1. Από τη ςπορϊ ςτο τραπϋζι μασ
ΤΟ ΨΩΜΙ
Επιμϋλεια : Έλλη Γρατςύα
74ο Δημοτικό Σχολεύο Αθηνών
2.
3.
4.
5. Όταν οι Πλειϊδεσ, οι θυγατϋρεσ του Άτλαντα, αρχύζουν να
ανεβαύνουν ςτον ουρανό, ξεκύνα τον θεριςμό ςου, και το
όργωμα όταν πια γϋρνουν προσ τη δύςη τουσ.
Σαρϊντα νύχτεσ και ημϋρεσ κρυμμϋνεσ και παρουςιϊζονται
ξανϊ με το γύριςμα του χρόνου όταν πιϊςεισ να
πρωτακονύςεισ το δρεπϊνι ςου. Αυτόσ εύναι των κϊμπων,
ο νόμοσ που ϋχουν όςοι ζουν κοντϊ ςτην θϊλαςςα και
κατοικούν την πλούςια γη, φαρϊγγια δαςωμϋνα και
παχιϊ χωρϊφια : Γυμνόσ να ςπϋρνεισ και γυμνόσ να
οργώνεισ και γυμνόσ να θερύζεισ , αν θϋλεισ όλα τησ
Δόμητρασ τα δώρα να ςοδειϊζεισ ςτη ςωςτό τουσ εποχό .
Γιατύ αλλιώσ, θα βρεθεύσ πιο ύςτερα ς' ανϊγκη και θα
γυρύζεισ ζητιανεύοντασ τισ ξϋνεσ πόρτεσ, αλλϊ κανεύσ δεν
θα ςου δύνει τύποτε.
(Ηςιόδου: Έργα και Ημέραι)
6.
7. Το όργωμα
Με τισ πρώτεσ φθινοπωρινϋσ βροχϋσ γύνεται το όργωμα του χωραφιού. Κι ανϊλογα με τισ
καιρικϋσ ςυνθόκεσ και το υψόμετρο του τόπου ο καλόσ ζευγϊσ αρχύζει το δύςκολο αγώνα τησ
ςπορϊσ λύγο πριν από τον Αι Δημήτρη (26 Οκτωβρίου) και μϋχρι τον Άι Γιώργη τον
ςποριά (3 Νοεμβρύου) το αργότερο.
"Οκτώβρησ και δεν έςπειρεσ λίγα ςιτάρια θα κάμεισ«
8.
9. Όργωμα και ςπορά
Το ςιτϊρι εύναι η βαςικό τροφό για τον ϊνθρωπο. Η
μυθολογύα αναφϋρει ότι την καλλιϋργειϊ του τη
δύδαξε η θεϊ Δόμητρα ςτον Τριπτόλεμο για να
ευχαριςτόςει τον πατϋρα του, βαςιλιϊ τησ
Ελευςύνασ, που τη φιλοξϋνηςε
10. Η ςπορά
Χαρϊζει πρώτα το χωρϊφι ςε ςποριϋσ, - παρϊλληλεσ λουρύδεσ πλϊτουσ δϋκα βημϊτων
(δραςκελιϋσ) - για να πϋςει ο ςπόροσ ομοιόμορφα. Όταν τελειώνει το χϊραγμα, παύρνει
το ςϊκκο τησ ςπορϊσ ςτον αριςτερό του ώμο και με ςταθερό το δεξύ του χϋρι πετϊ το
ςπόρο, πηγαινοερχόμενοσ, ώςπου γεμύζει τη ςποριϊ. Κι ύςτερα πιϊνοντασ τ' αλϋτρι με
το ϋνα χϋρι και με το ϊλλο τη βουκϋντρα - δύνει το παρϊγγελμα ςτα βόδια του: "Όι - Όι -
πα - πα - πα, ϊιντε κοκύνη, ϊιντε καρϊ μου".
11.
