2. Η γέννησή μου
• Γεννήθηκα Παρασκευή στις 18 του Φλεβάρη του 1883 στο
Ηράκλειο της Κρήτης. Μεγάλο Κάστρο το ‘λεγαν τότε κι
ακόμα στέναζε κάτω από τον ζυγό των Τούρκων.
3. «Είχα γεννηθεί, μαθές, Παρασκευή, στις 18 του
Φλεβάρη, τη μέρα των ψυχών, κι η γριά μαμή με
φούχτωσε στα χέρια της, με πήγε στο φως και με
κοίταξε καλά καλά, σαν να 'βλεπε λες μυστικά
σημάδια απάνω μου, με σήκωσε αψηλά κι είπε:
«Ετούτο το παιδί, να μου το θυμηθείτε, μια μέρα θα
γίνει δεσπότης»…
Όταν αργότερα έμαθα την προφητεία ετούτη της
μαμής, τόσο καλά ταίριαζε με τις πιο κρυφές
λαχτάρες μου, που την πίστεψα· μια μεγάλη ευθύνη
από τότε έπεσε πάνω μου και δεν ήθελα να κάνω
πια τίποτα που να μην το ‘κανε ένας δεσπότης».
5. Η πρώτη μου θύμηση
«Η πρώτη θύμηση της ζωής μου είναι ετούτη: σούρθηκα
μπουσουλώντας στο κατώφλι· δεν μπορούσα ακόμα να
σταθώ όρθιος· με λαχτάρα, με φόβο, πρόβαλα έξω στον
ανοιχτό αέρα της αυλής το ανάπαλο κεφάλι. Ως τώρα
κοίταζα μέσα από το τζάμι του παραθυριού, μα δεν
έβλεπα· τώρα δεν κοίταξα μονάχα, είδα για πρώτη φορά
τον κόσμο· όραμα καταπληκτικό!
Το μικρό περιβολάκι της αυλής μού φάνταξε απέραντο·
βούισμα από χιλιάδες αόρατα μελίσσια, μυρωδιά
μεθυστικιά, ήλιος ζεστός, πηχτός σαν μέλι, ο αγέρας
άστραφτε σαν να ‘ταν αρματωμένος με σπαθιά, κι
ανάμεσα από τα σπαθιά προχωρούσαν καταπάνω μου
έντομα με πολύχρωμες ακίνητες φτερούγες, όρθια, σαν
άγγελοι. Τρόμαξα, έσυρα φωνή, γέμισαν τα μάτια μου
δάκρυα κι ο κόσμος αφανίστηκε».
7. Η θάλασσα!
Μιαν άλλη μέρα, θυμούμαι, ένας άντρας με αγκαθωτά
γένια με πήρε στην αγκαλιά του και με κατέβασε στο
λιμάνι. Όσο ζυγώναμε άκουγα ένα θεριό να βρουχιέται και
ν’ αναστενάζει, σα να φοβέριζε ή σαν να ‘ταν λαβωμένο· κι
εγώ φοβόμουν, τινάζουμουν μέσα στην αγκάλη του αντρός,
ήθελα να φύγω και σκλήριζα σαν πουλί.
Άξαφνα, δριμιά μυρωδιά από χαρούπι, κατράμι και
σαπισμένα κίτρα. Άνοιγαν τα σπλάχνα μου να τη δεχτούν κι
έτριζαν. Ανατινάζουμουν πεταρίζοντας μέσα στα μαλλιαρά
χέρια που με σήκωναν, και στο απογύρισμα ενός δρόμου,
τι θεριό ήταν αυτό, τι δροσιά, τι απέραντο αναστέναγμα –
αλάκερη η θάλασσα, σκούρα λουλακιά, χοχλαστική, όλο
φωνές και μυρωδιές, χύθηκε μέσα μου αφρίζοντας·
γκρεμίστηκαν τα μαλακά μελίγγια μου και γέμισε γέλια,
αρμύρα και φόβο η κεφαλή μου.
9. Ο ουρανός!
«Και μια νύχτα καλοκαιριάτικη καθόμουν πάλι στην
αυλή μας, στο σκαμνάκι μου. Θυμούμαι, σήκωσα τα
μάτια κι είδα, για πρώτη φορά, τ’ άστρα. Πετάχτηκα
απάνω, φώναξα με τρόμο: ”Σπίθες! Σπίθες”
Απέραντη πυρκαγιά μού φάνταξε ο ουρανός, και το
μικρό κορμί μου καίγουνταν».
11. Τέτοια ήταν η πρώτη επαφή μου με τη γης, με τη θάλασσα,
με τη γυναίκα, με τον έναστρο ουρανό. Και τώρα ακόμα,
στις βαθιές στιγμές της ζωής μου, με την ίδια απαράλλαχτη
λαχτάρα, σαν όταν ήμουν μωρό, ζω τα τέσσερα ετούτα
φοβερά στοιχεία.
