Συνέντευξη και έγγραφα που μας έδωσε ο
κύριος Σ. Γ.
56ο Γυμνάσιο Αθήνας
Συντακτική και Φωτογραφική ομάδα Εργαστηρίου Πληροφορικής
Σχολικό έτος: 2015-2016
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [1]
Συνέντευξη και έγγραφα που μας
έδωσε ο
κύριος Σ. Γ.
56ο
Γυμνάσιο Αθήνας
Συντακτική και Φωτογραφική ομάδα Εργαστηρίου Πληροφορικής
Σχολικό έτος: 2015-2016
2.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [2]
Αποσπάσματα μέρους της αποφώνησης της συνέντευξης:
[Συντακτική και Φωτογραφική ομάδα εργαστηρίου Πληροφορικής 56ου
Γυμνασίου Αθήνας (56ο)]: Πότε γεννηθήκατε;
Σ. Γ.: Το 1925 αλλά κανονικά είμαι του ’26 του Αγίου Σπυριδώνου, γι’ αυτό με
βγάλαν Σπύρο.
56ο: Και γενέθλια και...
Σ. Γ.: Γιορτή.
56ο: Ναι.
56ο: Τι θυμόσαστε απ’ την κήρυξη του πολέμου;
Σ. Γ.: Ξεκίνησα από το κέντρο στο Ηράκλειο, λοιπόν ήτανε τότε που μας
εκπαιδεύανε, δε σου δίναν άδεια για τίποτα αν δε τελειώσεις να ορκιστείς και
πεθαίνει ο πατέρας μου και δε μου δώκαν άδεια να πάω στο χωριό, εν τω μεταξύ
είχε κάτι φίλους που μου λέγανε κάνε τον κομουνιστή να πάμε στη Μακρόνησο, τι
θα μας κάνουνε, απ` το πρωί θα μας βάλαν να δουλεύομε. Εσύ που θα πας επάνω
στη-στον πόλεμο, ξέρεις να γυρίσεις ζωντανός. Ε, λέω, τι να κάνεις, άμα το κάναν
όλοι να πάμε στη Μακρόνησο, θα μας τρώγαν οι κομουνιστές. Σαν τον εμφύλιο
πόλεμο δεν είχε πουθενά. Ό,τι χάθηκε στον εμφύλιο πόλεμο δε χάθηκε στο
γερμανικό ούτε στη Μικρά Ασία. Εγώ δεν είχα τρόπο να μην εγυρίσω. Από κει από
το Αγρίνιο με βάλαν σε μια βάρκα και με πήγαν στην Πρέβεζα και με βλέπουν οι
αντάρτες στη θάλασσα και με βάλαν με το πολυβόλο κι ευτυχώς δε μας σκοτώσανε.
Πάμε στην Πρέβεζα, γεμάτο, τι να τον κάνουμε τώρα, να τον πάμε στην Πάτρα, με
πάνε στην Πάτρα. Τότε δεν υπήρχε ούτε ενέσεις ούτε ναρκωτικά (αναισθητικά),
τίποτα. Με βάλαν σε ένα τραπέζι απάνω και με δέσανε με ζωστήρες και κόβανε που
είχε το μπαρούτι και με είδε ο γιατρός και μου λέει: «Τυχερός είσαι». Και του λέω:
«Γιατί;» Κι έτσι μου κάνει: «Όσο πάχος είχε η βελόνα αν πήγαινε πιο κάτω, θα σου
κατάστρεφε το χέρι». Τόσο ένα λάκκο άνοιξε απ` έξω (εννοεί το τραύμα στον ώμο)
56ο: Πού κατοικούσατε, στην πόλη ή στην ύπαιθρο; Τότε.
Σ. Γ.: Στην Κρήτη, μετά έφυγα απ’ την Κρήτη κάνα δυο χρόνια, τρία χρόνια χωρίς
άδεια, ουδέν άδεια.
56ο: Ποια χρονιά;
Σ. Γ.: Το ’47 λέω και απολύθηκα το ’50. Εντωμεταξύ απαγορευόταν να γράψεις πού
βρίσκεσαι. Έγραφα κάθε μέρα γράμμα της γυναίκας μου. Κι έγραφα, τότε...
απαγορεύεται να γράφεις πού βρίσκεσαι από πίσω απ` την επιστολή.
56ο: Ποια τύχη είχε η περιοχή σας; Ποια τύχη είχε η περιοχή σας;
3.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [3]
Σ. Γ.: Τύχη; (Γελάει) Θοδωρή, αυτά τα πράματα που ξέρω εγώ, άμα τα δεις εσύ, δες
το εδώ, εγώ λυπούμουνε περισσότερο τους ντόπιους. Είχες όμορφο κορίτσι, στο
παίρναν τη νύχτα, είχες όμορφη αγελάδα, στην παίρναν, είχες καλό άλογο, στο
παίρναν. Λοιπόν μια φορά δώκαν μια μάχη στη Φλώρινα κι όπως πηγαίναμε μέσα
στις Πρέσπες, βγαίνει μια κοπέλα απ’ τις σφάκες μέσα, απ’ τις δάφνες μ’ ένα
πολυβόλο κι ακούω που λες, της δίνω, ρίχνω ένα χαστούκι και μου λέει: «Λοχία,
κάτσε να σου πω την ιστορία μου και μετά σκότωσέ με». «Ποια ιστορία, ρε, που
βγήκες στο βουνό να ελευθερώσεις την Ελλάδα; Φερ` το όπλο σου εδώ. Εγώ θα σε
πάρω μέσα στη Διοίκηση και μετά ό,τι θες κάνει». Τέλος πάντων πάμε μέσα και
παίρνουνε ανάκριση, γιατί πραγματικώς η κοπέλα είχε με το ζόρι, εσπάσαν την
πόρτα τη νύχτα οι αντάρτες και του λέγαν του πατέρα ή μας τη δίνεις ή τη σφάξαμε
στα γόνατά σου επάνω. Μου λέει: «Εσύ έχεις πατέρα; Τι θα `κανε;». Εγώ λέω «δε σε
σκοτώνω, θα σε πάω στον Ταξιάρχη κι ό,τι είναι να κάνει». Πάμε στην Ταξιαρχία,
εξακριβώσανε ότι πραγματικώς η κοπέλα δεν είχε τίποτα. Την πήραν με το ζόρι, την