12. Το πότιςμα
Η βροχό κατϊ τουσ δύο ανοιξιϊτικουσ μόνεσ, Απρύλιο και Μϊιο, αλλϊ και το πρώτο
δεκαπενθόμερο του Ιουνύου ςτην ύπαιθρο χώρα εύναι θεύα ευλογύα για τα ςπαρτϊ, τα
δϋντρα και τα χορτϊρια. Απ' αυτό περιμϋνει ο γεωργόσ να εξαςφαλύςει το ψωμύ τησ
χρονιϊσ του και την τροφό για τα ζώα του.
"Ο γεωργόσ θέλει βροχή κι ο κεραμάρησ ξέρα."
13. Λιτανεία
Όταν υπόρχε παρατεταμϋνη ξηραςύα και τα ςπαρτϊ κινδύνευαν να καταςτραφούν
τότε ο κόςμοσ κατϋφευγε ςτη λιτανεύα. Συγκεντρώνονταν όλοι, μικρού και μεγϊλοι,
ςτην εκκληςύα τουσ νωρύσ το απόγευμα, ο παπϊσ κρατώντασ την εικόνα τησ Παναγύασ
ςτο χϋρι προπορεύονταν απευθύνοντασ ικετόριεσ παρακλητικϋσ ευχϋσ και δεόςεισ για
την ανομβρύα. Η λιτανεύα ϋκανε τον γύρο του χωριού.
14.
15.
16. Όταν πϊλι το ςαλιγκϊρι ανεβαύνει από την γη ςτα δϋντρα,
ζητώντασ προςταςύα από την ζϋςτη που φϋρνουν οι Πλειϊδεσ,
τότε πια δεν εύν' ϊλλο καιρόσ να ςκϊβεισ τα αμπϋλια. Πρϋπει τότε
ν' ακονύζεισ τα δρεπϊνια ςου και τουσ υποταχτικούσ
ςου να κεντρύζεισ για δουλειϊ. Μην αποζητϊσ τουσ ύςκιουσ και
τον πρωινό ύπνο, όταν φθϊςει η ώρα για τον θεριςμό, την
εποχό που ο όλιοσ ψόνει το δϋρμα.
Τϋτοιεσ ςτιγμϋσ πρϋπει να βιϊζεςαι και να κουβαλϊσ τον καρπό
ςτισ αποθόκεσ, πιϊνοντασ χαρϊματα δουλειϊ, για να ϋχεισ το
βιόσ ςου αςφαλιςμϋνο. Γιατύ με την αυγό φεύγει το ϋνα τρύτο
τησ δουλειϊσ, με την αυγό πηγαύνει κανεύσ καλύτερα ςτον
δρόμο, προκόβει και ςτο μεροκϊματο, με την αυγό, που μόλισ
φανεύ, βγϊζει τόςουσ ανθρώπουσ ξαφνικϊ ςτουσ δρόμουσ και
τόςα βόδια βϊζει ςτο ζυγό".
Ηςιόδου: Έργα και Ημέραι, ςτ. 571-581
17. Ο θεριςμόσ
Οι ϊντρεσ με ψϊθινο καπϋλο ςτο κεφϊλι κι οι γυναύκεσ με το μαντόλι ςτο πρόςωπο,
πρωύ με τη δροςιϊ ξεκινούςαν για τα χωρϊφια τουσ. Εκεύ ϋμπαιναν με τη ςειρϊ κι
ϋπαιρνε ο καθϋνασ τον όργο του. Στο δεξύ χϋρι κρατούςαν το δρεπϊνι και ςτ' αριςτερό
ϋβαζαν την παλαμαριϊ ςτα δϊκτυλα, που προςτϊτευε το χϋρι και βοηθούςε να
πιϊνουν μεγαλύτερεσ χεριϋσ.
18.
19.
20. Πρώτοσ ϊρχιζε ο πρωτεργϊτησ, που όταν ο πιο καλόσ κι
ϋμπειροσ θεριςτόσ τησ ομϊδασ. Προτού αρχύςει,
γυρνώντασ ςτον όλιο, ϋκανε τον ςταυρό του λϋγοντασ:
"Άιντε ςτ' όνομα του Θεού! Καλοξόδιαςτα και τυχερϊ! Τ'
χρόν' πλειότερα!
