SlideShare a Scribd company logo
1 of 36
Download to read offline
ΙΟΤΛΙΟΤ ΒΕΡΝ
ΔΕΚΑ ΩΡΕΣ ΚΥΝΗΓΙ
(΢ατυρικό Αυτοσχεδίασμα)
(DIX HEURES ΕΝ CHASSE)
Μετάφραση: ΠΩΛ ΜΕΝΕ΢ΣΡΕΛ
Μέλους SOCIETE JULES VERNE
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ
Το φθινόπωρο του 1872, ο Ιούλιος Βερν, για να ικανοποιήσει
την επιθυμία της γυναίκας του Ονορίνας - ο γάμος τους είχε γίνει
στο Παρίσι, στις 10 Ιανουαρίου 1857 - εγκαθίσταται στην Αμιένη.
Εκεί δεν άργησε να εκλεγεί μέλος της Ακαδημίας.
Το 1881, διάβασε στους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς την
αφήγηση των περιπετειών που τον έκαναν, το 1859, να αντιπα-
θήσει για πάντα το κυνήγι.
Τότε, νέος τριάντα χρονών, είχε προσκληθεί από ένα φίλο του
να δοκιμάσει την τύχη του στο ντουφέκι, σε μια παρέα από ε-
φτά-οχτώ «φημισμένους» κυνηγούς.
Η διήγησή του είναι αξιοπαρατήρητη, τόσο για τη ζωηρή πε-
ριγραφή των λεπτομερειών της εκστρατείας αυτής εναντίον φτε-
ρωτών και τετραπόδων, όσο και για τη λεπτή ειρωνεία, διανθι-
σμένη με χιούμορ, που στολίζει το κείμενο. Ο Ιούλιος Βερν χα-
ρακτηρίζει το αφήγημά του σαν «σατυρικό αυτοσχεδίασμα» για να
μη νομίσουν οι πολυπληθείς θιασώτες του κυνηγίου αναγνώστες
του, πως είχε πρόθεση να τους θίξει, δημοσιεύοντάς το. Πάντως
θεωρεί άσκοπο, άδικο και σκληρό να ξεσηκώνεται ολόκληρη
στρατιά κυνηγών εναντίον φτωχών υπάρξεων του ζωικού βασι-
λείου που ούτε βλάπτουν κανένα, ούτε έχουν φυσικά όπλα για να
τους αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης.
Για να παρακολουθήσουν με πιότερο ενδιαφέρον και μεγα-
λύτερη ευχαρίστηση οι αναγνώστες το κείμενο του Ιουλίου Βερν,
τολμώ να το διασκευάσω ελαφρά, κάνοντάς του και μερικές ποι-
ητικές προσθήκες, – τονίζοντας, συγχρόνως, πως δεν αποτελεί
έγκλημα ν’ απογοητεύει κανείς τους «ατζαμήδες» του κυνηγιού,
που συχνά γίνονται και αίτιοι δυστυχημάτων. Ίσα-ίσα που έτσι
ικανοποιούνται πιο πολύ οι π ρ αγ μ ατι κ ο ί αρ ι σ τε ί ς το υ
σ τό χο υ .
Πολ Μενεστρέλ
Δ Ε Κ Α Ω Ρ Ε ΢ Κ Τ Ν Η Γ Ι
1
Είναι άνθρωποι στον κόσμο που δεν αγαπούν τους
κυνηγούς – κι ίσως να μην έχουν ολότελα άδικο.
Άραγε γιατί αυτοί οι ντουφεκάδες – που είναι α-
ναμφιβόλως άνθρωποι πολιτισμένοι, δεν αγανακτούν
με τον εαυτό τους όταν τα βάζουν με ένα άκακο και – τις
περισσότερες φορές – ανυπεράσπιστο ζώο, για τις α-
πολαύσεις του ουρανίσκου τους;
Ή μήπως γιατί αυτοί οι κυνηγοί – κατά το πλείστον
τερατολόγοι – δεν παύουν να διηγούνται, κάθε ώρα και
στιγμή κι όπου βρεθούν, τους αξιοκατάκριτους άθλους
των;
Εγώ πιστεύω πως μάλλον αυτός ο τελευταίος λόγος
είναι αιτία που οι γνωστικοί άνθρωποι δεν χωνεύουν
τους κυνηγούς.
Κι όμως, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, κι εγώ
υπήρξα δράστης του πρώτου απ’ τα δυο αυτά αδική-
ματα. Κυνήγησα! Σ’ ομολογώ πως κυνήγησα!... Και για
να τιμωρήσω τον εαυτό μου, σήμερα θα γίνω ένοχος του
δευτέρου αδικήματος: θα σας διηγηθώ με το νι και με
το σίγμα τις κυνηγετικές μου περιπέτειες.
Αυτή η εξιστόρηση, που είναι ειλικρινής και χωρίς
φιλολογικά «παραγεμίσματα», εύχομαι να κάνει τους
συνανθρώπους μου να σιχαθούν μια για πάντα τις
παγάνες, με τρεχάματα μες στα χωράφια ή στα δάση
και στα βουνά, ακολουθώντας το λαγωνικό, με το κυ-
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
2
νηγετικό σακίδιο στην πλάτη, τα φυσεκλίκια στη ζώνη
και το ντουφέκι στο χέρι! Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος
που εξιστορώ τα δεινοπαθήματά μου. Ο Θεός να δώσει
να πιάσει τόπο η αντικυνηγετική μου προπαγάνδα.
2
Κάποτε, κάποιος είπε κάπου: «Υροντίστε να μην
έχετε εξοχικά σπίτια, αμάξια, άλογα... κι ιδιωτική πε-
ριοχή για κυνήγι! Είναι ολωσδιόλου περιττό, αφού οι
φίλοι σας αναλαμβάνουν να τα ’χουν όλα αυτά... για
λογαριασμό σας».
΢οφός ο λαλήσας. Αφού επί τη βάσει αυτής της
συμβουλής, έλαβα πρόσκληση να βαπτιστώ στο κυνή-
γι, σε ιδιωτική περιοχή του νομού της ΢ομ, χωρίς να
’μαι ο ιδιοκτήτης της.
Αν δεν κάνω λάθος, ήταν στα τέλη Αυγούστου του
1859. Απόφαση της νομαρχίας όριζε για την άλλη μέρα
την έναρξη του κυνηγιού.
΢την πόλη μας της Αμιένης, όπου κι ο πιο ασήμα-
ντος μαγαζάτορας ή τεχνίτης είναι κάτοχος ενός οιου-
δήποτε ντουφεκιού – που του δίνει την ευκαιρία να
κουρσέψει τα προάστια – ενάμιση μήνα περίμεναν όλοι
αυτή την επίσημη μέρα.
Πρώτος ιδρυτής της «συνομοταξίας των απανταχού
κυνηγών» θεωρείται ο Νεμρώδ, αρχαίος βασιλεύς των
Βαβυλωνίων. ΋σο για τους οπαδούς του, η πολυετής
μελέτη της δράσεώς του, επιτρέπει να ταξινομηθούν ως
εξής:
1ον Οι επαγγελματίες του κυνηγιού, που αυτοτιτ-
λοφορούνται «φτιασμένοι».
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
3
2ον Οι ντουφεκάδες τρίτης και τετάρτης κατηγορί-
ας, που αυτοθεωρούνται «ικανοί».
3ον Οι ατσίδες, που σκοτώνουν στα πεταχτά, χω-
ρίς καν να σημαδέψουν.
4ον Οι αδέξιοι, που πάντα σημαδεύουν και ποτέ
δεν πετυχαίνουν.
5ον Οι ατζαμήδες, που σκοπός τους είναι να
σκοτώνουν... την ώρα τους!
΋λοι αυτοί οι κυνηγοί, κάθε κατηγορίας, περίμεναν
με λαχτάρα αυτή την έναρξη, ετοιμάζονταν, κανόνιζαν
την κουμπάνια τους, εξασκούνταν στη σκοποβολή,
είχαν το νου τους όλο σε ορτύκια, δεν έπαυαν να συ-
ζητούν για λαγούς, κι ονειρεύονταν συνεχώς πέρδικες!
Ξεχνούσαν και γυναίκα, και παιδιά, κι οικογένεια, και
φίλους! Έπαυε να τους ενδιαφέρει κάθε συζήτηση με
θέματα: πολιτική, τέχνη, λογοτεχνία, γεωργία, εμπόριο!
΋λα αυτά τα σάρωνε η γεμάτη ελπίδες προσδοκία της
«μεγάλης μέρας», που, με την έναρξη της κυνηγετικής
περιόδου, θα ικανοποιούσαν τα ένστικτα της βάρβαρης
ψυχαγωγίας τους!
Κατά σύμπτωση, μέσα στους λίγους φίλους που
είχα στην Αμιένη ήταν και κάποιος Μπρετινιό, τολ-
μηρός κυνηγός, κι ευχάριστη παρέα αν και δημόσιος
υπάλληλος. Σο περίεργο είναι πως όλο τον σούβλιζαν οι
ρευματισμοί του όταν επρόκειτο να πάει στο γραφείο
του, ενώ ήταν ευκίνητος και ζωηρός όταν έπαιρνε άδεια
για να πάει μια βδομάδα κυνήγι.
Λίγες μέρες πριν απ’ την ποθητή έναρξη, ο Μπρε-
τινιό ήρθε και με βρήκε – ολωσδιόλου ανυποψίαστο.
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
4
— Δεν κυνήγησες ποτέ σου; με ρώτησε με πλέγμα
ανωτερότητας.1
— Ποτέ, Μπρετινιό, απάντησα, κι ούτε σκοπεύω...
— Ε λοιπόν, έλα να πάρεις το βάφτισμα μαζί μου.
΢την κοινότητα Ερισάρ έχουμε ιδιωτική περιοχή για
κυνήγι. Δυο χιλιάδες στρέμματα όπου... κυνήγι να
δουν τα μάτια σου! Έχω το δικαίωμα να πάρω μαζί μου
έναν καλεσμένο. ΢ε προσκαλώ, λοιπόν, και σε παίρνω
μαζί μου!
— Μα... δίστασα.
— Μη τυχόν και δεν έχεις ντουφέκι;
— Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου.
— Μη σε νοιάζει γι’ αυτό! Θα σου δανείσω ένα
εμπροσθογεμές, που το ’χω απ’ τον παππού μου.