απολύναν κι έφυγε. Πάει στο χωριό και δε βρίσκει άνθρωπο. Και μαθαίνει ότι
κάθεται στο Χατζηκυριάκειο σε κάτι σπίτια και πού κάθονταν σου λέω, κάτι
πράγματα, σε μια θεία. Μετά 20 μέρες τραυματίζομαι εγώ στη Φλώρινα και μου λένε
οι άλλοι να πάω στην Κρήτη. Λέω πάω στον Πειραιά, να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ
και μετά να φύγω το βράδυ με το βαπόρι και σε μιαν αυλή απ` έξω και καθόμουν και
περνάει η κοπέλα αυτή, άκου είχε να δεις, κοίταξα να δω, μάλλον στριμμένη είν’
αυτή, τρελή και λέει μέσα της θείας μου: «Κυρία Πετράκη, ο λοχίας αυτός απ’ έξω
είναι συγγενής σας;» Λέει «ναι, είναι ανιψιός μου και τραυματίστηκε και πάει στη
Φλώρινα, πάει στην Κρήτη να ξεκουράσει». Λέει «μπορώ να τον δω;» «Ναι,
πήγαινε». Έρχεται και μου λέει: «Περαστικά, λοχία, δε με θυμάσαι;» «Δε σε
θυμάμαι», λέω, «το μυαλό μου στον ουρανό». «Δε με θυμάσαι στη Φλώρινα που μ`
έπιασες να με σκοτώσεις» και είπε «άσε με και να σου πω την ιστορία». Ε, βρεθήκαν
και πήγε στο χωριό και... κι εγώ ήμουν εδώ και πάει και βρίσκει τον πατέρα με τη
μάνα. Λέει: «Πατέρα και μάνα, αγκαλιάστε αυτόν τον άνθρωπο, αυτός, αυτός άμα
ήθελε με σκότωνε, δε του ’κανε κανένας τίποτα». Σου λέω πράματα που...
56ο: Έγιναν βομβαρδισμοί στην περιοχή και τι συνέβαινε κατά τη διάρκειά τους;
Ατμόσφαιρα, συναισθήματα, καταφύγια μετά το βομβαρδισμό.
Σ. Γ.: Στη Φλώρινα πάνω στο βουνό μας βάλανε οι αντάρτες με τον όλμο. Είχα ένα
κοντοπατριώτη, τον κακομοίρη, με ζωή μόνο σκάψαμε μες το χώμα να κάνουμε ένα
πολυβολείο και το βράδυ να κοιμόμαστε εκεί μέσα του και βλήμα να πέσει, δε θα
διαλύσει. Λοιπόν σκάψαμε, του βάλαμε, βάλαμε ξύλα, εβάλαμε λεύκες. Εμείς δεν
ξέραμε τι πάει να πει λεύκα, η λεύκα λέω εγώ είναι να κάνουν τα σπίρτα, είναι
δυνατό, πώς το λένε, ξύλο και βάλαμε μια σειρά έτσι και μια έτσι και βάλαμε ένα
μέτρο χώμα επάνω κι ένα μεσημέρι κοιμόμαστε μέσα, εγώ ήμουνα έτσι κι αυτός
ανάσκελα και χαλάει, σπάνε τα ξύλα και μας πλακώνουνε και αμέσως πέθανε αυτός,
εγώ ήμουνα έτσι με τη μπλούζα και δε με πάτησε, αλλά αυτός πάει. Μετά είχε εκεί
ένα ύψωμα ένα γκαράζι και πήγαινε εκεί πέρα, το `χαν επισημάνει οι αντάρτες και
δε μπορούσε να περάσει τίποτα ούτε από κει. Είχε βρύση και δε μπορούσες να
4.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [4]
πάρεις νερό να πιείς, θα σε σκοτώσουν, αλλά στο στρατό, όπου και να ’τανε, πρέπει
ο στρατιώτης να περνά καλά κι εγώ ήμουνα σιτιάρχης κι αποθηκάριος και με λέει ο
λοχαγός, λέει «αύριο να φέρεις γλυκά να φάνε οι στρατιώτες». Ε, τι γλυκά να πάρω.
πήρα μπακλαβάδες κι ήβαλα δυο κανίστρες κι έβαλα μια από την άλλη κι έβαλε στη
μέση και μας βλέπουν οι αντάρτες και βάλουνε τον όλμο και φοβούνται τα μουλάρια
και τσινούσαν και πετάξαν τις μισές, (γελάει) οι μπακλαβάδες στη χαβούζα. Λέγε
άλλα.
56ο: Υπήρχαν στην περιοχή στρατεύματα επί κατοχής;
Σ. Γ.: Ε;
56ο: Υπήρχαν στην περιοχή στρατεύματα κατοχής;
Σ. Γ.: Δεν είχε κατοχή, η κατοχή ήτανε στο Γερμανικό πόλεμο. Ήρθαν Ιταλοί, οι
Ιταλοί ήταν από τα Δωδεκάνησα, οι Γερμανοί ήτανε σκληροί. Οι Γερμανοί παίρνανε
μουλάρια, εμείς είχαμε ένα μουλάρι, το `χαμε πιο καλά παρά τ` αδέρφια μου, αυτό
έκανε ζευγάρι τ` αλώνια, τώρα το πήραν, τώρα το επιτάξανε και του βάλαν ένα
σαμάρι, το ’κοψε, ψόφησε. Και κλαίγαν όλα τ’ αδέρφια μου. Ό,τι έχω υποφέρει, πώς
ζω ακόμη εγώ;
56ο: Α, ναι, σωστά.
Σ. Γ.: Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν ο κακός, δεν μπορούσες να κοιμηθείς. Στη Φλώρινα
είχε μια εκκλησία, ο Προφήτης Ηλίας και δεν ψέλνει ο παπάς, λέει δεν πάμε να
προσευχηθούμε, άντε να πάμε... Και ξέρεις πώς μας αγαπούσαν; Πήγαμε και να τον
ψήνω από πάνω, ήρθε και ο λοχαγός και πήγαμε μπροστά, ξέρεις μπροστά πάει οι
αξιωματικοί, ένα βήμα μπροστά. Πάω εγώ να γυρίσω έτσι, λέει «πού πας, ρε λοχία;».