Κι ο πρωτεργϊτησ ϊρχιζε και θϋριζε τόςο, όςο μπορούςε
να φτιϊςει ϋνα δεμϊτι. Βϊζοντασ τισ χεριϋσ επϊνω ςτ'
ανοιχτό δεματικό, τισ ϋδενε κι ϋςτηνε όρθιο το πρώτο
δεμϊτι με τα ςτϊχυα κοιτϊζοντασ τον ουρανό.
Το πρώτο αυτό δεμάτι, που το ςτόλιζαν με παπαρούνεσ
κι αγριολούλουδα, θα ϋςτεκε όρθιο ς' όλη τη διϊρκεια
του θεριςμού ςαν προςφορϊ και θυςύα του γεωργού
ςτο Θεό, όπωσ ϋκαναν και οι αρχαύοι ικετεύοντασ τη γη
να εύναι πϊντοτε καλό κι απλόχερη μαζύ τουσ.
21.
22.
23. Το μεροκϊματο κρατούςε από τα χαρϊματα μϋχρι το
ηλιοβαςύλεμα. Κι ϋτςι δουλεύοντασ ϋφτανε η τελευταύα
μϋρα του θεριςμού, η οπούα ϋπαιρνε χαρούμενο και
πανηγυρικό χαρακτόρα. Στο τελευταύο χωρϊφι που
θϋριζαν ϊφηναν ϋνα μϋροσ αθϋριςτο για να κϊνουν το
"δρϊκο" κι ϋβγαιναν ςτον ύςκιο όπου ξϊπλωναν λύγα
λεπτϊ "για να βϊύςουν τα ςπαρτϊ τησ επόμενησ χρονιϊσ
από το βϊροσ των καρπών τουσ". Σε λύγο ςηκώνονταν με
τα δρεπϊνια και τισ παλαμαριϋσ κι ϋςτηναν χορό γύρω
από το δρϊκο. Ο πρωτοθεριςτόσ, μπαύνοντασ μϋςα ςτο
αθϋριςτο κομμϊτι, ξερύζωνε τα πιο ψηλϊ και μεςτωμϋνα
ςτϊχυα και τα ϋδινε ςτα κορύτςια για να πλϋξουν το
«Χτϋνι» και το «Σταυρό». Και τα κορύτςια ϊρχιζαν να
πλϋκουν με τϋχνη τραγουδώντασ
24.
25. Ο Δράκοσ
Τον "Δρϊκο" αυτόν τον ϋδιναν ςτο νοικοκύρη με την ευχό "Του χρόνου πλειότερα να
δώςει ο Θεόσ αφεντικό". Κι ο νοικοκύρησ τον ϋπαιρνε και τον ϋβαζε ςτο εικονοςτϊςι του
ςπιτιού του, κϊτω από τη θεώκό προςταςύα. Εκεύ παρϋμενε ώςπου να 'ρθει ο καιρόσ να
τον τρύψουν με τισ παλϊμεσ τουσ και να τον ρύξουν ςτο ςπόρο για τό νϋα ςπορϊ, ώςτε να
μεταδώςει ς' αυτόν τη γονιμοποιό του δύναμη.
26. Ύςτερα οι θεριςταδεσ ϊρχιζαν να θερύζουν το δρϊκο
(δραξιϊ, δρακιϊ, χεριϊ). Γϋμιζαν καλϊ τισ παλαμαριϋσ με
μεγϊλεσ χεριϋσ για να γύνει χοντρό και βαρύ το δεμϊτι
του δρϊκου. Όςο γεμϊτεσ όταν οι χεριϋσ τόςο πολύ και
βαρύ θα όταν το ςιτϊρι του νοικοκύρη την επόμενη
χρονιϊ. Ο μπακλατζόσ (δεματϊσ) ϋδενε το δεμϊτι, το
ϋςτηνε όρθιο και οι ϊλλοι το ςτόλιζαν με
αγριολούλουδα και παπαρούνεσ. Το δεμϊτι αυτό το
ϋριχνε ο νοικοκύρησ ςτ' αλώνι που προοριζόταν για το
ςπόρο τησ ϊλλησ χρονιϊσ.
