1. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΑΦΗΓΗΣΗ : Εξιστορούμε ένα αξιοσημείωτο συμβάν του παρελθόντος με ορισμένη
(αιτιακή ή παράλογη, χρονική ή αναχρονισμένη) σειρά των περιστατικών που το
στοιχειοθετούν. Αποτέλεσμα μιας αφήγησης είναι το αφήγημα (: παραμύθι, μύθος,
διήγημα, μυθιστόρημα κ.ά.).Με την αφήγηση μεταφερόμαστε από το παρόν στο
παρελθόν, γι’ αυτό και τα ρήματα μπαίνουν σε ιστορικό χρόνο (συνήθως σε
παρατατικό ή αόριστο).
Στην αφήγηση κάθε φράση ή πρόταση απαντά στην υπονοούμενη ερώτηση «Και
μετά τι έγινε;», η επόμενη πρόταση δηλαδή έχει χρονική σχέση (ή και σχέση αιτίου-
αιτιατού) με την προηγούμενή της.
ΑΡΧΗ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
Η εναρκτήρια φράση μπορεί να σχετίζεται με το κύριο θέμα είτε να είναι άσχετη από
αυτό· να είναι ένα ξάφνιασμα, μια ερώτηση/απορία, μια δήλωση, μια κραυγή, μια
περιγραφή, ένα παιχνίδισμα γλωσσικό ή νοηματικό. Μπορεί εξάλλου να πατά σε
στερεότυπες φόρμες και μέσ’ από εκεί να τολμά τις ανατροπές της. Μπορεί να είναι
ρεαλιστική, μυθοπλαστική, σουρεαλιστική, αλληγορική─ κυρίως πρέπει να προκαλεί
το ενδιαφέρον, αλλιώς ο αναγνώστης μας θα βαρεθεί και θα σταματήσει το διάβασμα.
Ξεκινούμε με κάτι που (α) είναι πρωτάκουστο, που δεν το έχει πει κανένας έτσι ποτέ
μέχρι τώρα (π.χ. «Χτες χλαπάκιασα ένα πεντάκιλο παγωτό») και (β) κι αν δεν είναι
πρωτάκουστο, είναι τουλάχιστον ερεθιστικά λειψό (π.χ. «Κράτησέ με, νύχτα»)
Ας τα δούμε λίγο καλύτερα: Η ελκυστική αρχή, που είναι το ήμισυ του παντός,
πρέπει να είναι τόσο λειψή, όσο χρειάζεται για να παρασύρουμε τον αναγνώστη
να διαβάσει και τα παρακάτω· με τις πρώτες κιόλας φράσεις παρουσιάζουμε
μιαν εκκρεμότητα που προκαλεί την περιέργεια του αναγνώστη και τον σπρώχνει
να συνεχίσει για να μάθει γιατί και πώς έγινε αυτό:
Π.χ Το σιγανό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα της κουζίνας, και όταν την άνοιξε η
κυρία Ο’Μπράιαν, στην πίσω βεράντα ήταν ο καλύτερος νοικάρης της, ο κύριος
Ραμίρεζ, και δύο αστυνομικοί, ένας από κάθε μεριά του. Ο κύριος Ραμίρεζ στεκόταν
εκεί, περιστοιχισμένος και μικρός. (Ray Bradbury, «Δεν θα σε δω ποτέ»,
Αμερικανικό Μπονζάι)
Π.χ. Ως εναρκτήρια φράση Η γη είναι στρογγυλή δεν προκαλεί το αναγνωστικό
ενδιαφέρον, και μοιάζει αρκούντως πληκτική· ενώ η φράση Η γη είναι στρογγυλή,
ρε κοιμισμένε! γίνεται λιγότερο αδιάφορη και κινείται στον χώρο που μας
ενδιαφέρει: της αφήγησης.
Ε σ τ ί α σ η (αφηγηματική σκοπιά).
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση πιστώνεται στον συγγραφέα-θεό, που είναι παντεπόπτης
και παντογνώστης· είναι σε θέση να ανιχνεύσει και να εκμαιεύσει για χάρη των
αναγνωστών ακόμη και τις πιο κρυφές σκέψεις των ηρώων του.
2. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι υποκειμενική, με την έννοια ότι ο αφηγητής
περιορίζεται στα όρια της δικής του αντίληψης και εμπειρίας (αγνοεί π.χ. για ποιον
λόγο το πρόσωπο της Ελένης έχει σκοτεινιάσει). Ο υποκειμενικός αυτός αφηγητής
εμπλέκεται κατά κανόνα και ο ίδιος στην ιστορία που αφηγείται.
Το β΄πρόσωπο ενικού ή πληθυντικού αριθμού το χρησιμοποιούμε στους διαλόγους
της ιστορίας και σπάνια ως αφηγηματικό πρόσωπο─ όταν ένας συγγραφέας το
χρησιμοποιήσει μέσα στην αφηγηματική ροή, απευθύνεται άμεσα στον αναγνώστη
του, επιδιώκοντας να τον κάμει συνεργό στην αφήγηση και έτσι να τον
προσεταιριστεί ακόμη περισσότερο (π.χ. «Και τώρα σκέψου εσύ, αναγνώστη, αν θα
μπορούσε ποτέ η Ελένη να έχει σκυθρωπό πρόσωπο»).
ΑΣΚΗΣΕΙΣ
1. Βιβλίο Νεοελληνικής Γλώσσας, Τάξη Β, σελίδα 10.
• Διαβάστε το κείμενο.