Λέω «να κρυφτώ, πέφτουνε βλήματα». Λέει «αυτό το πετάξανε», λέει, «οι δικοί μας
οι αποχωρούμενοι». «Ποιο δικοί μας;» και που είχα πάει έτσι και πέφτει ένα βλήμα
και τον σκοτώνει αυτόν και τραυματίζομαι εγώ.
56ο: Παππού, θέλω να σε ρωτήσω κάτι για τον πόλεμο, δεν υπάρχει κάτι...
Σ. Γ.: Ξέρεις πώς μ’ αγαπούσαν εμένα οι Έλληνες, γιατί αγαπούσα εγώ τους Έλληνες
περισσότερο. Εκεί στη Φλώρινα απ` έξω ήταν ένα χωριό και πήγε ο λόχος μας. Και
ξέρεις τώρα στο χωριό ο λοχαγός κάνει παρέα με τον Πρόεδρο. Κάθε βράδυ παίζανε
5.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [5]
χαρτιά, πίνανε καφέ και μόλις θα βραδιάσει φεύγει ο Πρόεδρος. Το `λεγα εγώ, πού
πάει αυτός, κάπου πάει. Εντωμεταξύ έφερναν το ξινό νερό τα τρένα, πηγαίναν στη
Φλώρινα, φτάναν στο χιόνι από κάτω νάρκες και τα τινάζαν απάνω. Λοιπόν τον είδα
έτσι μόλις βράδιασε, λέω «στρατιώτες, πάρτε τα όπλα σας». «Πού να πάμε», μου
λέει, «λοχία;» «Κουβαλάτε και σωπάτε!» Τον κρατούμε, που λες, από πίσω την ώρα
που ’σκυβε να πάρει κάτω τη νάρκη στις γραμμές, τον αρπάω όπως ήταν. «Αυτή τη
δουλειά κάνεις, βρε; Να και τούτη, να και πάρε τη νάρκα. Πάμε στο λοχαγό να δούμε
την παρέα σου, κάνεις». (Γέλιο) Στο Καρπενήσι, που λες, πήγαμε μετά δίπλα σ` ένα
χωριό. Λοιπόν, όπως πηγαίναμε, είχανε κατασκηνώσει στο βουνό αντάρτες κι έκαμε
καλύβα, ξέρω γω κι ήτανε ένα αντρόγυνο εκεί χάμαι κι είχανε κι μωρό θα ’θατανε
ένα μηνών δυο μηνών, το θήλαζε εκεί. Ε κι εντωμεταξύ, όπως πήγαμε, κάνει ένας
στρατιώτης θα το σκοτώσει. Λέω μη του παιδιού, θα σκοτώσει εσένα. Θα σκοτώσεις
το παιδί και τι είναι το παιδί; Να πάρουμε να το πάμε στα Άγραφα, να πάμε στο
Νοσοκομείο να το μεγαλώσουμε. Το παίρνουν το μικρό, τι φταίει (γέλιο). …
Στις Πρέσπες στις λίμνες (κίνηση με το χέρι) στη Φλώρινα βλέπαμε τα Γυμνάσια.
Μπαίναν μέσα, πάιρναν τις μαθήτριες και τις σκοτώνανε, ε ατιμωτικά, όλα τα
πάντα, δε μπορούσε πολίτης πήγαινε τις οποίες ωραίες και πηγαίνανε στο βουνό
τότε ξύλα και κρυώνανε, για να πας επάνω, τις αρπάζανε και φεύγανε. Κάτι
πράγματα σου λέω να χάσεις το πνεύμα τους, να θερίζεις ως Σερβία και να μη
μπορείς να πας να θερίσεις, γιατί θα σε πιάσουν οι αντάρτες. Λοιπόν μια ημέρα μου
λέει ο λοχαγός, λέει, πάρε ένα, λοχία, να πάρεις ένα δεκανέα και στρατιώτες να πας
να φυλάξεις το δρόμο που περνούν, να πας επάνω έλεγχο μη μας βαστούνε σπίρτα,
μη βαστούνε κάτι, ας πούμε, να τα δώσουν στους αντάρτες. Πήγα, που λες, πέρναγε
μια κοπέλα, της έκανα έλεγχο, πήγαινε, πέρναγε άλλος, πήγαινε κι ήταν κι ένας
χωροφύλακας κι έπιανε κι έβγαζε τα στήθη απ’ τις κοπέλες … και του λέω «ρε συ,
άλλη φορά αυτή τη δουλειά θα σε σκοτώσω, αν ήταν ο Διευθυντής τώρα εδώ, ήσουν
καλός να τις πιάνεις», λέω «να, τώρα τις πιάνεις έτσι». Πάω σ’ αυτό το λοχαγό, λέω
έτσι κι έτσι, μη μου ξαναστείλεις χωροφύλακα, θα τον σκοτώσω. Τόσο ηθικός
ήμουνα, ξέρεις πώς μ’ αγαπούσανε;
56ο: Στην περιοχή, να σε ρωτήσω, στην περιοχή Αμπελοκήπων, πόσα χρόνια
βρίσκεστε;
Σ. Γ.: Εγώ είμαι από... 50, δε θυμάμαι ακριβώς τώρα τι, έφυγα απ’ την Κρήτη, γιατί
στην Κρήτη ετελείωσες το Γυμνάσιο, τελείωσε, δεν είχε ούτε Πανεπιστήμιο τότε
ούτε Ακαδημία, τίποτα και αποφάσισα, είχα τρία παιδιά, πενταμελή οικογένεια και
εσηκώθηκα και ήρθα στην Αθήνα χωρίς να ξέρω δουλειά, χωρίς τίποτα. Ε, δόξα τω
Θεώ, τα σπούδασα και τα τρία. Ο ένας γιατρός, ε, καθηγητής στο Πολυκλαδικό εκεί
πέρα στους Αμπελοκήπους, ήτανε η κόρη μου, ήτανε στην Αμερικανική Πρεσβεία,
μετά τη βάλανε στο Νοσοκομείο της Έλενας προϊσταμένη. Στο Νοσοκομείο της
Έλενας εδώ. Ο άλλος γιος τελείωσε κι αυτός το Λύκειο και του λέω δήλωνε στο ΙΚΑ