Τελειώνοντασ το δρϊκο ο θεριςτϊδεσ πετούςαν ψηλϊ και
προσ τα πύςω τα δρεπϊνια τουσ με την ευχό "όςο ψηλϊ
φτϊνει ο λϋλεκασ τόςο ψηλϊ να γύνουν του χρόνου τα
ςιτϊρια".
27.
28.
29.
30.
31. Αλώνιςμα
"Στρώςε ύςτερα του υποταχτικούσ τησ Δόμητρασ να λιχνύςουν τ'
ϊγιο ςιτϊρι, μόλισ πρωτοφανεύ ο μϋγασ και φοβερόσ Ωρύωνασ,
ςε τόπο που να το πιϊνη καλϊ ο αϋρασ και ςε καλοςτρωμϋνο
αλώνι. Κι αφού προςεχτικϊ μετρόςεισ όλο ςου το βιόσ,
ςιγούρεψε το ςε αγγεύα. Κι όταν τουσ καρπούσ θα ϋχεισ πια
αποθηκϋψει με αςφϊλεια ςτο ςπιτικό ςου μϋςα, τότε ςου λϋω
να προμηθευτεύσ ϋναν εργϋνη υπηρϋτη και δούλα οικονόμο
δύχωσ παιδύ γιατύ η γυναύκα που ϋχει γύνει μϊνα εύναι
επικύνδυνη. Να βρεισ και ςκύλο με δόντια κοφτερϊ και να τον
τρϋφεισ δύχωσ τςιγκουνιϋσ ςτο φαΐ του, μην τύχη και ςου
πϊρει κϊποια ςτιγμό κανεύσ το βιόσ ςου, απ' αυτούσ που
κοιμούνται την ημϋρα. Σύναξε ςανό και ϊχυρα, για να 'χουν
όλη τη χρονιϊ τα βόδια και τα μουλϊρια ςου. Κι ύςτερα ϊφηςε
τουσ υποταχτικούσ ςου να χαλαρώςουν πια τα γόνατα και
λύςε και τα βόδια.«
Ηςιόδου: Έργα και Ημϋραι, ςτ. 597-608
32.
33.
34.
35. Τ' αλώνια χορταριαςμϋνα όλο τον καιρό, ςαν ϋφτανε
η ώρα του αλωνιςμού, καθαρύζονταν από τα
αγριόχορτα. Τα χωματϋνια, βρϋχονταν με νερό,
ςκεπϊζονταν με λεπτό ϊχυρο και πατιούνταν με τα
αργοκύνητα βόδια για να κολλόςει τ' ϊχυρο αυτό
ςτο χώμα και να δημιουργηθεύ λεύα και ςτερεϊ
επιφϊνεια. Σε μερικϊ χωριϊ αλεύφονταν με βουνιϊ
βοδιών όλο το αλώνι.
Στη μϋςη τ' αλωνιού φϊνταζε ο ςτϋντζιροσ, που όταν
ξύλο ςτρογγυλό και χοντρό, μπηγμϋνο κϊθετα και
βαθιϊ ςτη γη για να μην κουνιϋται. Στο ςτο δϋντρο
ϋδεναν την τριχύα, χοντρό ςχοινύ από αλογότριχα
και μακρύ όςη η ακτύνα του κύκλου τ' αλωνιού.
36. Στο αλώνι
Έςτρωναν ς' όλο το χώρο τ' αλωνιού 100 - 120 μεγϊλα δεμϊτια ςιταριού, ϋβαζαν
ζεμϋνα τρύα - τϋςςερα και πϋντε ϊλογα ςτ' αλώνι, Πρώτοσ ο νοικοκύρησ, κϊνοντασ το
ςταυρό του κι ανεμύζοντασ το καμτςύκι, με μια φωνό "οτσ - οτσ - οτσ, ϊιντε αλογϊκια
μου" ανϊγκαζε τα ζώα ν' αρχύςουν το γύριςμα επϊνω ςτα απλωμϋνα δεμϊτια.
