5. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ
Ο Χριστός εισήλθε στην Καπερναούμ και τον
πλησίασε ένας εκατόνταρχος, πού τον παρακαλούσε
και του έλεγε: «Κύριε, ο υπηρέτης μου είναι
κατάκοιτος στο σπίτι από παράλυση και σε κακή
κατάσταση. Τότε του λέγει ο Ιησούς: Εγώ θα έλθω
και θα τον κάνω καλά. Ο εκατόνταρχος αποκρίθηκε
και είπε: Κύριε, δεν είμαι άξιος να εισέλθεις στο
σπιτικό μου, αλλά πες μόνο ένα λόγο και ο υπηρέτης
μου θα γίνει καλά. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος με
κάποια εξουσία και έχω στις διαταγές μου
στρατιώτες. Και λέγω στον ένα: «Πήγαινε εκεί» και
αμέσως πηγαίνει. Και στον άλλο: «Έλα εδώ» και
έρχεται. Και στον υπηρέτη μου: «Κάνε αυτό» και
αμέσως το κάνει.
6. Όταν ο Ιησούς άκουσε τα λόγια του εκατόνταρχου εθαύμασε
και είπε σ' εκείνους πού τον ακολουθούσαν: Σας βεβαιώνω
πώς ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες βρήκα τόση πίστη. Σάς
λέγω λοιπόν πώς θα έλθουν πολλοί από ανατολή και δύση και
θα πάρουν θέση μαζί με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον
Ιακώβ στη βασιλεία των ουρανών, ενώ τα παιδιά της βασιλείας
θα πεταχθούν στο βαθύ σκοτάδι της κολάσεως• εκεί θα είναι ο
θρήνος και το τρίξιμο των οδόντων. Και είπεν ο Ιησούς στον
εκατόνταρχο. Πήγαινε στο σπίτι σου και όπως πίστευσες, έτσι
και να γίνει. Και αμέσως θεραπεύθηκε ο υπηρέτης του από
εκείνη την ώρα.
7. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Ο Κύριος, ευρίσκεται στην πόλη Καπερναούμ της
Γαλιλαίας. Από τα Ιερά ευαγγέλια γνωρίζουμε τη
δεκτικότητα, την οποία είχαν επιδείξει οι κάτοικοι
της Καπερναούμ στη θεία χάρη. Για τούτο ο
Κύριος εκεί επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Από
την ευαγγελική περικοπή σήμερα
πληροφορούμεθα για το θαύμα της θεραπείας
του δούλου του εκατόνταρχου.
8. ΤΙ HTAN Ο ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΣ;
Ο εκατόνταρχος ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού
στρατού. Αυτός είχε εκατό στρατιώτες υπό την
εξουσία του. Από εκεί προκύπτει και ο τίτλος του.
Πρόκειται, βέβαια, για κάποιο ειδωλολάτρη αλλά με
πίστη προς τον Ιησού Χριστό. Ο ευαγγελιστής
Λουκάς αναφέρει ότι ο εκατόνταρχος ζήτησε από
τούς πρεσβυτέρους, θα λέγαμε σήμερα από τούς
ευηπόληπτους άνδρες και άρχοντες του τόπου, να
επισκεφθούν αυτοί τον Κύριο και να υποβάλουν για
λογαριασμό του, αίτημα θεραπείας του δούλου του.
9. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Σύμφωνα με όσα παραθέτει ο
ευαγγελιστής Λουκάς, ο εκατόνταρχος
απέφυγε να πλησιάσει τον Κύριο
προσωπικά και να του ζητήσει
επίσκεψη, γιατί δε θεωρούσε τον εαυτό
του άξιο μιας τέτοιας τιμής.
Συμπλήρωσε μάλιστα ότι πίστευε πώς
έστω και ένας λόγος τού Κυρίου, ήταν
αρκετός για να αποκατασταθεί η υγεία
του δούλου του.
10. Κάποιος μπορεί να διατυπώσει το
ερώτημα: Γιατί ο εκατόνταρχος δε
μετέβη προσωπικά προς τον Κύριο;
Από όσα είπαν οι πρεσβύτεροι προς
τον Κύριο για το πρόσωπο του
εκατόνταρχου φαίνεται ότι επρόκειτο
για άνθρωπο καλλιεργημένο,
πλουτισμένο με λεπτά αισθήματα,
θρησκευτική φύση αλλά ταυτόχρονα και
συνεσταλμένο.