Και τότε μονάχα, ακόμα και σήμερα, νιώθω πως ζω βαθιά –
όσο βαθύτερα μπορούν η ψυχή μου και το κορμί μου- τα
τέσσερα αυτά στοιχεία, όταν κατορθώσω να ξαναζήσω την
ίδια κατάπληξη, τρομάρα και χαρά που μου ’δωκαν όταν
ήμουν μωρό.
Κι επειδή ήταν ετούτες οι πρώτες δυνάμες που έκαμαν
συνειδητά κατοχή στην ψυχή μου, έσμιξαν και οι τέσσερις
μέσα μου αξεδιάλυτα κι έγιναν ένα. Θαρρείς κι είναι το ίδιο
πρόσωπο που μεταλλάζει μάσκες. Όταν κοιτάζω τον
έναστρο ουρανό, πότε περβόλι μου φαίνεται ανθισμένο,
πότε θάλασσα σκοτεινή κι επικίντυνη, πότε σιωπηλό,
πλημμυρισμένο δάκρυα πρόσωπο.
13. Ο πατέρας
• «Στη ζωή μου έναν μονάχα άνθρωπο φοβήθηκα, τον
πατέρα μου. Όταν ήμουν μικρό παιδί, σήκωνα τα μάτια, τον
κοίταζα και μου φαίνουνταν γίγας όσο μεγάλωνα, όλα τα
πράματα γύρα μου μίκραιναν, άνθρωποι, σπίτια, δέντρα...
μονάχα αυτός απόμενε πάντα, όπως τον έβλεπα παιδί, γίγας
πυργώνουνταν μπροστά μου και μου έκρυβε τον ήλιο».
• «Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε.
Κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του.
Κι αν τύχαινε και κρατούσε κανένα πικραμύγδαλο, έτριβε τα
δάχτυλά του και το’ κανε σκόνη. Βαρίσκιωτος, αβάσταχτος».
14.
15. Ήταν σκληρός ο πατέρας μου, τραχύς μα δίκαιος. Ήταν οι
καιροί σκοτεινοί και δύσκολοι κι εκείνος δεν το καταδέχονταν
να χαμογελάσει, αν δε λευτερωνόταν η Κρήτη. Πολύ
αργότερα τον κατάλαβα…
Ήθελε να μάθω γράμματα, να γίνω σπουδαίος ! ''Ας πάει και
το παλιάμπελο... η σταφίδα, το κρασί, το λάδι, όλη μου η
σοδειά, ας γίνει χαρτί και μελάνι για το γιο μου! '‘ έλεγε.
Εκείνος ήταν που μου χάρισε την πρώτη μου υδρόγειο
σφαίρα. Τη χάζευα κι έκανα ταξίδια, με τη φαντασία μου
στην αρχή μα ύστερα στ’ αλήθεια!
16. Η μητέρα μου
Ποτέ δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει.
Χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της
κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και
καλοσύνη.
Πηγαινοέρχονταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι
όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να 'χαν τα
χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που
κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη.
Μπορεί και να 'ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν
κοιτάζοντάς την σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα
παραμύθια…
17. Εγώ με τη μητέρα μου και τις αδερφές μου
Αναστασία και Ελένη
18. Η πρώτη μέρα στο σχολείο
«O πατέρας μου έσκυψε, άγγιξε τα μαλλιά μου, με χάδεψε·
τινάχτηκα· ποτέ δε θυμόμουν να μ’ έχει χαδέψει· σήκωσα τα μάτια
και τον κοίταξα τρομαγμένος. Είδε πως τρόμαξα, τράβηξε πίσω το
χέρι του:
— Εδώ θα μάθεις γράμματα, είπε, να γίνεις άνθρωπος· κάμε το
σταυρό σου.
O δάσκαλος πρόβαλε στο κατώφλι· κρατούσε μια μακριά βίτσα και
μου φάνηκε άγριος, με μεγάλα δόντια, και κάρφωσα τα μάτια μου
στην κορφή του κεφαλιού του να δω αν έχει κέρατα· μα δεν είδα,
γιατί φορούσε καπέλο.
— Ετούτος είναι ο γιος μου, του ’πε ο πατέρας μου.
Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο
δάσκαλο.
— Το κρέας δικό σου, του ’πε, τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι,
δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο.
— Έγνοια σου, καπετάν Μιχάλη· έχω εδώ το εργαλείο που κάνει τους
ανθρώπους, είπε ο δάσκαλος κι έδειξε τη βίτσα».
19.
20. Ο τόπος μου
"Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν
ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα,
στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από
ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που το
κατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο
τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν
όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού,
του παιδιού, της γυναίκας.
Άγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε
σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο.
Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές.
Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν
κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε
καπετάνιο ένα Αγιο, τον Άγιο Μηνά, τον προστάτη του
Μεγάλου Κάστρου...".
