2. Ο δίσκος ή πλάκα γραμμοφώνου,
είναι ένα αναλογικό μέσο
αποθήκευσης ήχου κατασκευασμένο
από βινύλιο. Για την αναπαραγωγή
τοποθετείται ακίδα (βελόνα) στην
αυλάκωση και περιστρέφεται ο δίσκος.
Η μετατροπή των ιχνών σε ήχο μπορεί
να γίνει απλά μηχανικά μέσω
μεμβράνης και χωνιού, ή -όπως
γίνεται σήμερα- με ηλεκτρικά και
ηλεκτρονικά μέσα. Το είδος του
δίσκου χαρακτηρίζεται κυρίως από το
μέγεθος (12, 10, 7 ιντσών) και την
ταχύτητα περιστροφής του σε 33
στροφών, 45 στροφών ή 78 στροφών
ανά λεπτό (rpm). Αντικατέστησε τον
φωνογραφικό κύλινδρο στη δεκαετία
του 1920 ενώ από την δεκαετία του
1990 περιορίστηκε λόγω της
μεταστροφής της αγοράς στους
ψηφιακούς δίσκους.
3. Το κασετόφωνο ή Cassette deck, όπως
ονομάστηκε και καθιερώθηκε από την
κατασκευάστρια εταιρία, είναι αναλογική
και ηλεκτρονική συσκευή αναπαραγωγή
ήχου με μαγνητική τεχνολογία που
παρουσιάστηκε από την εταιρία
PHILLIPS στα μέσα της δεκαετίας του
1960. Η συσκευή αυτή υπήρξε εν μέρει
διάδοχος της παλιάς, αποκλειστικά
επαγγελματικής, τεχνολογίας
αναπαραγωγής/εγγραφής μέσω
μαγνητικών μπουμπίνων 7 ή 10,5 ιντσών
, αλλά και νέο προϊόν με καινοτόμα
χαρακτηριστικά. Το ραδιοκασετόφωνο
είναι ο συνδυασμός κασετοφώνου με
δέκτη ραδιοφώνου σε μια συσκευή.
4. Το πρώτο ραδιόφωνο με τρανζίστορ πυριτίου
κατασκευάστηκε το 1954 από τον ειδικό Gordon Teal
παλαιότερο συνεργάτη των εργαστηρίων Bell. Ο
38χρονος μηχανικός Μασάρου Αμπούλα τον Μάη
του 1946 άνοιξε στα ερείπια του βομβαρδισμένου
Τόκιο ένα κατάστημα επισκευής ραδιοφώνων. Ένα
χρόνο αργότερα μαζί με τον φίλο και συνεργάτη του
Ακίο Μορίτα ίδρυσαν την «Εταιρία
Τηλεπικοινωνιακών εφαρμογών του Τόκιο» (Tokyo
Tsushin kogyo), η οποία κέρδισε κύρος και
αναγνώριση αφού κατασκεύασε το πρώτο
μαγνητόφωνο. Τη δεκαετία του ’50 ο Ιμπούκα θέλησε
να εκμεταλλευτεί και να κατοχυρώσει την πατέντα του
τρανζίστορ. Έτσι ταξίδεψε στις ΗΠΑ και έπεισε τους
υπεύθυνους των εργαστηρίων Bell να δώσουν τα
δικαιώματα στην εταιρία του. Ο Ιμπούκα, εκτός των
άλλων, κατάφερε να «γειώσει» το θόρυβο που είχε
δημιουργηθεί γύρω από τις αμερικάνικες εταιρίες
Regency Electronics και Texas Instruments που
κατασκεύασαν ουσιαστικά το πρώτο ραδιόφωνο με
τρανζίστορ.