11. Οι πρεσβύτεροι με θερμοπαρακάλια
επεδίωξαν να πείσουν τον Κύριο να
ενδιαφερθεί για τον ετοιμοθάνατο δούλο τού
εκατόνταρχου. Έτσι τόνισαν ότι ο
εκατόνταρχος έτρεφε μέσα του πλούσια
αγάπη προς το Ιουδαϊκό γένος και μάλιστα
συνέβαλε ώστε αυτοί να αποκτήσουν
ιδιόκτητο χώρο προσευχής και λατρείας τού
Θεού, δηλαδή τούς έκτισε τη Συναγωγή τους.
12. Ενώ ο Κύριος φαίνεται προχωρούσε με
κατεύθυνση το σπίτι του εκατόνταρχου, τότε
καταφθάνουν άλλοι φίλοι του και ζητούν από
τον Κύριο να μην ενοχλείται και να μη μπαίνει
στον κόπο να πάει σπίτι του. Ο εκατόνταρχος
πίστευε ότι όπως εκείνος διηύθυνε τούς
ανθρώπους του με ένα μόνο λόγο του, έτσι
και ο Κύριος μπορούσε τόσο απλά και
γρήγορα να αποκαταστήσει την υγεία του
δικού του δούλου.
13. Ο Κύριος ευρισκόταν αρκετά κοντά. Αφού
άκουσε τα λόγια του εκατόνταρχου, επαίνεσε
τη μεγάλη πίστη του και θεράπευσε αμέσως
και από απόσταση το δούλο του. Μπορούμε
εδώ να προσέξουμε τη στάση του Κυρίου και
το ενδιαφέρον του να προτείνει να μεταβεί
κοντά σ’ ένα άνθρωπο, ο οποίος την εποχή
εκείνη, ως δούλος, δε στεκόταν τόσο ψηλά
στην κοινωνία. Ο ευαγγελιστής Λουκάς
αναφέρει ότι ο δούλος αυτός ήταν έντιμο
πρόσωπο. Κατά συνέπεια τό αφεντικό του
έτρεφε εκτίμηση προς το πρόσωπό του.
14. Για τον Κύριο όμως η κάθε ανθρώπινη
ύπαρξη αξίζει πιο πολλά από όλο τον
υπόλοιπο κόσμο. Ας μάθουμε, λοιπόν, να
έχουμε προσωπική ευαισθησία, ανάλογη
εκτίμηση και ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως προς
τις περιστάσεις των αδελφών του Κυρίου,
των συνανθρώπων μας. Να γνοιαζόμαστε
για τον πόνο και τις θλίψεις τους και να
συμμετέχουμε στις χαρές τους.
16. Η ΠΙΣΤΗ ΜΙΑΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ ΚΑΙ Η
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ
21. Τω καιρώ εκείνω εξελθών εκείθεν ο
Ιησούς ανεχώρησεν εις τα μέρη Τύρου και
Σιδώνος. 22. Και ιδού γυνή Χαναναία από
των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζεν
αυτώ λέγουσα• ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαβίδ•
ή θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται. 23. Ο δε
ουκ απεκρίθη αυτή λόγον. Και προσελθόντες
oι μαθηται αυτού ήρώτων αυτόν λέγοντες•
απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών.
24.
17. 24. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ απεστάλην ει μη εις τα
πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ. 25. Η δε
ελθούσα προσεκύνει αυτώ λέγουσα• Κύριε, βοήθει
μοι. 26. Ο δε αποκριθείς είπεν ουκ εστί καλόν λαβείν
τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοίς κυναρίοις. 27.
Η δε είπε• ναι, Κύριε, και γαρ τα κυνάρια εσθίει από
των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των
κυρίων αυτών. 28. Τότε αποκριθείς ο Ιησούς είπεν
αυτή• ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις- γενηθήτω σοι
ως θέλεις. Και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας
εκείνης.
19. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΟΣ
Εκείνο τον καιρό, αφού βγήκε ο Ιησούς από
τα μέρη εκείνα (της Γαλιλαίας), αναχώρησε
στα μέρη της Τύρου και Σιδώνος. Και να μια
γυναίκα Χαναναία από εκείνη την περιοχή
βγήκε και φώναζε: « Ελέησε με, Κύριε, υιέ
του Δαβίδ. Η θυγατέρα μου βασανίζεται
άσχημα από το δαιμόνιο». Αυτός όμως δεν
της απάντησε ούτε με μια λέξη. Και ήλθαν οι
μαθητές του και τον παρακαλούσαν
λέγοντας: «Απομάκρυνε την, γιατί φωνάζει
από πίσω μας».
