2. Αρκετέσ δεκαετίεσ πριν, η παραγωγό του πολύτιμου και βαςικού
εύδουσ τησ διατροφόσ μασ, του ςιταριού, όταν μια αρκετϊ
κουραςτικό εργαςύα που περνούςε πολλϊ ςτϊδια.
3. Τον Ιούνιο, που λϋγεται και θεριςτήσ, όταν ωριμϊζουν τα ςτϊχυα και
παύρνουν αυτό το κύτρινο χρώμα, γινόταν το θέριςμα.
4. Οι αγρότεσ δούλευαν πολλϋσ ώρεσ κϊτω από τον δυνατό όλιο με τα
χϋρια, χρηςιμοποιώντασ μόνο τα απλϊ δρεπϊνια και ϋδεναν τα
κομμϋνα ςτϊχυα ςε δεμϊτια.
8. Τα δεμϊτια μεταφϋρονταν με τα κϊρα από το χωρϊφι ςτα αλώνια
όπου θα γινόταν το επόμενο ςτϊδιο, το αλώνιςμα του ςιταριού.
9. Όταν λϋμε αλώνιςμα εννοούμε το ξεχώριςμα του καρπού από τα ςτϊχυα. Το
αλώνιςμα γινόταν το μόνα Ιούλιο, που τον λϋμε και Αλωνάρη. Άρχιζε με την
ανατολό του ηλύου και ςυνεχιζόταν όλη μϋρα μϋςα ςτο λιοπύρι. Η διαδικαςύα
αυτό γινόταν ςτα αλώνια.
10. Τα αλώνια όταν επύπεδοι ςτρογγυλού χώροι, ςαν υπαίθρια πίςτα. Το
δϊπεδό τουσ όταν λιθόςτρωτο. Τα ϋφτιαχναν ςε μϋρη που να τα
πιϊνει ο όλιοσ και ο αϋρασ.
11. Οι γεωργού ϋμπηγαν ςτο κϋντρο του αλωνιού ϋναν ςτύλο από κϋδρινο
ςκληρό ξύλο που το ϋλεγαν «ςτρίγερο» και εκεύ πϊνω περνούςαν μια
πολύ μεγϊλη τριχιϊ η οπούα όταν από μαλλύ γύδινο, πλεγμϋνη όπωσ μια
κοτςύδα και πολύ γερό ςαν καραβόςκοινο. Από εκεύνη την τριχιϊ ϋδεναν
ςυνόθωσ δύο ϊλογα.
12. Αφού πρώτα καθϊριζαν καλϊ το αλώνι, ύςτερα ϋλυναν τα δεμϊτια και
ϊπλωναν τα ςτϊχυα από τη μια ϊκρη ωσ την ϊλλη. Τότε ερχόταν η ςειρϊ
του αλωνιςτό που με το καμουτςύκι ςτο χϋρι κϋντριζε τα ϊλογα και με
φωνϋσ και παραγγϋλματα τα οδηγούςε πότε προσ την μία κατεύθυνςη
ϋτςι ώςτε η τριχιϊ να ξετυλίγεται και πότε προσ την ϊλλη ϋτςι ώςτε να
τυλίγεται. Με αυτό τον τρόπο τα ζώα φϋρνανε γύρα παντού πατώντασ
ςυνεχώσ τα ςτϊχυα μϋχρι που τα κομμϊτιαζαν.
13.
14.
15. Μερικϋσ φορϋσ για να ϋχει καλύτερα αποτελϋςματα το αλώνιςμα, ϋδεναν
πύςω από τα ϊλογα ϋνα ξύλο, τη δοκάνα το οπούο εύχε πϋτρεσ ςτην κϊτω
του μεριϊ για να εφαρμόζεται μεγαλύτερη πύεςη ομοιόμορφα πϊνω ςτα
ςτϊχυα. Οι αγρότεσ ϋπρεπε να αναςηκώνουν τα ςτϊχυα και να τα
πετούν ψηλϊ ςτον αϋρα ϋτςι ώςτε ο καρπόσ το ςιτάρι που εύναι πιο
βαρύσ να μεύνει κϊτω και να ξεχωρύςει και τα άχυρα που απομϋνουν πιο
ψηλϊ να μαζευτούν και να τα πϊνε ςτουσ αχυρώνεσ. Η διαδικαςύα αυτό
ονομαζόταν λίχνιςμα.