απλώσανε να φτάσουν τις ιτιές
γίναν πολλοί οι συγγραφείς και λόγιοι κι οι εκδότες
που θέλησαν να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα
με ρίμες και με λυρισμό να γράψουν για το χώμα
μιας που κανείς δεν πρόκαμε να φτάσει το γκρεμό
νύχτα τη λύσαν τη σκηνή του κόσμου οι λογοτέχνες
για μια φορά κατέβηκαν στο ύψος των ποδιών
ορθώσανε οι μύτες στο αφρατένιο στρώμα
να ιδούνε πως οσμίζονται οι αστρίτες το γκαζόν
μα αντί γι΄αυτό προσλάβανε υπαλλήλους στη
ρεμούλα
να καταγράψουν το συμβάν με κάλπικο οχετό
μιας και η νύχτα σφιάγιασε της φτήνιας τα ρολόγια
οι λεπτοδείχτες θα μετρούν τα ωραία γαμήσια εδώ
πλέρωνε κι έτσι πλέρωνε, πλέρωνε για να γράψεις
τη μαλακία στο μυαλό που γίνηκε σπαγγέτι
βγάλε βιβλία να πουλάς για του φτωχού το ντέρτι
μα ξέχασα, τα φράγκα σου χτίζουν και ταρσανά
έτσι του πρόστυχου καιρού, αλλάζω τα πρωτεία
και της τρανής κακομοιριάς την άξια πεθυμιά
χωράνε οι βαλίτσες μου μαούνες, γιοτ και πλοία
που΄χουν φορτώσει μοναξιά, βιβλία παντοτινά
τα μαϊστράλια ήδη χτυπούν στο απάνω παταράτσο
γρήγορα λύσε ν΄αποφύγουμε την ξέρα, τη στεριά
τρελοί καιροί που σε αρπάζουν μ΄ένα λάσο
τρελοί εμείς κι άσπονδοι εχθροί της γκλαμουριάς
αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει
μα εγώ τα νιάτα μου έφαγα σε μια πλεκτή αιώρα
με πήγαινε ο άνεμος σα νιόβγαλτη μπιγκόνια
που το μουνί της χάθηκε στο μίσχο του παρά
νύχτα τη στήσαν τη σκηνή του κόσμου οι αστρίτες
και σαν οχιές κοιμήθηκαν επάνω στ΄άπλωμά της
έτσι κατάχαμα, για δες, που βρίσκονται κι οι
τρύπες
στα μουλωχτά ματώσανε να φτάσουν πιο βαθιά
πλέρωνε κι έτσι πλέρωνε, πλέρωνε για να γράψεις
τη μαλακία στο μυαλό που θέλει να ημερέψει
βγάλε βιβλία να πουλάς για του φτωχού το ντέρτι
μα ξέχασα, τα φράγκα σου χτίζουν και ταρσανά
επάνω στα πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου
πλατσούριζε στα μουλωχτά, στο βιός μου μια ουρά
κι από το φτέρωμα το γκρι πήρα να ζωγραφίσω
ένα μπουντρούμι, φυλακή με κίτρινο σκαρί
είναι ένα ψέμα ο έρωτας και σ΄έχουν κοροϊδέψει
όσοι με λόγια σου έταζαν σε μεθυσμένη γη
αν το πιοτό που σου έδωκαν πλέον σ΄έχει μαγέψει
πίνανε τα χιλιόμετρα και καίγαν το φιλί
έκανα σύντομη ζωή, μα πιο πολλές στερήσεις
κι από παιδί ταξίδευα χτίζοντας μια ζωή
λάθος που επιθύμησα άλμπουρο να΄βρω τύχη
στις πλάτες μου τα κρίματα, σημαία ένα φιλί
ήταν μι΄αγάπη χωνευτή κατάχωτη στις φτέρες
που΄δωκε λόγο η αφορμή και κίνηκε να ορμήσει
να κατακτήσει κορυφές πέρα απ΄τη Σαντορίνη
ανάμεσα σε γάιδαρους και γιοτ της αρπαχτής
έδωκε κι έναν πήδουλα κι έφτασε τέρμα πάνω
όπου τ΄απέραντο γαλάζιο δένει μ΄ένα σχοινί
λύθηκαν οι αγάπες και το΄πιανε άσπρο πάτο
στου Άη Νικόλα το στρατί και στο hotel Φανή
λυπάμαι μόνο όσα παιδιά αύριο θα΄ναι επαίτες
και θα μου πουν, δε γνώρισα γαλάζιο τι θα πει
από μια χώρα ολόγιομη σε μουσκεμένες πέτρες
στα χέρια μου μια πλίνθο και σ΄όποιο κεφάλι βρει
επάνω στα πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου
κείτονται έτσι απρόσμενα στιχάκια της στιγμής
συνθέτουνε το παζλ που θες να κατακτήσεις
ε! ράφτα, κάντα ένα πανί και γίνε ο νικητής
είναι ένα ψέμα ο έρωτας και σ΄έχουν κοροϊδέψει
όσοι φαντάζαν κίβδηλοι για τα λεφτά στην τσέπη
πλήρωσες μέχρι άυλες θηλυπρεπείς ορέξεις
κάτι γλυκόπιοτα ποτά σε κρυσταλλένια υφή
έκανα σύντομη ζωή, μα πιο πολλές στερήσεις
κι από παιδί ταξίδευα χτίζοντας μια ζωή
λάθος που επιθύμησα γαμίδια να΄βρω τύχη
στις πλάτες μου τα κρίματα, στον κώλο ένα καυλί
λυπάμαι μόνο όσα παιδιά αύριο θα΄ναι φταίχτες
και θα μου πουν, δε γνώρισα γαλάζιο τι θα πει
από μια χώρα ολάνθιστη σε μουσκεμένες πέτρες
στα χέρια μου μια πλίνθο και σ΄όποιο κεφάλι βρει
το παραθύρι είναι μικρό και θα τ΄απασφαλίσω
κι απ΄το παραθυρόφυλλο θα φύγω ένα πρωί
φωτιά στα υπάρχοντα να αρθεί, όλα θα τα διαλύσω
οι αναμνήσεις να καούν κι η κάθε συλλαβή
στη τρύπια τσέπη του μπλουτζίν έραψα τ΄αρχικά
σου
να πούνε πως προδόθηκε κάλλιο από μια γυναίκα
οι νικητές δε γίνονται, παρά έτσι απλά γεννιούνται
γαμήθηκε η υπομονή, τα χείλη στάζουν μέντα
στο κομοδίνο μου μπροστά έχω το γιατρικό μου
λεφτά, γυαλιά, χρυσαφικά τα πήραν οι μαστόροι
δύο γουλιές απ΄το πιοτό φτάνει να κοινωνήσω
να στάξει η φόλα στο κορμί, πίσω μη κολυμπήσω
παθαίνεις έναν ίλιγγο και θρόμβωση οι φλέβες
πόσο άλλο αληθινό και φυσικό συνάμα;
έχω φροντίσει, τα παιδιά ένδοξες να΄χουν μέρες
λυπάμαι όσους βρίσκονται στη θέση μου επαίτες
βρείτε μου έναν αιρετό να τόνε αγριαγαμήσω
και το καλπάκι ενός παπά να δώσω για να φάει
πείτε του, εγώ έτρωγα στα νύχια τη σκουριά μου
τη μούχλα από το ψωμί που έκανα παξιμάδι
αυτό το αλεξίπτωτο είναι ολούθε τρύπιο
μπατάρισε στη θάλασσα που πνίγηκε η Εκάτη
έχω σταμπάρει με κραγιόν τα πέταλα του Μάρτη
και του Αυγούστου οι πληγές δε σβήνουνε με
γρόσια
φύσα και φύσα, φύσα το δε θα το δεις να ορθώνει
γαμήθηκε απ΄το γαζί σαν κόκκινο μπουρδέλο
στο κομοδίνο μου μπροστά βλέπω και το Θεό μου
και κάνω μία προσευχή μπας και γυρίσει πίσω
στη μαλακία έπηξε η χώρα της ρεκλάμας
καβάλα σ΄ένα κότερο πουλήσαμε πατρίδες
το παραθύρι είναι μικρό, μα έχω καρδιά μεγάλη
χωράει Πέρσες ουραγούς και Έλληνες Ατρείδες
θα αγοράσω μηχανή να τρέχω με τα χίλια
να πιώ αγέρα για πιοτό, να νιώσω ζαλισμένος
αφού δε μέθυσα ποτέ παρά για τ΄άρωμά σου
που τρύπαγε συθέμελα τη ρινική μου φύση
φύσα και φύσα, φύσα το δε θα το δεις να ορθώνει
γαμήθηκε απ΄το γαζί σαν κόκκινο μπουρδέλο
φωτιά στα υπάρχοντα να αρθεί, όλα θα τα διαλύσω
οι αναμνήσεις να καούν κι η κάθε συλλαβή
Νεκρή περίοδος
Σ’ έψαξα σε σκοτεινά δωμάτια μαγεμένα
μέσα σε καπνούς και ξόρκια των Νεράιδων
ζήλεψα να δω τα μάτια σου γερμένα
πάνω στα φτερά ενός κύκνου των Τυράννων
μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει;
ό,τι προσκυνώ ψυχή μου δε με θέλει
κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια
φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια
σ’ έψαξα σε μουχλιασμένα υπόγεια κλειδωμένα
‘κει που ρέει η λάβα, οι φλόγες των Καιάδων
χρόνια και καιρούς με σκόρπια απωθημένα
ίχνη από μαστίγια κι όπλα των Κενταύρων
πόθησα να δω τα μάτια σου υγραμένα
σ’ άδειες φυλακές του ονείρου παραβάτες
θειάφι και ασβέστης λόγια πληγωμένα
τα ‘καμε να κλάψουν ο ιππότης του Θερβάντες
μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει;
ό,τι προσκυνώ ψυχή μου, δε με θέλει
κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια
φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια
Παράθεση
Σχεδίαζα στα χέρια μου καράβια
πανιά, κουπιά κι αστέρια
που έβρισκα στα μάτια σου
φυσάει ο καιρός και ειν’ ωραία
απόψε ταξιδεύω με τα χάδια σου
τα κόκκινα στολίδια κρεμασμένα
φανάρια και λαμπιόνια σ’ αρμενίζουνε
φωτάκια τ’ ουρανού παραδεισένια
πιο κόκκινα απ’ του ήλιου δειλινό
αστράφτουν τα λιμάνια από έρωτα
αγάπης ήχους, χρώμα ευτυχίας
ο άνεμος τα βήματα ν’ αγκάλιαζε
κι ο αγέρας να θολώνει το μυαλό
σχεδίαζα φιλιά στα δυο μου χέρια
τα έστελνα στο δρόμο που περπάταγες
γυρίζανε πουλιά στεφανωμένα
με μάθαιναν τον τρόπο ν’ αγαπώ
κι εγώ τι άλλο να’ θελα από σένα;
να πέφτω χαμηλά, να προσκυνώ
ν’ αγγίζω κάθε φλέβα του κορμιού σου
να σκίζω με τα χάδια τις φοβίες σου
ιππότης, αδερφός και ερωμένος
φεγγάρι λαμπερό στις ιστορίες σου
κορφή σε ένα δέντρο Χριστουγέννων
στολίδι στα κλαδιά της ορτανσίας σου
πετράδι στα μαλλιά σου τυλιγμένο
ο μίσχος του πι’ ωραίου λουλουδιού
και μέτραγα τα βήματα που άφηνες
στα δάκτυλα ζωγράφιζα καράβια
σχεδίαζα στα χέρια μου τα όνειρα
με μάθαιναν τον τρόπο ν’ αγαπώ
Τα πτυχία
Της είπα εχθές και τα λόγια μου την συνεπήραν
πως η θάλασσα είναι πουτάνα γιατί έχει πάρει στο
βυθό της τα καλύτερα παλικάρια
πως κι η φύση είναι πουτάνα
γιατί γεννά τερατουργήματα, εκτρώματα
έτσι αναπάντεχα
η ελπίδα είναι πουτάνα για να πεθαίνει πάντα
τελευταία και δειλή
μη θέλοντας να επιδείξει τα στήθια της στον εχθρό
η αγάπη είναι πουτάνα, γιατί βρίσκεται ποτισμένη
σε κάθε μας κίνηση, οποιασδήποτε ενέργειας
οποιουδήποτε ερωμένου
κι η ζωή είναι πουτάνα γιατί πάντα τα είχε με
άλλους
κι απ’ ότι μαθαίνω απ’ τους παλιούς
η ιστορία αυτή κρατάει χρόνια, τίποτα δεν άλλαξε
ώστε να γίνεις άριστη μαθήτρια στο πήδημα
Μπράβο σου, τα κατάφερες! το πήρες το πτυχίο
δέσε το βιός σφιχτάγκωνα, μελέτα και τους χάρτες
η πολιτεία που ΄φτιαξες, γαμιέται στ΄ ανοικτά
ξεκλήρισαν τα ναύλα τους δεξιόστροφοι πολίτες
κι εμένα μου ΄μεινε στην τσέπη μοναχά ένα
πενηντάλεπτο
που φτάνει ν΄ αγοράσω ένα κουλούρι
[τόσο μικρό σα μια κλανιά
-πουστέψαμε που λες, πουστέψαμε-
άλλοι τον δίνουν να τον τρως κι άλλοι τον παίρνουν
πίσω
μοιράστηκε ο κόσμος μας σε πούστηδες καιρούς
κάποτε αμολάγαμε τα κούλουμα, καλούμπα
και πλέον σφίξανε οι κώλοι και τυλίγουμε σχοινί
άλλοι τριγύρω απ΄ το λαιμό σα φιόγκο ΄παπιγιόν΄
άλλοι κατασκευάζουν λάσο για να πιάσουνε
΄μπεκάτσες΄
μαράζωσε ο κόσμος μας σε βρόμικους καιρούς
μαράζωσε και το καυλί μου απ΄ την ανία
ήταν που ονειρευόσουνα να τα ΄χεις και τα τρία
ψωμί, καυλί και μηχανή, να τρέχεις στ΄ ανοικτά
βλέπεις, τα φράγκα είναι που δίνουν αφορμές
τσάμπα τα πήρες κοπελιά μου τα πτυχία
χρειάζεσαι έναν πούτσο ή μία μαλαπέρδα
να σηκωθεί ολάκερη, σα σκάλα στ΄ ανοικτά
να υψωθεί σαν πάλλευκη δεξιόπλατη παντιέρα
σα βέλος και σαν τόξο που χτυπάει στα ψαχνά
και βρίσκει κλειδαρότρυπα να μπάσει τις ορμές της
αυτές που βολοδέρνοντας χτυπούσαν για να βγουν
τριγύριζαν σε κάμαρες με φώτα ροζιασμένα
καμμένα σα τα χέρια
[που τα ΄καμε ο καιρός ν΄ αναστηθούν
-πουστέψαμε που λες, πουστέψαμε-
άλλοι τον δίνουν να τον τρως κι άλλοι τον παίρνουν
πίσω
μοιράστηκε ο κόσμος μας σε πούστηδες καιρούς
το δάχτυλο τριγύρισε δειλά την κλειτορίδα
καμπόσο σάλιο έδωκε κι η γλώσσα γι΄ αφορμή
σφίξαμε τα κορδόνια μας, τα πήραμε για προίκα
και βαζελίνη αλείψαμε το δύστυχο κορμί
μαράζωσε ο κόσμος μας σε βρόμικους καιρούς
μαράζωσε και το καυλί μου απ΄ την ανία
βλέπεις, τα φράγκα είναι που δίνουν αφορμές
τσάμπα τα πήρες κοπελιά μου τα πτυχία
Πουλί της λευτεριάς
Να ΄σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να σε φυλάω σαν εικόνισμα στα στήθια
και να γεμίζω τη ζωή μου παραμύθια
πως θα γυρίσεις μου έταζες τα βράδια
να΄σουν εδώ για να γεμίζω το πρωί
είναι τα χείλη μου σβησμένα με μελάνι
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς
κι αυτή η ματιά που τρεμαμένα ζωντανεύει
κάπου να σμίξει μια πανάκριβη αγκαλιά
χτυπάει ο διάβολος την πόρτα μου τα βράδια
και μου ζητά να του χαρίσω μια ψυχή
λέω ΄΄δεν σκέφτεται πως είναι τόσο άδεια
και πως μονάχη της, σε τι θα χρειαστεί;΄΄
εγώ σου τα΄λεγα μα βιάστηκες να φύγεις
πήρες τ΄αστέρια σου στις τσέπες για φλουριά
να ΄σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να μου εξηγούσες του φευγιού τα μυστικά
αυτή η νύχτα έχει κάψει τις αντένες
και στα κλαριά έχουν φυτέψει την οχιά
δεξιά φανάρια που αργοσβήνουνε στα ξένα
και μια παντιέρα που υψώνει στ΄ανοιχτά
τα χέρια μου έζωσαν το στήθος μουδιασμένα
κρύο το βράδυ στο παγκάκι της χαράς
εγώ σου τα΄λεγα μα θέλησες να φύγεις
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς
φυσά, αστράφτει και βροντά
πάμε να πιάσουμε τον κεραυνό απ΄τα μαλλιά
στην τσέπη έχω ένα πεντάευρο ορφανό
το φύλαγα για παγωτό
σαν σε γνωρίσω να σου τάξω
φωτογραφία βιαστική και σε γαλάζιο φόντο
κίτρινη σέπια απόχρωση οι στιγμές μας
πάτα το ΄κλικ΄ στην αστραπή να ονειρευτούμε το
΄΄γαμώτο΄΄
που δεν προκάναμε να δούμε τις πληγές μας
είδες, πώς δεν μετριούνται με πεντάευρα οι
ανθρώποι;
μιας κι οι ψυχές δεν έχουν ύψος και διαβαθμίσεις
ταξικές
θα βρούμε τρόπο, έλεγες, να βγούμε απ΄το γκρίζο
ντύσαν τον πίνακα πλερέζες και αναμνήσεις
τρυφερές
αυτή η νύχτα έχει κάψει τις αντένες
και στα κλαριά έχουν φυτέψει την οχιά
δεξιά φανάρια που αργοσβήνουνε στα ξένα
και μια παντιέρα που υψώνει στ΄ανοιχτά
Τραγουδάκι
Θέλω να ακουμπήσω να ξαποστάσω
θέλω στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ
πάνω στα δυο σου χέρια για προσκεφάλι
να ‘χω λίγα φιλιά σου να ονειρευτώ
κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα
μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ
δως μου φτερά και πούπουλα να πετάξω
κι ίσως εν τέλει να σ' ερωτευτώ
θέλω και την αγάπη να σου μετρήσω
θέλω με τα όνειρά σου να πορευτώ
πάνω στα δυο σου πόδια να ταξιδεύω
να ‘χω μαζί τ' αστέρια σου να κρατώ
κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα
μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ
δως μου φτερά του έρωτα να φωνάξω
κι ίσως εν τέλει πω το σ' αγαπώ
σε φιλώ γιατί είναι Κυριακή
κι η χαρά μεγάλη στου γιαλού τα κάλλη
σ’ αγαπώ γιατί είναι μια γιορτή
κι είμ’ ένα ποτάμι πού ξοπίσω πάλι
δε θα ξαναρθεί...
Να γιατί σε μισώ
Να γιατί σε μισώ
γιατί μ’ έκανες έρωτα και μ’ ανέβασες τόσο
και κατόπιν με έριξες στο γκρεμό να ματώσω
τόσο λίγος αισθάνομαι που δεν έπλασα κάτι
έναν κόσμο σου έταξα και φτιαγμένο απ’ τη στάχτη
κράτα τώρα λοιπόν μέσα στ’ άδεια σου χέρια
ό,τι νιώθεις πολύτιμο και σκληρό σα μια πέτρα
δε μιλώ για τα μάτια σου ή τα χείλη σου, φως μου
το αλήτικο σώμα σου ξεψυχάει εμπρός μου
μα κι αν λέω σ’ απεχθάνομαι, μη το δένεις σα
κόμπο
σκέψου λίγο αν έφταιξες να σε λέω άνθρωπό μου