Μπορεί να ’ναι παλιό, μα τουμπάρει λαγό σία εκατό
βήματα!
— Υτάνει να τον πετύχει! είπα.
— Αυτό ν’ ακούγεται! Είναι ό,τι σου χρειάζεται.
— Η καλοσύνη σου, Μπρετινιό!
— Μα... δεν θα ’χεις σκυλί, βέβαια!
— Δε βαριέσαι! Αφού το ντουφέκι μου θα ’χει...
λύκο2 καλαμπούρισα.
Ο Μπρετινιό με κοίταξε κάπως δυσαρεστημένος.
Δεν του αρέσει να λένε αστεία σε βάρος του ιερού κυ-
νηγετικού λειτουργήματος.
Μα δεν βάσταξε πολύ ο θυμός του:
— Ε λοιπόν, θα ’ρθεις; με ρώτησε.
— Αφού επιμένεις!... είπα, χωρίς ενθουσιασμό.
1
Αυτό εξιςοφται με δυο μζρη καταδεκτικότητασ ζναντι οκτώ περιφρόνηςησ.
2
Είναι ο κό κο ρα σ των παλιών ντουφεκιών.
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
5
— Βέβαια κι επιμένω! Πρέπει να τα δεις και να τα
χαρείς αυτά, έστω και για μια φορά στη ζωή σου!
΢ύμφωνοι!
Κι έτσι μπερδεύτηκα ο δόλιος σ’ αυτή την περιπέ-
τεια – που η θλιβερή ανάμνησή της δεν παύει να βα-
σανίζει τα όνειρά μου.
Για να πω την αλήθεια, οι προετοιμασίες δεν μ’
ανησύχησαν καθόλου. Ούτε μ’ έκαναν να χάσω τον
ύπνο μου, έστω και για μια ώρα. Κι όμως, κατά βάθος,
με κέντριζε ο δαίμονας της περιέργειας. Άραγε ήταν
τόσο κοσμοϊστορικό γεγονός η έναρξη του κυνηγιού;
Ωστόσο είχα πάρει απόφαση αν όχι να τιμήσω το
ντουφέκι μου, τουλάχιστον να παρακολουθήσω σαν
περίεργος τη «δράση» των φανατικών οπαδών του
Νεμρώδ. ΢α να λέμε, δεχόμουν να φορτωθώ ένα όπλο,
μόνο και μόνο για να μην ξεχωρίζω σαν... φτωχός
συγγενής, μέσα στο φανατισμένο μπουλούκι των
ντουφεκάδων κάθε κατηγορίας.
Είναι αλήθεια πως ο Μπρετινιό μου δάνειζε ένα
ντουφέκι, ένα μπαρουτόφλασκο, μια τσάντα για τα
σκάγια, μα δεν έκανε λόγο για κυνηγετικό σακίδιο.
Ίσως γιατί στις περισσότερες κατηγορίες κυνηγών, το
είδος αυτό καταντούσε άσκοπη πολυτέλεια. Ζήτησα
λοιπόν ν’ αγοράσω κανένα μεταχειρισμένο. Άδικος
κόπος. Σα κυνηγετικά σακίδια είχαν κάνει φτερά – ίσως
γιατί σχετίζονταν με το... φτερωτό κυνήγι – θεωρούμενα
σαν είδος πρώτης ανάγκης. Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω
ένα καινούργιο, αφού συμφώνησα με τον μαγαζάτορα
να του το πουλήσω μισοτιμής, αν δεν έκανα σεφτέ στο
κυνήγι!
Ο πωλητής δέχτηκε τη συμφωνία, χαμογελώντας.
Αυτό το χαμόγελο δεν μου φάνηκε καλός οιωνός.
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
6
«΢το κάτω-κάτω, συλλογίστηκα, γίνονται και θαύ-
ματα!»
3
Σην παραμονή της «πολυπόθητης μέρας», στις έξι το
απόγευμα, βρισκόμουν στην πλατεία Περιγκόρ, όπου
μου είχε δώσει ραντεβού ο Μπρετινιό. Ανέβηκα στο
λεωφορείο, όγδοος στη σειρά... χωρίς να μετρήσω και
τους σκύλους.
Ο Μπρετινιό κι οι κυνηγετικοί συνάδελφοί του –
ακόμα δεν τολμούσα να περιλάβω και τον ταπεινό ε-
αυτό μου στην έμπειρη παρέα τους – καμάρωναν με
την κυνηγετική περιβολή τους... σαν γύφτικα σκεπάρ-
νια! Εξαιρετικοί τύποι όλοι τους, που άξιζαν τον κόπο
να τους μελετήσει κανείς: άλλοι, απ’ αυτούς, σοβα-
ροί-σοβαροί, περίμεναν την επίσημη έναρξη της επό-
μενης, άλλοι, εύθυμοι, πολυλογάδες, μέσα σε μια
βραδιά είχαν σκοτώσει – με το νου τους μόνο, ευτυχώς
– τα μισά φτερωτά και τετράποδα της κοινότητας Ερι-
σάρ.
Βρίσκονταν μέσα στο λεωφορείο μισή δωδεκάδα απ’
τα πιο διακεκριμένα ντουφέκια της πρωτεύουσας της
Πικαρδίας. Μερικούς απ’ αυτούς γνώριζα εξ όψεως. Γι’
αυτό, ο φίλος μου Μπρετινιό ανάλαβε να κάνει τις
υπολειπόμενες συστάσεις.
Πρώτος, ο Μάξιμος, ένας ψηλέας κι αδύνατος, ήταν
ο πιο φιλήσυχος άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή.
Μόλις, όμως, έπιανε ντουφέκι στο χέρι του... ποιος είδε
το θεό και δεν φοβήθηκε! Ήταν από εκείνο το σόι των
κυνηγών που προτιμούν να σκοτώσουν έστω κι ένα
συγκυνηγό τους... παρά να γυρίσουν μ’ αδειανό το
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
7
σακίδιο! Ο Μάξιμος δεν έλεγε λέξη: ήταν απορροφη-
μένος σε προβλήματα ανώτερης κυνηγετικής τέχνης.
Κοντά σ’ αυτή την προσωπικότητα, καθόταν ο
Ντυβωσέλ. Σι χτυπητή αντίθεση! Κοντός, παχύς σαν
βαρελάκι, πενήντα πέντε ως εξήντα χρονών, ο Ντυβω-
σέλ ήταν θεόκουφος, σε βαθμό να μην ακούει τη
ντουφεκιά που έριχνε ο ίδιος! Αυτό, όμως, δεν τον
εμπόδιζε να διεκδικεί λυσσαλέα κάθε αμφισβητήσιμη
ντουφεκιά! Γι’ αυτό κάμποσες φορές τον είχαν βάλει να
ντουφεκίσει σκοτωμένο λαγό... με αδειανό ντουφέκι!
Κάτι τέτοιες φάρσες μπορούν ολάκερο εξάμηνο να
τροφοδοτούν το κουτσομπολιό των κυνηγετικών κύ-
κλων, ή των συνεστιάσεων που οργανώνουν κάθε τόσο
οι Νεμρώδ.
Λίγο έλειψε να με ακρωτηριάσει η σιδερένια χει-
ραψία του Ματιφά, υψηλού αφηγητού κυνηγετικών
άθλων. ΢άμπως και μιλούσε ποτέ για τίποτε άλλο; Και
τι επιφωνήματα! Σι μιμήσεις! Ση φωνή της πέρδικας, το
γαύγισμα του σκύλου, τον βρόντο της ντουφεκιάς!
Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Σρία «μπαμ»... για ένα δίκανο!
Και χειρονομίες να δούνε τα μάπα σας! Σο χέρι του
έκανε τις κινήσεις της γουργούλας3 για να μιμηθεί
τις λοξοδρομίες του κυνηγημένου ζώου, η ράχη του
καμπούριαζε για να πετύχει την πιο ευθυγραμμισμένη
στάση με το στόχο, τα πόδια του αναδιπλώνονταν, τ’
αριστερό του μπράτσο απλωνόταν, ενώ το δεξί ξαναγύ-
ριζε στο στήθος, για να παραστήσει τη στάση επιφυ-
λακής του κυνηγού με το ντουφέκι! Σρέμετε τετράποδα
και φτερωτά! Γοργοπόδαροι λαγοί... κάνετε τις προ-
3
Σο κουπί που χρηςιμοποιείται για προπζλα, ςτην πρφμνη τησ βάρκασ.
(΢.τ.Δ.)
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
8
σευχές σας! Κανένας σας δεν προλαβαίνει να τη γλι-
τώσει!
Παρά λίγο να με σκοτώσει κι εμένα, στη γωνιά μου,
μια απ’ τις πιο πειστικές χειρονομίες του καταπλη-
κτικού κυνηγού!
Ήταν, όμως, μεγάλο γλέντι, πραγματική απόλαυση,
ν’ άκουγε κανείς τον Ματιφά να κουβεντιάζει με τον
φίλο του Πονκλουέ – οι δυο αχώριστοι! – και να κα-
τηγορεί ο ένας τον άλλο πως του καταπατεί τα κυνηγε-
τικά... οικόπεδά του!
— Δεν ξέρω κι εγώ, πόσους λαγούς σκότωσα πέρυσι,
έλεγε ο Ματιφά, ενώ το λεωφορείο ταρακουνιόταν πάνω
στους χωματόδρομους, ούτε είμαι σε θέση να τους
υπολογίσω με αριθμούς!
«Σι σύμπτωση! ΢αν κι εμένα» σκέφτηκα.
— Κι εγώ το ίδιο, Ματιφά! απαντούσε ο Πονκλουέ.
Θυμάσαι την τελευταία φορά που πήγαμε κυνήγι στο
Αργκέβ; Ε... τι περδικομάνι!
— Ακόμα θυμάμαι την πρώτη πέρδικα που στάθηκε
τυχερή να περάσει ανάμεσα απ’ το φράγμα των σκαγιών
μου!
— Κι εγώ τη δεύτερη, που δεν της έμενε πούπουλο
για πούπουλο, και πέταξε γυμνή... κοκκινίζοντας απ’
τη ντροπή της!
— Κι εκείνη που δεν μπόρεσε να τη βρει ο σκύλος
μου, στ’ αυλάκι, όπου είχε πέσει σίγουρα!