μόνος. Α, ρε μπαμπά, θα πάω στο ΙΚΑ να παίρνω τρεις κι εξήντα. Κι αυτοί που πήραν
τρεις κι εξήντα παίρνανε. Τον στείλαν, τον πήγαν εδώ στα Ιλίσια σ’ ένα γραφείο το
6.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [6]
οποίο έγραφε τις συντάξεις, αν παίρνεις σύνταξη, πόσα ένσημα. Την άλλη εδώ στους
Αμπελοκήπους, που είναι η εκκλησία ο Αη Δημήτρης, ήτανε κάτι πατριώτες μου κι
είχαν ένα, έφτιαχνε πόρτες, εργομηχάνημα. Είχανε διάλειμμα και ήταν ένας
στενοχωρημένος, του λέω τι έχεις , ρε Γιώργο; Άστα, ρε Σπύρο, είμαι τόσων χρονών,
μένω στη σύνταξη και ξέρω τα ένσημά μου, το ένα, το άλλο. Του λέω έχεις
αυτοκίνητο; Γιατί, τι το θες; Πάρε ένα ταξί και πάμε εδώ στα Ιλίσια. Πάμε, που λες,
πάμε στο γιο μου. Του λέει την ιστορία όλη, λέει εντάξει, τα ’χεις όλα τα ένσημα,
πάρε το χαρτί αυτό να πας στο ταμείο να πληρωθείς. Ακόμα δεν την ξεχνάει τη χάρη.
Κάμανε πολλές χάρες τα παιδιά μου. Ο καθηγητής πάλι, όταν ήταν καθηγητής,
εκάμανε Συμβούλιο οι καθηγητές, επιτροπή. Θέλαν ένα καθηγητή να τον εκάμουν
ελεγκτή στα Πανεπιστήμια και βγαίνει ο Κώστας εδώ, ο γιος μου, πρώτος Και τον
εστέλνουν στην Κομοτηνή κι έρχεται κι ήταν στενοχωρημένος. Τι έχεις, ρε Κώστα;
Άστα, ρε μπαμπά, πόσο κοστίζει ένας χωροφύλακας να τον εβάλουνε και να ’ναι
φύλακας μπροστά στην πόρτα στο Πανεπιστήμιο. Μόνο ούτε πόρτα ούτε κάγκελα
και μπαίνουνε μέσα και τους παίρνουν τα πορτοφόλια, τους παίρνουν τα τηλέφωνα,
όλα. Πάει στην Κοζάνη, δεν πήγαιναν τα παιδιά μέσα στην τουαλέτα, πέφταν οι
σοβάδες. Είναι αυτά πράγματα, λέει, παιδεία; Εντωμεταξύ μαθαίνει ότι εδώ στα
Μεσόγεια είχε ένας φροντιστήρια και ξέρω πόσους μαθητάς είχε και δε το ’χε
πληρωμένο καθόλου. Το μαθαίνει ο Κώστας και πάει, του λέει τα χαρτιά. Τι είσαι
εσύ; Του λέει ορίστε και τον επιάνουν αμέσως, το διαλύουν αμέσως. (Γέλιο)
56ο: Πώς βλέπετε τις αλλαγές που έγιναν στην περιοχή των Αμπελοκήπων; Ποιο;
Πώς βλέπετε τις αλλαγές που έγιναν στην περιοχή των Αμπελοκήπων;
Σ. Γ.: Εδώ στους Αμπελοκήπους ήταν ωραία. Σκέψου ότι είχε ακόμα αμπέλια όταν
ήρθα εγώ εδώ. Εδώ πιο πέρα λοιπόν ήταν ο κόσμος ήσυχος, αγαπούσε ο ένας τον
άλλον, υποστήριζε ο γείτονας τον άλλο γείτονα, αν είχανε φαΐ, σου ’δίναν ένα πιάτο,
ήτανε αγαπημένοι, κατάλαβες; Μετά για δουλειά άμα ήσουνε καλός, δεν έμενες
ποτέ από δουλειά, κάθε μέρα. Και πολλές φορές μου λεγε ο Κώστας, ο γιος μου, πού
πας, ρε μπαμπά, βρέχει. Βρέχει αλλά θέλετε να φάτε. Κι έτσι με τα δυο μου τα χέρια
να σπουδάξω τρία παιδιά και να πάρω και τρία σπίτια. Εδώ στο φούρνο απάνω στο
τρίτο όροφο μέρα νύχτα.
56ο: Εσείς εδώ ποια εποχή θα προτιμούσατε;
Σ. Γ.: Ποια εποχή;
56ο: Την τωρινή ή την τότε;
7.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [7]
Σ. Γ.: Τότες ήτανε καλή. Τότες σεβότανε πατέρας, γονείς το παιδί, τον παπά, το
δάσκαλο. Πολλές φορές, όταν ήμουνα στην Κρήτη μ’ έστελνε ο πατέρας μου να πάω
να ψωνίσω απ’ το μαγαζί. Μα δε πάω, είναι ο δάσκαλος στο καφενείο και θα πει: «Τι
γύρευες εδώ κάτω;» Κατάλαβες; Για το δάσκαλο. Λοιπόν, εντωμεταξύ εκεί στο
δρόμο που πάει επάνω Αλεξάνδρας – Κηφισίας έχει κάτι καφετέριες και ήτανε κάθε
μέρα φίσκα νεαροί στην ηλικία σου. Και περνάνε κάτι δημοσιογράφοι: «Παιδιά,
εσείς δε δουλεύετε, πού τα βρήκατε τα λεφτά;» Λέει παίρνω πατεροδάνειο. (Γέλιο)
Και ήμουνα μια μέρα στο καφενείο εκεί και ήταν ένας πατέρας, θα ’ταν 60-65
χρονών και τον πατέρα του ο γιος του, σαν το Μπόρις, πιο μικρός, «άντε, ρε …, δώσε
κάνα φράγκο». Να πάψουμε να ζούμε, να πει τον πατέρα …, εγώ τον πατέρα μου απ’
τη μέση και πάνω δεν ξέρω πώς ήταν, δεν τον εβλέπαμε.