σκέψου πόσα μου έταζε η αγάπη η ψεύτρα
και κατόπιν μου τ’ άρπαξε
[πόσα έχασα μέτρα
πόσα κίβδηλα λόγια μας και χαθήκανε όλα
σ’ έναν έναστρο απέραντο καθαρό ουρανό μας
ξεχασμένο βιβλίο η αλήθεια μωρό μου
κι απ’ τα χείλη φωνάζαμε “σ’ αγαπώ όνειρό μου”
σ’ αγαπώ δεν υπάρχει, φύγε, δε σε χρειάζομαι
κι αν το λάθος μας στάθηκε αφορμή να σ’ αγγίξω
έχω λόγο να χαίρομαι, να γελώ, να αισθάνομαι
σε μισώ, σ’ απεχθάνομαι και στο πριν δε γυρίζω
σε μισώ, με μισείς, μια ισόπαλη μάχη
δε μας ξέρει κανείς
[κι είμαστε άγνωστοι έρωτες σ’ ένα λάθος κρεβάτι
σε μισώ, με μισείς, και το λένε αγάπη;
φύγε, δε σε χρειάζομαι, δεν αντέχω άλλο δάκρυ
Μασκαράδες
Η ώρα έφτασε λοιπόν, μαλακισμένοι μασκαράδες
ενωθείτε
σε ένα καρουζέλ να ενώσουμε τα χέρια, γεμισμένα
με αλκοόλ
κι η χαρμολύπη από μακριά να πλησιάζει,
οσονούπω
με μια μαϊμού που μας χορεύει ένα συρτό
‘φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κοιλιά περίδρομο
φάτε ψάρια κι όχι μάτια, χτύπησα το σήμαντρο
και μαζεύτηκε ο κόσμος γύρω από την εκκλησιά
από μέσα πεθαμένος και απ’ έξω μια οχιά’
δεν ευθύνομαι αν έγιναν έτσι (λέει η μαϊμού)
άλλοι μ’ ευνούχισαν μικρό, μου είπανε:
‘σύρε και γαμήσου’
κι εγώ τους πίστεψα, μα απορώ
μου είπανε: ‘τράβα και γαμήσου’
κι έφτιαξα τσάντα γεμισμένη με ντεπόν
‘..να τη φορέσω σταυρωτά στους ώμους μου, να
φύγω’
‘γιατί έχω βασιλιά νονό, έχω κουμπάρο αρχηγό
σε μια ομάδα ποδοσφαίρου του Κονγκό
έχω τσίρκο, έχω και τσίρκο
και μια αρκούδα που χορεύει καλαματιανό’
κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει
κι εγώ να τρέχω να σωθώ απ’ τον πανικό
κι όλα αυτά για μία καταλογισμένη λύπη
που εγκαλείται να δώσει νόημα στο δικό της χορό
‘φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και χορέψτε μαζί μου
λαμπάντα
φάτε πούτσο και χορτάστε, μασκαράδες του
κόσμου γιορτάστε’
κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει
μια εμπειρία ακόμα χορτάστε!
‘..κι έξω να φτύνει, έξω να χύνει, φάτε μέλι με
ταχίνι’
-κι έχω φτωχύνει-
‘γιατί έχω τζόβενο αρχηγό, γαμάω, δέρνω κι απορώ
πως το μουνί το πελαγίσιο δεν βρίσκει τρόπο για
να μπει στο τσίρκο
φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κουνήστε τον ποπό
να απλωθεί εις την βεράντα, ωσάν μια κίτρινη
μπουγάδα
η κλεψιά, η πορδή κι ο οχετός’
φάτε ψάρια και σταυρώστε, αμαυρώστε τον σκοπό
μιας και ο γράφοντας τούτης της λύπης
εντός σκυθρωπού προσωπείου, θαρρώ
έχει απογίνει πλέον αλήτης
κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει
μια εμπειρία ακόμα χορτάστε
φάτε ψάρια και σταυρώστε κι αμαυρώστε τον
σκοπό
‘γιατί έχω βασιλιά νονό, έχω κουμπάρο αρχηγό
(λέει η μαϊμού)
η ώρα έφτασε, όλου του κόσμου μασκαράδες’
κι εγώ να τρέχω να σωθώ απ’ τον πανικό
κι όλα αυτά για μία χαρμολύπη
που εγκαλείται να δώσει νόημα στο δικό της χορό
Πουλάω μνήμες
Μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν ένα κομμάτι
απ’ τη ζωή
συγγράφοντας παράλληλα μια βιογραφία για τα
λάθη τους
πόσο μετάνιωσαν, για δες, από τα βάθη της
καρδιάς τους
για όλα αυτά που γάμησαν
βαδίζοντας αμέριμνοι, μια ολόπλουτη ζωή
στα χείλη τους θα βρεις βρομιά
μια χαμηλόφωνη δική τους μελωδία που την
έγραψαν για φίλους
κι ακούμπησαν τα χείλη αυτά πάνω σε άλλα χείλη,
αγνώριμα
ώστε να μεταδώσουν το μικρόβιο της άσπιλης ζωής
τους
μιλάω σ’ αυτούς όπου στα νύχια τους θα δεις
βρομιά
που με γυμνό το μάτι δε διακρίνεται
βρομιά απ’ την αναισθησία και την έπαρση του
κόσμου
τούτος ο χώρος που ξεπηδήκαμε είναι πρόστυχος
κι από παντού όρνεα, τάχα ποιητές θα ξεπηδούνε
θα εμφανίζονται στιχάκια άλλοτε ανώριμα
κι άλλοτε θα’ ναι ΄..το καταφύγιο που φθονούμε΄
το νου σας ΄ποιητές΄! μας φάγαν το φιλότιμο για
πρόγευμα
κι άλλοι την ειλικρίνεια βρήκαν για κολατσιό τους
αλλά την κατασπάραξαν ως βάσανο στο δρόμο
τους
πουλάω μνήμες, μνήμες με δάκρυ κι έχω τη
ρετσινιά στην πλάτη
και όσα τρώω τα καταπίνω, ξερνάω, χύνω κι άλλα
τα φτύνω
πουλάω μνήμες για τους ανθρώπους που τους
κατάντησαν αρρώστους
για τους απόκληρους και προδομένους
αυτούς τους έχω κι εγώ ΄..χεσμένους΄
πουλάω μνήμες, μνήμες του κώλου που
εκπορνεύτηκαν με τον καιρό
κι αν σου βαστάει, για έλα μωρό μου, πουλάω
μνήμες μ΄ ένα αιδοίο βραστό
μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν ένα κομμάτι
απ’ τη ζωή
συγγράφοντας παράλληλα μια βιογραφία για τα
λάθη τους
κι είναι η εκδίκηση σαν ένα πιάτο παγωμένο
σαν ένα άηχο και στέρφο απωθημένο που το
λιώσαν οι ενοχές
θα πεθάνω και θα είμαι καθισμένος σ’ ένα πιάνο
να συνθέτω ένα ρέκβιεμ για τέσσερις φωνές
μια δικιά σου, μια δικιά μου, της πρωτότοκης
χαράς σου
και μιας κόρης που ξεμύτισε προχθές
σου γαμάω τα τραγούδια που βουλιάξανε οι στίχοι
που πνιγήκανε οι νότες, που πεθάναν στα ρεφρέν
σου γεμίζω τα πεντάγραμμα της πεθαμένης νιότης
με εικόνες πατημένες απ’ το χθες
κι έτσι είναι η εκδίκηση σαν πιάτο παγωμένο
ένα άηχο και στέρφο απωθημένο που το λιώσαν οι
ενοχές
θα πεθάνω και θα είμαι καθισμένος σ’ ένα πιάνο
να συνθέτω ένα ρέκβιεμ για τέσσερις φωνές
τούτος ο χώρος που ξεπηδήκαμε είναι πρόστυχος
κι από παντού θα μας γαμάνε κάτι αλήτες
μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν τη δύναμη
με τη φωνή μου να διασπείρω τις αλήθειες
Καθωσπρέπει
Η ζωή μου είναι μια μπάλα που όλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την κλώτσησαν
οι πληγές μου πόσο μάτωσαν, δε ρώτησαν
κι η ψυχή μου, αν τους βαστά κι αν τους αντέχει
περιθώρια δεν υπάρχουν για μπαλώματα
πήρα προίκα απ’ την πίκρα τα διπλώματα
κι όλο τρέχω και γυρνώ στις κατηφόρες
ένα μέρος να πλαγιάσω ψάχνω ώρες
φαίνεται πώς ξέχασες τ’ αγέρι στα μαλλιά
τις Κυριακές που άλειφε τα χείλη η δροσιά
ο ήλιος μοσχοβόλαγε τ’ αγέννητα φιλιά σου
και στων ματιών τις άκρες κυλούσε η πεθυμιά
φαίνεται πως χάθηκα για πάντα απ’ τη θωριά σου
τα χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τα φτερά σου
απ’ όπου κι αν περάσαμε, τα χνάρια μας ζεστά
τη χαραυγή που σ’ έντυσα λευκόχρυσα φιλιά
η ζωή μου είναι μία μπάλα που όλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την άρπαξαν
τα όνειρά μου πόσο ράγισαν, δεν άργησαν
κι η ψυχή μου ένα χαλί στα καθωσπρέπει
Στη νεραϊδοχώρα
Σα σήμερα εστάθηκεν η φλούδα
σε μέρος του λαιμού που πνίγει βόα
τα σύγνεφα τρομάξαν κροταλία
κι αστέρια βγήκαν στη νεραϊδοχώρα
μονάχος, τυφλωμένος τα κοιτούσε
ο γιος του καπιτάνιου του Νικόλα
τα χέρια του γιομίσανε μπιμπίκια
αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα
ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα
ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα
που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης
πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης;
σα σήμερα κινήσανε οι Νεράιδες
του κόσμου όλου να βρούνε τους παράδες
στα σπάργανα της Γης να πεταχτούνε
κι οι μάισσες στον Άδη να καούνε
τα μάγια να λυθούνε προσπαθούσαν
του γιου του καπιτάνιου του Νικόλα
που έστεκε στη βάρκα τυφλωμένος
κι αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα
ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα
ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα
που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης
πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης;
Ιστορία μισή
Ιστορία μισή σαν κερί παγωμένο
μεθυσμένο φιλί που λησμόνησε έρωτες
παρελθόν μια αγάπη, φυλαχτό κεντημένο
χίλια χάδια που έμειναν ως ανάμνηση απλή
δε ζητώ τώρα τίποτα κι ούτε ξέρω που πάω
σαν παιδί αγαπάω με μι΄ αγάπη αγνή
είναι ο δρόμος γεμάτος με ψυχές που πατάω
κι αν απόμεινε λίγη είναι όλη η ζωή
ξεψυχάω, το βλέπετε; οι καημοί μ’ έχουν λιώσει
προδομένοι οι έρωτες, μαυρισμένοι οι τόποι
δε βλασταίνουν λουλούδια όπου χύθηκε πόνος
κι έτσι κλείνω τα μάτια μου ν’ απομείνω πια μόνος
ιστορία μισή σα ζωή μοιρασμένη
έχω αλλάξει πολύ, μη ρωτάτε, δε θα μάθετε πόσο
κι οι ιδέες μου όπλο που μπορώ να σκοτώσω
ιστορία μισή, δε θα μάθετε πόσο
κι αν αγάπησα κάποτε, δε μπορώ άλλο τόσο
παρελθόν μια αγάπη κεντημένη στα μάτια της
που μου λέγανε “στάσου, μη μου φύγεις ποτέ”
-κι αν μου κρύβεις το βλέμμα σου, αγαπώ την
καρδιά σού-
μα στο ψέμα της κρύφτηκαν, όσα είπε εαυτέ
ιστορία παλιά, μια ευθεία δεδομένη
μια ζωή τελειωμένη πριν ν’ άνοιξει πανιά
γίναν σκόνη τα όνειρα, τώρα πια τι να μένει;
μια κορνίζα η αγάπη μου να μου λέει “έχε γεια”
Ο διασκεδαστής
Εγώ είμαι ο μπεκρής, ο διασκεδαστής
στα χέρια μου κρατάω τη ζωή σας
σας παίζω και γελώ, γελάτε, σας κοιτώ
και στο πιοτό μου πίνω τη μορφή σας
ο γελωτοποιός, του κόσμου ο χαζός
τρικλοποδιά θα βάλω στ’ όνειρό σας
να ‘ρθει καμιά νυχτιά, ο άλλος εαυτός
να δείτε τι κακός ειν’ ο εχθρός σας
μισώ τη ζητιανιά, μοιράζω τη χαρά
στα χέρια μου κρατώ τη δύναμή σας
τη σφίγγω σα γροθιά, βαράω στα τυφλά
[και όποιος δε γελά
στο πάτωμα τον ρίχνω, στα σκουλήκια
εγώ είμαι ο ευτραφής, ο διασκεδαστής
γεννάει το μυαλό μου τόσα αστεία
για βάλτα στη σειρά, πού φτάνουν; μακριά
πιο πέρα κι απ’ του σώματος τα τρία
ο γελωτοποιός, του κόσμου ο τρελός
βαράει στο ψαχνό με τη φωνή σας
και κάνει όσα πόθησες κι αρνήθηκες εσύ
γιατί σαν δικαστής και σαν εκτελεστής
νωρίς τον κατηγόρησες κι απέδωσες ποινή
νωρίς τον απαρνήθηκες κι εσύ
“σκοτώστε τον μπεκρή, τον διασκεδαστή
που κάνει όλο τον κόσμο να γελάει
σκοτώστε τον χαζό, τον γελωτοποιό
τρελός είναι και μόνος του μιλάει..”
Πολιτεία ΙΙ
Κοιτώ τα μάτια που με πήραν απ’ το χέρι
και με πετάξαν σ’ έναν άγνωστο ουρανό
δε θα γυρίσω μάνα τ’ άλλο μεσημέρι
θα μείνω εκεί για να κοιτώ το βλέμμα αυτό
θα μείνω εκεί ώσπου να σβήσει η φωνή μου
κι ώσπου να πάψει η καρδιά μου να χτυπά
τι νόημα έχει μία αγάπη πικραμένη;
σα βρίσκει ο έρωτας κατάρτια στη στεριά
κι έτσι θα πλέω μες του σύγνεφου το κύμα
ούτε η βροχή κι ούτε η μπόρα να με νοιάζει
αρκεί να βλέπω από ψηλά όλο το κρίμα
που την καρδιά κάθε γυναίκας θυσιάζει
ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απ’ τα χείλη της
ένιωσα αγάπης τα φιλιά στο πέταγμά της
ψυχή δε βρήκα, μια γουλιά απ’ το ποτήρι της
μέθυσα μόνο απ’ την απέραντη ομορφιά της
κι είναι γλυκό πιοτό ο έρωτας, μητέρα
σε ταξιδεύει σε μιαν άγνωστη πλατεία
εκεί που παίζουν τα παιδιά παιχνίδια αέρινα
στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία
κάποια φορά θα νοσταλγήσω το καΐκι μου
εκείνο που ’καμα ταξίδια στα πελάγη
την πρώτη αγάπη μου σ’ εκείνο πρωτοφίλησα
στα γαλανά βαθιά νερά και το λιμάνι
τώρα μου μένει ν’ απορώ πως μόνος γύρισα
χωρίς μια βάρκα, ένα φιλί μιας ερωμένης
και ζαλισμένος πως τα μάτια της δεν κοίταξα
από ντροπή ή απ’ το φόβο της οικουμένης
είναι παράξενο πως άλλαξε έτσι ο βιός
τη μια φεγγάρι, την άλλη ήλιος και καπνός
τη μια βροχή, την άλλη καύτρα και μαγεία
στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία
Μονοκραυγή
Θέλω να προσκυνήσω μ’ ένα χλωμό φεγγάρι
όπως βαρούν τα τύμπανα, στους ήχους της καρδιάς
μιας χορωδίας φλόγα, να ‘μαι χορδή που σπάει
κι όλα τ’ αστέρια να ‘χουνε το χρώμα της φωτιάς
θέλω η ζωή να στάζεται, στάλες απ’ τ’ άγγιγμά σου
με τ’ αλμυρά χαστούκια της, δάκρυα να μετράει
όπως τ’ αμπάρια σχίζονται στα μακρινά πελάγη
και τα πανιά κυκλώνουνε το πλοίο και πετάει
απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί
αχ πριγκηπέσσα να ‘νιωθε το βλέμμα σου ο
Βαρδάρης
τα μακρινά χιλιόμετρα να ‘ταν μια σπιθαμή
κι απ’ τα φτερά εν’ αγέρι να ‘ρχοταν να σε πάρει
στους μυθικούς ορίζοντες που ‘καμα προσευχή
αχ πριγκηπέσσα γύρεψα το μίσχο των χειλιών σου
λουλούδι μου πανέμορφο, παρθένο μου πουλί
κι αν τη ζωή μου ζήλεψα να δώσω στη ζωή σου
με πλάνεψε ο Έρωτας κι επέστρεψα στη Γη
απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί
Στην τσερκομηχανή
Μίλα, πες κάτι. Λέξη δε βγαίνει κοριτσάκι
σφύριξε η σάλπιγγα, θέση MRB. Όλοι προσοχή
μέτρησε τα έντυπα. Πάμε απ’ την αρχή
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
από ‘δω, από ‘κει, παραπέρα
κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε!
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή
δέσανε τ’ αρχίδια μας, με τσέρκια
κι άλλοι μας τα σπάνε σε δεσμίδες, το πρωί
άλλοι μας φορούν τις παρωπίδες, το απόγευμα
πάμε. Εμπρός στο δάσκαλο απ’ τ’ αυτί
τα ‘πλυνες και τα ‘βαψες, μα ασπρίσανε
τράβηξε τα χέρια, απ’ την τσερκομηχανή
ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική
σπουδάσαμε τα τρία μας. Τα τρων μηχανικοί
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
σφύριξε η σάλπιγγα, θέση NLB
διάλειμμα δεν έχει. Μας το φάγαν ποντικοί
γράμματα μοιράζει η Τζένη και αναφωνεί
“η δουλειά είναι σκλαβιά”
“κι όποιος διαφωνεί είναι πούστης”. Σωστή
κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή
μέτρα μου, τα βρωμισμένα κάνιστρα. Ένα-ένα
και με τα σκατά στα χέρια, έλα να φάμε
έρεψε το δόλιο το κορμί, απ’ τη βιοπάλη
σφύριξε η σάλπιγγα. Όλοι προσοχή
τρελάθηκε ο εγκέφαλος και κλάταρε
βγάζει αυτοκόλλητα, με σήμα το μουνί
και του εργοστασίου η αντλία, χάλασε
γέμισε η γκλάβα μας, με θόρυβο πολύ
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
από τα νερά στο χώμα, χάλασα το γύψο
πάτα το κουμπάκι, να στηθούμε στη γραμμή
μέτρα τα καλάθια στον ιμάντα
άλλα για το Βόλο φύγαν κι άλλα για την Πάτρα