20. Ο Κύριος όμως αποκρίθηκε: «Δεν είμαι σταλμένος
παρά μόνο για τα χαμένα πρόβατα της γενεάς του
Ισραήλ». Αυτή δε (η Χαναναία) αφού τον πλησίασε,
τον προσκυνούσε και έλεγε, «Κύριε, βοήθησε με».
Εκείνος της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό πράγμα
να πάρω το ψωμί των παιδιών και να το ρίξω στα
σκυλάκια».
21. Αυτή δε είπε• «Ναι, Κύριε, αλλά και τα σκυλάκια
τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι
των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της αποκρίθηκε:
«Ω γυναίκα, είναι μεγάλη η πίστη σου• ας γίνει, όπως
συ θέλεις». Και θεραπεύτηκε από εκείνη την ώρα η
θυγατέρα της.
22. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
Η Χαναναία είναι η προβολή του ταπεινού και, γιατί
όχι, άγιου ανθρώπου. Το κίνητρό της πολύ ισχυρό.
Αγαπά. Δεν ξεκινάει εγωκεντρικά για τον εαυτό της,
αλλά από αγάπη της μάνας για το άρρωστο παιδί
της.
23. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Η Χαναναία δεν κάμπτεται, δεν το βάζει κάτω ζητά, όχι απλώς τη
θεραπεία ,την πρόσκαιρη ανακούφιση αλλά την Ίαση. Επιμένει
αδιαφορώντας για την αξιοπρέπειά της , τρέχει πίσω από τον
Χριστό και γίνεται φορτική. Ονομάζει τον Ιησού Υιό Δαβίδ. Τον
αναγνωρίζει ως τον αναμενόμενο Μεσσία της Εβραϊκής
Θρησκευτικής Παράδοσης. Η Πίστη της την οποία θαυμάζει ο
ίδιος ο κύριος είναι η βεβαιότητα ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ
είναι ο Μεσσίας τον οποίο προσδοκούν οι προφήτες της
Παλαιάς Διαθήκης.
24. Κι όμως η Χαναναία δεν γνωρίζει ότι ο Χριστός είναι ο Μεσσίας
απλά αναγνωρίζει την αγιότητα και τη χάρη στο πρόσωπο του.
Συναισθάνεται το φως της παρουσίας του. Ενθουσιάζεται,
θαυμάζει, γοητεύεται, και αγαπά τον Χριστό ελπίζει σ’αυτόν.
Τον πλησιάζει με πάθος, εσωτερική φλόγα. Δεν
προβληματίζεται, Δεν αναλύει, δεν θεολογεί, δεν αμφισβητεί,
αλλά απλά πιστεύει. Γι’ αυτό και όταν ο Ιησούς αρνείται να την
βοηθήσει, εκείνη επιμένει.
25. Ακούει τους επιτιμητικούς λόγους του Ιησού, καταλαβαίνει γιατί
εκείνος αρνείται να την βοηθήσει, αλλά τα λόγια του δεν αρκούν
για να αλλάξουν τη διάθεσή της. Η Χαναναία, πρότυπο πίστης,
δεν διαλέγεται. Τον εκλιπαρεί. Δεν σκέπτεται νηφάλια
αρπάζεται από τον Χριστό σαν ναυαγός. Η Χαναναία δεν
σκέπτεται, πάσχει. Ο Κύριος θαυμάζει την πίστη της. Που είναι
πάθος, μέθη, δάκρυα, έρωτας, προσευχή. Είναι άκρα
ταπείνωση.
26. Με αυτή την πίστη κερδίζει όχι μόνο την ίαση της κόρης
της αλλά και τον θαυμασμό του κυρίου. Η Χαναναία άθελά
της θεολογεί. Ο πόνος, μάς βοηθά να εκφραζόμαστε
καρδιακά. Μήπως στην Ευαγγελική αφήγηση της
Χαναναίας , το σημαντικό δεν είναι η ίαση της κόρης αλλά
η ταπείνωση και η Αγάπη της μητέρας; Το θαύμα δεν είναι
η ίαση αλλά η σχέση με τον Χριστό;