37.
38.
39. Καθώσ η τριχιϊ ξετυλιγόταν τα ζώα κϊλυπταν με τουσ γύρουσ όλο τον
κύκλο τ' αλωνιού κι ϋςπαζαν κϊτω από τη βαριϊ πατηςιϊ τουσ τισ
καλαμιϋσ. Κι όταν πϊλι μαζευόταν η τριχιϊ ο αλωνιςτόσ γυρνούςε
τα ζώα ςτην αντύθετη κατεύθυνςη.
Στην αρχό οι γύροι ςτο αλώνι γύνονταν με δυςκολύα, ςιγϊ - ςιγϊ όμωσ
οι καλαμιϋσ ςυνθλύβονταν και τα ζώα με τη φωνό του αλωνιςτό
ϋτρεχαν όλο και πιο γρόγορα και λιϊνιζαν ςυνεχώσ με τα πόδια
τουσ ό,τι εύχε απομεύνει ακϋραιο από τα ςταχοκϊλαμα.
Σε μερικϊ χωριϊ ςτον αλωνιςμό χρηςιμοποιούςαν τη βαριϊ δοκϊνη.
Ήταν ϋνα εύδοσ ςβϊρνασ, που την ϋςερναν δυο βόδια ό ϋνα ϊλογο
πϊνω από τα απλωμϋνα δεμϊτια του ςιταριού ςτ' αλώνι. Σ' όλη την
κϊτω επιφϊνεια τησ δοκϊνησ όταν καρφωμϋνεσ τεχνικϊ κοφτερϋσ
τςακμακόπετρεσ από χαλαζύα ό δόντια κοφτερϊ από λεπύδεσ
ςιδερϋνιεσ.
Με υπομονό τ' αργοκύνητα βόδια ϋςερναν τη δοκϊνη όλη μϋρα,
οδηγούμενα από τον αλωνιςτό με τη ςουβλερό βουκϋντρα, ώςπου
να γύνει ϊχυρο η καλαμιϊ. Και με τα δικρϊνια οι αλωνιςτϊδεσ
γύριζαν και ξαναγύριζαν την καλαμιϊ κι εκεύνη ςυνεχώσ
μετατρϋπονταν ςε λεπτό ϊχυρο.
40.
41. Μϋςα ςτην κϊψα του μεςημεριού ξϋζευαν τα ζώα, τα πότιζαν
και τα τϊιζαν. Κϊθονταν κι οι νοικοκυραύοι να φϊνε το λιτό
φαγητό τουσ και να ξεκουραςτούν για λύγο.
Μετϊ την ανϊπαυςη με καινούριεσ δυνϊμεισ όλοι μαζύ με τα
δικράνια και τισ ξύλινεσ τζουγκράνεσ αφαιρούςαν το
χοντρό ϊχυρο και ξανϊρχιζαν τον αλωνιςμό ϋωσ ότου γύνει
καλϊ το τρύψιμο των ςταχυών και του ϊχυρου.
Κι όταν ϋβλεπαν ότι όλα εύχαν γύνει κανονικϊ, ϋβγαζαν τα
ζώα από τ' αλώνι και τα ϋςτελναν ςτη βοςκό. Κι αυτού με
καρπολόγια, ξυλόφτυαρα και τςουγκρϊνεσ μϊζευαν ςτο
κϋντρο τ' αλωνιού το "λαμνί", μύγμα ςιταριού και ϊχυρου,
ςταυρώνοντασ πρώτα τ' αλώνι. Ένα πϋταλο κι ϋνα ςκόρδο
ϋμπαινε τότε ςτην κορυφό του ςωρού από τη νοικοκυρϊ
"για να μη βαςκαύνεται ο καρπόσ".
42.
43.
44. Η μϋρα τελεύωνε. Μα η εργαςύα δεν ςταματούςε εδώ.