56ο: Σας γεννήθηκε ποτέ η επιθυμία να ξαναπάτε σχολείο; Να ξαναζήσετε τις
στιγμές που ζήσατε;
Σ. Γ.: Εγώ στο σχολείο να πάω, εγώ επροβιβάστηκα και πήγα, στην Έκτη τάξη δεν
πήγα.
56ο: Τρώγατε ξύλο στο σχολείο τότε;
Σ. Γ.: Ναι;
56ο: Τρώγατε ξύλο στο σχολείο τότε;
Σ. Γ..: Όχι. Είχαμε πειθαρχία. Έμπαινε ο δάσκαλος και ήταν... (κίνηση με το χέρι)
Ύστερα είχαμε και άνθρωπο παιδονόμο κι έβλεπε στο διάλειμμα μην παλεύουνε, να
’ναι ήσυχοι, τα πάντα, Είχαν πειθαρχία.
56ο: Πόσα άτομα ήσασταν στην τάξη;
Σ. Γ.: Ε, είχε πολλά παιδιά, είχε και 30 και 40 και μια φορά μας ενεύριασε ένας
δάσκαλος και το σχολείο, όπως μπαίνανε μέσα στην πόρτα, ήταν λίγο κατηφόρα και
πήγαμε και βάλαμε κάτι ρόβη και πέφτει κάτω. Να δεις το ξύλο που φάγαμε ύστερα!
56ο: Έμεναν στην ίδια τάξη μαθητές στο Δημοτικό;
Σ. Γ.: Ε;
56ο: Έμεναν στην ίδια τάξη μαθητές στο Δημοτικό;
Σ. Γ.: Όχι, προβιβάζονταν, πήγαιναν απ’ την Πρώτη στη Δευτέρα, την Τρίτη, μέχρι
την Έκτη τάξη. Απ’ την Έκτη τάξη μετά δεν είχε ούτε Γυμνάσιο ούτε τίποτα.
56ο: Πόσα τμήματα είχατε;
Σ. Γ.: Είχαμε Πρώτη, Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Έκτη τάξη. Δηλαδή τρία
τμήματα από δύο τάξεις. Το πρώτο είχε Πρώτη, Δευτέρα, το άλλο Τρίτη, Τετάρτη,
και τ’ άλλο Πέμπτη, Έκτη.
8.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [8]
56ο: Πού κάματε τις γιορτές;
Σ. Γ.: Πού γιορτές; Στο χωριό.
56ο: Όχι στο σχολείο;
Σ. Γ.: Όχι στο σχολείο, το σχολείο εντωμεταξύ τη Κυριακή, το Σάββατο, σου ’λεγε ο
δάσκαλος: «Εσύ, Γ…, να πεις το Πιστεύω την Κυριακή στην εκκλησία. Εσύ θα πεις το
Πάτερ ημών». Είχαμε κανονισμό. (Γέλιο)
56ο: Έχετε κρατήσει επαφές με συμμαθητές σας στο Δημοτικό;
Σ. Γ.: Όλοι ήμασταν του Δημοτικού, παλεύαμε εκεί, ήμασταν φίλοι, έξω μαζί, δεν
είχαμε γρίνια ούτε ξέρω...
56ο: Εννοώ τώρα έχετε κρατήσει επαφές;
Σ. Γ.: Ω, τώρα, πιάσε φύλλα και φτερά!
56ο: Τι παιχνίδια παίζατε όταν ήσασταν μικρός;
Σ. Γ.: Τι κάναμε;
Σ. Γ.: Τι παιχνίδια παίζατε όταν ήσασταν μικρός;
Σ. Γ.: Α, τόπι παίζαμε, με τα πανιά φτιάχναμε ένα τόπι και το παίρναμε και παίζαμε
τόπι.
56ο: Μόνο ποδόσφαιρο;
Σ. Γ.: Το παίζαμε και με τα χέρια. Φτώχεια τότε, άστα, μη συζητάς. Δεν ήταν τότες
τώρα τώρα που ’χεις του κόσμου τα καλά φας. Εμείς ήμασταν δέκα αδέρφια κι
είχαμε ένα σειρά, ο πατέρας μου. Το πρωί πίναμε το ρόφημα και στο σχολείο. Το
μεσημέρι, το μεσημέρι τρώγαμε δώδεκα η ώρα. Το βράδυ οχτώ η ώρα. Όποιος
ήλειπε δεν έτρωγε. Λέει της μάνας μου: «Βαλ’ τα φαγιά να τα φάνε να μείνει
νηστικός». Και έτσι καθόνταν κι ερχόντανε όλοι στη σειρά. Στους Αμπελοκήπους
στη Λασκάρεως ενοικίασα μια μονοκατοικία και κάθομαι εκεί και έχει από πάνω ένα
πλυσταριό, το πιάνω να το φτιάξω να διαβάζουνε τα παιδιά εδώ πάνω να μην τα
ενοχλώ. Και μια στιγμής είχε το Κώστας και διάβαζε, ο καθηγητής κι είχε το
ραδιόφωνο δίπλα κι ακούει η μάνα κι επειδή και του δίνει μια στην κεφαλή. «Ρε συ,
να διαβάσεις εδώ κεια που βρίσκεται και το ραδιόφωνο παίζει». Λέει νομίζεις, μαμά,
ότι το ’χω για να ακούω; Αν με ρωτήσεις τι είπε τώρα, δεν ξέρω. Το ’χω σαν, σα να
’χω μια συντροφιά. Οχτώ η ώρα έπρεπε να ’ταν στο σπίτι. Όποιος δεν ήταν στο σπίτι
οχτώ η ώρα...