— Κι εκείνη που της έριξα σε εκατό βήματα από-
σταση, κι όμως είμαι βέβαιος πως την πήρα ξώφαλτσα!
— Ξεχνάς την άλλη που με το δίκανό μου – μπαμ!
μπαμ! μπαμ! – την σμπαράλιασα μες στο τριφύλλι και
που την έκανε ο σκύλος μου μια μπουκιά!
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
9
— Και το κοπάδι που ξεπετάχτηκε τη στιγμή α-
κριβώς που ξαναγέμιζα το ντουφέκι μου! Κυνήγι να
δουν τα μάπα σου... και να χορτάσουν!
Απ’ τις ενθουσιώδεις κουβέντες των δυο φίλων,
πρόσεξα μια μικρή λεπτομέρεια: Καμιά απ’ όλες αυτές
τις πέρδικες δεν είχε φιλοξενηθεί στα σακίδιά τους. Μα
δεν τόλμησα να πω λέξη, γιατί πάντα δειλιάζω όταν
βρίσκομαι με ανθρώπους που ξέρουν περισσότερα από
μένα. Ωστόσο, αν όλοι οι άθλοι ενός κυνηγού είναι να
αφήνει να του ξεφεύγουν οι πέρδικες... πρώτος και
καλύτερος, θα μπορούσα να πάρω δίπλωμα μετ’ ε-
παίνων!
΋σο για τους υπόλοιπους κυνηγούς, έχω ξεχάσει τα
ονόματά τους. Αν, όμως, δεν κάνω λάθος, του ενός το
παρατσούκλι ήταν Μπακαράς: γιατί μια μέρα, βρέ-
θηκαν σε ακτίνα βολής του ντουφεκιού πέντε ανύποπτα
περδικούλια, τράβηξε στα πέντε... κι αποτέλεσμα
μηδέν!4
Έχει γούστο να μου ταίριαζαν κι εμένα κανένα τέ-
τοιο παρατσούκλι!
Άρχισα να ονειρεύομαι δάφνες! Δεν έβλεπα την ώρα
να ξημερώσει!
4
Επιτέλους, έλαχε να ’ρθει η επομένη! Σι φοβερή
νύχτα περάσαμε, όμως, σ’ αυτό το πανδοχείο της Ε-
ρισάρ! Οχτώ άτομα μέσα σ’ ένα δωμάτιο! Κάτι παλιο-
κρεβάτια της κακής ώρας, όπου μας δόθηκε η ευκαι-
4
Ζτςι και ςτον μπακαρά, ο παίκτησ, αν θζλει τραβά ςτο π ζν τ ε ... αλίμονό
του, όμωσ, αν βρει κι άλλο π ζν τ ε , οπόταν πζφτει ςτο μ ηδ ζν ! (΢.τ.Δ.)
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
10
ρία ν’ αρχίσουμε – πριν της ώρας – το κυνήγι, με στόχο,
όμως, όχι τετράποδα και φτερωτά, αλλά έντομα και
ζωύφια! Λεγεώνες ολάκερες από φριχτά παράσιτα συ-
ντόνιζαν τις επιθέσεις τους πάνω στα κορμιά των λα-
γωνικών, που είχαν ξαπλώσει κοντά στα κρεβάτια μας
και τα έκαναν όλη νύχτα να ξύνονται σαν δαιμονι-
σμένα! Σο πάτωμα έτρεμε ολάκερο απ’ τα τινάγματα των
σκυλιών!
Κι εγώ, ο αφελής, που είχα ρωτήσει την ξενοδόχα
μας, μια γριά ξεμαλλιασμένη, αν στο δωμάτιο βρίσκο-
νταν ψύλλοι!
— ΋χι! ήταν η απάντηση... Γιατί θα τους έτρωγαν οι
κοριοί!
Κι έτσι, είχα πάρει την απόφαση να κοιμηθώ, ντυ-
μένος, πάνω σε μια καρέκλα κουτσή απ’ το ένα πόδι,
που στέναζε σε κάθε κίνησή μου. Γι’ αυτό βρέθηκα τα
ξημερώματα τσακισμένος απ’ την κούραση και την
αϋπνία.
Υυσικά, πρώτος ήμουν στο πόδι. Ο Μπρετινιό, ο
Ματιφά, ο Πονκλουέ, ο Ντυβωσέλ κι οι σύντροφοί τους
ακόμα ροχάλιζαν σαν ολάκερη ορχήστρα από φάλτσα
πνευστά! Δεν έβλεπα την ώρα να βγω παγάνα, σαν τους
πρωτάρηδες κυνηγούς, που εννοούν να ξεκινήσουν τα
ξημερώματα, προτού βάλουν μπουκιά στο στόμα τους.
Οι αριστείς, όμως, της τέχνης – που τους ξύπνησα,
με βαθύτατο σεβασμό, τον ένα ύστερα απ’ τον άλλο –
κατεύνασαν μουρμουρίζοντας τις ανυπομονησίες ενός
πρωτάρη. Ήξεραν, οι κατεργάρηδες, πως τα ξημερώ-
ματα τις πέρδικες, που τα φτερά τους είναι ακόμα υγρά
απ’ τις σταλαγματιές της δροσιάς, είναι πολύ δύσκολο
να τις ζυγώσουν, και πως αν πετάξουν μπροστά στα
μάτια τους – ή μπροστά στις κάνες των ντουφεκιών
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
11
τους, – θα κάνουν μαύρα μάτια οι κυνηγοί για να τις
ξαναδούν!
Κι έτσι, περιμέναμε να ρουφήξει ο ήλιος όλα τα
δάκρυα της αυγής.
Αφού προγευματίσαμε στα πεταχτά κι αδειάσαμε
κανένα ποτηράκι – για το καλό της παγάνας – φύγαμε
απ’ το πανδοχείο, γδέρνοντας το πετσί μας που ήταν
ακόμα ταλαιπωρημένο μα πάντα προσιτό στις επιθέσεις
των ψύλλων. Όστερα, τραβήξαμε κατά την πεδιάδα,
όπου ήταν τα σύνορα της ιδιωτικής κυνηγετικής πε-
ριοχής μας.
Ση στιγμή ακριβώς που φθάναμε στη μπασιά, ο
Μπρετινιό με πήρε κατά μέρος συμβουλεύοντάς με:
— Κράτα καλά λοξά το ντουφέκι σου με το σωλήνα
προς τα κάτω, κι έχε το νου σου να μη σκοτώσεις κα-
νέναν!
— Θα κάνω ό,τι μπορώ, απάντησα χωρίς ν’ αναλάβω
καμιά υποχρέωση, φτάνει να προσέχουν κι οι άλλοι να
μη με σκοτώσουν, δεν είναι έτσι;
Ο Μπρετινιό σήκωσε περιφρονητικά τους ώμους κι
έτσι άρχισε το κυνήγι – κυνήγι ελεύθερο – όπου κα-
θένας έκανε ό,τι ήθελε.
Αυτή η κοινότητα Ερισάρ, αραιοφυτεμένη, σχεδόν
γυμνή, δεν ήταν σίγουρα ο παράδεισος των κυνηγών.
Αν όμως στερούνταν φτερωτού κυνηγιού – που αφθο-
νούσε στο Μον-σου-Βωντραί – η Ερισάρ ήταν για τους
«σκληρούς», γιατί ο Ματιφά έλεγε πως οι λαγοί αφθο-
νούσαν και πως έβλεπε κανείς τσούρμο ολόκληρο, που
αντίκριζαν μοιρολατρικά τους κυνηγούς σα να τους
έλεγαν: «΢κότωσέ με, αφέντη, ν’ αγιάσω!» Ο Πονκλουέ
πρόσθετε πως «μπορούσε κανείς να σκοτώσει και μια
δωδεκάδα με την ίδια ριξιά, σα να τα περνούσε σου-
βλάκια στη σούβλα!».
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
12
Με τόσο αισιόδοξες κι ευοίωνες προοπτικές, είναι
φυσικό να ’χουν τα κέφια τους όλοι αυτοί οι ντουφε-
κάδες.
Σραβούσαμε μπροστά. Καλοκαιριά σταλμένη απ’ το
Θεό. Κάμποσα βέλη του ήλιου τρυπούσαν το πρωινό
πούσι, που οι τουλούπες του στριμώχνονταν στον ορί-
ζοντα. Παντού ακούγονταν φωνές, πιπίσματα και κα-
καρίσματα. Κάτι πουλιά ξεπετιόνταν ξαφνικά μέσ’ από
ένα αυλάκι και γοργοπετούσαν ψηλά στον ουρανό.
Μια-δυο φορές, μη μπορώντας πια να συγκρατηθώ,
έκανα να τα σημαδέψω με το ντουφέκι μου.
— Μη ρίξεις! Μη... για τ’ όνομα του Θεού! μου
φώναζε ο φίλος μου Μπρετινιό, που παρακολουθούσε
τις κινήσεις μου με την άκρη του ματιού του.
— Γιατί; Δεν είναι ορτύκια;
— ΋χι! Είναι σταρήθρες, σκορδαλοί! Μη ρίξεις!
Εννοείται πως ο Μάξιμος, ο Ντυβωσέλ, ο Πονκλουέ,
ο Ματιφά κι οι δυο υπόλοιποι με είχαν πολλές φορές
στραβοκοιτάξει. Όστερα καλού-κακού είχαν κάνει
πέρα, μαζί με τα λαγωνικά τους, που, με το μουσούδι
τους χωμένο μες στο γρασίδι ιχνηλατούσαν, ενώ οι
ουρές τους ανασηκωμένες τρεμούλιαζαν από ανυπο-
μονησία.
΢κέφτηκα πως αυτοί οι πεπειραμένοι κυνηγοί δεν
είχαν καθόλου σκοπό να βρίσκονται μέσα στην επι-
κίνδυνη ακτίνα βολής ενός νεοφώτιστου, που μια α-
στόχαστη – ή άστοχη – ντουφεκιά του μπορούσε να
τους στείλει – κατά λάθος – στις αιώνιες μονές!
— Μπα που να πάρει η οργή! Κράτα καλά το
ντουφέκι σου! μου ξανάπε ο Μπρετινιό, τη στιγμή που
κι αυτός μάκραινε καλού-κακού απ’ την επικίνδυνη
ζώνη του όπλου μου.