Έπρεπε να μεταφερθεύ το ςιτϊρι ςτ' αμπϊρια του ςπιτιού
και τ' ϊχυρο ςτον αχυρώνα ώςτε να ετοιμαςτεύ τ' αλώνι για
το επόμενο αλώνιςμα, ώςπου να τελειώςουν όλα τα δεμϊτια
από τισ θημωνιϋσ. Γονϊτιζε γι' αυτό ο νοικοκύρησ μπροςτϊ
ςτο ςωρό, γϋμιζε το ξύλινο ταγϊρι, που ϋπαιρνε 12 οκϊδεσ
ςιτϊρι, κι ϋτςι μετρώντασ ϊδειαζε τον καρπό ςτα μϊλλινα
ςακιϊ, τα υφαςμϋνα από τα χϋρια τησ γυναύκασ του ςτον
αργαλειό τησ. Σε λύγο το ςιτϊρι όταν αςφαλιςμϋνο ςτ'
αμπϊρια του ςπιτιού και μετϊ απ' αυτό και τ' ϊχυρο ςτον
αχυρώνα για την τροφό των ζώων το χειμώνα.
Όταν τελεύωνε ο αλωνιςμόσ όλων των ςιτηρών τησ
αγροτικόσ οικογϋνειασ, η κορυφό του ςτϋντζιρου
ςτολύζονταν με μια ςκούπα ςτεφανωμϋνη με κλαδιϊ και
αγριολούλουδα. Κι όταν ςημϊδι αποχαιρετιςμού του
αλωνιού, που παρϋμεινε ελεύθερο όλο το χρόνο για τα
παιγνύδια των παιδιών τησ γειτονιϊσ και του χωριού.
45.
46. Το δερμόνιςμα
Όταν το λύχνιςμα τελεύωνε κοςκύνιζαν το ςωρό με το δερμόνι, μεγϊλο αραιό κόςκινο,
που ϊφηνε να πϋφτει το ςιτϊρι καθαρό και να μϋνουν τα ςκύβαλα και τα κότςαλα ς'
αυτό
47. Με το ηλιοβαςύλεμα, με το πρώτο φύςημα του αϋρα, οι
λιχνιςτϋσ, ϊντρασ και γυναύκα, χαρϊζοντασ ςτο λαμνύ το
ςημεύο του ςταυρού, πετούςαν προσ τα πϊνω το μύγμα
του ϊχυρου και του ςιταριού με τα ειδικϊ καρπολόγια.
Ο αϋρασ παρϋςυρε το ϊχυρο κι ϊφηνε τουσ κόκκουσ του
ςιταριού να πϋςουν ςτο αλώνι.
Όταν το λύχνιςμα τελεύωνε οι γυναύκεσ κοςκύνιζαν το
ςωρό με το δερμόνι, μεγϊλο αραιό κόςκινο, που ϊφηνε
να πϋφτει το ςιτϊρι καθαρό και να μϋνουν τα ςκύβαλα
και τα κότςαλα ς' αυτό. Μετϊ το δερμόνιςμα ο
νοικοκύρησ ανυπόμονοσ ϋμπηγε όρθιο το χερούλι του
ξυλόφτυαρου ςτη μϋςη του ςωρού για να υπολογύςει
την παραγωγό του πρώτου αλωνιού κι από αυτό το
μϋτρημα κι όλη την παραγωγό τησ χρονιϊσ.
48.
49. Σόμερα τ' αλώνια δεν χρηςιμοποιούνται για τον
αλωνιςμό κι ϋπαψαν να υπϊρχουν για τα παιγνύδια
των παιδιών. Οι θεριςτϊδεσ δεν μεταχειρύζονται τα
κοφτερϊ δρεπϊνια τουσ κι οι θημωνιϋσ δεν
καρτερούν τη ςειρϊ τουσ να αλωνιςτούν. Όλα
ϋχουν αντικαταςταθεύ με μηχανόματα κι ο γεωργόσ
με μεγαλύτερη ϊνεςη παύρνει αμϋςωσ τον καρπό
από το χωρϊ φι του. Και μόνο τα λύγα
χορταριαςμϋνα αλώνια, που απόμειναν ςτα
απομακρυςμϋνα κι ϋρημα χωριϊ τησ ελληνικόσ
υπαύθρου, θυμύζουν τη γραφικότητα τησ παλιϊσ
εποχόσ μαζύ με τα τραγούδια, που τόςο αγϊπηςε ο
λαόσ:
50.