Σ. Γ.: Ετυραννίστηκα, κουράστηκα για να σπουδάσω τα παιδιά μου. Να μην είναι
τούβλα σαν κι εμένα, το κατάλαβες; Γιατί στην Κρήτη τελείωσες το Δημοτικό, δεν
είχε ούτε Γυμνάσιο ούτε Λύκειο ούτε τίποτα Να πας να θερίζεις, να πας να μαζεύεις
9.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [9]
ελιές και αναγκάστηκα και σηκώθηκα κι ήρθα πενταμελής οικογένεια απ’ την Κρήτη
χωρίς να ξέρω δουλειά τίποτα κι ήρθα δω. Ε, δόξα κι ο Θεός τα σπούδαξα και τα
τρία. Ο καθηγητής τώρα πήρε σύνταξη και δεν παίρνει ούτε εφάπαξ δώκαν ούτε
τίποτα και ακόμα δουλεύει, γιατί έχει κάτι λογιστικά χαρτιά. Τα βαστάει ακόμη και
τους εξυπηρετεί. Αλλά έκαμε τώρα μια εγχείριση που έχει γίνει μέσα στο λαιμό του.
Ο άλλος πάλι πήρε σύνταξη και έχει κτήματα στη Βαρυμπόμπη. Η κόρη μου της
έχτισα σπίτια στην Καλλιτεχνούπολη, στη Ραφήνα και κάθεται εκεί. Είμαι εν
συνόλω ευχαριστημένος κι ας κουράστηκα, τα προσέφερα όλα….
Σ. Γ.: Αλλά σου λέω στο στρατό μ’ αγαπούσανε που δεν έχεις ιδέα. Με βάλανε
αποθηκάριο. Ξέρεις από αποθηκάριος τότε, τι ήτανε; Μανίκι. Διότι ήμουνα στο Λόχο
Διοικήσεως. Σύνολο μπορεί να ’χω τριακόσα στρατιώτες. Μέχρι να τελειώσει η
εβδομάδα έχανα τους μισούς, γιατί ήταν ασυρματιστές, οδηγοί και πηγαίναν και
παίρναν τα τροφίματα κάθε οχτώ. Ε, τα παίρνω εγώ, μου τα φέρναν, έκανα το
συσσίτιο και μου περισεύαν, πώς το λένε, τροφίματα, τι να τα κάνω τώρα, ξέρω γω
ήθελα κι πάρω την τσάντα να τη γεμούσω να τα πάω στο λοχαγό, γιατί τότες ο
Λοχαγός και Διοικητής είχε και τις γυναίκες εκεί. Λέω, πάω Δευτέρα. Λέει γιατί τα
έφερες εδώ; Άκου να δεις, ως και να με πιάσει να τα πουλήσω έξω να με περάσουνε
Στρατοδικείο να τα φάτε εσείς. Ε, καλά, εντάξει. Εντωμεταξύ ήταν ένας σιτιάρχης
αποθηκάριος ανθυπασπιστής στο λόχο στων Αξιωματικών. Και πάει ένας
ανθυπολογαγός και βάνει φασαρίες στον Ταξίαρχο ότι δεν περνούμε καλά, έχει τη
γυναίκα του δω και τρων τα πράματα και μας διέλυσε, ξέρω γω. Εντάξει. Αν μπορείς
να καταλάβεις εσύ, κατάλαβε, ανάλαβε. Αναλαβαίνει αυτός. Τα τροφίματα τα
παίρναμε κάθε οχτώ. Λοιπόν αυτός, ήρθαν τα τροφίματα και έτσι που ηύρε ένα φαΐ,
ας πούμε το τυρί, οχτώ συσσίτια, τα ’κανε αυτός τέσσερα. Έτσι που ’κανε τα
φασόλια οχτώ, τα ’κανε τέσσερα. Τ’ άλλαξε τώρα, τελείωσε η εβδομάδα, τελείωσε το
τυρί και δίνει και στέλνει ένα σημείωμα μ’ ένα στρατιώτη και σας παρακαλώ, λέει,
λοχία, δώσε στο που φέρνει αυτό το σημείωμα 15 κιλά τυρί. Και του λέω πήγαινε να
πεις χαιρετίσματα στο ανθυπολοχαγό και το τυρί δεν είναι του Γ… ούτε του πατέρα
του ούτε της μάνας του. Είναι των στρατιωτών. Ας μου φέρει χαρτί απ’ το Διοικητή
ή απ’ το Λοχαγό να του δώσω 20, όχι... Αλλά πήγαινε τώρα να πει που είχε κάνει τη
σκατοδουλειά. Εντωμεταξύ που λες, τονε θωρώ και τον είχαν στο συσσίτιο, ήταν
στρατιώτες να φάνε. Και λέω των μαγείρων «τις ποδιές σας να λάμπουνε, τα, το
καζάνι να λάμπει». Έτοιμα; Έτοιμα. Λέει φέρε το κουτάλι, βάζει το κουτάλι, κάμει
τους λέει ανάλατο σ’ έκαμε. Με συγχωρείς, κύριε Υπολοχαγέ, κάμε λέω συσσίτιο κι
άμα δε τους αρέσει, να πάω εγώ στα Γιαννιτσά μέσα να πάρω την κονσέρβα να
φάνε οι στρατιώτες. Τέλος πάντων κάναν συσσίτιο, ήταν κι επιλοχίας εκεί. Για πάρε,
εσύ, επιλοχία. Μα, κύριε, λέει, υπολοχαγέ, το φαγητό είναι πικρό. Λέει είσαστε
ανάλατοι κι οι δύο. Τέλος πάντων, κάναν συσσίτιο, μου λέει εγώ εσένα θα σε κάνω
και δε θα πας στο χωριό, δε θα σε βοηθήσει. Τον αρπώ, που λες, να και τούτη, να
τούτο, ρίχτο κάτω, ένας φίλος πήγε να μας εξεχωρίσει και βάστα την καραβάνα κι
εχύθη το φαγητό απάνω του και κεια την ώρα έβγαινε ο Διοικητής από το
Διοικητήριο και λέει ποιοι είναι οι στρατιώτες που τσακώνονται, χωρίστε τσι. Ρε
10.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [10]
παιδιά, ξέρω γω. Μαθαίνει αύριο, που λες ότι ήμουν εγώ και με καλεί. Μου λέει
καλώς το παλικαράκι. Λέω είμαι παλικαράκι όταν πρέπει. Αυτό κι αυτό του λέω μου
είπε ο λοχίας, ο δεκανέας. Μου λέει ρε συ, σε πιστεύω. Στα μέσα στα Γιαννιτσά που
’σαστε πιάστον σε μια γωνιά, καμ’ τον μπαούλο στο ξύλο να μη σε έδει κανένας.