21.
22. Τα «γράμματα»…
Με τους συμμαθητές του της Στ΄ Τάξεως του
Γυμνασίου Ηρακλείου (πέμπτος από αριστερά,
στη μεσαία σειρά). 30.5.1901
Η παλιότερη φωτογραφία του Νίκου Καζαντζάκη.
Διακρίνεται πέμπτος από αριστερά με συμμαθητές
του στο Ηράκλειο, σε γυμναστική επίδειξη, το 1899
Ο Νίκος Καζαντζάκης φοιτητής της Νομικής
Σχολής, στην Αθήνα. 1904.
24. Οι συντρόφισσες της ζωής μου
Γαλάτεια Αλεξίου Καζαντζάκη Ελένη Σαμίου Καζαντζάκη
25. Στη ζωή μου διάλεγα πάντα τον δύσκολο δρόμο, τον
ανηφορικό. Δε θέλησα ποτέ μου πλούτη και δόξα. Εκείνο
που πόθησα με όλη μου την ψυχή ήταν το ταξίδι…
Κάθε φορά που με καλούσε, σαν άλλος Οδυσσέας κι εγώ,
κινούσα με μόνη αποσκευή μια λεύτερη ψυχή ν’ ανταμώσω
το νέο θάμα!
27. Κι όταν γαλήνευε η ψυχή και γιόμιζε λάφυρα, όταν ο νους
μου χόρταινε για λίγο εικόνες και ανθρώπους, λόγια και
πεθυμιές, τότε λαχταρούσα να γυρίσω στο σπίτι, στο
κουκούλι μου να γράψω για όλα τούτα, να τα σκορπίσω στο
χαρτί, να τα κάμω αθάνατα!
28. Το σπίτια που αγάπησα
Xάλασματα στο σπίτι του Ν.
Καζαντζάκη στο Ηράκλειο
29. Το σπίτι στην Αίγινα
«Συλλογίζομαι την Αίγινα – το σπίτι, τον ήλιο, τη
μπλάβη θάλασσα – και λέω τί τέρας πρέπει να ’ναι
ο άνθρωπος, τι άπληστο θεριό η ψυχή, για ν’
αφήνει τέτοια ανεχτίμητα αγαθά και να
περιπλανιέται μακριά, μέσα στη βροχή και στην
ομίχλη». (Λονδίνο, 2 Ιουλίου 1939)
30. Το σπίτι στην Αντίμπ
Η Αντίμπ σε κάρτα της εποχής. Αυτό το
μέρος του θύμισε έντονα Κρήτη
«Το σπιτάκι προχωράει˙ πολύ μικρό μα
χαριτωμένο˙ το ονομάσαμε
«Κουκούλι». Cocondeverà soie. Μπαίνεις
σκουλήκι και
βγαίνεις ψυχή (πεταλούδα)...»
31. «Αφήσαμε ένα καταπράσινο ακρωτήρι, ένα μεγάλο κήπο, μια
ευρύχωρη βίλα για να χωθούμε σ' ένα μικροσκοπικό ψαράδικο
σπιτάκι. Τα μπαλκόνια μας, σκεπασμένα από μια κληματαριά,
μπροστά μας τα παλιά τείχη κι η θάλασσα, στα πόδια μας μια
στρογγυλή μικροσκοπική πλατεία, σαν κι αυτές που ζωγράφιζε ο
Ουτριλό.
Το πρώτο βράδυ, όταν τραβήξαμε τις κουρτίνες κι ανάψαμε τη
λάμπα, νομίσαμε πως ονειρευόμαστε.
—Είστε ευχαριστημένος; Θα μπορέσετε να δουλέψετε εδώ μέσα;
—Το ελπίζω. Τούτο δεν είναι σπίτι, είναι ζεστό ρούχο, που θα μας
ζεσταίνει το χειμώνα, αποκρίθηκε ο Νίκος, που ρέμβαζε μες στους
καπνούς της πίπας του.
Στο μεταξύ είχαν έρθει και τα βιβλία από την Αίγινα. Βιβλία και
χειρόγραφα. Και με περίσσια βιάση να τα ταχτοποιεί και να σκίζει,
να σκίζει και να πετάει ένα σωρό γραμμένες σελίδες. Κρτς! κρτς!
κρτς!
—Έχετε άραγε δίκιο να ξεσκίζετε τόσα γραφτά;
—Ίσως... ποιός ξέρει;
Κι ολόκληρα καλάθια να τα πετάμε στα σκουπίδια».
Ελένη Καζαντζάκη
34. Αποχαιρετισμός
«Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή,
μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον
τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να
δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε…
… Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν αποχαιρετήσω; τι
αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά
στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό;
… Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα
μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις
περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’σφιγγα μέσα στη
φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’σφιγγα το
χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το
μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω
ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με
άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη…»