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
13
— Μα... δεν το κρατάω χειρότερα απ’ τους άλλους!
απάντησα νευριασμένος απ’ τις απανωτές συστάσεις
του.
Για δεύτερη φορά, ο Μπρετινιό σήκωσε τους ώμους
του και λοξοδρόμησε στ’ αριστερά. Καθώς δεν είχα τη
διάθεση να μείνω οπισθοφυλακή, προχώρησα πιο
γοργά.
5
Είχα ζυγώσει τους συντρόφους μου, για να πάψουν
όμως να με κοιτάζουν σαν το χάρο, πέρασα στον ώμο
μου το λουρί του ντουφεκιού, που η κάνη του ήταν
στραμμένη προς τα κάτω.
Φαιρόσουν να τους βλέπεις, αυτούς τους επαγγελ-
ματίες κυνηγούς, με την κυνηγετική τους στολή: άσπρο
σακάκι, φαρδύ βελουδένιο παντελόνι, παπούτσια με
καρφιά στις σόλες, γκέτες, και μάλλινες κάλτσες που
είναι προτιμότερες από τις μπαμπακερές, γιατί προ-
στατεύουν τα πόδια απ’ τα γδαρσίματα. Εγώ δεν μπο-
ρούσα να φιγουράρω κοντά σε τέτοιους Νεμρώδ με το
συνηθισμένο μου ντύσιμο. Μπορεί ποτέ κανείς να α-
παιτήσει από έναν πρωτόβγαλτο ηθοποιό να ’χει την
γκαρνταρόμπα ενός φτασμένου, παλιού θεατρίνου;
Ωστόσο γύρω μου δεν έβλεπα ούτε ίχνος κυνηγιού.
Κι όμως, οι σύντροφοί μου είχαν διαλαλήσει «στης γης
τα πέρατα», πως η ιδιωτική αυτή περιοχή έβραζε από
ορτύκια, πέρδικες, ορτυκομάνες, λαγούς, λαγουδίνες
και λαγουδάκια – κι ό,τι άλλο μπορεί να ποθήσει η
ψυχή ενός καλού κυνηγού! Υυσικά, εγώ, ο πρωτάρης,
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
14
έπρεπε να τους πιστέψω, αφού το διαλαλούσαν με τόση
πεποίθηση!
— Και μην ξεχνάς, μου είχε πει ο φίλος μου
Μπρετινιό, πως δεν πρέπει να ρίχνεις πάνω σε λαγου-
δίνα που είναι έγκυος! Σέτοια ριξιά είναι ανάξια ενός
κυνηγού!
Πώς ήθελε, όμως, ο χριστιανός ν’ αντιληφθώ αν η
λαγουδίνα είναι έγκυος, εγώ που δεν μπορώ να ξεχω-
ρίσω έναν λαγό από ένα κεραμιδόγατο - ακόμα κι αν
σερβίρεται μαγειρεμένος;
— Μια τελευταία σύσταση που παίζει σπουδαίο
ρόλο, στην περίπτωση που ρίξεις πάνω σε λαγό, πρό-
σθεσε ο Μπρετινιό, που εννοούσε να τον τιμήσω με τους
άθλους μου, σαν νονό μου στο βάφτισμα του πυρός.
— Αν περάσει!... είπα ειρωνικά.
— Θα περάσει, απάντησε ψυχρά ο Μπρετινιό. Να
θυμάσαι πως, έτσι που είναι πλασμένος, ο λαγός τρέχει
πιο γρήγορα στον ανήφορο παρά στον κατήφορο. Αυτό
να το ’χεις υπ’ όψη σου για να κατευθύνεις τη ριξιά σου.
— Καλά έκανες και με προειδοποίησες, φίλε μου
Μπρετινιό! απάντησα. Αυτή η παρατήρησή σου δεν θα
πάει χαμένη, και σου υπόσχομαι να την αξιοποιήσω με
την πρώτη ευκαιρία!
Κατά βάθος, σκεπτόμουν πως ακόμα και στον κα-
τήφορο ο λαγός θα ’τρεχε τόσο γρήγορα... που δεν θα
τον προλάβαινε η ριξιά μου!
— Εμπρός, κυνηγοί, εμπρός, φώναξε ο Μάξιμος.
Εδώ δεν ήρθαμε για να δώσουμε μαθήματα σε ατζα-
μήδες!
Υοβερός άνθρωπος! Πού να τολμήσω να του απα-
ντήσω;
΢το αναμεταξύ, ο Ντυβωσέλ που, ακριβώς επειδή
δεν άκουγε καθόλου ήθελε τουλάχιστον ν’ ακούγε-
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
15
ται εκείνος, είχε αρχίσει να τραγουδά το «Εμβατήριο
του Κυνηγού» που είχε εμπνευσθεί ο ίδιος – ίσως για να
προεξοφλεί τις μέλλουσες διεκδικήσεις του, απαιτήσεις
και μηνύσεις για όλα τ’ αμφισβητούμενα φτερωτά ή
τετράποδα:
Κυνηγός είμ’ εγώ φημισμένος,
και με τρέμουν λαγοί και πουλιά...
Πάντα σπίτι γυρνώ φορτωμένος,
γιατ’ είμαι άσσος σ’ αυτή τη δουλειά.
Με το μάτι τ’ αστρίτη εγώ που ’χω,
το κυνήγι κιαλάρω ευθύς...
Δεν λαθεύω ποτέ μου στο στόχο,
και γι’ αυτό με συγχαίρει ο καθείς!
Προχωρούσαμε, χωρίς να δίνουμε σημασία στο
αυτοδιαφημιστικό τραγούδι του Ντυβωσέλ. Μπροστά
μας, ως εκεί που ’φτανε η ματιά μας, δεξιά κι αριστερά,
απλωνόταν μια απέραντη πεδιάδα. Σα λαγωνικά είχαν
τραβήξει μπροστά. Οι κυνηγοί είχαν σκορπιστεί. Έβαζα
τα δυνατά μου για να μην τους χάσω απ’ τα μάτια μου.
Γιατί με βασάνιζε μια σκέψη: ήξερα πως οι σύντροφοί
μου ήταν άσσοι στις φάρσες, και μπορεί να μου σκά-
ρωναν καμιά, επωφελούμενοι της ολοκληρωτικής α-
τζαμοσύνης μου.
Θυμόμουν πώς την είχαν σκάσει, κάποτε, ενός
συναδέλφου μου νεοφώτιστου: τον είχαν βάλει να
ντουφεκά ένα μηχανικό λαγό, καθισμένος πάνω στα
πισινά του πόδια, πίσω από ένα θάμνο, βαρούσε τα-
μπούρλο... ειρωνικά! Εγώ αν ήμουν στη θέση του νε-
οφώτιστου εκείνου, θα είχα πεθάνει από ντροπή!
Ο Ντυβωσέλ, ωστόσο, συνέχιζε τον ποιητικό του
οίστρο:
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
16
΢το ντουφέκι έχω πείρα μεγάλη...
Σόσ’ είν’ οι άθλοι μου... που τους ξεχνώ!
Κι αν σκοτώνουν την ώρα τους άλλοι...
εγώ πάντα βαρώ στο ψαχνό!
Κυνηγοί, μαζωχτείτε σιμά μου...
μελετήστε με πώς κυνηγώ...
Και μονάχα με το μάθημά μου,
θα πετύχετε ορτύκι ή λαγό!
΢το αναμεταξύ, περιπλανιόμαστε στην τύχη, ανά-
μεσα στις θημωνιές, ακολουθώντας τα λαγωνικά, για να
φτάσουμε σ’ ένα υψωματάκι που διακρινόταν σε από-
σταση τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων, και που η κορφή
του ήταν τριγυρισμένη από δεντράκια.
΋σο κι αν έβαζα τα δυνατά μου, όλοι αυτοί οι πε-
ζοπόροι, συνηθισμένοι στο ανώμαλο έδαφος των βάλ-
των και των καλλιεργημένων εκτάσεων, προχωρούσαν
πιο γρήγορα από μένα, κι έτσι δεν άργησα να μείνω
πολύ πίσω. Ακόμα κι ο Μπρετινιό, που βάδιζε στην
αρχή, ρυθμίζοντας τα βήματά του με τα δικά μου,
αναγκάστηκε στο τέλος να μ’ εγκαταλείψει στην τύχη –
ή μάλλον στην ατυχία μου – κι ακολούθησε ολοταχώς
τους άλλους κυνηγούς για να λάβει το μερτικό στις
πρώτες ριξιές. Δεν σου κρατώ κακία γι’ αυτό, φίλε μου
Μπρετινιό. Σο ένστικτό σου του κυνηγού στάθηκε πιο
ισχυρό απ’ τη φιλία μας! Και σε λίγο, ξεχώριζα μονάχα
τα κεφάλια των κυνηγών, που σαν τους άσσους μπα-
στούνι πρόβαλαν πάνω απ’ τους θάμνους.
Ωστόσο δυο ώρες ύστερα απ’ την αναχώρησή μας
απ’ το πανδοχείο της Ερισάρ είχαν περάσει, χωρίς ν’
ακούσω την παραμικρή ντουφεκιά! Ούτε τρακατρούκα!
Υανταζόμουν πόσο κακόκεφοι, γκρινιάρηδες, παρα-
πονιάρηδες, καυγατζήδες, θα γύριζαν οι κυνηγοί αν δεν
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
17
έβρισκαν ως τότε κανένα φτερωτό ή τετράποδο για να το
φιλοξενήσουν μέσα στο σακίδιο τους!
Ε λοιπόν... δεν θα το πιστέψετε! ΢ε μένα έλαχε η
τύχη να ρίξω την πρώτη ντουφεκιά. Με ποια ευκαιρία,
όμως; Ντρέπομαι να την εξιστορήσω.
Να σας το ομολογήσω; Δεν είχα ακόμα γεμίσει το
ντουφέκι μου. Άραγε από επιπολαιότητα ενός ατζαμή;
΋χι! Από ζήτημα όμως φιλοτιμίας. Καθώς φοβόμουν
μη φανώ πολύ αδέξιος στο κυνήγι, περίμενα να μείνω
μονάχος για να δοκιμάσω την τύχη μου.