Αλλά στο στρατόπεδο μέσα μπροστά, αύριο μπορεί να δείρουν κι εμένα. (Γέλιο)
Πάνε αύριο πάλι με αναφορά σ ο Διοικητή. Μου λέει ο Διοικητής: «Καλώς το
παλικαράκι μου», λέω «καλώς πάλι». Λέω παλικάρι εκεί που πρέπει. Κάνω κι αυτού
την ιστορία και μου λέει κι αυτός τα ίδια. Έχεις δίκιο μου λέει, αλλά έπρεπε να τονε
ρίξεις έξω απ’ το στρατόπεδο, να τονε δείρεις, ό,τι θες να του κάμε. Αλλά μέσα στο
στρατόπεδο είναι κακό πράμα (Γέλιο) …
Σ. Γ.: Αυτός ο ανθυπολοχαγός, που λες, μου βαστούσε κακία και φεύγουμε μία φορά,
ήμασταν στην Κομοτηνή και φεύγει ο στρατός και πάει έξω στις Σάπες σ' ένα χωριό,
εκεί που είναι τα τουρκικά σύνορα. Λοιπόν, εγώ έψαχνα να βρω ένα σπίτι να βάλω
τα πράγματα μέσα του αποθηκάριου και μια μέρα μου λέει μια γυναίκα, λέει, λοχία,
μπορώ να σου πω; Λέω να μου πεις. Λέει έχω μια αποθήκη, να ’ρθεις να τη δεις, αν
σου κάνει, να την καθαρίσεις να βάλεις τα πράματά σου μέσα. Δε της λέω τίποτα.
Τέλος πάντων, πάω της τα καθαρίζω και είχε ένα κοριτσάκι ωραίο κι όπως την
ατενεί τώρα ο ανθυπολοχαγός το πείραζε. Και μια μέρα αποφάσισε η γυναίκα και
μου λέει: «Λοχία, να σου πω κάτι, αλλά δε θα με παρεξηγήσεις». «Πες μου». « Αυτός ο
ανθυπολοχαγός όπου δει την κόρη μου στο δρόμο τη πειράξει και ξέρω ’γω. Η κόρη
μου δεν είναι τέτοια». «Ποιος είναι αυτός;» λέω. «Άστον». Λοιπόν πάω, το λέω το
Ταξίαρχο, αυτό κι αυτό. Του λέει: «Έλα δω. Ετοίμασε το στρατό σου για τα σύνορα
κατευθείαν». Κι επήγε στα τουρκικά σύνορα ακριβώς, τα τουρκικά σου λέω. Και το
Νοέμβριο παίρνει ένα σήμα ο Διοικητής ότι θα έρθει αύριο ο Ταξίαρχος να κάμει
έλεγχο αν είμαστε κουρεμένοι, είμαστε περιποιημένοι. Έρχεται, που λες, κι εγώ
ήθελα ταχιάς δυο τρεις ημέρες να απολυθώ. Και λέω του λοχαγού: «Γιατί, λοχαγέ,
τώρα να κουρευτώ τώρα ’γω, να πάω στο χωριό σαν τον τράγο. Δεν είναι αμαρτία;»
«Τι να σου κάμω», λέει, «λοχία, να σε βάλω στη μέση στο στρατό, αλλά αν σε δει ο
Ταξίαρχος, τι να κάμω εγώ; Ή να πέσει ο διάολος να το βγαλ’ το καπέλο, τι ’σαι,
στρατιώτης», λέει, «για μένα δεν είσαι στρατιώτης» και λέει του λοχαγού: «Έλα δω,
λοχαγέ, τι θες, αύριο και μεθαύριο θα ’ρθω και θα μου τον παραδώσεις κουρεμένο με
την ψιλή μηχανή». Τέλος πάντων έφυγα ’γω, πήγα στον Αποθηκάριο στην αποθήκη,
χτυπάει το τηλέφωνο, με παίρνει τηλέφωνο ο λοχαγός. Λέει: Λοχία, δεκανέα, να
’ρθεις εδώ. Λέω τι θες; Λέει σε θέλω. Δε μου λες, έχεις χρήματα; Λέω τι θες τώρα;
«Χρήματα έχεις»; Λέω δεν έχω. Πάρε, μου λέει, εκατό δραχμές να πας στην Κομοτηνή
να κοιμηθείς σ' ένα ξενοδοχείο και να ’ρθεις το πρωί να σου δώσω το Απολυτήριο να
φύγεις. Πάω, που λες και κοιμούμαι στην Κομοτηνή. Την ώρα που 'μπαινα στο
λεωφορείο, να τον Ταξίαρχο. «Πού πάτε, λοχία;» Λέω δε μου ’πατε να πάω να
κουρευτώ; Δεν έχει κουρείο εκεί πάνω και πάω να κουρευτώ στην Κομοτηνή.
Γυρίζω, που λες, μου λένε έτοιμος, μου δίνει το Απολυτήριο και φεύγω. (Γέλιο)
56ο: Κι έτσι δεν κουρευτήκατε.
11.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [11]
Σ. Γ.: (Γνέφει καταφατικά).
56ο: Ωραία!
Σ. Γ.: Στο Άγιο Όρος ξέρεις πώς με αγαπούσαν οι καλόγεροι, γιατί δεν είχαν να φάνε,
μην κοιτάς τώρα, γι’ αυτό σου λέω έχει χαλάσει ο κόσμος, γι’ αυτό που ψηφίζουν.
