2. Οι Βυζαντινοί έδιναν μεγάλη σημασία στην εκπαίδευση,
παρ' όλο που στην αυτοκρατορία υπήρχαν πολλοί αναλφάβητοι.
Γενικά στο Βυζάντιο η παιδεία δεν ήταν υποχρεωτική ή κρατική.
Το βυζαντινό εκπαιδευτικό σύστημα, συνεχίζοντας την
ελληνιστική παράδοση είχε δύο κύκλους σπουδών, του
γραμματιστή και του γραμματικού. Στον πρώτο κύκλο φοιτούσαν
από την ηλικία των έξι χρονών και στον δεύτερο από την ηλικία
των δώδεκα.
3. Με βάση τις περιορισμένες πληροφορίες που
είναι διαθέσιμες, η εκπαίδευση προοριζόταν μόνο για
τα παιδιά των οποίων οι γονείς μπορούσαν να την
πληρώσουν. Ενώ υπάρχει πληθώρα καλλιεργημένων
ανθρώπων στις ανώτερες τάξεις, η εκπαίδευση των
αγροτικών ή φτωχών οικογενειών φαίνεται πως ήταν
από υποτυπώδης έως ανύπαρκτη —πολλοί δεν
γνώριζαν ούτε καν ανάγνωση ή γραφή. Αργότερα, με
την εμφάνιση των μοναστικών κοινοβίων, δόθηκε η
δυνατότητα σε όσους γίνονταν μοναχοί να λάβουν τη
βασική εγκύκλιο παιδεία με σκοπό την βαθύτερη
μελέτη των ιερών κειμένων.
4. Στο Βυζάντιο η καλή μόρφωση ήταν μεγάλη αξία για κάθε
πολίτη. Η αγωγή θεωρούνταν ως «τέχνη τεχνών και επιστήμη των
επιστημών», η δε εκπαίδευση «των παρ’ ημίν αγαθόν το πρώτον».
Εγκωμίαζαν αυτούς πού το πνεύμα τους ήταν καλλιεργημένο και
είχαν πολλές γνώσεις. Τους αμαθείς συνεχώς τους κορόιδευαν. Γι’
αυτό το λόγο οι γονείς παροτρύνονταν να εκπαιδεύουν τα παιδιά
τους, δεν είναι όμως και λίγες οι περιπτώσεις παιδιών που
εκφράζουν παράπονα κατά των γονιών τους, επειδή δεν τα
εκπαίδευσαν.
Οι πραγματικά μορφωμένοι όμως ήταν λίγοι και ακόμη
λιγότεροι αυτοί που κέρδιζαν όσα χρειάζονταν για να ζήσουν χάρη
στην παιδεία και στις γνώσεις που είχαν αποκτήσει από τα σχολεία
(δάσκαλοι, νοτάριοι, γιατροί, κληρικοί, αξιωματούχοι του παλατιού
και εισπράκτορες των φόρων).
5. Τα σχολεία στο Βυζάντιο δεν ήταν μεικτά, απαγορευόταν να
φοιτούν μαζί αγόρια και κορίτσια. Κατά κανόνα τα κορίτσια δεν είχαν
την ίδια εκπαίδευση με τα αγόρια, αφού σύμφωνα με πολλούς
ιστορικούς δεν
υπήρχαν σχολεία γυναικών. Συνήθως όμως τα κορίτσια, όπως άλλωστε
και τα αγόρια των πλουσίων οικογενειών, διδάσκονταν στο σπίτι, από
ιδιωτικούς δασκάλους. Οι γυναίκες δεν μπορούσαν να πάνε σε
Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, συναντούμε πολλές
φωτισμένες γυναίκες με ευρύτατη πνευματική καλλιέργεια όπως: η
Υπατία, η Πουλχερία, η Αθηναΐδα-Ευδοκία, η Κασσιανή και η Άννα η
Κομνηνή.
6. Τα σχολεία διηύθυναν οι μαΐστορες που δίδασκαν μόνο στις μεγαλύτερες
τάξεις. Μια ομάδα προχωρημένων μαθητών αναλάμβανε τη διδασκαλία των
μικρότερων τάξεων, πάντα υπό την καθοδήγηση του μαΐστορα. Δάσκαλοι και μαθητές
μελετούσαν τα κείμενα, τα αντέγραφαν και τα σχολίαζαν. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν
ιδιαίτερα την αρχαία πνευματική τους κληρονομιά, γι’ αυτό και τη διέσωσαν. Μεταξύ
των διδασκόντων υπήρχε αυστηρή ιεραρχία: Πρώτος ήταν ο διδάσκαλος και
ακολουθούσε ο παιδευτής. Για να ανέβει κάποιος στην ιεραρχία, έπρεπε να ψηφίσουν
όλοι, δάσκαλοι και μαθητές, ενώ το διορισμό υπέγραφε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Ο
καλός δάσκαλος φρόντιζε και για τη σταδιοδρομία των μαθητών του μετά την
αποφοίτησή τους, κάτι που αποτελούσε την καλύτερη διαφήμιση για ένα σχολείο.
Πολλοί νεαροί απόφοιτοι έβρισκαν δουλειά ως υπάλληλοι του κράτους, χάρη στις
θερμές συστατικές επιστολές των δασκάλων προς κάποιον αξιωματούχο.
7. Παρά το σημαντικό εκπαιδευτικό έργο που προσέφεραν, οι δάσκαλοι
δεν έπαιρναν την ανάλογη αμοιβή. Συχνά υποχρεώνονταν να γράφουν
επιστολές ζητώντας τα οφειλόμενα ή κατέφευγαν στα δικαστήρια. Το
πενιχρό εισόδημα των δασκάλων κάποιες φορές αναλάμβανε να
συμπληρώσει το Πατριαρχείο με βοήθημα σε είδος, συνήθως αλεύρι,
που ονομαζόταν ευλογία ή αρτίδιον.
Η παρακολούθηση των μαθημάτων ήταν υποχρεωτική, αλλά φαίνεται
πως και τότε μερικοί μαθητές έκαναν σκασιαρχείο. Μια συνηθισμένη
τιμωρία ήταν να μείνουν νηστικοί στο διάλειμμα. Πολύ συχνά έτρωγαν
ξύλο. "Ο μη δαρείς ου παιδεύεται" έλεγαν τότε, δηλαδή "Όποιος δε
δαρθεί δε μαθαίνει γράμματα". Κάποτε έπαιρναν και αποβολή από το
σχολείο και όλα αυτά με την απόλυτη έγκριση των γονιών τους. Όμως η σχέση
δασκάλου – μαθητή ήταν, πάνω απ’ όλα, σχέση αγάπης και σεβασμού.