Η απουσία μαρτύρων μου ’δωσε κουράγιο. Άνοιξα
το μπαρουτόφλασκο και μες στην αριστερή κάνη του
ντουφεκιού έχυσα αρκετή ποσότητα μπαρουτιού, έ-
βαλα ένα κομμάτι χαρτί για βούλωμα, κι ύστερα
πρόσθεσα από πάνω κάμποσα σκάγια ίσως παραπάνω
απ’ όσα έπρεπε, μα σκοπός μου ήταν να μη γυρίσω μ’
αδειανά χέρια. Κατόπιν πατίκωσα καλά το πίσω μέρος
του όπλου, και, στα τελευταία, – τι απερισκεψία, Θεέ
μου! – κάλυψα με το καψούλι τον επικρουστήρα της
κάνης που είχα παραγεμίσει.
Αφού τέλειωσα με την αριστερή κάνη, έκανα τα ίδια
στη δεξιά! Ση στιγμή όμως που πατίκωνα... τι βρόντος
και χαλασμός κόσμου! Μπαμ! Είχα ξεχάσει να κατε-
βάσω τον λύκο του ντουφεκιού πάνω στο καψούλι...
μια αδέξια κίνηση τον έκανε να πέσει... και λίγο έλειψε
να μου φάνε τη μούρη τα σκάγια!
Σο νου σας, νεοφώτιστοι! Παρά λίγο να είχα κάνει
εγώ την έναρξη του κυνηγιού στο νομό της ΢ομ σαν
θύμα ενός λυπηρού ατυχήματος. Πόσα θα είχαν να
γράψουν γι’ αυτό οι τοπικές εφημερίδες!
Κι όμως, αν τη στιγμή που βροντούσε από απροσε-
ξία μου το ντουφέκι, αν, – αλήθεια, καλά που το σκέ-
φτηκα! – αν περνούσε κανένα οποιοδήποτε πουλί στο
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
18
μέρος που σκορπίστηκαν τα σκάγια, σίγουρα θα το ’χα
σκοτώσει!... Μπορεί κι αυτή ακόμα η εξαιρετική ευ-
καιρία να μη μου λάχει άλλη φορά!
6
Ωστόσο, ο Μπρετινιό με τους συντρόφους του είχαν
φτάσει στο υψωματάκι. Εκεί, σταματημένοι, συζητού-
σαν πάνω σ’ ένα καυτό θέμα: Σι έπρεπε να κάνουν για
να καταπολεμήσουν τη γρουσουζιά. Σους πλησίασα,
αφού πρώτα ξαναγέμισα το ντουφέκι μου, με μεγάλη
προσοχή τούτη τη φορά.
Ο Μάξιμος μου απηύθυνε το λόγο, με το ακατάδε-
χτο ύφος του αφέντη που καταδέχεται να μιλήσει στον
υπηρέτη του:
— Έριξες; μου είπε.
— Ναι!... σα να λέμε... έριξα...
— Πέρδικα;
— Πέρδικα!
Δεν εννοούσα με κανένα λόγο να ομολογήσω τις
συνέπειες της ατζαμοσύνης μου ενώπιον του ανώτατου
αυτού δικαστηρίου των Νεμρώδ.
— Και πού είναι αυτή η πέρδικα; ρώτησε ο Μάξι-
μος, αγγίζοντας το αδειανό σακίδιο μου με την άκρη
του ντουφεκιού του.
— Σην έχασα! απάντησα με θράσος. Σι τα θέλετε;
Εγώ δεν είχα σκυλί! Αχ! Και να ’χα σκυλί!
— Έτσι μπράβο! με τέτοιο θράσος, σίγουρα θα γι-
νόμουν κυνηγός με τα όλα μου!
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
19
Ξαφνικά, η ανάκρισή μου – του «κατηγορουμένου»!
– διακόπηκε. Ο σκύλος του Πονκλουέ είχε κάνει να
ξεπεταχτεί ένα ορτύκι, σε δέκα βήματα απόσταση. Έτσι
χωρίς να το θέλω... από ένστικτο μάλλον... το σημά-
δεψα... και μπαμ! όπως έλεγε ο Ματιφά.
Σι σκαμπίλι μου ’ρθε στο μάγουλο, γιατί δεν είχα
ακουμπήσει καλά το ντουφέκι στον ώμο μου! Κι οι
νόμοι της φύσης, καθώς βλέπετε, τιμωρούν τους α-
τζαμήδες! Η ντουφεκιά μου, όμως, συνοδεύτηκε αυ-
τόματα από μια δεύτερη, του Πονκλουέ.
Σο ορτύκι έπεσε, κόσκινο απ’ τα σκάγια, και το
λαγωνικό το ’φερε στον αφέντη του, που το ’βαλε μέσα
στο σακίδιο του.
Δεν είχαν ούτε την στοιχειώδη τιμιότητα να σκε-
φτούν πως μπορεί να μην ήμουν ολωσδιόλου αμέτοχος
σ’ αυτό το μακελειό. Εγώ απέφυγα να πω λέξη, δεν
τόλμησα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Είμαι, βλέπετε,
ντροπαλός προ πάντων όταν συναναστρέφομαι αν-
θρώπους που ξέρουν πολύ περισσότερα από μένα!
Η αλήθεια είναι πως αυτή η πρώτη επιτυχία είχε
ανοίξει την όρεξη όλων αυτών των φανατικών εξολο-
θρευτών που ονειρεύονταν εκατόμβες θυμάτων! Για
λογαριάστε! Σρεις ώρες ολάκερες κυνηγούσαν και ποιο
ήταν το αποτέλεσμα; Ένα ορτύκι να το μοιράσουν εφτά
κυνηγοί! Ε... μα όχι κι έτσι! Ήταν αδύνατο, σ’ αυτό τον
πλούσια διαφημισμένο κυνηγότοπο της Ερισάρ, να μην
βρίσκεται τουλάχιστον άλλο ένα ορτύκι. Κι αν κατά-
φερναν να το σκοτώσουν στη μοιρασιά θα ’παιρναν...
από ένα τρίτο ορτυκιού κάθε ντουφεκάς.
Μόλις ξεπεράσαμε το υψωματάκι, ξαναβρεθήκαμε
σε απελπιστικά δύσβατους καλλιεργημένους χώρους.
Εμένα ατομικά, αυτά τ’ ατέλειωτα αυλάκια που ανα-
γκάζουν τον πεζοπόρο ν’ αγωνίζεται να τα περάσει σε
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
20
κάθε βήμα του, οι βώλοι του χώματος που κολλάνε στις
σόλες, δεν μου ταίριαζαν καθόλου και προτιμώ την
άσφαλτο των λεωφόρων.
Η παρέα μας, μαζί με τα λαγωνικά τους, περιπλα-
νήθηκαν έτσι δυο ώρες, χωρίς να συναντήσουν... ούτε
πουλί πετάμενο, ο ύτε λαγό τρεχάμενο ! ΋λοι
είχαν αρχίσει να στραβομουτσουνιάζουν. Με το παρα-
μικρό μπαρούτιαζαν, αγρίευε η ματιά τους, άλλαζαν
εκρηκτικά λόγια ένας με τον άλλο, διψασμένα για
παρεξήγηση! Έστηναν καυγά ακόμα κι όταν το ένα
λαγωνικό έκανε να προσπεράσει τ’ άλλο. ΋λα αυτά,
κοντολογίς, ήταν σημάδια γενικής κακοκεφιάς.
Επί τέλους, είδαμε κάτι περδικούλια να ξεπετιώνται
μονομιάς σε καμιά σαρανταριά βήματα απόσταση,
πάνω από ένα χωράφι γεμάτο κοκκινογούλια. Δεν
μπορώ να τ’ ονομάσω πέρασμα πουλιών, γιατί ήταν
δυο όλα-όλα τα δυστυχισμένα!
Αυτό, όμως, δεν είχε καμιά σημασία. Βάρεσα μες
στα όλα. Και πάλι τούτη τη φορά, άλλες δυο ντουφεκιές
βρόντηξαν, αμέσως ύστερα απ’ τη δική μου. Ο Πον-
κλουέ κι ο Ματιφά είχαν ρίξει ταυτόχρονα.
Ένα από τ’ άμοιρα φτερωτά σωριάστηκε κάτω. Σο
άλλο πρόλαβε και πέταξε έξω από ακτίνα βολής, σε
απόσταση ενός χιλιομέτρου, πίσω από ένα χωματότο-
πο.
Αναθεματισμένο περδικούλι, πώς μπόρεσες να λά-
βεις τέτοια μεταθανάτια εκδίκηση! Σι ατέλειωτος καυ-
γάς μεταξύ Ματιφά και Πονκλουέ! Καθένας τους διεκ-
δικούσε τα πρωτεία στον περδικοσκοτωμό! Σι ανταλ-
λαγή προσβλητικών υπονοουμένων! Σι ελεεινά σκυ-
λοβρίσματα! Και τι φαρμακεροί χαρακτηρισμοί! –
΢φετεριστής!... ΋λα τα θέλει δικά του!... ΢α δεν ντρέ-
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
21
πεται λιγάκι!... Είναι η τελευταία φορά που βγαίνω
κυνήγι μαζί του!...
Κι ένα σωρό τέτοιες «φιλοφρονητικές εκφράσεις»,
που είναι καλύτερα για μένα να μην τις γράψω... και
για σας να μην τις διαβάσετε!
Η αλήθεια είναι πως τα δυο ντουφέκια είχαν βρο-
ντήξει ταυτόχρονα.
Κι ένα τρίτο ντουφέκι, όμως, είχε ρίξει – και μάλιστα
πριν από τ’ άλλα δυο. Μα δεν επιτρεπόταν συζήτηση γι’
αυτό. Μπορούσε ποτέ κανείς, σας παρακαλώ, να πα-
ραδεχτεί πως το περδικούλι το ’χα σκοτώσει εγώ; Ακούς
εκεί! Ένας πρωτάρης!
Γι’ αυτό και στην θυελλώδη φιλονικία του Πονκλουέ
με τον Ματιφά, θεώρησα περιττό να επέμβω για να τους
συμβιβάσω ή να τους συμφιλιώσω ακόμα.
΋σο για να διεκδικήσω το δίκιο μου ή το μερίδιο
μου στο σκοτωμένο περδικούλι – δεν μου πέρασε καν
απ’ το νου τέτοιο πράμα! Θεός φυλάξοι! Είμαι ντρο-
παλός... την υπόλοιπη φράση την ξέρετε.