άλλα για τον υπουργό με τ’ άσπρα ματογυάλια
και σε μας, πώς να ‘μενε η χαρά και η φωνή;
όλη η παρέα μας, κάνει αγγαρεία
ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική
πες του διευθυντή, εγώ τελείωσα
κι αύριο θα έρθω, να υπογράψω το πρωί
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε
πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή
Σφετεριστές της ουτοπίας
Ως την επόμενη ζωή, θα το φροντίσω να κρατάω
τα ηνία
στρατηλάτης, οδηγός
ένας πρόστυχος διαβάτης και ιππέας
μιας καινούργιας γνωριμίας
-ή ένας άχρηστος κι ανίκανος διαβάτης μιας
καινούργιας συμφωνίας-
κι απ΄το καλό που εδώκαμε τίποτα δεν περίσσεψε
κι απ΄το κακό που διώξαμε θα το ΄βρουμε
μπροστά μας να μας γνέφει
να μας προστάζει δυνατό πόσο μικροί γινήκαμε
κι αφοπλιστήκαμε λοιπόν με τα ιδανικά μας
έρημοι, πονόψυχοι και φτωχεμένοι ιπποκόμοι
κι άλλοτε χαλιμπαλίδες ακάματοι
χαμάληδες και στέρφοι ιπποκόμοι
σφετεριστές της ουτοπίας, που πεθυμήσαμε μια
θέση στ΄όνειρο να έρθει
να ακουμπήσουμε σεμνά πάνω στα σύγνεφα για
προίκα
να ακουμπήσουμε στα σύγνεφα για να τα κάμουμε
ήλιους
που πεθυμήσαμε γοργά ώστε να φύγουνε τα
δάκρυα απ΄το στρώμα
να μας πετάξουνε ψηλά
μέσα σε μια σφικτή, πλεχτοδεμένη, ουτοπική
αιώρα
ο στρατηλάτης κι οδηγός, ένας ανίκανος ιππότης
τώρα λιτά ψυχορραγεί, σπέρνει καρφιά ως
προδότης
κι όταν αυτά θα καρπιστούν και θα γεννούν
φυντάνια
-πείτε του, δε λογάριασε πως σφάζουν τα
δρεπάνια…!-
σ΄αυτή τη γη, λόγια δεν ειπωθήκαν για υποσχέσεις
αλλά για άλλην εξωτική, απόμακρη, παραθαλάσσια
στα βότσαλα πνιγμένη
ειρωνική, κι άλλοτε σάπια κι άλλοτε πρόστυχη και
στείρα
-σάπια ζωή τί να την κάνεις..;;;
μοιάζει παμπάλαιη ζωστήρα-
κι απ΄το καλό που εδώκαμε τίποτα δεν περίσσεψε
κι απ΄το κακό που διώξαμε θα το ΄βρουμε
μπροστά μας να μας γνέφει
να μας προστάζει δυνατό πόσο μικροί γινήκαμε
κι αφοπλιστήκαμε λοιπόν με τα ιδανικά μας
…..
΄΄..πού να΄ναι το καμάρι μου, τ΄όμορφο,
παινεμένο
που πέταγε ανέμελα, που έβοσκε συθέμελα σα
ρόδο ανθισμένο;-
του σχίσανε τα δυο φτερά, σα το χαρτί στα δύο
και θέριεψε κι αλάργεψε και πήρε το πτυχίο΄΄
….
κι όταν αυτά θα καρπιστούν και θα γεννούν
φυντάνια
-πείτε του, δε λογάριασε πως σφάζουν τα
δρεπάνια-
Μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει
Τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω
κρυμμένη μένει η λέξη χρόνια σαν πληγή
τη φύλαγα σ’ ένα γεμάτο βάζο αναμνήσεις
στα χείλη μου την έφερνα την κάθε Κυριακή
μ’ ακόμα δεν την πρόφερα αντίκρυ πλάι στα χείλη
σου
ακόμα δεν την έστρωσα χαλί στα πέλματά σου
βραχιόλι δεν την έδεσα, πολύτιμη ψυχή
-που μήνες ξεροστάλιαζε στην πόρτα σου-
ν’ ανοίξεις το παράθυρο να ‘ρθει να σε χαρεί
το ποίημα μου γεμάτο απορίες
πολλά θαυμαστικά και σκόρπιες οι τελείες
στο πάτωμα απλωμένα κάτι βότσαλα απ’ τη
θάλασσα
μωσαϊκό που έφτιαξα να γράφει “σ’ αγαπώ”
και γύρω ένα τεράστιο στρατόπεδο
ταλαίπωρων ρητορικών ασκήσεων απαίδευτων
-παγίδων απ’ το ρήμα “Αγαπώ”-
τα χέρια σου απαλά, ένα σεντόνι από μετάξι
οι δυο μας σ’ ένα όνειρο τρελό
κατέβαιναν κι ανεβαίναν χωρίς να ημερώνει
τού πόθου κάποιο άγριο αρπακτικό
και γύρω ένα τεράστιο κυδώνι
γρανίτα σέ χωνάκι παγωτό σ’ ένα μπαλκόνι
κι η λέξη μου όλο έμελλε να λιώνει
να τρίβεται στης γλώσσας το χορό
πυροβολούσα έτσι πού λες και αδιακρίτως
έλεγα, έλεγες για φράουλα χυμό
έλεγα για της ζωής το πλήθος
το σύστημα, τα χάπια μου και τον εγωισμό
λέγαμε για ένα μεγάλο μίσος
που φύτρωσε σαν κερασιά στον κήπο του “Εγώ”
κι απέμειναν να κρέμονται κεράσια για το πλήθος
και γίνηκε αλλιώτικος ο κόσμος στον καιρό
αλλάξαμε κι εμείς λες και μιμούμασταν το πλήθος
που έτρεχε στο σώμα μας να κρύψει τον καρπό…
κι η λέξη μου η ρημάδα, κατέβηκε στο στήθος
και κρύφτηκε και φώλιασε, την έπνιξε ο καημός
βαλάντωσε, απηύδησε και κούρνιασε στο “ίσως”
πως κάποτε θα έβγαινε στο φως
αρχαιολόγοι ήρθανε από την Αφρική
κουνούσανε τα σώματα λες κάτι να χορεύουν
μου έμαθες πως λέγεται χορός η φυλακή
μα τρόφιμα δε βρήκα να σου φέρω
μονάχα κάτι κράκερ γεμιστά με σαντιγί
κι αυτά γλυκά, πως μοιάζουν στο φιλί μου
κομμάτι από μένανε και σκέψη της στιγμής
προδίδουν έτσι απλά τον έρωτά μου
τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω
μην πω κι άλλα στα μάτια σου και τα φορέσεις
προίκα
μην πω άλλα στα χείλη σου και πάψουν να ρωτούν
μονάχα θα σου πω ό,τι ήθελα το βρήκα
μετά από σένα παύει ν’ ανασαίνει το κορμί
μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει
και είσαι όλη για μένα ἡ ζωή
Επίλογος ΄΄Η ζωή μας΄΄
Η ζωή μας έχει γίνει μια υπερκατανάλωση
ένα κίβδηλο κακό αντίγραφο μιας Δυτικής
πολιτείας
ο αγώνας σήμερα γίνεται όχι στο δρόμο, όχι στα
βουνά
αλλά μέσα στην πολυτέλεια και τη θαλπωρή του
σπιτιού
δίπλα στον καναπέ, μέσα από την οθόνη του
υπολογιστή
άλλαξα μόνο το τετράδιο των σκέψεών μου κι όχι
τη ζωή
τη ζωή δε μπορείς να την αλλάξεις, σε αλλάζει
εκείνη όποτε το θελήσει
γιατί μοιάζει με γυναίκα που σε κουμαντάρει, σα
τη θάλασσα
που σε παρασύρει, πότε στ’ αφρισμένα κύματα και
πότε στο βυθό της
η ζωή μας, ένα μπουκάλι με πετρέλαιο
που το πίνουμε γουλιά-γουλιά τις νύχτες
με πασατέμπο
στάλα τη στάλα το πίνουμε στο μπαλκόνι μονάχοι
κοιτάζοντας τα νυχτοπούλια στο ύπαιθρο
κι ύστερα δίνουμε μια με τον αναπτήρα
και του βάζουμε φωτιά να γίνει πυροτέχνημα
η ζωή μας είναι ένα ρέμα δίχως τρεχούμενο νερό
ένα ξερό ποτάμι είναι η ζωή που τρέχει ο αγέρας
εκεί που κατουράνε ζώα είναι η ψυχή μας
κι εκεί που αυτοκτονούνε οι αυτόχειρες παρθένοι
εκεί που μόλις πέσει ο ήλιος ανάποδα
μαζεύονται τα σκουπιδιάρικα αντάμα
με τ’ αποφάγια απ’ τα πλουσιόσπιτα των Αθηνών
εκεί κοιμόμαστε και ξυπνάμε κι ονειρευόμαστε
εκεί μαθαίνουμε για τον έρωτα, μέσα σε γκρεμούς
που με την πρώτη στραβοτιμονιά μας φεύγει το
τιμόνι
απ’ τα χέρια και πέφτουμε, ολοένα πέφτουμε
η ζωή μας ειν’ ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητο
που καρφώνεται απάνω σε μια μάντρα με
περικοκλάδες
που καρφώνεται στα σίδερα της Εθνικής
και γίνονται ένα με τον άνθρωπο
μέσα στα αίματα είναι πάντα η ζωή μας
σε διαδρόμους νοσοκομείων ανάμεσα στα ράντζα
και σε ορούς καρφωμένους στα χέρια
ερωτευμένων
μια σφαίρα είναι η ζωή μας που πετάγεται τη
νύχτα
από ‘να όπλο και σφηνώνεται στον εγκέφαλο
κι άλλες φορές ένα πιάτο δηλητήριο
γαρνιρισμένο με sauce από χάπια για τα νεύρα
και καθαρό οινόπνευμα
ένα κρεβάτι από πάγο ειν’ η ζωή μας, τις μέρες
που κάθε τόσο λιώνει στάλα τη στάλα
στο πήγαιν’ έλα, όπως λιώνουν οι σόλες μας
σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, φαρμακείο για τα
χάπια
δουλειά για την αποτοξίνωση, σπίτι
για τον γαμημένο τον ύπνο μας μπροστά στην tv
ένα σπίρτο κι η αγάπη μας, που πήρε φωτιά
-έλα σβήστο! Θέλω να κοιμηθούμε-
Η ζωή μας…
---===<^>===---
Ένας φανταστικός σατιρικός διάλογος του
Larry Cool για Τα Λυρικά
Απ’ το παράθυρο ενός ημιυπογείου στην
Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια δύο νέοι
κοιτάζουν τον έναστρο ουρανό. Αυτός 18 χρονών
ποιητής, αυτή 16 με μάτια στους
κροτάφους σαν νεράιδα.
Romeo: Όπως ερχόμουν με τη μηχανή, άνοιξα το
στόμα και φούσκωσα σαν
μπαλόνι.
Juliet: Έβαψα με κραγιόν τα πέταλα του αλόγου
μου.
Romeo: Ανόητη! Άφησες κόκκινα ίχνη στην
άσφαλτο. Τώρα οι μπάτσοι θα τ’
ακολουθήσουν και σε λίγο θα είναι εδώ.
Juliet: Δεν με νοιάζει.
Romeo: Θα σου πω ένα στιχάκι:
Αστρίτες αστρίτες,
γαμώ τους τραπεζίτες.
Juliet: Ελπίζεις ότι με τέτοια σαχλά στιχάκια θα
καθίσω να με γαμήσεις;
Romeo: Αγάπη μου, μαράζωσε και το καυλί μου
απ’ την ανία!
Juliet: Μωρό μου, έχω νεκρή περίοδο. Με βοηθάς
σε παρακαλώ να καρφώσω το
τρίτο μου πτυχίο στον τοίχο;
Romeo: Είσαι πολύ τυχερή.
Juliet: Γιατί;
Romeo: Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας. Όλοι
πουστέψανε. Αναγκάζομαι να
παριστάνω κι εγώ τον πούστη. Αν με ανακαλύψουν
οι γυναίκες θα με διαμελίσουν
όπως οι μαινάδες τον Ορφέα.
Juliet: Σε μισώ.
Romeo: Παρομοίως. Να σου πω ένα στιχάκι;
Βουλιάξανε οι στίχοι
και πνίγηκαν οι νότες.
Juliet: Ονειρεύομαι κάποτε να παίξω Chopin στο
βυθό του ωκ
Ο Romeo κοιτάζει ψηλά απ’ το παράθυρο του
ημιυπόγειου μονολογώντας
ψιθυριστά:
Romeo: Γέμισε φίδια ο ουρανός...
Juliet: Μετά το θεό μόνον εσύ υπάρχεις...
Romeo: Αγάπη μου, βλέπω το όραμα της
Ουτοπίας. Ένα τεράστιο δρεπάνι κρέμεται
στον ουρανό. Οι καπιταλιστές θα χάσουν τα
κεφάλια τους γιατί δεν λογαριάζουν
πώς σφάζουν τα δρεπάνια της αγροτιάς.
Αγάπη μου, αγάπη μου, τί θα φάμε για βράδυ;
Juliet: Κυδώνια, χάπια, εγωισμό και κράκερ με
σαντιγί.
Romeo: Έχω βάλει τη λέξη ‘σ’ αγαπώ’ στο βάζο με
τη βαζελίνη για να διατηρηθεί.
Μετά το δείπνο θα σε σοδομίσω με αλοιφή κι
αγάπη.
Juliet: Πόσο ρομαντικό!
Romeo: Αγάπη μου, τα μαλλιά σου στροβιλίζονται
τρελά χωρίς λόγο. Δεν φυσά
καθόλου. Πώς συμβαίνει αυτό;
Juliet: Περνούσε ο άνεμος και μπλέχτηκε ανάμεσά
τους και τώρα, χα-χα-χα! μάταια
προσπαθεί να ξεμπλέξει.
Romeo: Σήμερα έκοψα τα δάχτυλά μου στην
τσερκομηχανή. Να, δες!
Juliet: Σου το χω πει χίλιες φορές: «Πρόσεξε τα
δάχτυλά σου, στην τσερκομηχανή!»
Τώρα πώς θα μου βάζεις κωλοδάχτυλο, ε; Μου
είσαι άχρηστος. Θα ψάξω να βρω
έναν άλλον εραστή, αρτιμελή!
Παίρνουν δύο μπιτόνια και πίνουν 5 λίτρα βενζίνη
ο καθένας. Κατόπιν ξαπλώνουν
σ’ ένα διπλό κρεβάτι από πάγο. Περιμένουν
σιωπηλοί. Ξαφνικά σπάζει η πόρτα και
εισβάλλουν αστυνομικοί.
Αστυνομικοί: Να τα τα πουλάκια μας! Ώστε εδώ
κρυβόσασταν λοιπόν! Είστε
βλάκες. Αφήσατε ίχνη από κραγιόν στην άσφαλτο
και σας βρήκαμε.
Ο Romeo κι η Juliet του φέρνουν αργά τους
αναπτήρες τους στα στόματά τους κι
εκπνέοντας δυνατά αυτοπυρπολούνται. Όλα
γίνονται στάχτη και μπούρμπερη.
---===<^>===---
Παράξενος Διάλογος 4ος από τον Πάτροκλο
Χατζηαλεξάνδρου
(από μια σειρά 6 φανταστικών διαλόγων)
Θα σας μεταφέρω ένα παράξενο διάλογο που
έτυχε να κρυφακούσω, όταν
περπατούσα ήσυχος στο δάσος. Οι δυο που
παίρνουνε μέρος είναι, ο Φαέθων που
‘χε κατεβεί να ξαποστάσει κι απάντησε τον Ρομπέν
των Δασών. Πιάσανε ψιλή
κουβέντα κι ιδού τι είπανε. Δώστε βάση…
Φ. Όμορφο άλογο μα τι παράξενη στολή!
Ρ. Είναι η στολή του κλέφτη των δασών, νεαρέ.
Φ. Είσαι κλέφτης αλήθεια;
Ρ. Έτσι λένε.
Φ. Εσύ διαφωνείς;
Ρ. Αν στο λένε όλοι, είναι μάταιο να διαφωνήσεις!
Φ. Ίσως αν βγάλεις τη στολή...
Ρ. Και να φορέσω τη στολή του τίμιου, φιλήσυχου
οικογενειάρχη;
Φ. Δε ξέρω. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές;
Ρ. Δε με νοιάζει!
Φ. Αυτή που είπες, τί κακό έχει;
Ρ. Γιατί; Αυτή που φορώ έχει κάτι κακό;
Φ. Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Δεν αλλάζουμε
θέμα;
Ρ. Ευχαρίστως! Εσύ, ας πούμε, τί στολή φοράς;
Φ. Του άμυαλου, ενθουσιώδους γιού του Ήλιου!
Ρ. Κάτι σαν τη δική μου δηλαδή, αλλά στο πιο...
γδυτό!
Φ. Καμμιά σχέση! Είπαμε ν' αλλάξουμε θέμα.
Ρ. Σωστά! Εσύ δεν έχεις άλογο;
Φ. Είμαι μικρός κι άμυαλος κι έτσι μήτε δανεικό
ακόμα!
Ρ. Είπαμε ν' αλλάξουμε θέμα.
Φ. Δεν αλλάξαμε;
Ρ. Περιστρεφόμαστε πιστεύω, στα ίδια.
Φ. Όπως η Γη γύρω απ' τον Ήλιο.
Ρ. Όπως ο κλέφτης στο δάσος.
Φ. Άντε πάλι!
Ρ. Γεια σου μικρέ. Χαιρετίσματα στο μπαμπά σου.
Φ. Γιατί δεν τα δίνεις ο ίδιος; Γεια σου κι εσένα.
Ρ. Σωστά! Έχεις δίκιο…
Περιεχόμενα
Αστρίτες
Νεκρή περίοδος
Παράθεση
Τα πτυχία
Πουλί της λευτεριάς
Τραγουδάκι
Να γιατί σε μισώ
Μασκαράδες
Πουλάω μνήμες
Καθωσπρέπει
Στη νεραϊδοχώρα
Ιστορία μισή
Ο διασκεδαστής
Πολιτεία ΙΙ
Μονοκραυγή
Στην τσερκομηχανή
Σφετεριστές της ουτοπίας
Μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει
Επίλογος ΄΄Η ζωή μας΄΄
Ένας φανταστικός σατιρικός διάλογος του Larry
Cool για Τα Λυρικά
Παράξενος Διάλογος 4ος από τον Πάτροκλο
Χατζηαλεξάνδρου
Ο Γιώργος Κόκκινος ξεκίνησε τη συγγραφική του
δραστηριότητα το 2004 κι έκτοτε συνεχίζει να
γράφει αποσπασματικά, στιχουργήματα
αποκλειστικά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός
εραστής της τέχνης. Είναι μέλος της ΠΕΛ από το
2007 και έχει στο ενεργητικό του το Γ΄ Βραβείο
ποίησης του διαγωνισμού της ΠΕΛ για το έτος
2006. Γεννήθηκε στην Κηφισιά Αττικής τον
Σεπτέμβρη του 1977 και ζει ακόμα στην Αθήνα,
έχοντας επιπλέον στο ενεργητικό του δημοσιεύσεις
σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και του
διαδικτύου) καθώς και συμμετοχές σε επετειακά-
ετήσια ημερολόγια και ανθολογίες ποίησης.
*********************************************
Ο συγγραφέας σημειώνει πως μέσα από τα κείμενά
του δεν επιτίθεται στην ομοφυλοφιλία, αλλά σε
εκείνους που υπογείως και με τρόπο αλαζονικό,
είτε άντρες, είτε γυναίκες επηρεάζουν τη θέση μας
μέσα στην κοινωνία.
Σημειώνει επίσης πως στις σύγχρονες κοινωνίες
παρατηρούνται τα εξής φαινόμενα, ως αποτέλεσμα
κακής δόμησης και κακής επικοινωνίας:
΄΄Λείψανε βλέπεις τα τραγούδια εξορίας
λείψανε οι επαναστάσεις και οι έρωτες
από ΄να κόσμο που συντηρεί τις ενοχές του και τις
βρίζει
και βγαίνει στα μπαλκόνια έπειτα αυτόνομα να
κάνει κήρυγμα
μάθαμε λοιπόν ποτέ αν οι εξεγέρσεις γίνονται
πανανθρώπινα;
ως αγαθά ενός πολιτισμού που καταργεί την
εκμετάλλευση και τη διχόνοια
σπέρνει θεμέλια για να πατήσουν τα ορφανά του
και καταργεί την υποτέλεια;΄΄
Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος

More Related Content

What's hot

Mantinada teliko
Mantinada telikoMantinada teliko
Mantinada teliko
xpapas
 
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΦυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
μέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμόμέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμό
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomos
syrkyr
 
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΔιονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Ηράκλειτος Πειρατικός
 
χωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικάχωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικά
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.grαμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
drdim6
 
εργασια για ποιηση
εργασια για ποιησηεργασια για ποιηση
εργασια για ποιησηΕλένη Ξ
 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
Eleni Konstantinidou
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσpemptoussia
 
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
21η Mαρτίου
21η   Mαρτίου21η   Mαρτίου
21η Mαρτίου
Evangelia Patera
 
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματαGIA VER
 
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
pontiakilelapa ΠοντιακήΛέλαπα
 
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, ΕρωφίληΓεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
gina zaza
 
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 

What's hot (20)

Mantinada teliko
Mantinada telikoMantinada teliko
Mantinada teliko
 
γελ μ. εργασια α ομαδα
γελ μ. εργασια α ομαδαγελ μ. εργασια α ομαδα
γελ μ. εργασια α ομαδα
 
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΦυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Φυγεῖν ἐστί - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
μέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμόμέσα στον έρημο σταθμό
μέσα στον έρημο σταθμό
 
Solomos
SolomosSolomos
Solomos
 
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες ΑργίαςΔιονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
Διονύσης Καψάλης~Μερες Αργίας
 
χωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικάχωρίς συντηρητικά
χωρίς συντηρητικά
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2015
 
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
χαριτίδης κ. ιωάννης χαρίτον ποντιακά δίστιχα 2014
 
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.grαμοργός   νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
αμοργός νίκος γκάτσος - E books4greeks.gr
 
εργασια για ποιηση
εργασια για ποιησηεργασια για ποιηση
εργασια για ποιηση
 
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
 
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
Χαριτίδης Κ. Ιωάννης, "Χαρίτον" Ποντιακά Δίστιχα 2017
 
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσποιηματα διονυσιοσ  σολωμοσ
ποιηματα διονυσιοσ σολωμοσ
 
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα I - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
21η Mαρτίου
21η   Mαρτίου21η   Mαρτίου
21η Mαρτίου
 
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
24674776 ναπολέων-λαπαθιώτης-ποιηματα
 
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
6.2.2017, Αχ! Σαχταροχτισμέντζαν, Χαριτίδης Κ. Ιωάννης "Χαρίτον"
 
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, ΕρωφίληΓεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη
 
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΤα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Τα Ανένταχτα II - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 

Similar to Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος

Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Eleni Kots
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Litsa Pappa
 
Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021
56ο Γυμνάσιο Αθήνας
 
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/) Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
Παπαδημητρακοπούλου Τζένη
 
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίησηΗ Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
Ευγενία Παπαδημητρακοπούλου
 
Τραγούδια Πολυτεχνείου
Τραγούδια  ΠολυτεχνείουΤραγούδια  Πολυτεχνείου
Τραγούδια Πολυτεχνείου
xristoi
 
ατυχείς παρελθόντες στίχοι
ατυχείς παρελθόντες στίχοιατυχείς παρελθόντες στίχοι
ατυχείς παρελθόντες στίχοι
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλάGIA VER
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτωνΣυμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτων
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Ασκήσεις Ορθογραφίας
Ασκήσεις ΟρθογραφίαςΑσκήσεις Ορθογραφίας
Ασκήσεις Ορθογραφίας
Fotini Dim
 
Τραγούδι του χρόνου
Τραγούδι του χρόνουΤραγούδι του χρόνου
Τραγούδι του χρόνου
Αννα Παππα
 
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΚατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 

Similar to Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος (20)

Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015Απάνθισμα © 2015
Απάνθισμα © 2015
 
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
Kαντατα, Τάσου ΛειβαδΊτη (Όλο)
 