5. Μόλις ένα χρόνο μετά την παρουσίαση του φωνογράφου του στις ΗΠΑ (1877), ο Τόμας Άλβα
Έντισον σκέφτηκε (1878) και τη μαγνητική εγγραφή του ήχου που όμως δεν περπάτησε. Τη
χρονιά εκείνη, ο Δανός Βάλντεμαρ Πούλσεν ήταν μόλις εννιά χρόνων. Κακός μαθητής ως το τέλος
των σπουδών του, έπιασε δουλειά ως τεχνικός στον οργανισμό τηλεπικοινωνιών της πατρίδας
του. Στα 1898, παρουσίασε την εφεύρεσή του, το «τηλεγραφόφωνο»: Μια μέθοδο που επέτρεπε
την μαγνητική εγγραφή του ήχου πάνω σε ατσαλόσυρμα. Η ανακάλυψή του είχε το πλεονέκτημα
της πολλαπλής χρήσης: Ο ιδιοκτήτης της συσκευής μπορούσε να σβήσει τον ήχο και να «γράψει»
άλλον άπειρες φορές
Σχεδιασμένο αρχικά για να χρησιμοποιηθεί κυρίως από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς για
«προεγγραφές εκπομπών», το μαγνητόφωνο είχε αρκετά μεγάλες διαστάσεις. Με την πάροδο του
χρόνου, εξελίχθηκε σε βολικό «έπιπλο» που μπορούσε να χρησιμοποιείται και στα σπίτια,
χρησιμοποιώντας μαγνητοταινίες σε ρολούς. Η επανάσταση ήρθε στα 1963, χρονιά που η
ολλανδική εταιρεία Φίλιπς παρουσίασε το κασετόφωνο. Ξεκίνησε ο πόλεμος της κασέτας με τους
δίσκους βινυλίου.
6. 1940: Σημαντικό είδος μουσικής αυτή τη δεκαετία είναι το Μπλουζ.
Γεννήθηκε στις αφροαμερικανικές κοινότητες των Η.Π.Α ως ανάμειξη στοιχείων με
αφρικανικές ρίζες, εκκλησιαστική μουσική (Σπιρίτσουαλς και Γκόσπελ), ύμνους του
εμφυλίου πολέμου κ.ά. μουσικά ιδιώματα. To μπλουζ επηρέασε σε σημαντικό
βαθμότην ύστερη αμερικανική και δυτικοευρωπαϊκή μουσική και συνδέθηκε με άλλα
είδη όπως το ράγκταϊμ, η Τζαζ, το Ρυθμ εντ μπλουζ (rhythm α blues) το Ροκ εντ ρολ
(rock and roll), το Χιπ χοπ και η Ποπ μουσική.
Εκπρόσωποι αυτού του είδους μουσικής ήταν αρχικά οι θρυλικοί Τσάρλι Πάτον,
Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον, Ρόμπερτ Τζόνσον, Λάιτνινγκ Χόπκινς κ.ά.
7. 1950: Σημαντικό είδος μουσικής αυτή τη δεκαετία είναι η Ροκ.
Ο όρος ροκ στη μουσική, χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα είδη που προέκυψαν
από την εξέλιξη του είδους του rock and roll. Η μουσική ροκ (rock) στο σύνολό της,
αποτελεί ένα είδος δημοφιλούς μουσικής που χαρακτηρίζεται συνήθως από έντονο
ρυθμό και από ευδιάκριτη, χαρακτηριστική μελωδία φωνητικών η οποία συνοδεύεται
συνήθως από ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρικό μπάσο καιντραμς. Πολλές φορές
χρησιμοποιούνται και πληκτροφόρα όργανα, όπως πιάνο ή συνθεσάιζερ.
Εκπρόσωποι αυτού του είδους μουσικής ήταν στη rock Ο Έλβις Πρίσλεϊ, ο Μπιλ
Χάλει, ο Τζέρι Λι Λιούις και ο Τζόνι Κας και στη Rock and roll οι Beatles και ο Τζον
Λέννον .
9. Η φολκ σκηνή απαρτιζόταν από καλλιτέχνες που πέρα από την ίδια την
παραδοσιακή μουσική, είχαν ενδιαφέρον στα ακουστικά όργανα, στα
παραδοσιακά τραγούδια και στην κάντρι μπλουζ, την ακουστική
έκφανση της μπλουζ. Οι καλλιτέχνες της αναγέννησης της φολκ που
συντελέστηκε εκείνη την περίοδο, προτιμούσαν να ερμηνεύουν
τραγούδια που είχαν κάποιο κοινωνικά προοδευτικό μήνυμα, πράγμα
που είχε απήχηση και στο κοινό τους. Πρωτοπόρος της φολκ, πριν
ακόμη από την περίοδο της αναγέννησης της τη δεκαετία του 1950,
θεωρείτο ο Woody Guthrie ο οποίος χαρακτηριζόταν ως στρατευμένος
καλλιτέχνης με πολλά τραγούδια διαμαρτυρίας στο ρεπερτόριό του. Την
περίοδο της ανάπτυξης του κινήματος της φολκ, ο Μπομπ Ντίλαν ήρθε
στο προσκήνιο και έκανε επιτυχίες τραγούδια διαμαρτυρίας όπως τα
Blowin' in the Wind και Masters of War. Έτσι αυτού του είδους το
τραγούδι έγινε γνωστό σε ευρύτερο κοινό.
