2. Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν τρία μικρά λυκάκια. Το πρώτο ήταν άσπρο ,
το δεύτερο μαύρο και το τρίτο γκρίζο με πράσινη ουρά. Όταν μεγάλωσαν η
μαμά τους τους είπε:
-Καλά μου λυκάκια ήρθε ο καιρός να χτίσετε το δικό σας σπίτι. Ένα σας λέω,
να φυλαγόσαστε από τον Ρούνι Ρούνι , το ύπουλο, κακό γουρούνι. Εκείνα της
υποσχέθηκαν πως θα ‘χουν τα μάτια τους 14 και πήραν το δρομί δρομάκι.
3. Στο δρόμο συνάντησαν ένα καγκουρώ που μετέφερε τούβλα και τους έδωσε
όσα τούβλα θέλανε κι ακόμα παραπάνω, να χτίσουν ένα γερό σπιτάκι. Την
άλλη μέρα ο Ρούνι Ρούνι απείλησε πως θα φυσήξει σαν 1000 τυφώνες και θα
ρίξει το σπιτάκι αν δεν του ανοίξουν. Μα δεν τα κατάφερε. Ξαναγύρισε όμως
με ένα πελώριο σφυρί και γκρέμισε το τούβλινο σπιτάκι. Και πήρε στο κυνήγι
τα λυκάκια.
4. Εκείνα φοβισμένα αναρωτιούνταν τι θα κάνουν. Τότε είδαν μπροστά τους τον
κάστορα -μάστορα και τους έδωσε κουβάδες με πηχτό τσιμέντο να χτίσουν το σπιτάκι
τους. Την άλλη μέρα πάλι ο Ρούνι Ρούνι απαίτησε να τον δεχτούν αλλιώς θα φύσαγε
σαν ανεμοθύελλα και θα γκρέμιζε το σπιτάκι. Δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την
απειλή του αλλά με τη βοήθεια ενός κομπρεσέρ τελικά το γκρέμισε και πήρε τα
λυκάκια στο κυνήγι.
5. Τα λυκάκια με τρεμουλιαστές ουρίτσες και σκονισμένα μουσούδια
προβληματίζονταν τι να κάνουν. Εκείνη τη στιγμή ένας ρινόκερος με το
φορτηγό του κουβαλούσε πλάκες ατσάλινες , κατσαρό συρματόπλεγμα,
αλυσίδες, λουκέτα και πόρτες από χρηματοκιβώτια. Τα λυκάκια κάνανε
ωτοστόπ και του ζήτησαν λίγα από τα υλικά του. Ο Πόπο Λιμπόπο τους τα
έδωσε και στρώθηκαν αμέσως στη δουλειά χτίζοντας ένα ατσάλινο σπιτάκι
όπου νιώθανε πια σιγουριά και ασφάλεια.
6. Την άλλη μέρα όμως ο Ρούνι Ρούνι το ύπουλο κακό γουρούνι χτύπησε το κουδούνι:
-Ανοίξτε αμέσως τώρα, γιατί θα φυσήξω με θυμό και φόρα!
Τα λυκάκια δεν υπάκουσαν και φύσηξε ορμητικά σαν άγρια θύελλα αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Έφυγε και ξαναγύρισε φέρνοντας δυναμίτη και τίναξε το σπιτάκι στον
αέρα. Πήρε τα λυκάκια στο κυνήγι και αυτά με τρεμουλιαστές ουρίτσες και αυτιά
καψαλισμένα ψάχναν να βρουν τι φταίει.
7. Πάνω στην ώρα είδαν ένα φλαμίνγκο που έσπρωχνε ένα καρότσι με λουλούδια.
-Να ζήσεις καλό μας φλαμίνγκο μας δίνεις λίγα λουλούδια να χτίσουμε ένα
σπιτάκι;
-Μετά χαράς, είπε το φλαμίνγκο που το λέγαν Φίγκο Μίγκο και τους χάρισε όσα
λουλούδια θέλανε κι ακόμα παραπάνω.
8. Αμέσως στρώθηκαν στη δουλειά και έχτισαν ένα λουλουδένιο σπιτάκι. Τοίχους από
κρίνα, βιολέτες, πασχαλιές, χρυσάνθεμα, γιασεμιά, κόκκινα τριαντάφυλλα, ανεμώνες,
και σκεπή από ηλιοτρόπια, καμπανούλα για κουδούνι, χαλί από χαμομήλια στο
σαλόνι και γέμισαν την μπανιέρα με νούφαρα. Δεν έφτιαξαν το πιο γερό σπιτάκι αλλά
ήταν το πιο όμορφο σπιτάκι του κόσμου.
9. Δεν άργησε βέβαια να φανεί και ο Ρούνι Ρούνι το ύπουλο κακό γουρούνι, που είπε:
-Λυκάκια μου μικρά, λυκάκια φοβισμένα, ανοίξτε μου την πόρτα, ανοίξτε μου κι εμένα.
Έτρεμαν σαν το φύλλο αλλά δεν άνοιγαν και τότε πήρε μια βαθιά ανάσα και τον
πλημμύρισε η ευωδιά απ΄όλα τα λουλούδια και η καρδιά του έγινε τρυφερή κι άρχισε τον
χορό. Βγήκαν και τα λυκάκια κι αρχίσαν το παιχνίδι. Στο τέλος τον κάλεσαν στο σπίτι τους
να τον κεράσουν και ζήσανε όλοι μαζί το θαυμάσιο καλό γουρούνι και τα 3 μικρά λυκάκια.