Γκανας
Γκανας Γκανας
Γκανας
 
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης2016
 
Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021Poihmata17-11--- 2021
Poihmata17-11--- 2021
 
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/) Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (http://blogs.sch.gr/epapadi/)
 
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίησηΗ Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
Η Παναγία στη νεοελληνική ποίηση
 
υπερρεαλισμός
υπερρεαλισμόςυπερρεαλισμός
υπερρεαλισμός
 
Τραγούδια Πολυτεχνείου
Τραγούδια  ΠολυτεχνείουΤραγούδια  Πολυτεχνείου
Τραγούδια Πολυτεχνείου
 
ατυχείς παρελθόντες στίχοι
ατυχείς παρελθόντες στίχοιατυχείς παρελθόντες στίχοι
ατυχείς παρελθόντες στίχοι
 
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί IV - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
δημουλά
δημουλάδημουλά
δημουλά
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτωνΣυμβατός δότης συναισθημάτων
Συμβατός δότης συναισθημάτων
 
Ασκήσεις Ορθογραφίας
Ασκήσεις ΟρθογραφίαςΑσκήσεις Ορθογραφίας
Ασκήσεις Ορθογραφίας
 
Τραγούδι του χρόνου
Τραγούδι του χρόνουΤραγούδι του χρόνου
Τραγούδι του χρόνου
 
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σγελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012σ
 
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
Σκάλες - Προκρούστης (Βιβλίο I)
 
θουριοσ
θουριοσθουριοσ
θουριοσ
 
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
γελ μ. εργασια β ομαδα 2012
 
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. ΚόκκινοςΚατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Κατηγορώ - Γιώργος Σ. Κόκκινος
 

More from Γιώργος Σ. Κόκκινος

Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
χιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημαχιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημα
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Big timemargaritaria
Big timemargaritariaBig timemargaritaria
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Parartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hyParartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hy
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Parartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheiasParartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheias
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
Parartima epoxikoy
Parartima epoxikoyParartima epoxikoy
Asep agglika
Asep agglikaAsep agglika
The little prince in greek ant. de st exupery
The little prince in greek   ant. de st exuperyThe little prince in greek   ant. de st exupery
The little prince in greek ant. de st exupery
Γιώργος Σ. Κόκκινος
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειΓιώργος Σ. Κόκκινος
 
Larry cool-poetry
Larry cool-poetryLarry cool-poetry
Raw (1)
Raw (1)Raw (1)

More from Γιώργος Σ. Κόκκινος (16)

Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί III - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
Πρότερον Θνητοί I - Γιώργος Σ. Κόκκινος (2018)
 
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
Συμβατός δότης συναισθημάτων 2
 
χιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημαχιουμορωμογράφημα
χιουμορωμογράφημα
 
Big timemargaritaria
Big timemargaritariaBig timemargaritaria
Big timemargaritaria
 
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
Γιωργος Σ. Κόκκινος 2017
 
Parartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hyParartima xeirismos hy
Parartima xeirismos hy
 
Parartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheiasParartima glwssomatheias
Parartima glwssomatheias
 
Parartima epoxikoy
Parartima epoxikoyParartima epoxikoy
Parartima epoxikoy
 
Asep agglika
Asep agglikaAsep agglika
Asep agglika
 
The little prince in greek ant. de st exupery
The little prince in greek   ant. de st exuperyThe little prince in greek   ant. de st exupery
The little prince in greek ant. de st exupery
 
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσειη επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
η επιστολή του ν.άσιμου πριν αυτοκτονήσει
 
Larry cool-poetry
Larry cool-poetryLarry cool-poetry
Larry cool-poetry
 
Asimos
AsimosAsimos
Asimos
 
Raw (1)
Raw (1)Raw (1)
Raw (1)
 
Printezis poihsi
Printezis poihsiPrintezis poihsi
Printezis poihsi
 

Recently uploaded

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ssuserd733e81
 
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
ssuserd733e81
 
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
ssuserd733e81
 
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
ssuserd733e81
 
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
ssuserd733e81
 
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
ssuserd733e81
 

Recently uploaded (6)

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
 
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
ΛΕΟΝ ΚΑΙ ΛΟΥΙΖ
 
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
Η ΤΣΕΣΤΕΡΦΙΛΝΤ ΤΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ ΟΡΟΦΟΥ
 