7
Επί τέλους, έφθασε το μεσημέρι, προς μεγάλη
απόλαυση των στομαχιών μας. ΢ταματήσαμε εκεί που
άρχιζε μια κατηφοριά, στη σκιά μιας φτελιάς. Ντου-
φέκια, σακίδια – δυστυχώς αδειανά! – μαζώχτηκαν σε
μιαν άκρη. Όστερα, στρωθήκαμε να φάμε, για να α-
νακτήσουμε τις δυνάμεις που άδικα είχαμε σπαταλή-
σει. Εδώ, η λέξη σπαταλώ εσήμαινε κυριολεκτικά ξο-
δεύω χωρίς σκοπό κι όφελος.
Σι θλιμμένο γεύμα! Κάθε μπουκιά και παράπονο!
Κάθε ρουφηξιά και γκρίνια!... Σι φριχτός τόπος!... Σι
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
22
σόι αγροφύλακες επόπτευαν την περιοχή;... Ποιος
σεβόταν την ιδιοκτησία;... Οι λαθροκυνηγοί δεν είχαν
αφήσει πετάμενο για πετάμενο... και λαγό για λαγό!...
Έπρεπε να τους κρεμάσουν δυο-δυο σε κάθε δέντρο, με
την ίδια πινακίδα στον καθένα:
Εδώ που μ’ έχουν κρεμαστό
και δίχως να με θάψουν,
ορτύκια, πέρδικες, λαγοί
δεν θα ’ρθουν να με κλάψουν.
Αυτούς τους εμπνευσμένους από μια μακάβρια
μούσα στίχους, τους σκάρωσε ποιος άλλος; – ο Ντυ-
βωσέλ.
Κι οι μεμψιμοιριές συνεχίζονταν: Σο κυνήγι έπρεπε
να το κηρύξουν υπό διωγμό οι σύλλογοι των νομίμων
ντουφεκάδων!... ΢ε δυο χρόνια, θα ’χαν εξολοθρευτεί
όλα τα πετάμενα μέχρι σπουργίτια κι όλα τα τετράποδα
από λαγό μέχρι γάτα!... Γιατί να μην απαγορευτεί για
κάμποσο καιρό το κυνήγι;... Ένα-δυο χρόνια, το πολύ,
για να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή τους!...
Έτσι, με κλάψες, απειλές, παράπονα, κι υποδείξεις,
έλαβε τέλος το μοιρολόι των κυνηγών που δεν είχαν
κάνει σεφτέ απ’ το πρωί!
Σότε, όμως, ξανάρχισε ο ατέλειωτος καυγάς μεταξύ
Πονκλουέ και Ματιφά για το αμφισβητούμενο με-
σιακό περδικούλι. Ανακατεύτηκαν κι οι άλλοι. Και
λίγο έλειψε να καταλήξουν σε γρονθοκλωτσοπατινάδες!
Επί τέλους, ύστερα από μια ώρα όλοι ξεκίνησαν –
καλά σαβουρωμένοι και ποτισμένοι με «οίνον που
ευφραίνει ψυχήν ανθρώπου». Ποιος ξέρει; Μπορεί ως
το βράδυ να έσπαζε ο διάολος το ποδάρι του! Κάθε
καλός κυνηγός δεν παύει να διατηρεί ελπίδες ως το
σούρουπο, που οι περδικίνες κράζουν τα περδικό-
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
23
πουλα να προσέλθουν στην βραδινή οικογενειακή συ-
νεστίαση. Σότε μονάχα εγκαταλείπει αναίμακτα το
κυνηγετικό πεδίο, γιατί του θυμίζει ο στίχος του Δάντη:
«Εγκαταλείψατε κάθε ελπίδα. ..»
Ξεκινήσαμε λοιπόν. Σα λαγωνικά, γκρινιάρικα κι
αυτά σαν εμάς, προπορεύονταν. Οι κύριοί τους, ακο-
λουθώντας τα, ξελαρυγκιάζονταν, σε τόνο «Βαρδάτε από
μπρος μη σας κάνω λιώμα!», που έχει τόσο μεγάλη
ομοιότητα με τα προστάγματα του βρετανικού ναυτι-
κού.
Ακολουθούσα κι εγώ με βήμα αναποφάσιστο. Είχε
αρχίσει να με τσακίζει η κούραση. Κι αδειανό ακόμα
που ήταν, το σακίδιο βάραινε κι ένιωθα πόνο στα νε-
φρά. Σο ντουφέκι στον ώμο μου θαρρείς και ζύγιζε έναν
τόνο και λαχταρούσα το ελαφρό μπαστουνάκι μου. Σο
μπαρουτόφλασκο και την τσάντα με τα σκάγια – όλα
άχρηστα πράματα! – με χαρά μου θα τα χάριζα σ’ ένα
απ’ τα χωριατόπουλα που μας κοίταζαν κοροϊδευτικά,
ρωτώντας μας «αν είχαμε αφήσει και κανένα
λαγό για να τον σκο τώσο υν άλλοι ». Σο φιλότιμο
μου όμως – φιλότιμο ενός πρωτάρη – δεν μου επέτρεπε
να τολμήσω να κάνω μια τέτοια χειρονομία.
Πέρασαν άλλες δυο ώρες θανάσιμης κούρασης.
Είχαμε πεζοπορήσει τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιόμε-
τρα. Ήταν πια ολοφάνερο πως ο απολογισμός μου
αυτού του κυνηγιού θα συντασσόταν έτσι:
ΚΕΡΔΗ ΖΗΜΙΕ΢
Ορτύκια, Πέρδικες, Λαγοί 0 –
Κοψομάσιασμα – 1
Ξαφνικά ακούστηκε ένα φρουφρουρού, που μ’
αναστάτωσε! Αυτή τη φορά, ένα τσούρμο από περδι-
κόπουλα τινάζονται πίσω από ένα θάμνο. Πυρ ομαδόν!
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
24
Ρίχνονται καμιά δεκαπενταριά ντουφεκιές – μαζί με τη
δική μου.
Ανάμεσα από τον καπνό, ξεφεύγει ένα ξεφωνητό!
Κοιτάζω... Και τι να δω;!
Βλέπω ένα κεφάλι να φανερώνεται πίσω απ’ το θά-
μνο.
Ήταν ένας χωριάτης με πρησμένο το δεξί μάγουλο
σα να ’χε ένα καρύδι στο στόμα του!
— Ατύχημα! φώναξε ο Μπρετινιό.
— Μόνο αυτό μας έλειπε! απάντησε ο Ντυβωσέλ.
Γι’ αυτά τα «τραύματα εξ αμελείας, άνευ προθέσεως
φονικής» που δικάζονται απ’ τα πλημμελειοδικεία,
μονάχα δυο κουβέντες ένιωσαν την υποχρέωση ν’ α-
νταλλάξουν οι δυο κυνηγοί. Κι έτρεξαν με τους συνα-
δέλφους τους προς τα λαγωνικά που έφερναν δυο
πληγωμένα περδικόπουλα. ΢αν ευσυνείδητοι κυνηγοί,
όλοι μαζί έσπευσαν ν’ αποτελειώσουν με κλωτσιές τα
φουκαριάρικα τα φτερωτά! Εύχομαι σ’ αυτούς τους
φονιάδες να ’χουν το ίδιο τέλος – δηλαδή να τους
στείλουν στον άλλο κόσμο με χαριστική βολή!
Ωστόσο, ο χωριάτης δεν το κουνούσε από κει, χωρίς
να μιλά, όμως, γιατί τον εμπόδιζε το πρησμένο μάγουλό
του.
Ο Μπρετινιό με τους συντρόφους του τον πλησία-
σαν.
— Σι έχεις, καλέ μου άνθρωπε; ρώτησε ο Μάξιμος
με προστατευτικό ύφος.
Ο χωριάτης φυσικά, δεν μπορούσε να μιλήσει. Κι
εγώ, απάντησα για λογαριασμό του:
— Σι θέλεις να ’χει; Ένα σκάγι μες στο μάγουλο!...
— Δεν βαριέσαι! Δεν είναι τίποτα! διέκοψε ο Ντυ-
βωσέλ. Σίποτα απολύτως!
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
25
— Πονάω! έκανε ο χωριάτης, που για να δείξει πόσο
σοβαρό ήταν το τραύμα του, έκανε μια φριχτή γκρι-
μάτσα.
— Μα ποιος είναι τόσο αδέξιος και πλήγωσε έτσι τον
φουκαρά; ρώτησε ο Μπρετινιό, κι η ερωτηματική του
ματιά καρφώθηκε τελικά πάνω μου.
— Μήπως έριξες; μου είπε ο Μάξιμος.
— Βέβαια! Έριξα... όπως όλοι σας!
— Σώρα εξηγούνται όλα! φώναξε ο Ντυβωσέλ.
— Είσαι κυνηγός ατζαμής σαν τον Ναπολέοντα
Πρώτο, πρόσθεσε ο Πονκλουέ, που ήταν αντιαυτο-
κρατορικός απ’ τα γεννοφάσκια του.
— Εγώ! Εγώ!... διαμαρτυρήθηκα.
— Δεν μπορεί να το ’κανε άλλος από σένα! μου είπε
αυστηρά ο Μπρετινιό.
— Ο κύριος καταντά δημόσιος κίνδυνος! συνέχισε ο
Ματιφά.
— Κι όταν είναι κανείς πρωτάρης, πρόσθεσε ο
Πονκλουέ, καλά θα κάνει να μη δέχεται προσκλήσεις
από ανύποπτους φίλους του!
Κι επάνω σ’ αυτά, οι τρεις με άφησαν σύξυλο κι
έφυγαν.
Κατάλαβα. Με παράτησαν για να πληρώσω τα
σπασμένα.
— Σι θέλατε να κάνω; Πρόσφερα στον τραυματία
δέκα φράγκα – και μονομιάς το δεξί του μάγουλο ξε-
πρήστηκε. Υαίνεται πως κατάπιε το καρύδι του.
— Πας καλύτερα; τον ρώτησα.
— ΋χι... όχι! Ξαναπρήστηκε! απάντησε, φουσκώ-
νοντας τούτη τη φορά το αριστερό του μάγουλο.
