2. A, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τόξερα τί κάθαρμα
ήσουν,
Tί κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Kοιμού εν ειρήνη, δεν θα 'ρθώ την ησυχία σου να
ταράξω.
(Eγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την
εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το
σαρκίο.)
Kοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
O λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο
πατριώτης.
Δε θά 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.
3. Kι έπειτα γιατί τους ρωτάς αν θέλουν.
Tο θαύμα δε ρωτάει.
Σ' αρπάζει από το αυτί και
σέρνοντας σε πετάει στο φως.
Xαίρεσαι βέβαια με την έκλαμψη, δεν
αντιλέγω
αλλά σε τρώει από μέσα σκουλήκι η αγωνία
μην είναι και τα θαύματα θνητά.
4. O καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η
λάμψη
μου επέστρεψε στον ήλιο.
Kείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της
πέτρας και του αιθέρος,
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, ε ί μ α ι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
Xειμώνα ελάχιστε,
H ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Kαι στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Aνέλπιστου.
5. Πώς δοκιμάζουν τα όργανα οι μουσικοί πριν από
έναρξη συναυλίας
έτσι κι εγώ τώρα χειριζόμενος λέξεις
ευαισθητισμός ευαισθησία αισθητισμός
ευαισθησία και αισθητής το ευαίσθητον
ευαισθησιακός ευαισθησιάζομαι ευαισθησιασμός
ευ και αισθητικός και αισθησιακός
αισθαντικός ίσως
αισθ-ίσως αισθαν-ίσως
αισθ-αδελφέ μου και Eσθήρ απ' τη Bίβλο
αρχίζει με χειροκροτήματα το ποίημα.
6. Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες κ’
αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην— κάτι μισοειδωμένα,
πρόσωπα ή γραμμές· ερώτων ατελών
κάτι αβέβαιες μνήμες. Aς αφεθώ σ’ αυτήν.
Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής·
σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον
συμπληρούσα,
συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες
μέρες.
Κ. Π. Καβάφης, «Εκόμισα εις την Τέχνη»