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΑ ΜΝΗΜΗΣ
 
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΟΣ
 
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
ΑΘΕΑΤΟΣ ΕΠΙΒΑΤΗΣ
 

Τα Λυρικά - Γιώργος Σ. Κόκκινος

  • 2. ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ Μια συλλογή κοινωνικό-πολιτικού αντικατοπτρισμού
  • 3.
  • 4. Γιώργος Σ. Κόκκινος ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ Σεπτέμβριος 2018 e-mail: gkokkk@hotmail.com Σχέδιο εξωφύλλου: σχέδιο του Γ. Κόκκινου Επιμέλεια κειμένου: Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου Επιτρέπεται η ελεύθερη διακίνηση στο διαδίκτυο. ----------========*========----------
  • 5. Αστρίτες Νύχτα τη στήσαν τη σκηνή του κόσμου οι αστρίτες και σαν οχιές κοιμήθηκαν επάνω στ΄άπλωμά της έτσι κατάχαμα, για δες, που κείτονται οι τερμίτες και στρωματσάδα απλώσανε να φτάσουν τις ιτιές γίναν πολλοί οι συγγραφείς και λόγιοι κι οι εκδότες που θέλησαν να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα με ρίμες και με λυρισμό να γράψουν για το χώμα μιας που κανείς δεν πρόκαμε να φτάσει το γκρεμό νύχτα τη λύσαν τη σκηνή του κόσμου οι λογοτέχνες για μια φορά κατέβηκαν στο ύψος των ποδιών ορθώσανε οι μύτες στο αφρατένιο στρώμα να ιδούνε πως οσμίζονται οι αστρίτες το γκαζόν μα αντί γι΄αυτό προσλάβανε υπαλλήλους στη ρεμούλα να καταγράψουν το συμβάν με κάλπικο οχετό μιας και η νύχτα σφιάγιασε της φτήνιας τα ρολόγια οι λεπτοδείχτες θα μετρούν τα ωραία γαμήσια εδώ πλέρωνε κι έτσι πλέρωνε, πλέρωνε για να γράψεις τη μαλακία στο μυαλό που γίνηκε σπαγγέτι βγάλε βιβλία να πουλάς για του φτωχού το ντέρτι μα ξέχασα, τα φράγκα σου χτίζουν και ταρσανά έτσι του πρόστυχου καιρού, αλλάζω τα πρωτεία και της τρανής κακομοιριάς την άξια πεθυμιά χωράνε οι βαλίτσες μου μαούνες, γιοτ και πλοία που΄χουν φορτώσει μοναξιά, βιβλία παντοτινά τα μαϊστράλια ήδη χτυπούν στο απάνω παταράτσο γρήγορα λύσε ν΄αποφύγουμε την ξέρα, τη στεριά τρελοί καιροί που σε αρπάζουν μ΄ένα λάσο
  • 6. τρελοί εμείς κι άσπονδοι εχθροί της γκλαμουριάς αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει μα εγώ τα νιάτα μου έφαγα σε μια πλεκτή αιώρα με πήγαινε ο άνεμος σα νιόβγαλτη μπιγκόνια που το μουνί της χάθηκε στο μίσχο του παρά νύχτα τη στήσαν τη σκηνή του κόσμου οι αστρίτες και σαν οχιές κοιμήθηκαν επάνω στ΄άπλωμά της έτσι κατάχαμα, για δες, που βρίσκονται κι οι τρύπες στα μουλωχτά ματώσανε να φτάσουν πιο βαθιά πλέρωνε κι έτσι πλέρωνε, πλέρωνε για να γράψεις τη μαλακία στο μυαλό που θέλει να ημερέψει βγάλε βιβλία να πουλάς για του φτωχού το ντέρτι μα ξέχασα, τα φράγκα σου χτίζουν και ταρσανά επάνω στα πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου πλατσούριζε στα μουλωχτά, στο βιός μου μια ουρά κι από το φτέρωμα το γκρι πήρα να ζωγραφίσω ένα μπουντρούμι, φυλακή με κίτρινο σκαρί είναι ένα ψέμα ο έρωτας και σ΄έχουν κοροϊδέψει όσοι με λόγια σου έταζαν σε μεθυσμένη γη αν το πιοτό που σου έδωκαν πλέον σ΄έχει μαγέψει πίνανε τα χιλιόμετρα και καίγαν το φιλί έκανα σύντομη ζωή, μα πιο πολλές στερήσεις κι από παιδί ταξίδευα χτίζοντας μια ζωή λάθος που επιθύμησα άλμπουρο να΄βρω τύχη στις πλάτες μου τα κρίματα, σημαία ένα φιλί ήταν μι΄αγάπη χωνευτή κατάχωτη στις φτέρες που΄δωκε λόγο η αφορμή και κίνηκε να ορμήσει να κατακτήσει κορυφές πέρα απ΄τη Σαντορίνη ανάμεσα σε γάιδαρους και γιοτ της αρπαχτής
  • 7. έδωκε κι έναν πήδουλα κι έφτασε τέρμα πάνω όπου τ΄απέραντο γαλάζιο δένει μ΄ένα σχοινί λύθηκαν οι αγάπες και το΄πιανε άσπρο πάτο στου Άη Νικόλα το στρατί και στο hotel Φανή λυπάμαι μόνο όσα παιδιά αύριο θα΄ναι επαίτες και θα μου πουν, δε γνώρισα γαλάζιο τι θα πει από μια χώρα ολόγιομη σε μουσκεμένες πέτρες στα χέρια μου μια πλίνθο και σ΄όποιο κεφάλι βρει επάνω στα πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου κείτονται έτσι απρόσμενα στιχάκια της στιγμής συνθέτουνε το παζλ που θες να κατακτήσεις ε! ράφτα, κάντα ένα πανί και γίνε ο νικητής είναι ένα ψέμα ο έρωτας και σ΄έχουν κοροϊδέψει όσοι φαντάζαν κίβδηλοι για τα λεφτά στην τσέπη πλήρωσες μέχρι άυλες θηλυπρεπείς ορέξεις κάτι γλυκόπιοτα ποτά σε κρυσταλλένια υφή έκανα σύντομη ζωή, μα πιο πολλές στερήσεις κι από παιδί ταξίδευα χτίζοντας μια ζωή λάθος που επιθύμησα γαμίδια να΄βρω τύχη στις πλάτες μου τα κρίματα, στον κώλο ένα καυλί λυπάμαι μόνο όσα παιδιά αύριο θα΄ναι φταίχτες και θα μου πουν, δε γνώρισα γαλάζιο τι θα πει από μια χώρα ολάνθιστη σε μουσκεμένες πέτρες στα χέρια μου μια πλίνθο και σ΄όποιο κεφάλι βρει το παραθύρι είναι μικρό και θα τ΄απασφαλίσω κι απ΄το παραθυρόφυλλο θα φύγω ένα πρωί φωτιά στα υπάρχοντα να αρθεί, όλα θα τα διαλύσω οι αναμνήσεις να καούν κι η κάθε συλλαβή
  • 8. στη τρύπια τσέπη του μπλουτζίν έραψα τ΄αρχικά σου να πούνε πως προδόθηκε κάλλιο από μια γυναίκα οι νικητές δε γίνονται, παρά έτσι απλά γεννιούνται γαμήθηκε η υπομονή, τα χείλη στάζουν μέντα στο κομοδίνο μου μπροστά έχω το γιατρικό μου λεφτά, γυαλιά, χρυσαφικά τα πήραν οι μαστόροι δύο γουλιές απ΄το πιοτό φτάνει να κοινωνήσω να στάξει η φόλα στο κορμί, πίσω μη κολυμπήσω παθαίνεις έναν ίλιγγο και θρόμβωση οι φλέβες πόσο άλλο αληθινό και φυσικό συνάμα; έχω φροντίσει, τα παιδιά ένδοξες να΄χουν μέρες λυπάμαι όσους βρίσκονται στη θέση μου επαίτες βρείτε μου έναν αιρετό να τόνε αγριαγαμήσω και το καλπάκι ενός παπά να δώσω για να φάει πείτε του, εγώ έτρωγα στα νύχια τη σκουριά μου τη μούχλα από το ψωμί που έκανα παξιμάδι αυτό το αλεξίπτωτο είναι ολούθε τρύπιο μπατάρισε στη θάλασσα που πνίγηκε η Εκάτη έχω σταμπάρει με κραγιόν τα πέταλα του Μάρτη και του Αυγούστου οι πληγές δε σβήνουνε με γρόσια φύσα και φύσα, φύσα το δε θα το δεις να ορθώνει γαμήθηκε απ΄το γαζί σαν κόκκινο μπουρδέλο στο κομοδίνο μου μπροστά βλέπω και το Θεό μου και κάνω μία προσευχή μπας και γυρίσει πίσω στη μαλακία έπηξε η χώρα της ρεκλάμας καβάλα σ΄ένα κότερο πουλήσαμε πατρίδες το παραθύρι είναι μικρό, μα έχω καρδιά μεγάλη χωράει Πέρσες ουραγούς και Έλληνες Ατρείδες
  • 9. θα αγοράσω μηχανή να τρέχω με τα χίλια να πιώ αγέρα για πιοτό, να νιώσω ζαλισμένος αφού δε μέθυσα ποτέ παρά για τ΄άρωμά σου που τρύπαγε συθέμελα τη ρινική μου φύση φύσα και φύσα, φύσα το δε θα το δεις να ορθώνει γαμήθηκε απ΄το γαζί σαν κόκκινο μπουρδέλο φωτιά στα υπάρχοντα να αρθεί, όλα θα τα διαλύσω οι αναμνήσεις να καούν κι η κάθε συλλαβή Νεκρή περίοδος Σ’ έψαξα σε σκοτεινά δωμάτια μαγεμένα μέσα σε καπνούς και ξόρκια των Νεράιδων ζήλεψα να δω τα μάτια σου γερμένα πάνω στα φτερά ενός κύκνου των Τυράννων μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει; ό,τι προσκυνώ ψυχή μου δε με θέλει κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια σ’ έψαξα σε μουχλιασμένα υπόγεια κλειδωμένα ‘κει που ρέει η λάβα, οι φλόγες των Καιάδων χρόνια και καιρούς με σκόρπια απωθημένα ίχνη από μαστίγια κι όπλα των Κενταύρων πόθησα να δω τα μάτια σου υγραμένα σ’ άδειες φυλακές του ονείρου παραβάτες θειάφι και ασβέστης λόγια πληγωμένα τα ‘καμε να κλάψουν ο ιππότης του Θερβάντες μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει; ό,τι προσκυνώ ψυχή μου, δε με θέλει
  • 10. κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια Παράθεση Σχεδίαζα στα χέρια μου καράβια πανιά, κουπιά κι αστέρια που έβρισκα στα μάτια σου φυσάει ο καιρός και ειν’ ωραία απόψε ταξιδεύω με τα χάδια σου τα κόκκινα στολίδια κρεμασμένα φανάρια και λαμπιόνια σ’ αρμενίζουνε φωτάκια τ’ ουρανού παραδεισένια πιο κόκκινα απ’ του ήλιου δειλινό αστράφτουν τα λιμάνια από έρωτα αγάπης ήχους, χρώμα ευτυχίας ο άνεμος τα βήματα ν’ αγκάλιαζε κι ο αγέρας να θολώνει το μυαλό σχεδίαζα φιλιά στα δυο μου χέρια τα έστελνα στο δρόμο που περπάταγες γυρίζανε πουλιά στεφανωμένα με μάθαιναν τον τρόπο ν’ αγαπώ κι εγώ τι άλλο να’ θελα από σένα; να πέφτω χαμηλά, να προσκυνώ ν’ αγγίζω κάθε φλέβα του κορμιού σου να σκίζω με τα χάδια τις φοβίες σου
  • 11. ιππότης, αδερφός και ερωμένος φεγγάρι λαμπερό στις ιστορίες σου κορφή σε ένα δέντρο Χριστουγέννων στολίδι στα κλαδιά της ορτανσίας σου πετράδι στα μαλλιά σου τυλιγμένο ο μίσχος του πι’ ωραίου λουλουδιού και μέτραγα τα βήματα που άφηνες στα δάκτυλα ζωγράφιζα καράβια σχεδίαζα στα χέρια μου τα όνειρα με μάθαιναν τον τρόπο ν’ αγαπώ Τα πτυχία Της είπα εχθές και τα λόγια μου την συνεπήραν πως η θάλασσα είναι πουτάνα γιατί έχει πάρει στο βυθό της τα καλύτερα παλικάρια πως κι η φύση είναι πουτάνα γιατί γεννά τερατουργήματα, εκτρώματα έτσι αναπάντεχα η ελπίδα είναι πουτάνα για να πεθαίνει πάντα τελευταία και δειλή μη θέλοντας να επιδείξει τα στήθια της στον εχθρό η αγάπη είναι πουτάνα, γιατί βρίσκεται ποτισμένη σε κάθε μας κίνηση, οποιασδήποτε ενέργειας οποιουδήποτε ερωμένου κι η ζωή είναι πουτάνα γιατί πάντα τα είχε με άλλους κι απ’ ότι μαθαίνω απ’ τους παλιούς η ιστορία αυτή κρατάει χρόνια, τίποτα δεν άλλαξε
  • 12. ώστε να γίνεις άριστη μαθήτρια στο πήδημα Μπράβο σου, τα κατάφερες! το πήρες το πτυχίο δέσε το βιός σφιχτάγκωνα, μελέτα και τους χάρτες η πολιτεία που ΄φτιαξες, γαμιέται στ΄ ανοικτά ξεκλήρισαν τα ναύλα τους δεξιόστροφοι πολίτες κι εμένα μου ΄μεινε στην τσέπη μοναχά ένα πενηντάλεπτο που φτάνει ν΄ αγοράσω ένα κουλούρι [τόσο μικρό σα μια κλανιά -πουστέψαμε που λες, πουστέψαμε- άλλοι τον δίνουν να τον τρως κι άλλοι τον παίρνουν πίσω μοιράστηκε ο κόσμος μας σε πούστηδες καιρούς κάποτε αμολάγαμε τα κούλουμα, καλούμπα και πλέον σφίξανε οι κώλοι και τυλίγουμε σχοινί άλλοι τριγύρω απ΄ το λαιμό σα φιόγκο ΄παπιγιόν΄ άλλοι κατασκευάζουν λάσο για να πιάσουνε ΄μπεκάτσες΄ μαράζωσε ο κόσμος μας σε βρόμικους καιρούς μαράζωσε και το καυλί μου απ΄ την ανία ήταν που ονειρευόσουνα να τα ΄χεις και τα τρία ψωμί, καυλί και μηχανή, να τρέχεις στ΄ ανοικτά βλέπεις, τα φράγκα είναι που δίνουν αφορμές τσάμπα τα πήρες κοπελιά μου τα πτυχία χρειάζεσαι έναν πούτσο ή μία μαλαπέρδα να σηκωθεί ολάκερη, σα σκάλα στ΄ ανοικτά να υψωθεί σαν πάλλευκη δεξιόπλατη παντιέρα σα βέλος και σαν τόξο που χτυπάει στα ψαχνά και βρίσκει κλειδαρότρυπα να μπάσει τις ορμές της αυτές που βολοδέρνοντας χτυπούσαν για να βγουν τριγύριζαν σε κάμαρες με φώτα ροζιασμένα
  • 13. καμμένα σα τα χέρια [που τα ΄καμε ο καιρός ν΄ αναστηθούν -πουστέψαμε που λες, πουστέψαμε- άλλοι τον δίνουν να τον τρως κι άλλοι τον παίρνουν πίσω μοιράστηκε ο κόσμος μας σε πούστηδες καιρούς το δάχτυλο τριγύρισε δειλά την κλειτορίδα καμπόσο σάλιο έδωκε κι η γλώσσα γι΄ αφορμή σφίξαμε τα κορδόνια μας, τα πήραμε για προίκα και βαζελίνη αλείψαμε το δύστυχο κορμί μαράζωσε ο κόσμος μας σε βρόμικους καιρούς μαράζωσε και το καυλί μου απ΄ την ανία βλέπεις, τα φράγκα είναι που δίνουν αφορμές τσάμπα τα πήρες κοπελιά μου τα πτυχία Πουλί της λευτεριάς Να ΄σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη να σε φυλάω σαν εικόνισμα στα στήθια και να γεμίζω τη ζωή μου παραμύθια πως θα γυρίσεις μου έταζες τα βράδια να΄σουν εδώ για να γεμίζω το πρωί είναι τα χείλη μου σβησμένα με μελάνι μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς κι αυτή η ματιά που τρεμαμένα ζωντανεύει κάπου να σμίξει μια πανάκριβη αγκαλιά χτυπάει ο διάβολος την πόρτα μου τα βράδια και μου ζητά να του χαρίσω μια ψυχή λέω ΄΄δεν σκέφτεται πως είναι τόσο άδεια
  • 14. και πως μονάχη της, σε τι θα χρειαστεί;΄΄ εγώ σου τα΄λεγα μα βιάστηκες να φύγεις πήρες τ΄αστέρια σου στις τσέπες για φλουριά να ΄σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη να μου εξηγούσες του φευγιού τα μυστικά αυτή η νύχτα έχει κάψει τις αντένες και στα κλαριά έχουν φυτέψει την οχιά δεξιά φανάρια που αργοσβήνουνε στα ξένα και μια παντιέρα που υψώνει στ΄ανοιχτά τα χέρια μου έζωσαν το στήθος μουδιασμένα κρύο το βράδυ στο παγκάκι της χαράς εγώ σου τα΄λεγα μα θέλησες να φύγεις μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς φυσά, αστράφτει και βροντά πάμε να πιάσουμε τον κεραυνό απ΄τα μαλλιά στην τσέπη έχω ένα πεντάευρο ορφανό το φύλαγα για παγωτό σαν σε γνωρίσω να σου τάξω φωτογραφία βιαστική και σε γαλάζιο φόντο κίτρινη σέπια απόχρωση οι στιγμές μας πάτα το ΄κλικ΄ στην αστραπή να ονειρευτούμε το ΄΄γαμώτο΄΄ που δεν προκάναμε να δούμε τις πληγές μας είδες, πώς δεν μετριούνται με πεντάευρα οι ανθρώποι; μιας κι οι ψυχές δεν έχουν ύψος και διαβαθμίσεις ταξικές θα βρούμε τρόπο, έλεγες, να βγούμε απ΄το γκρίζο ντύσαν τον πίνακα πλερέζες και αναμνήσεις τρυφερές
  • 15. αυτή η νύχτα έχει κάψει τις αντένες και στα κλαριά έχουν φυτέψει την οχιά δεξιά φανάρια που αργοσβήνουνε στα ξένα και μια παντιέρα που υψώνει στ΄ανοιχτά Τραγουδάκι Θέλω να ακουμπήσω να ξαποστάσω θέλω στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ πάνω στα δυο σου χέρια για προσκεφάλι να ‘χω λίγα φιλιά σου να ονειρευτώ κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ δως μου φτερά και πούπουλα να πετάξω κι ίσως εν τέλει να σ' ερωτευτώ θέλω και την αγάπη να σου μετρήσω θέλω με τα όνειρά σου να πορευτώ πάνω στα δυο σου πόδια να ταξιδεύω να ‘χω μαζί τ' αστέρια σου να κρατώ κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ δως μου φτερά του έρωτα να φωνάξω κι ίσως εν τέλει πω το σ' αγαπώ σε φιλώ γιατί είναι Κυριακή κι η χαρά μεγάλη στου γιαλού τα κάλλη σ’ αγαπώ γιατί είναι μια γιορτή κι είμ’ ένα ποτάμι πού ξοπίσω πάλι δε θα ξαναρθεί...