— Ως εδώ και μη παρέκει! φώναξα. Υτάνει ένα
μάγουλο για σήμερα!
Και πήρα δρόμο.
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
26
8
Ενώ ξεκαθάριζα τους λογαριασμούς μου με τον
κατεργάρη τον χωριάτη, οι άλλοι προχωρούσαν. Γιατί
μου ’χαν δώσει να καταλάβω πως στοιχειώδης νόμος
για να φυλαχτεί κανείς απ’ την «κακιά ώρα», είναι να
αποφεύγει να βρίσκεται κοντά σε έναν αδέξιο σαν κι
εμένα που κρατά ντουφέκι στο χέρι.
Ακόμα κι ο Μπρετινιό, αυστηρός μα κι άδικος, μ’
εγκατέλειψε, σαν να ’μουν κανένας γρουσούζης και
κατσικοπόδαρος. Κατά βάθος, προτιμούσα αυτό το
κενό που δημιουργούσαν ολόγυρά μου. Έτσι, τουλά-
χιστον, θα είχα την ευθύνη μόνο των δικών μου πρά-
ξεων!
Ήμουν λοιπόν μονάχος, ολομόναχος στο μέσον
αυτής της απέραντης πεδιάδας. Σι γύρευα εκεί, για τ’
όνομα του Θεού, μ’ όλη τούτη την αρματωσιά στην
πλάτη μου; Κανένα περδικούλι δεν ζύγωνε, επιζητώντας
επαφή με τα σκάγια μου. Κανένας λαγός δεν είχε τη
στοιχειώδη φιλοτιμία να προσφερθεί ολοκαύτωμα στο
βωμό της ατζαμοσύνης μου. Κανένα ορτύκι δεν είχε
βαρεθεί τα βάσανα μιας κυνηγημένης ζωής για να ζη-
τήσει το λυτρωμό στην κάνη του ντουφεκιού μου.
Σι γύρευα εκεί, γυρίζοντας σαν άδικη κατάρα; Δεν
καθόμουν ήσυχα-ήσυχα στο γραφείο μου, γράφοντας,
διαβάζοντας... ή τεμπελιάζοντας;
Προχωρούσα άσκοπα, στην τύχη. Παρατώντας τα
καλλιεργημένα εδάφη, προτιμούσα τα πολυσύχναστα
μονοπάτια. Όστερα, πεζοπορούσα είκοσι λεπτά. Μέσα
σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων, δεν φαινόταν κανένα
σπίτι. Κανένα καμπαναριό στον ορίζοντα. Απόλυτη
ερημιά. Κατά διαστήματα, συναντούσα πάνω σ’ ένα
στύλο την επιγραφή: ΙΔΙΩΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΚΤΝΗΓΙΟΤ –
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
27
βαλμένη για να τρομάζει σαν σκιάχτρο τους λαθρο-
κυνηγούς.
Μα τι γύρευαν εκεί οι λαθροκυνηγοί; Αφού δεν
υπήρχε ίχνος φτερωτού ή τετράποδου!
Ωστόσο, εξακολουθούσα το δρόμο μου, ονειροπο-
λώντας, φιλοσοφώντας, με το ντουφέκι στον ώμο, και
κουτσαίνοντας. Πόσο αργούσε να βασιλέψει ο ήλιος!
Άραγε κανένας καινούργιος Ιησούς του Ναυή, ανα-
στέλλοντας τους νόμους της κοσμογραφίας, τον είχε
σταματήσει απ’ την ημερήσια διαδρομή του, για να
πάρουν παράταση στο κυνήγι τους οι φανατισμένοι
σύντροφοί μου;5 Πότε επί τέλους θα νύχτωνε, να τε-
λειώσει αυτή η καταραμένη μέρα που έλαχε να πάρω το
βάφτισμα του πυρός;
9
΋λα έχουν ένα τέλος – ακόμα κι οι ιδιωτικές περι-
οχές του κυνηγιού. Υάνηκε ένα δάσος, που έφραξε την
πεδιάδα. Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα ’φτανα ως εκεί.
Εξακολουθούσα λοιπόν να πεζοπορώ, χωρίς να
ταχύνω το βήμα. Έτσι έφτασα στην είσοδο του δάσους.
Μακριά, πολύ μακριά, βροντούσαν ντουφεκιές, σα
να γιορταζόταν η 14 Ιουλίου.6
«Πωπώ, τι σκοτωμός! Σι μακελειό! σκέφτηκα. Δεν θα
αφήσουν ούτε δείγμα για του χρόνου!»
5
Για να προλάβει να νικήςει τουσ ςτρατοφσ των ηνωμζνων βαςιλείων τησ
Παλαιςτίνησ, που είχαν περιζλθει εκείνη τη μζρα ςε απελπιςτική κατάςτα-
ςη, ο διάδοχοσ του Μωχςζωσ, Ιηςοφσ του Ναυή, διζταξε (κατά την Βίβλον):
«΢τήτω ήλιοσ κατά Γαβαών και ςελήνη κατά φάραγγα Αιλών». (΢.τ.Δ.)
6
Η μζρα που κατζλαβαν οι Γάλλοι επαναςτάτεσ τη Βαςτίλλη, και την κα-
θιζρωςαν ςαν εθνική εορτή. (΢.τ.Δ.)
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
28
Και τότε, το ’φερε η μοίρα μου να συλλογιστώ πως
μπορεί να τα κατάφερνα στο δάσος, μια κι είχα απο-
τύχει στην πεδιάδα. ΢τις κορφές των δέντρων, βρίσκο-
νται πάντα κάτι αθώα, ξένοιαστα σπουργίτια, που τα
καλύτερα ρεστωράν τα σερβίρουν καλομαγειρεμένα
σαν σκορδαλούς.
Κι αρχίζω να παίρνω τα μονοπάτια που οδηγούν στο
μεγάλο δρόμο.
΢τ’ αλήθεια, με είχε κυριεύσει ο δαίμονας του κυ-
νηγιού! Ναι! Δεν είχα πια το ντουφέκι μου κρεμασμένο
στον ώμο. Σο ’χα γεμίσει, ήταν σ’ επιφυλακή, με ση-
κωμένο το λύκο... Οι ματιές μου ερευνούσαν μ’ αγωνία
δεξιά-αριστερά...
Σζίφος! Σα σπουργίτια, καθώς φαίνεται, δεν είχαν
καμιά εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια του κατάλογου των
ρεστωράν του Παρισιού, και δεν ξεμυτούσαν απ’ τις
φωλιές ή τα καταφύγιά τους. Μια-δυο φορές, έκανα να
ρίξω... Μα ο θόρυβος ήταν θρόισμα των φύλλων – και
πού ακούστηκε να πυροβολεί κανείς τις φυλλωσιές;!
Ήταν η πέμπτη απογευματινή. Ήξερα πως σε σα-
ράντα λεπτά της ώρας θα ’χα γυρίσει στο πανδοχείο,
όπου θα μαζευόμαστε για το βραδινό μας, προτού
ξαναμπούμε στο λεωφορείο που θα μας μεταφέρει
όλους – ζώα κι ανθρώπους, ζωντανά και σκοτωμένα –
στην Αμιένη.
Εξακολουθούσα λοιπόν να προχωρώ στο μεγάλο
μονοπάτι που οδηγούσε προς την Ερισάρ, με τα μάτια
μου δεκατέσσερα...
Ξαφνικά, σταμάτησα... Η καρδιά μου άρχισε να
βαρά σαν ταμπούρλο!
Κάτω από ένα θάμνο, σε πενήντα βήματα απόσταση,
ανάμεσα στους βάτους και στα χαμόκλαδα, σίγουρα
κάτι βρισκόταν.
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
29
Ήταν κάτι μαυριδερό, με ασημένια μπορντούρα, κι
ένα είδος κατακόκκινης κόρης ματιού που ήταν καρ-
φωμένη πάνω μου!
΢ίγουρα ένα κυνήγι, φτερωτό ή τετράποδο, που την
είχε αράξει σ’ εκείνο το μέρος. Μπορεί να ’ταν κανένας
λαγός ή φασιανός. Γιατί όχι; Υανταστείτε με τι περη-
φάνεια θ’ αντάμωνα τους συντρόφους μου, και σε πόση
υπόληψη θα με είχαν από δω και πέρα, αν, μπροστά
τους, έβγαζα – μέσα από το σακίδιό μου – ένα φασιανό!
Πλησίασα λοιπόν με προσοχή, έτοιμος να σημα-
δέψω. Κρατούσα την ανάσα μου. Ένιωθα συγκίνηση –
ναι, ιερή συγκίνηση! σαν τον Ντυβωσέλ, τον Μάξιμο και
τον Μπρετινιό, τους τρεις μαζί!
Επί τέλους, όταν έφτασα σε μικρή απόσταση – εί-
κοσι βήματα πάνω-κάτω – γονάτισα για να σιγουράρω
τη ριξιά, με ολάνοιχτο το δεξί μάτι και κατάκλειστο το
αριστερό, σημάδεψα και πυροβόλησα.
— Διάνα! φώναξα έξαλλος. Κι αυτή τη φορά, δεν θα
βρεθεί κανένας να διεκδικήσει το κυνήγι μου ή να
αμφισβητήσει την επιτυχία της ριξιάς μου!
Πραγματικά, είχα δει με τα μάτια μου να σκορπί-
ζονται φτερά... ή μάλλον τρίχες, μαλλιά!
Αφού δεν είχα λαγωνικό, έτρεξα εγώ προς το θάμνο,
όρμησα πάνω στο ακίνητο φτερωτό, που δεν έδινε ση-
μεία ζωής! Σο μάζεψα...
Ήταν το δίκωχο ενός χωροφύλακα, με ασημένια
μπορντούρα, και με κοκάρδα που το κόκκινο χρώμα
της έμοιαζε σαν μάτι καρφωμένο πάνω μου!
Πάλι καλά που το δίκωχο δεν βρισκόταν στο κεφάλι
του χωροφύλακα, την ώρα που το έριξα!
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
30
10
Ση στιγμή εκείνη, ένας μακρολέλεκας, που ήταν
ξαπλωμένος στο γρασίδι, ανασηκώθηκε.
Αναγνώρισα με τρόμο το μπλε πανταλόνι με μαύρη
λουρίδα, το σκούρο χιτώνιο μ’ ασημένια κουμπιά, και
τον κίτρινο ζωστήρα ενός χωροφύλακα, που τον είχε
ξυπνήσει η κακότυχη ντουφεκιά μου.