51. Το ζύμωμα
Κοςκινούςε πρώτα με την πυκνό τη ςύτα τ' αλεύρι ςτο ξύλινο ςκαφύδι. Ανϊπιανε ύςτερα από
βραδύσ το προζύμι με λύγο από τ' αλεύρι και με χλιαρό νερό και το ςκϋπαζε ςε ζεςτό μϋροσ να
φουςκώςει, να "γύνει", όπωσ ϋλεγε. Την ϊλλη μϋρα, πρωύ - πρωύ, ανακϊτωνε το υπόλοιπο αλεύρι με
χλιαρό νερό, ςτο οπούο διϋλυε το προζύμι με λύγο αλϊτι, και ζύμωνε το ζυμϊρι για πολλό ώρα για
να γύνει αφρϊτο το ψωμύ. Αφού τελεύωνε το ζύμωμα, ςταύρωνε το ζυμϊρι και το ςκϋπαζε με
χοντρό μϊλλινο ύφαςμα για να φουςκώςει.
52.
53. Με το τϋλοσ του αλωνιςμού ϋκλεινε ο κύκλοσ των
εργαςιών για την εξαςφϊλιςη του ψωμιού τησ
χρονιϊσ ςτο κϊθε αγροτικό ςπύτι. Τ' αμπϊρια όταν
γεμϊτα γεννόματα και με το ςιταρϋνιο αλεύρι
γινόταν το πιο καλό και νόςτιμο ψωμύ.
Μια φορϊ την εβδομϊδα, ςυνόθωσ Σϊββατο,
ζύμωνε η νοικοκυρϊ κϊθε ςπιτιού. Ποτϋ δε ζύμωνε
Παραςκευό, γιατύ τϋτοια μϋρα ςταυρώθηκε ο
Χριςτόσ κι όπωσ πύςτευαν "Όποια γυναύκα ζύμωνε
Παραςκευό θα πόγαινε ςτην κόλαςη".
54.
55.
56. Και η ςυμβουλό των γεροντότερων προσ τουσ νϋουσ
όταν πϊντοτε:
Αν θϋλετε να ϋχετε καλό υγεύα να εφαρμόζετε ςτη ζωό
ςασ το τρία - πέντε - οχτώ. Με ϊλλα λόγια:
Να τρώτε ψωμύ, ψημϋνο από τρεισ μϋρεσ κι όχι ζεςτό
Να πύνετε κραςύ από πϋντε χρόνια ςτο βαρϋλι και να
τρώτε κρϋασ μόνο κϊθε οκτώ μϋρεσ.
57.
58.
59. Πηγέσ
Η γεωργία ως επάγγελμα ζηοσς αιώμες.
Χρήζηος Καηζαρός
http://christosakatsarosauthor.blogspot.gr/2000/11/blog-post.html
«Έργα και Ημέραι», Ηζίοδος
Το τωράθι με ηα ζηάτσα και ηα κσπαρίζζια, Βίμζεμη Βαμ Γκογκ
Ο Σπορέας, Βίμζεμη , Βαμ Γκογκ
Η βροτή, Βίμζεμη , Βαμ Γκογκ
Μεηά ηη βροτή, Βίμζεμη Βαμ Γκογκ
Ο Θεριζμός, Βίμζεμη Βαμ Γκογκ
Ο θεριζηής, Βίμζεμη Βαμ Γκογκ
Αμάπασζη ( Σιέζηα), Βίμζεμη Βαμ Γκογκ
Ο θεριζμός, Camille Pissarro
Αλώμιζμα, Δημήηρης Γιολδάζης
Θεριζμός, Δημήηρης Γιολδάζης
Η Σσγκομιδή, Δημήηρης Γιολδάζης
Θεριζμός, Αγήμορας Αζηεριάδης
Θεά Δήμηηρα, Θεόθιλος