• Αρχίζει πρωτότυπα; Προσθέστε μία αρχή που να ξαφνιάζει.
• Έχει αυτό το κείμενο τα βασικά χαρακτηριστικά της αφήγησης;
( αναφέρεται στο παρελθόν, τα γεγονότα παρουσιάζονται με χρονική
σειρά, υπάρχουν χρονικοί προσδιορισμοί;)
• Ποιος αφηγείται; Συμμετέχει; Πώς το καταλάβατε;
• Αφαιρέστε τα σημεία του κειμένου που είναι περιγραφικά. Διαβάστε το
νέο κείμενο. Σας αρέσει;
• Υπάρχει διάλογος; Μετατρέψετε τον σε πλάγιο αρχίζοντας με τις φράσεις(
κατά περίπτωση): Ο Νικόλας περηφανεύτηκε ότι…, Η Κασσάνδρα είπε
ότι…, Ο Νικόλας απάντησε ότι…Είπα ότι…
• Ποια εκδοχή σας αρέσει; Γιατί;
• Συνεχίστε το κείμενο μιμούμενοι το ίδιο ύφος και ακολουθώντας τον ίδιο
τρόπο αφήγησης.( το πολύ 10 σειρές)
[2] Αντικαθιστούμε το α΄ ενικό πρόσωπο με το γ΄ ενικό (μιλά ο σχολικός σύμβουλος:
«Είπε πως θέλει να τον βλέπουμε…»):
─ Παιδιά μου, θέλω να με βλέπετε σαν φίλο, δε θέλω να με φοβάστε. Ξέρω πολύ
καλά πως σας αρέσουν τα αστεία, όπως κι εμένα, μ’ αρέσει πολύ το γέλιο. Αλήθεια,
ξέρετε το ανέκδοτο με τους δυο κουφούς; Σίγουρα όχι! Ακούστε λοιπόν! (*Rene
Goscinny «Ο κύριος Σχολικός Σύμβουλος στην τάξη μας»)
[3] Αντικαθιστούμε το α΄ πληθυντικό πρόσωπο με το γ΄ πληθυντικό («Ώρες τους
έπαιρνε τ’ αυτιά…»):
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τί τόνο να
βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη· κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους
μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες
που γελούσαν, και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε.
Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να
θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο
και στον πετροπόλεμο· γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά
πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο. (* Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά
στον Γκρέκο)
3. [4] Αντικαθιστούμε το α΄ ενικό πρόσωπο με το α΄ πληθυντικό («Συναντήσαμε
προχτές…»):
Συνάντησα προχτές στο δρόμο έναν παλιό συμμαθητή μου, φαλακρό πια και σχεδόν
γερασμένο, που μου έκανε φριχτά παράπονα, ότι δήθεν τον βλέπω στο δρόμο και δεν
τον χαιρετάω. Τον άκουσα για αρκετή ώρα σιωπηλός και μετά βιάστηκα
ν αναγνωρίσω την ενοχή μου για να τον ξεφορτωθώ μια ώρα αρχύτερα. Σαν᾽
χωρίσαμε, άθελά μου πήρα ν ανασκαλεύω τα περασμένα. Το αίμα μου φούντωσε. (*᾽
Γιώργος Ιωάννου, «Τα παρατσούκλια»)
[5] Αντικαθιστούμε το γ΄ ενικό πρόσωπο του κύριου αφηγητή με το α΄ ενικό:
Ήταν ένα μικροκαμωμένο παιδί. Το χλωμό του προσωπάκι –το τόσο δα στρογγύλο
προσωπάκι του με την ανασηκωμένη μυτίτσα– το κορμάκι του, όλα του, έπρεπε να
τον δείχνουν μικρότερο όμως δε δεχόταν τέτοια υποχώρηση και κατόρθωνε να σε
πείθει πως ήταν κι αυτός σαν τ’ άλλα παιδιά δώδεκα χρονών. Τί σημασία είχε αν ήταν
πιο μεγαλόσωμα και πιο δυνατά; Είμαστε όλοι το ίδιο δώδεκα χρονών. Στην
«Ιδιωτική» ήρθε να εγγραφεί είκοσι τόσες μέρες μετά την έναρξη των μαθημάτων. Κι
ήρθε μονάχος, χωρίς κηδεμόνα. Εγώ δίδασκα την εποχή εκείνη Εγγλέζικα –μη
ρωτάτε πώς συνέβαινε να διδάσκω Εγγλέζικα σε μια αγροτική κωμόπολη. Μπήκε
ίσα στο Γραφείο του Διευθυντή με τα χονδρά του παπούτσια –δυσανάλογα χονδρά με
τα ποδαράκια του (Κι έκαναν ένα κρότο στο ξύλινο δάπεδο!). Έριξε μια ματιά σ’
όλους μας εκεί μέσα, βρήκε σε ποιον έπρεπε να αποταθεί, περπάτηξε τακ-τακ-τακ και
στάθηκε μπροστά στο Διευθυντή. Είπε πως ήθελε να εγγραφεί στη Σχολή. Έδειξε κι
ένα σημείωμα του δασκάλου τού χωριού του πως είχε τη συγκατάθεση του πατέρα
του. Ο Διευθυντής τού απάντησε πως άργησε πολύ. Το ήξερε μα είχαν κάτι
οργώματα να τελειώσουν. (*Κώστας Μόντης, «Ο καινούργιος»)
ΚΑΛΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ!
Ελευθερία Παπαμανώλη