Δεν είχανε να μαγειρέψουνε, δεν είχαν τίποτα κι έπαιρναν από το συσσίτιο
καραβάνα, τους πήγαινα και τρώγαν. Τα ρούχα όλα λέρωτα, όλα, ε, μετά φύγαμε
από κει. Επάω να τον αποχαιρετήσω και μόνο που δεν κλαίγανε. Α, ρε Σπύρο, μου
λέει, δεν έχουμε τίποτα να σου δώσουμε. Και λέει ένας καλόγερος, λέει κάτσε, εγώ
έχω, να, μου κάνει, ένα κομπολόι να στο δώσω να με θυμάσαι. (Γέλιο) Τότε, που λες,
ήταν δρόμος και πήγε κάτω κι είχε λεύκα μεγάλα. Δε το θέλω τούτο εγώ (μιλάει για
το κομπολόι).
56ο: Να το δείξεις.
Σ. Γ.: Να το, το ’δειξα. Λοιπόν πηγαίνανε επάνω στο πεύκο και πετούσαν τη
χειροβομβίδα και σκοτώνονταν από κάτω ένα στρατιώτη ή όποιος περνούσε. Το
ξέραν ότι αφού ήσαν στο πεύκο, θα με σκοτώσει εμένα κατάλαβες; Αλλά αυτοί, ήταν
έτσι, ήτανε να σε σκοτώσουνε και να τους σκοτώσεις. Δεν υπήρχε κι ούτε να
υπάρξει ο Θεός, να μη γίνει τέτοιο πράγμα. Κυνηγούσε ο πατέρας το παιδί, παιδί
στον πατέρα, αδερφός του αδερφού. Δεν ξέρεις τι γινόταν. Όσο ο πόλεμος χάθηκε
στη Μικρά Ασία και στην Αλβανία, χάθηκε μόνο στον εμφύλιο πόλεμο.
56ο: Εσείς ουσιαστικά εκεί πολεμήσατε, στον εμφύλιο πόλεμο.
Σ. Γ.: Στον εμφύλιο, ναι ναι, 36 μήνες και χωρίς άδεια, χωρίς τίποτα και τότες
απαγορευότανε να το γράφεις σε γράμματα, να γράψεις πού βρίσκεσαι. Το τι είσαι,
από πίσω, γράμμα και τίποτα άλλο. Κι έτσι κυνηγούσα, που λες, απ’ τη Φλώρινα να
δω καμιά μάχη, μα τι μάχη; Τους κυνηγούσανε, πηγαίνανε μέσα απ’ τις Πρέσπες, πού
θα παν τώρα; Κλείσαν τα σύνορα οι Αλβανοί, θα τους πιάσουν. Κι αυτοί βρήκαν τα
σύνορα ανοιχτά και περάσανε μέσα. Περάσαμε και μεις και πήγαμε μέχρι την
Κορυτσά, μέχρι εκεί πέρα τα σύνορα μέσα βαθιά στην Αλβανία. Εντωμεταξύ είχε ένα
σήμα ότι να γυρίσουν τα στρατεύματα πίσω απ’ την Αλβανία, γιατί θα γίνει πόλεμος
και γυρίσαμε και κάτσαμε ύστερα στις Πρέσπες στη λίμνη εκεί χάμαι ο λόχος. Και
βρήκαμε σαράντα αγελάδες εκεί χάμου. Πού ξέρεις τώρα πώς ήτανε. Να τις πάρουνε
12.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [12]
τις κλέβαν από τους ανθρώπους. Ε, κάθε εβδομάδα τρώγαμε μια αγελάδα. (Γέλιο).
Και μια μέρα πάω, είχε μια λίμνη κι είχε καλάμια κι είχε και κάτι ψάρια. Και πάω, που
λες και πετώ ένα χειροβομβίδες και πιάνω δυο ψαρούκλες τόσες, Πηγαίνω το πιάτο
πρώτα του λοχαγού και με καλεί ο λοχαγός. Έλα δω, μου λέει, λοχία. Πρώτα πού
ξέρεις από ψάρεμα; Δε ξέρω. Λοιπόν, αν ξέρεις, να πας να πιάσεις ψάρι να κάμουμε
συσσίτιο στο λόχο. Και μου δίνει μια βάρκα και με δυο στρατιώτες και πάμε και τη
γεμούσαμε ψάρια γεμάτη. Εντωμεταξύ είχε μια λίμνη δίπλα κι ήταν της Σερβίας και
πάμε με τη βάρκα κει και μας εβάρεσαν με το πολυβόλο, όχι, γιατί με βαράνε; Λέει
αυτοί είναι ξένοι εκεί, τι θέλετε να πάτε εκεί; Πιο άτιμους απ’ τους Σέρβους δεν
υπάρχει. Άτιμος λαός που δεν έχεις ιδέα. Στη Φλώρινα είχε κάμπο κι είν’ ο μισός
σέρβικος κι ο μισός φλωρινιώτης και πηγαίναν και θερίζαν και μια μέρα πήγαμε με
δεκαπέντε στρατιώτες, έξι εγώ κι έξι ο άλλος λοχίας και αρχίζει ομίχλη και
τρυπώνουν μέσα στα σερβικά σύνορα και τους σκοτώσανε και μας τους φάγαν.
Έχουν γίνει μες στα μάτια μου...
Κομμάτια της συνέντευξης βρίσκονται στη
διεύθυνση:
https://www.youtube.com/watch?v=SNUVVYGNO
Yg
Επιμέλεια κειμένου: Μπόρις*
*Ο Μπόρις είναι εγγονός εξ’ αγχιστείας με τον κύριο Σπύρο. Έχει παντρευτεί, μετά τον
θάνατο της πρώτης του γυναίκας, την γιαγιά του Μπόρις.
13.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [13]
Παράρτημα
Ατομικό Βιβλιάριο του κυρίου Σπύρου Γ.
14.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [14]
15.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [15]
16.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [16]
17.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [17]
18.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [18]
19.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [19]
20.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [20]
21.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [21]
22.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [22]
23.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [23]
24.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [24]
25.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [25]
26.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [26]
27.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [27]
28.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [28]
29.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [29]
Διάφορα έγγραφα
30.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [30]
31.
Συνέντευξη του κυρίουΣ.Γ. στη συντακτική και φωτογραφική ομάδα του εργαστηρίου Πληροφορικής [31]