  • 16. Να γιατί σε μισώ Να γιατί σε μισώ γιατί μ’ έκανες έρωτα και μ’ ανέβασες τόσο και κατόπιν με έριξες στο γκρεμό να ματώσω τόσο λίγος αισθάνομαι που δεν έπλασα κάτι έναν κόσμο σου έταξα και φτιαγμένο απ’ τη στάχτη κράτα τώρα λοιπόν μέσα στ’ άδεια σου χέρια ό,τι νιώθεις πολύτιμο και σκληρό σα μια πέτρα δε μιλώ για τα μάτια σου ή τα χείλη σου, φως μου το αλήτικο σώμα σου ξεψυχάει εμπρός μου μα κι αν λέω σ’ απεχθάνομαι, μη το δένεις σα κόμπο σκέψου λίγο αν έφταιξες να σε λέω άνθρωπό μου σκέψου πόσα μου έταζε η αγάπη η ψεύτρα και κατόπιν μου τ’ άρπαξε [πόσα έχασα μέτρα πόσα κίβδηλα λόγια μας και χαθήκανε όλα σ’ έναν έναστρο απέραντο καθαρό ουρανό μας ξεχασμένο βιβλίο η αλήθεια μωρό μου κι απ’ τα χείλη φωνάζαμε “σ’ αγαπώ όνειρό μου” σ’ αγαπώ δεν υπάρχει, φύγε, δε σε χρειάζομαι κι αν το λάθος μας στάθηκε αφορμή να σ’ αγγίξω έχω λόγο να χαίρομαι, να γελώ, να αισθάνομαι σε μισώ, σ’ απεχθάνομαι και στο πριν δε γυρίζω σε μισώ, με μισείς, μια ισόπαλη μάχη δε μας ξέρει κανείς [κι είμαστε άγνωστοι έρωτες σ’ ένα λάθος κρεβάτι σε μισώ, με μισείς, και το λένε αγάπη; φύγε, δε σε χρειάζομαι, δεν αντέχω άλλο δάκρυ
  • 17. Μασκαράδες Η ώρα έφτασε λοιπόν, μαλακισμένοι μασκαράδες ενωθείτε σε ένα καρουζέλ να ενώσουμε τα χέρια, γεμισμένα με αλκοόλ κι η χαρμολύπη από μακριά να πλησιάζει, οσονούπω με μια μαϊμού που μας χορεύει ένα συρτό ‘φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κοιλιά περίδρομο φάτε ψάρια κι όχι μάτια, χτύπησα το σήμαντρο και μαζεύτηκε ο κόσμος γύρω από την εκκλησιά από μέσα πεθαμένος και απ’ έξω μια οχιά’ δεν ευθύνομαι αν έγιναν έτσι (λέει η μαϊμού) άλλοι μ’ ευνούχισαν μικρό, μου είπανε: ‘σύρε και γαμήσου’ κι εγώ τους πίστεψα, μα απορώ μου είπανε: ‘τράβα και γαμήσου’ κι έφτιαξα τσάντα γεμισμένη με ντεπόν ‘..να τη φορέσω σταυρωτά στους ώμους μου, να φύγω’ ‘γιατί έχω βασιλιά νονό, έχω κουμπάρο αρχηγό σε μια ομάδα ποδοσφαίρου του Κονγκό έχω τσίρκο, έχω και τσίρκο και μια αρκούδα που χορεύει καλαματιανό’ κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει κι εγώ να τρέχω να σωθώ απ’ τον πανικό κι όλα αυτά για μία καταλογισμένη λύπη που εγκαλείται να δώσει νόημα στο δικό της χορό
  • 18. ‘φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και χορέψτε μαζί μου λαμπάντα φάτε πούτσο και χορτάστε, μασκαράδες του κόσμου γιορτάστε’ κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει μια εμπειρία ακόμα χορτάστε! ‘..κι έξω να φτύνει, έξω να χύνει, φάτε μέλι με ταχίνι’ -κι έχω φτωχύνει- ‘γιατί έχω τζόβενο αρχηγό, γαμάω, δέρνω κι απορώ πως το μουνί το πελαγίσιο δεν βρίσκει τρόπο για να μπει στο τσίρκο φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κουνήστε τον ποπό να απλωθεί εις την βεράντα, ωσάν μια κίτρινη μπουγάδα η κλεψιά, η πορδή κι ο οχετός’ φάτε ψάρια και σταυρώστε, αμαυρώστε τον σκοπό μιας και ο γράφοντας τούτης της λύπης εντός σκυθρωπού προσωπείου, θαρρώ έχει απογίνει πλέον αλήτης κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει μια εμπειρία ακόμα χορτάστε φάτε ψάρια και σταυρώστε κι αμαυρώστε τον σκοπό ‘γιατί έχω βασιλιά νονό, έχω κουμπάρο αρχηγό (λέει η μαϊμού) η ώρα έφτασε, όλου του κόσμου μασκαράδες’ κι εγώ να τρέχω να σωθώ απ’ τον πανικό κι όλα αυτά για μία χαρμολύπη που εγκαλείται να δώσει νόημα στο δικό της χορό
  • 19. Πουλάω μνήμες Μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν ένα κομμάτι απ’ τη ζωή συγγράφοντας παράλληλα μια βιογραφία για τα λάθη τους πόσο μετάνιωσαν, για δες, από τα βάθη της καρδιάς τους για όλα αυτά που γάμησαν βαδίζοντας αμέριμνοι, μια ολόπλουτη ζωή στα χείλη τους θα βρεις βρομιά μια χαμηλόφωνη δική τους μελωδία που την έγραψαν για φίλους κι ακούμπησαν τα χείλη αυτά πάνω σε άλλα χείλη, αγνώριμα ώστε να μεταδώσουν το μικρόβιο της άσπιλης ζωής τους μιλάω σ’ αυτούς όπου στα νύχια τους θα δεις βρομιά που με γυμνό το μάτι δε διακρίνεται βρομιά απ’ την αναισθησία και την έπαρση του κόσμου τούτος ο χώρος που ξεπηδήκαμε είναι πρόστυχος κι από παντού όρνεα, τάχα ποιητές θα ξεπηδούνε θα εμφανίζονται στιχάκια άλλοτε ανώριμα κι άλλοτε θα’ ναι ΄..το καταφύγιο που φθονούμε΄ το νου σας ΄ποιητές΄! μας φάγαν το φιλότιμο για πρόγευμα κι άλλοι την ειλικρίνεια βρήκαν για κολατσιό τους αλλά την κατασπάραξαν ως βάσανο στο δρόμο τους
  • 20. πουλάω μνήμες, μνήμες με δάκρυ κι έχω τη ρετσινιά στην πλάτη και όσα τρώω τα καταπίνω, ξερνάω, χύνω κι άλλα τα φτύνω πουλάω μνήμες για τους ανθρώπους που τους κατάντησαν αρρώστους για τους απόκληρους και προδομένους αυτούς τους έχω κι εγώ ΄..χεσμένους΄ πουλάω μνήμες, μνήμες του κώλου που εκπορνεύτηκαν με τον καιρό κι αν σου βαστάει, για έλα μωρό μου, πουλάω μνήμες μ΄ ένα αιδοίο βραστό μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν ένα κομμάτι απ’ τη ζωή συγγράφοντας παράλληλα μια βιογραφία για τα λάθη τους κι είναι η εκδίκηση σαν ένα πιάτο παγωμένο σαν ένα άηχο και στέρφο απωθημένο που το λιώσαν οι ενοχές θα πεθάνω και θα είμαι καθισμένος σ’ ένα πιάνο να συνθέτω ένα ρέκβιεμ για τέσσερις φωνές μια δικιά σου, μια δικιά μου, της πρωτότοκης χαράς σου και μιας κόρης που ξεμύτισε προχθές σου γαμάω τα τραγούδια που βουλιάξανε οι στίχοι που πνιγήκανε οι νότες, που πεθάναν στα ρεφρέν σου γεμίζω τα πεντάγραμμα της πεθαμένης νιότης με εικόνες πατημένες απ’ το χθες κι έτσι είναι η εκδίκηση σαν πιάτο παγωμένο ένα άηχο και στέρφο απωθημένο που το λιώσαν οι ενοχές
  • 21. θα πεθάνω και θα είμαι καθισμένος σ’ ένα πιάνο να συνθέτω ένα ρέκβιεμ για τέσσερις φωνές τούτος ο χώρος που ξεπηδήκαμε είναι πρόστυχος κι από παντού θα μας γαμάνε κάτι αλήτες μιλάω σ’ αυτούς που μου κατάσχεσαν τη δύναμη με τη φωνή μου να διασπείρω τις αλήθειες Καθωσπρέπει Η ζωή μου είναι μια μπάλα που όλο τρέχει κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την κλώτσησαν οι πληγές μου πόσο μάτωσαν, δε ρώτησαν κι η ψυχή μου, αν τους βαστά κι αν τους αντέχει περιθώρια δεν υπάρχουν για μπαλώματα πήρα προίκα απ’ την πίκρα τα διπλώματα κι όλο τρέχω και γυρνώ στις κατηφόρες ένα μέρος να πλαγιάσω ψάχνω ώρες φαίνεται πώς ξέχασες τ’ αγέρι στα μαλλιά τις Κυριακές που άλειφε τα χείλη η δροσιά ο ήλιος μοσχοβόλαγε τ’ αγέννητα φιλιά σου και στων ματιών τις άκρες κυλούσε η πεθυμιά φαίνεται πως χάθηκα για πάντα απ’ τη θωριά σου τα χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τα φτερά σου απ’ όπου κι αν περάσαμε, τα χνάρια μας ζεστά τη χαραυγή που σ’ έντυσα λευκόχρυσα φιλιά η ζωή μου είναι μία μπάλα που όλο τρέχει κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την άρπαξαν τα όνειρά μου πόσο ράγισαν, δεν άργησαν κι η ψυχή μου ένα χαλί στα καθωσπρέπει
  • 22. Στη νεραϊδοχώρα Σα σήμερα εστάθηκεν η φλούδα σε μέρος του λαιμού που πνίγει βόα τα σύγνεφα τρομάξαν κροταλία κι αστέρια βγήκαν στη νεραϊδοχώρα μονάχος, τυφλωμένος τα κοιτούσε ο γιος του καπιτάνιου του Νικόλα τα χέρια του γιομίσανε μπιμπίκια αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης; σα σήμερα κινήσανε οι Νεράιδες του κόσμου όλου να βρούνε τους παράδες στα σπάργανα της Γης να πεταχτούνε κι οι μάισσες στον Άδη να καούνε τα μάγια να λυθούνε προσπαθούσαν του γιου του καπιτάνιου του Νικόλα που έστεκε στη βάρκα τυφλωμένος κι αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης;
  • 23. Ιστορία μισή Ιστορία μισή σαν κερί παγωμένο μεθυσμένο φιλί που λησμόνησε έρωτες παρελθόν μια αγάπη, φυλαχτό κεντημένο χίλια χάδια που έμειναν ως ανάμνηση απλή δε ζητώ τώρα τίποτα κι ούτε ξέρω που πάω σαν παιδί αγαπάω με μι΄ αγάπη αγνή είναι ο δρόμος γεμάτος με ψυχές που πατάω κι αν απόμεινε λίγη είναι όλη η ζωή ξεψυχάω, το βλέπετε; οι καημοί μ’ έχουν λιώσει προδομένοι οι έρωτες, μαυρισμένοι οι τόποι δε βλασταίνουν λουλούδια όπου χύθηκε πόνος κι έτσι κλείνω τα μάτια μου ν’ απομείνω πια μόνος ιστορία μισή σα ζωή μοιρασμένη έχω αλλάξει πολύ, μη ρωτάτε, δε θα μάθετε πόσο κι οι ιδέες μου όπλο που μπορώ να σκοτώσω ιστορία μισή, δε θα μάθετε πόσο κι αν αγάπησα κάποτε, δε μπορώ άλλο τόσο παρελθόν μια αγάπη κεντημένη στα μάτια της που μου λέγανε “στάσου, μη μου φύγεις ποτέ” -κι αν μου κρύβεις το βλέμμα σου, αγαπώ την καρδιά σού- μα στο ψέμα της κρύφτηκαν, όσα είπε εαυτέ ιστορία παλιά, μια ευθεία δεδομένη μια ζωή τελειωμένη πριν ν’ άνοιξει πανιά γίναν σκόνη τα όνειρα, τώρα πια τι να μένει; μια κορνίζα η αγάπη μου να μου λέει “έχε γεια”
  • 24. Ο διασκεδαστής Εγώ είμαι ο μπεκρής, ο διασκεδαστής στα χέρια μου κρατάω τη ζωή σας σας παίζω και γελώ, γελάτε, σας κοιτώ και στο πιοτό μου πίνω τη μορφή σας ο γελωτοποιός, του κόσμου ο χαζός τρικλοποδιά θα βάλω στ’ όνειρό σας να ‘ρθει καμιά νυχτιά, ο άλλος εαυτός να δείτε τι κακός ειν’ ο εχθρός σας μισώ τη ζητιανιά, μοιράζω τη χαρά στα χέρια μου κρατώ τη δύναμή σας τη σφίγγω σα γροθιά, βαράω στα τυφλά [και όποιος δε γελά στο πάτωμα τον ρίχνω, στα σκουλήκια εγώ είμαι ο ευτραφής, ο διασκεδαστής γεννάει το μυαλό μου τόσα αστεία για βάλτα στη σειρά, πού φτάνουν; μακριά πιο πέρα κι απ’ του σώματος τα τρία ο γελωτοποιός, του κόσμου ο τρελός βαράει στο ψαχνό με τη φωνή σας και κάνει όσα πόθησες κι αρνήθηκες εσύ γιατί σαν δικαστής και σαν εκτελεστής νωρίς τον κατηγόρησες κι απέδωσες ποινή νωρίς τον απαρνήθηκες κι εσύ “σκοτώστε τον μπεκρή, τον διασκεδαστή που κάνει όλο τον κόσμο να γελάει σκοτώστε τον χαζό, τον γελωτοποιό τρελός είναι και μόνος του μιλάει..”
  • 25. Πολιτεία ΙΙ Κοιτώ τα μάτια που με πήραν απ’ το χέρι και με πετάξαν σ’ έναν άγνωστο ουρανό δε θα γυρίσω μάνα τ’ άλλο μεσημέρι θα μείνω εκεί για να κοιτώ το βλέμμα αυτό θα μείνω εκεί ώσπου να σβήσει η φωνή μου κι ώσπου να πάψει η καρδιά μου να χτυπά τι νόημα έχει μία αγάπη πικραμένη; σα βρίσκει ο έρωτας κατάρτια στη στεριά κι έτσι θα πλέω μες του σύγνεφου το κύμα ούτε η βροχή κι ούτε η μπόρα να με νοιάζει αρκεί να βλέπω από ψηλά όλο το κρίμα που την καρδιά κάθε γυναίκας θυσιάζει ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απ’ τα χείλη της ένιωσα αγάπης τα φιλιά στο πέταγμά της ψυχή δε βρήκα, μια γουλιά απ’ το ποτήρι της μέθυσα μόνο απ’ την απέραντη ομορφιά της κι είναι γλυκό πιοτό ο έρωτας, μητέρα σε ταξιδεύει σε μιαν άγνωστη πλατεία εκεί που παίζουν τα παιδιά παιχνίδια αέρινα στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία κάποια φορά θα νοσταλγήσω το καΐκι μου εκείνο που ’καμα ταξίδια στα πελάγη την πρώτη αγάπη μου σ’ εκείνο πρωτοφίλησα στα γαλανά βαθιά νερά και το λιμάνι τώρα μου μένει ν’ απορώ πως μόνος γύρισα χωρίς μια βάρκα, ένα φιλί μιας ερωμένης και ζαλισμένος πως τα μάτια της δεν κοίταξα
  • 26. από ντροπή ή απ’ το φόβο της οικουμένης είναι παράξενο πως άλλαξε έτσι ο βιός τη μια φεγγάρι, την άλλη ήλιος και καπνός τη μια βροχή, την άλλη καύτρα και μαγεία στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία Μονοκραυγή Θέλω να προσκυνήσω μ’ ένα χλωμό φεγγάρι όπως βαρούν τα τύμπανα, στους ήχους της καρδιάς μιας χορωδίας φλόγα, να ‘μαι χορδή που σπάει κι όλα τ’ αστέρια να ‘χουνε το χρώμα της φωτιάς θέλω η ζωή να στάζεται, στάλες απ’ τ’ άγγιγμά σου με τ’ αλμυρά χαστούκια της, δάκρυα να μετράει όπως τ’ αμπάρια σχίζονται στα μακρινά πελάγη και τα πανιά κυκλώνουνε το πλοίο και πετάει απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί αχ πριγκηπέσσα να ‘νιωθε το βλέμμα σου ο Βαρδάρης τα μακρινά χιλιόμετρα να ‘ταν μια σπιθαμή κι απ’ τα φτερά εν’ αγέρι να ‘ρχοταν να σε πάρει στους μυθικούς ορίζοντες που ‘καμα προσευχή αχ πριγκηπέσσα γύρεψα το μίσχο των χειλιών σου λουλούδι μου πανέμορφο, παρθένο μου πουλί κι αν τη ζωή μου ζήλεψα να δώσω στη ζωή σου με πλάνεψε ο Έρωτας κι επέστρεψα στη Γη
  • 27. απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί Στην τσερκομηχανή Μίλα, πες κάτι. Λέξη δε βγαίνει κοριτσάκι σφύριξε η σάλπιγγα, θέση MRB. Όλοι προσοχή μέτρησε τα έντυπα. Πάμε απ’ την αρχή τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε από ‘δω, από ‘κει, παραπέρα κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε! πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή δέσανε τ’ αρχίδια μας, με τσέρκια κι άλλοι μας τα σπάνε σε δεσμίδες, το πρωί άλλοι μας φορούν τις παρωπίδες, το απόγευμα πάμε. Εμπρός στο δάσκαλο απ’ τ’ αυτί τα ‘πλυνες και τα ‘βαψες, μα ασπρίσανε τράβηξε τα χέρια, απ’ την τσερκομηχανή ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική σπουδάσαμε τα τρία μας. Τα τρων μηχανικοί εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει σφύριξε η σάλπιγγα, θέση NLB διάλειμμα δεν έχει. Μας το φάγαν ποντικοί γράμματα μοιράζει η Τζένη και αναφωνεί
  • 28. “η δουλειά είναι σκλαβιά” “κι όποιος διαφωνεί είναι πούστης”. Σωστή κοίταξε τα χέρια σου. Μαυρίσανε πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή μέτρα μου, τα βρωμισμένα κάνιστρα. Ένα-ένα και με τα σκατά στα χέρια, έλα να φάμε έρεψε το δόλιο το κορμί, απ’ τη βιοπάλη σφύριξε η σάλπιγγα. Όλοι προσοχή τρελάθηκε ο εγκέφαλος και κλάταρε βγάζει αυτοκόλλητα, με σήμα το μουνί και του εργοστασίου η αντλία, χάλασε γέμισε η γκλάβα μας, με θόρυβο πολύ εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει από τα νερά στο χώμα, χάλασα το γύψο πάτα το κουμπάκι, να στηθούμε στη γραμμή μέτρα τα καλάθια στον ιμάντα άλλα για το Βόλο φύγαν κι άλλα για την Πάτρα άλλα για τον υπουργό με τ’ άσπρα ματογυάλια και σε μας, πώς να ‘μενε η χαρά και η φωνή; όλη η παρέα μας, κάνει αγγαρεία ο Γιώργος, η Μαρία, η Σοφία, η Αγγελική πες του διευθυντή, εγώ τελείωσα κι αύριο θα έρθω, να υπογράψω το πρωί τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε εν’ δυο, εν’ δυο, εγώ εδώ, εσύ από ‘κει