10. Ενώ η μουσική Funk (φανκ) αποτελούσε τμήμα της ροκ εντ ρολ
σκηνής στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τελικά έδωσε χώρο σε
πιο εύπεπτα τραγούδια με χορευτικό ρυθμό. Το είδος της disco
(ντίσκο) ξεκίνησε από σχήματα και καλλιτέχνες όπως οι Donna
Summer, K.C. and the Sunshine Band, MFSB, The Three Degrees,
The O'Jays, Barry White,Gloria Gaynor, CHIC, The Trammps και
άλλους. Ξαφνικά πολλές επιτυχίες των τσαρτς είχαν χορευτικό
ρυθμό ντίσκο και οι ντισκοτέκ (οι χώροι διασκέδασης με μουσική
ντίσκο κυρίως), που ήταν δημοφιλείς στην Ευρώπη, κέρδισαν
έδαφος και στις ΗΠΑ.
11. Το τέλος της δεκαετίας του 1970, ξεκίνησε σταδιακά η πτώση της
δημοτικότητας του είδους της ντίσκο, αφού για πολλούς η μαζική
παραγωγή και εκμετάλλευση του δημοφιλούς είδους, είχε ως
αποτέλεσμα την πτώση σε ποιότητα της μουσικής αυτής. Το
κίνημα αντι-ντίσκο οδήγησε σε γεγονότα ενάντια στους
ραδιοφωνικούς παραγωγούς και υποστηρικτές της ντίσκο με
γνωστότερη ίσως τη "disco demolition night" (ελεύθερη
μετάφραση: "Νύχτα κατεδάφισης ντίσκο") στις 12 Ιουλίου του
1979, που μια εκδήλωση του μπέιζμπολ στο Σικάγο μετατράπηκε
σε μακελειό από μικροδιαδηλώσεις, με αφορμή την πυροδότηση
μιας μικρής βόμβας στο κέντρο γηπέδου από τον Steve Dahl,
ραδιοφωνικό παραγωγό που είχε απολυθεί από σταθμό που
υιοθέτησε ντίσκο πρόγραμμα
12. Το Φεστιβάλ Γούντστοκ ήταν ένα τετραήμερο ροκ μουσικό
φεστιβάλ. Ξεκίνησε στις 15 και έληξε στις 18 Αυγούστου του
1969. Έλαβε χώρα σε φάρμα, που ανήκε στον Μαξ Γιασγκούρ,
στο Μπέθελ της Νέας Υόρκης. Η προσέλευση των θεατών
αναμενόταν στις 60.000, ωστόσο στο χώρο παρευρέθηκαν
περίπου 500.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι εκ των οποίων
ανήκαν στο κίνημα των χίπις. Πολλά μουσικά συγκροτήματα δεν
κατάφεραν ποτέ να φθάσουν στο χώρο του φεστιβάλ,
παραμένοντας στο αεροδρόμιο, λόγω του τεράστιου αριθμού των
θεατών. Με τη λήξη του, σχηματίστηκε το μεγαλύτερο
μποτιλιάρισμα που είχε ποτέ συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής.
14. "Disco" εκείνη την εποχή είναι αυτό που ονομάζουμε εμείς σήμερα "Club".
Στην Ιταλία και την Ισπανία, η λέξη "Discoteka" ή "Discotheque" σημαίνει
club με "mainstream" μουσική, δηλαδή μαγαζιά που παίζουν "εμπορικά
ξένα" σε ελεύθερη μετάφραση. Στην Ελλάδα σήμερα, όταν λέμε Ντισκοτέκ
(Discotheque) εννοούμε τα Club που παίζουν "ρετρό" μουσική από τις
δεκαετίες του 60-70 και 80.