  • 29. τρέχα, πήδα, σήκω, κάτσε πρόσεξε τα δάκτυλα, στην τσερκομηχανή Σφετεριστές της ουτοπίας Ως την επόμενη ζωή, θα το φροντίσω να κρατάω τα ηνία στρατηλάτης, οδηγός ένας πρόστυχος διαβάτης και ιππέας μιας καινούργιας γνωριμίας -ή ένας άχρηστος κι ανίκανος διαβάτης μιας καινούργιας συμφωνίας- κι απ΄το καλό που εδώκαμε τίποτα δεν περίσσεψε κι απ΄το κακό που διώξαμε θα το ΄βρουμε μπροστά μας να μας γνέφει να μας προστάζει δυνατό πόσο μικροί γινήκαμε κι αφοπλιστήκαμε λοιπόν με τα ιδανικά μας έρημοι, πονόψυχοι και φτωχεμένοι ιπποκόμοι κι άλλοτε χαλιμπαλίδες ακάματοι χαμάληδες και στέρφοι ιπποκόμοι σφετεριστές της ουτοπίας, που πεθυμήσαμε μια θέση στ΄όνειρο να έρθει να ακουμπήσουμε σεμνά πάνω στα σύγνεφα για προίκα να ακουμπήσουμε στα σύγνεφα για να τα κάμουμε ήλιους που πεθυμήσαμε γοργά ώστε να φύγουνε τα δάκρυα απ΄το στρώμα να μας πετάξουνε ψηλά
  • 30. μέσα σε μια σφικτή, πλεχτοδεμένη, ουτοπική αιώρα ο στρατηλάτης κι οδηγός, ένας ανίκανος ιππότης τώρα λιτά ψυχορραγεί, σπέρνει καρφιά ως προδότης κι όταν αυτά θα καρπιστούν και θα γεννούν φυντάνια -πείτε του, δε λογάριασε πως σφάζουν τα δρεπάνια…!- σ΄αυτή τη γη, λόγια δεν ειπωθήκαν για υποσχέσεις αλλά για άλλην εξωτική, απόμακρη, παραθαλάσσια στα βότσαλα πνιγμένη ειρωνική, κι άλλοτε σάπια κι άλλοτε πρόστυχη και στείρα -σάπια ζωή τί να την κάνεις..;;; μοιάζει παμπάλαιη ζωστήρα- κι απ΄το καλό που εδώκαμε τίποτα δεν περίσσεψε κι απ΄το κακό που διώξαμε θα το ΄βρουμε μπροστά μας να μας γνέφει να μας προστάζει δυνατό πόσο μικροί γινήκαμε κι αφοπλιστήκαμε λοιπόν με τα ιδανικά μας ….. ΄΄..πού να΄ναι το καμάρι μου, τ΄όμορφο, παινεμένο που πέταγε ανέμελα, που έβοσκε συθέμελα σα ρόδο ανθισμένο;- του σχίσανε τα δυο φτερά, σα το χαρτί στα δύο και θέριεψε κι αλάργεψε και πήρε το πτυχίο΄΄ …. κι όταν αυτά θα καρπιστούν και θα γεννούν φυντάνια -πείτε του, δε λογάριασε πως σφάζουν τα δρεπάνια-
  • 31. Μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει Τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω κρυμμένη μένει η λέξη χρόνια σαν πληγή τη φύλαγα σ’ ένα γεμάτο βάζο αναμνήσεις στα χείλη μου την έφερνα την κάθε Κυριακή μ’ ακόμα δεν την πρόφερα αντίκρυ πλάι στα χείλη σου ακόμα δεν την έστρωσα χαλί στα πέλματά σου βραχιόλι δεν την έδεσα, πολύτιμη ψυχή -που μήνες ξεροστάλιαζε στην πόρτα σου- ν’ ανοίξεις το παράθυρο να ‘ρθει να σε χαρεί το ποίημα μου γεμάτο απορίες πολλά θαυμαστικά και σκόρπιες οι τελείες στο πάτωμα απλωμένα κάτι βότσαλα απ’ τη θάλασσα μωσαϊκό που έφτιαξα να γράφει “σ’ αγαπώ” και γύρω ένα τεράστιο στρατόπεδο ταλαίπωρων ρητορικών ασκήσεων απαίδευτων -παγίδων απ’ το ρήμα “Αγαπώ”- τα χέρια σου απαλά, ένα σεντόνι από μετάξι οι δυο μας σ’ ένα όνειρο τρελό κατέβαιναν κι ανεβαίναν χωρίς να ημερώνει τού πόθου κάποιο άγριο αρπακτικό και γύρω ένα τεράστιο κυδώνι γρανίτα σέ χωνάκι παγωτό σ’ ένα μπαλκόνι κι η λέξη μου όλο έμελλε να λιώνει να τρίβεται στης γλώσσας το χορό
  • 32. πυροβολούσα έτσι πού λες και αδιακρίτως έλεγα, έλεγες για φράουλα χυμό έλεγα για της ζωής το πλήθος το σύστημα, τα χάπια μου και τον εγωισμό λέγαμε για ένα μεγάλο μίσος που φύτρωσε σαν κερασιά στον κήπο του “Εγώ” κι απέμειναν να κρέμονται κεράσια για το πλήθος και γίνηκε αλλιώτικος ο κόσμος στον καιρό αλλάξαμε κι εμείς λες και μιμούμασταν το πλήθος που έτρεχε στο σώμα μας να κρύψει τον καρπό… κι η λέξη μου η ρημάδα, κατέβηκε στο στήθος και κρύφτηκε και φώλιασε, την έπνιξε ο καημός βαλάντωσε, απηύδησε και κούρνιασε στο “ίσως” πως κάποτε θα έβγαινε στο φως αρχαιολόγοι ήρθανε από την Αφρική κουνούσανε τα σώματα λες κάτι να χορεύουν μου έμαθες πως λέγεται χορός η φυλακή μα τρόφιμα δε βρήκα να σου φέρω μονάχα κάτι κράκερ γεμιστά με σαντιγί κι αυτά γλυκά, πως μοιάζουν στο φιλί μου κομμάτι από μένανε και σκέψη της στιγμής προδίδουν έτσι απλά τον έρωτά μου τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω μην πω κι άλλα στα μάτια σου και τα φορέσεις προίκα μην πω άλλα στα χείλη σου και πάψουν να ρωτούν μονάχα θα σου πω ό,τι ήθελα το βρήκα μετά από σένα παύει ν’ ανασαίνει το κορμί μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει και είσαι όλη για μένα ἡ ζωή
  • 33. Επίλογος ΄΄Η ζωή μας΄΄ Η ζωή μας έχει γίνει μια υπερκατανάλωση ένα κίβδηλο κακό αντίγραφο μιας Δυτικής πολιτείας ο αγώνας σήμερα γίνεται όχι στο δρόμο, όχι στα βουνά αλλά μέσα στην πολυτέλεια και τη θαλπωρή του σπιτιού δίπλα στον καναπέ, μέσα από την οθόνη του υπολογιστή άλλαξα μόνο το τετράδιο των σκέψεών μου κι όχι τη ζωή τη ζωή δε μπορείς να την αλλάξεις, σε αλλάζει εκείνη όποτε το θελήσει γιατί μοιάζει με γυναίκα που σε κουμαντάρει, σα τη θάλασσα που σε παρασύρει, πότε στ’ αφρισμένα κύματα και πότε στο βυθό της η ζωή μας, ένα μπουκάλι με πετρέλαιο που το πίνουμε γουλιά-γουλιά τις νύχτες με πασατέμπο στάλα τη στάλα το πίνουμε στο μπαλκόνι μονάχοι κοιτάζοντας τα νυχτοπούλια στο ύπαιθρο κι ύστερα δίνουμε μια με τον αναπτήρα και του βάζουμε φωτιά να γίνει πυροτέχνημα η ζωή μας είναι ένα ρέμα δίχως τρεχούμενο νερό ένα ξερό ποτάμι είναι η ζωή που τρέχει ο αγέρας εκεί που κατουράνε ζώα είναι η ψυχή μας κι εκεί που αυτοκτονούνε οι αυτόχειρες παρθένοι εκεί που μόλις πέσει ο ήλιος ανάποδα
  • 34. μαζεύονται τα σκουπιδιάρικα αντάμα με τ’ αποφάγια απ’ τα πλουσιόσπιτα των Αθηνών εκεί κοιμόμαστε και ξυπνάμε κι ονειρευόμαστε εκεί μαθαίνουμε για τον έρωτα, μέσα σε γκρεμούς που με την πρώτη στραβοτιμονιά μας φεύγει το τιμόνι απ’ τα χέρια και πέφτουμε, ολοένα πέφτουμε η ζωή μας ειν’ ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητο που καρφώνεται απάνω σε μια μάντρα με περικοκλάδες που καρφώνεται στα σίδερα της Εθνικής και γίνονται ένα με τον άνθρωπο μέσα στα αίματα είναι πάντα η ζωή μας σε διαδρόμους νοσοκομείων ανάμεσα στα ράντζα και σε ορούς καρφωμένους στα χέρια ερωτευμένων μια σφαίρα είναι η ζωή μας που πετάγεται τη νύχτα από ‘να όπλο και σφηνώνεται στον εγκέφαλο κι άλλες φορές ένα πιάτο δηλητήριο γαρνιρισμένο με sauce από χάπια για τα νεύρα και καθαρό οινόπνευμα ένα κρεβάτι από πάγο ειν’ η ζωή μας, τις μέρες που κάθε τόσο λιώνει στάλα τη στάλα στο πήγαιν’ έλα, όπως λιώνουν οι σόλες μας σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, φαρμακείο για τα χάπια δουλειά για την αποτοξίνωση, σπίτι για τον γαμημένο τον ύπνο μας μπροστά στην tv ένα σπίρτο κι η αγάπη μας, που πήρε φωτιά -έλα σβήστο! Θέλω να κοιμηθούμε- Η ζωή μας…
  • 35. ---===<^>===--- Ένας φανταστικός σατιρικός διάλογος του Larry Cool για Τα Λυρικά Απ’ το παράθυρο ενός ημιυπογείου στην Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια δύο νέοι κοιτάζουν τον έναστρο ουρανό. Αυτός 18 χρονών ποιητής, αυτή 16 με μάτια στους κροτάφους σαν νεράιδα. Romeo: Όπως ερχόμουν με τη μηχανή, άνοιξα το στόμα και φούσκωσα σαν μπαλόνι. Juliet: Έβαψα με κραγιόν τα πέταλα του αλόγου μου. Romeo: Ανόητη! Άφησες κόκκινα ίχνη στην άσφαλτο. Τώρα οι μπάτσοι θα τ’ ακολουθήσουν και σε λίγο θα είναι εδώ. Juliet: Δεν με νοιάζει. Romeo: Θα σου πω ένα στιχάκι: Αστρίτες αστρίτες, γαμώ τους τραπεζίτες. Juliet: Ελπίζεις ότι με τέτοια σαχλά στιχάκια θα καθίσω να με γαμήσεις; Romeo: Αγάπη μου, μαράζωσε και το καυλί μου απ’ την ανία! Juliet: Μωρό μου, έχω νεκρή περίοδο. Με βοηθάς σε παρακαλώ να καρφώσω το τρίτο μου πτυχίο στον τοίχο; Romeo: Είσαι πολύ τυχερή. Juliet: Γιατί; Romeo: Γιατί είμαι ο τελευταίος άντρας. Όλοι πουστέψανε. Αναγκάζομαι να παριστάνω κι εγώ τον πούστη. Αν με ανακαλύψουν οι γυναίκες θα με διαμελίσουν όπως οι μαινάδες τον Ορφέα.
  • 36. Juliet: Σε μισώ. Romeo: Παρομοίως. Να σου πω ένα στιχάκι; Βουλιάξανε οι στίχοι και πνίγηκαν οι νότες. Juliet: Ονειρεύομαι κάποτε να παίξω Chopin στο βυθό του ωκ Ο Romeo κοιτάζει ψηλά απ’ το παράθυρο του ημιυπόγειου μονολογώντας ψιθυριστά: Romeo: Γέμισε φίδια ο ουρανός... Juliet: Μετά το θεό μόνον εσύ υπάρχεις... Romeo: Αγάπη μου, βλέπω το όραμα της Ουτοπίας. Ένα τεράστιο δρεπάνι κρέμεται στον ουρανό. Οι καπιταλιστές θα χάσουν τα κεφάλια τους γιατί δεν λογαριάζουν πώς σφάζουν τα δρεπάνια της αγροτιάς. Αγάπη μου, αγάπη μου, τί θα φάμε για βράδυ; Juliet: Κυδώνια, χάπια, εγωισμό και κράκερ με σαντιγί. Romeo: Έχω βάλει τη λέξη ‘σ’ αγαπώ’ στο βάζο με τη βαζελίνη για να διατηρηθεί. Μετά το δείπνο θα σε σοδομίσω με αλοιφή κι αγάπη. Juliet: Πόσο ρομαντικό! Romeo: Αγάπη μου, τα μαλλιά σου στροβιλίζονται τρελά χωρίς λόγο. Δεν φυσά καθόλου. Πώς συμβαίνει αυτό; Juliet: Περνούσε ο άνεμος και μπλέχτηκε ανάμεσά τους και τώρα, χα-χα-χα! μάταια προσπαθεί να ξεμπλέξει. Romeo: Σήμερα έκοψα τα δάχτυλά μου στην τσερκομηχανή. Να, δες! Juliet: Σου το χω πει χίλιες φορές: «Πρόσεξε τα δάχτυλά σου, στην τσερκομηχανή!» Τώρα πώς θα μου βάζεις κωλοδάχτυλο, ε; Μου είσαι άχρηστος. Θα ψάξω να βρω έναν άλλον εραστή, αρτιμελή!
  • 37. Παίρνουν δύο μπιτόνια και πίνουν 5 λίτρα βενζίνη ο καθένας. Κατόπιν ξαπλώνουν σ’ ένα διπλό κρεβάτι από πάγο. Περιμένουν σιωπηλοί. Ξαφνικά σπάζει η πόρτα και εισβάλλουν αστυνομικοί. Αστυνομικοί: Να τα τα πουλάκια μας! Ώστε εδώ κρυβόσασταν λοιπόν! Είστε βλάκες. Αφήσατε ίχνη από κραγιόν στην άσφαλτο και σας βρήκαμε. Ο Romeo κι η Juliet του φέρνουν αργά τους αναπτήρες τους στα στόματά τους κι εκπνέοντας δυνατά αυτοπυρπολούνται. Όλα γίνονται στάχτη και μπούρμπερη. ---===<^>===--- Παράξενος Διάλογος 4ος από τον Πάτροκλο Χατζηαλεξάνδρου (από μια σειρά 6 φανταστικών διαλόγων) Θα σας μεταφέρω ένα παράξενο διάλογο που έτυχε να κρυφακούσω, όταν περπατούσα ήσυχος στο δάσος. Οι δυο που παίρνουνε μέρος είναι, ο Φαέθων που ‘χε κατεβεί να ξαποστάσει κι απάντησε τον Ρομπέν των Δασών. Πιάσανε ψιλή κουβέντα κι ιδού τι είπανε. Δώστε βάση… Φ. Όμορφο άλογο μα τι παράξενη στολή! Ρ. Είναι η στολή του κλέφτη των δασών, νεαρέ. Φ. Είσαι κλέφτης αλήθεια; Ρ. Έτσι λένε. Φ. Εσύ διαφωνείς; Ρ. Αν στο λένε όλοι, είναι μάταιο να διαφωνήσεις! Φ. Ίσως αν βγάλεις τη στολή... Ρ. Και να φορέσω τη στολή του τίμιου, φιλήσυχου οικογενειάρχη;
  • 38. Φ. Δε ξέρω. Δεν υπάρχουν άλλες επιλογές; Ρ. Δε με νοιάζει! Φ. Αυτή που είπες, τί κακό έχει; Ρ. Γιατί; Αυτή που φορώ έχει κάτι κακό; Φ. Δεν μπορώ να σε καταλάβω. Δεν αλλάζουμε θέμα; Ρ. Ευχαρίστως! Εσύ, ας πούμε, τί στολή φοράς; Φ. Του άμυαλου, ενθουσιώδους γιού του Ήλιου! Ρ. Κάτι σαν τη δική μου δηλαδή, αλλά στο πιο... γδυτό! Φ. Καμμιά σχέση! Είπαμε ν' αλλάξουμε θέμα. Ρ. Σωστά! Εσύ δεν έχεις άλογο; Φ. Είμαι μικρός κι άμυαλος κι έτσι μήτε δανεικό ακόμα! Ρ. Είπαμε ν' αλλάξουμε θέμα. Φ. Δεν αλλάξαμε; Ρ. Περιστρεφόμαστε πιστεύω, στα ίδια. Φ. Όπως η Γη γύρω απ' τον Ήλιο. Ρ. Όπως ο κλέφτης στο δάσος. Φ. Άντε πάλι! Ρ. Γεια σου μικρέ. Χαιρετίσματα στο μπαμπά σου. Φ. Γιατί δεν τα δίνεις ο ίδιος; Γεια σου κι εσένα. Ρ. Σωστά! Έχεις δίκιο…
  • 39. Περιεχόμενα Αστρίτες Νεκρή περίοδος Παράθεση Τα πτυχία Πουλί της λευτεριάς Τραγουδάκι Να γιατί σε μισώ Μασκαράδες Πουλάω μνήμες Καθωσπρέπει Στη νεραϊδοχώρα Ιστορία μισή Ο διασκεδαστής Πολιτεία ΙΙ Μονοκραυγή Στην τσερκομηχανή Σφετεριστές της ουτοπίας Μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει Επίλογος ΄΄Η ζωή μας΄΄ Ένας φανταστικός σατιρικός διάλογος του Larry Cool για Τα Λυρικά Παράξενος Διάλογος 4ος από τον Πάτροκλο Χατζηαλεξάνδρου
  • 40. Ο Γιώργος Κόκκινος ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 2004 κι έκτοτε συνεχίζει να γράφει αποσπασματικά, στιχουργήματα αποκλειστικά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός εραστής της τέχνης. Είναι μέλος της ΠΕΛ από το 2007 και έχει στο ενεργητικό του το Γ΄ Βραβείο ποίησης του διαγωνισμού της ΠΕΛ για το έτος 2006. Γεννήθηκε στην Κηφισιά Αττικής τον Σεπτέμβρη του 1977 και ζει ακόμα στην Αθήνα, έχοντας επιπλέον στο ενεργητικό του δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και του διαδικτύου) καθώς και συμμετοχές σε επετειακά- ετήσια ημερολόγια και ανθολογίες ποίησης. ********************************************* Ο συγγραφέας σημειώνει πως μέσα από τα κείμενά του δεν επιτίθεται στην ομοφυλοφιλία, αλλά σε εκείνους που υπογείως και με τρόπο αλαζονικό, είτε άντρες, είτε γυναίκες επηρεάζουν τη θέση μας μέσα στην κοινωνία.
  • 41. Σημειώνει επίσης πως στις σύγχρονες κοινωνίες παρατηρούνται τα εξής φαινόμενα, ως αποτέλεσμα κακής δόμησης και κακής επικοινωνίας: ΄΄Λείψανε βλέπεις τα τραγούδια εξορίας λείψανε οι επαναστάσεις και οι έρωτες από ΄να κόσμο που συντηρεί τις ενοχές του και τις βρίζει και βγαίνει στα μπαλκόνια έπειτα αυτόνομα να κάνει κήρυγμα μάθαμε λοιπόν ποτέ αν οι εξεγέρσεις γίνονται πανανθρώπινα; ως αγαθά ενός πολιτισμού που καταργεί την εκμετάλλευση και τη διχόνοια σπέρνει θεμέλια για να πατήσουν τα ορφανά του και καταργεί την υποτέλεια;΄΄