— ΍στε αρχίσατε να παίρνετε στόχο τα καπέλα των
χωροφυλάκων; μου ’πε κουνώντας το κεφάλι του με
οίκτο.
— Κύρ’ χωροφύλακα, σας βεβαιώ πως... τραύλισα.
Με διέκοψε:
— Και το πετύχατε διάνα... πάνω στην κοκάρδα!
— Κύρ’ χωροφύλακα... νόμισα... πως ήταν λαγός!...
Γελάστηκα... πάντως, θα σας αποζημιώσω...
— ΢τ’ αλήθεια!... Μα κοστίζει πολύ ακριβά το κα-
πέλο ενός χωροφύλακα... προ πάντων όταν το πυρο-
βολεί κανείς χωρίς άδεια!
Φλώμιασα. Η καρδιά μου ξανάρχισε να βαρά τα-
μπούρλο. Γιατί κι αυτός... είχε πετύχει διάνα!
— Έχετε άδεια; με ρώτησε ο χωροφύλακας.
— Άδεια;...
— Άδεια, βέβαια! Πιστεύω να ξέρετε τι είναι άδεια;
Πού να τη βρω την άδεια; Για μια μέρα μονάχα που
θα ’βγαινα στο κυνήγι, είχα θεωρήσει περιττό να εφο-
διαστώ με άδεια. Έκανα, όμως, εκείνη τη στιγμή, ό,τι
κάνουν όλοι σε μια τέτοια περίσταση: είπα πως είχα
ξεχάσει την άδειά μου στο άλλο σακάκι μου.
Φαμόγελο υψίστης μα ευγενικής δυσπιστίας ζω-
γραφίστηκε στο πρόσωπο του εκπροσώπου της τάξης:
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
31
— Σότε, είμαι αναγκασμένος να συντάξω πρωτό-
κολλο! μου είπε, μαλακωμένος, γιατί μυριζόταν α-
μοιβή.
— Για ποιο λόγο να μπείτε σε κόπο; Αύριο πρωί,
σας στέλνω την άδειά μου, κύρ’ χωροφύλακα... Κι έ-
τσι...
— Ναι! το ξέρω, απάντησε ο αντιπρόσωπος της ε-
ξουσίας, μα δε γίνεται αλλιώς! Είμαι αναγκασμένος να
συντάξω πρωτόκολλο!
— Ε λοιπόν, συντάξτε το πρωτόκολλό σας, αφού δεν
σας συγκινεί η ικεσία ενός πρωτόβγαλτου!
Μα μπορεί ποτέ ένας τηρητής του νόμου να είναι
συναισθηματικός; Ο χωροφύλακας έβγαλε το σημει-
ωματάριο του από την τσέπη του:
— Ονοματεπώνυμον; άρχισε.
Σι να σας πω; Ήξερα πως σε μια τέτοια περίσταση,
όταν τα βρίσκει κανείς σκούρα, καταφεύγει σ’ ένα πα-
λιό κόλπο: δίνει στον αντιπρόσωπο της εξουσίας τ’
όνομα ενός φίλου του. Υυσικά, αν εκείνη την εποχή
είχα την τιμή να είμαι μέλος της Ακαδημίας της Α-
μιένης, δεν αποκλείεται να έδινα το όνομα ενός συνα-
δέλφου μου. Πάντως, αρκέστηκα να ονομάσω έναν
παλιό φίλο μου του Παρισιού, πιανίστα με μεγάλο
ταλέντο. Πού να φανταστεί ο φίλος μου, που εκείνη τη
στιγμή θα μελετούσε στο πιάνο του, πως ο χωροφύ-
λακας ασχολούνταν με τη σύνταξη πρωτοκόλλου ενα-
ντίον του «δια παράνομον κατοχήν και χρήση όπλου
άνευ αδείας»!
Ο χωροφύλακας έγραψε προσεκτικά τ’ όνομα του
θύμα τός μου – πώς αλλιώς να τον ονομάσω; – το
επάγγελμά του, την ηλικία του, τη διεύθυνσή του.
Όστερα, με παρακάλεσε ευγενικά να του εμπιστευθώ το
ντουφέκι μου – πράμα που εξετέλεσα ευχαρίστως. Έτσι
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
32
ελάφρωνα λιγάκι. Σου ζήτησα, μάλιστα, να συμπερι-
λάβει το σακίδιο, το μπαρουτόφλασκο και την τσάντα
με το μπαρούτι στο σύνολο της κατασχέσεως. Με με-
γάλη γενναιοδωρία, όμως, αρνήθηκε. Μακάρι να τα
μάζευε όλα!
Έμενε το λεπτό ζήτημα του καπέλου. Κανονίστηκε
στη στιγμή μ’ ένα χρυσό ναπολεόνι, προς απόλυτη
ικανοποίηση των δυο συμβαλλομένων.
— Σι κρίμα, είπα, το καπέλο αυτό ήταν τόσο καλά
διατηρημένο!
— ΢χεδόν ολοκαίνουργιο! απάντησε ο χωροφύλα-
κας. Σο ’χα αγοράσει πριν έξι χρόνια, από έναν ενω-
μοτάρχη που έπαιρνε τη σύνταξή του!
Κι αφού το φόρεσε στο κεφάλι του, ο φιλόνομος κι
ευγενικός χωροφύλακας, βαδίζοντας περήφανα, τρά-
βηξε το δρόμο του – κι εγώ το δικό μου.
Όστερα από μια ώρα, είχα φτάσει στο πανδοχείο,
κρύβοντας την εξαφάνιση του κατασχεμένου ντουφε-
κιού, χωρίς να πω λέξη για τα πολλαπλά ατυχήματά
μου.
Απολογισμός κυνηγιού: οι σύντροφοι μου είχαν να
μοιράσουν τρία φτερωτά στα εφτά μερίδια. Ο Πονκλουέ
με τον Ματιφά είχαν γίνει θανάσιμοι εχθροί ύστερα από
τη φιλονικία τους. Ο Ντυβωσέλ με τον Μάξιμο είχαν
πιαστεί στις γροθιές εξαιτίας ενός λαγού – που έχει
λαμπρά στην υγεία του... κι ακόμα τρέχει!
Ας σημειωθεί πως το πρώτο λάδι στη φωτιά το έριξε η
ποίηση του Ντυβωσέλ, που θυμωμένος επετέθη με
στίχους:
Αν δεν έχεις μυαλό στο κεφάλι,
είναι αργά για να σοβαρευτείς:
Σους λαγούς που σκοτώνουν οι άλλοι,
ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ
33
μη γυρεύεις να σφετεριστείς!
Έξω φρενών, ο Μάξιμος είχε σπεύσει να του κάνει
αντεπίθεση, χρησιμοποιώντας τα όπλα του αντιπάλου
του – δηλαδή την ποίηση:
΢κοπευτές σαν κι εμένα είναι λίγοι,
Σώρα αν θες να μου φας το λαγό,
απ’ τα σκάγια, στο πρώτο κυνήγι,
κόσκινο θα σε κάνω εγώ!
11
΋λες αυτές τις περιπέτειες, όλες αυτές τις συγκι-
νήσεις έζησα εκείνη την αξιομνημόνευτη μέρα. Ίσως
να ’χα σκοτώσει ένα ορτύκι, ίσως να ’χα σκοτώσει ένα
περδικούλι, ίσως να πλήγωσα ένα χωριάτη – μα είναι
απόλυτα βέβαιο πως είχα κάνει κόσκινο το καπέλο ενός
χωροφύλακα! ΢υνελήφθηκα επ’ αυτοφώρω χωρίς ά-
δεια, σύνταξαν πρωτόκολλο εναντίον μου... στ’ όνομα
ενός αλλουνού! Είχα εξαπατήσει την εξουσία!!! Σι θέ-
λετε παραπάνω να συμβεί σ’ έναν νεοφώτιστο στην
κακή, ψυχρή κι ανάποδη σταδιοδρομία του κυνηγού;
Υυσικά, ο φίλος μου ο πιανίστας ένιωσε τη μεγα-
λύτερη έκπληξη της ζωής του όταν έλαβε κλήση να
εμφανιστεί ενώπιον του πλημμελειοδικείου της Ντου-
λέν. Έμαθα αργότερα πως δεν είχε κατορθώσει ν’ α-
ποδείξει το άλλοθι. Κι έτσι, καταδικάστηκε σε πρόσημο
δεκάξι φράγκων, συν τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή άλλα
δεκάξι φράγκα.
Πρέπει να ξέρετε, όμως, πως έλαβε ταχυδρομικώς,
με τη σημείωση «ΕΠΑΝΟΡΘΩ΢Η», μιαν επιταγή τριά-
ντα δυό φράγκων, γι’ αποζημίωση των εξόδων του. Ποτέ
Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ
34
δεν έμαθε ποιος έστειλε την επιταγή, η ΕΠΑΝΟΡΘΩ΢Η,
όμως, δεν έγινε απόλυτα, γιατί ο φίλος μου έχει τώρα
ποινικό μητρώο.
12
Κι εγώ είμαι από εκείνους που δεν αγαπούν τους
κυνηγούς – όπως ανέφερα στην αρχή – προ πάντων
γιατί ιστορούν τις κυνηγετικές περιπέτειές τους. Μα,
τώρα, σας διηγούμαι τις δικές μου. ΢υχωρέστε με.
Σέτοιο κακό δεν πρόκειται να επαναληφθεί.
Αυτό το κυνήγι στάθηκε το πρώτο και το τελευταίο
του αφηγητού, μαζί με την ανάμνησή του, όμως, δια-
τηρεί και αρκετή δόση μνησικακίας.
Γι’ αυτό, κάθε φορά που συναντά έναν κυνηγό, που
ακολουθεί με το ντουφέκι στον ώμο το λαγωνικό του,
δεν παραλείπει την ευκαιρία να του ευχηθεί: – Καλό
κυνήγι!
Γιατί ξέρει πως αυτή την ευχή την θεωρούν πολύ
γρουσούζικη οι κυνηγοί!

More Related Content

What's hot

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑKaloussa Nafpaktitou
 
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςΒιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςAntonis Vrentzos
 
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α45oGymnasioAlexpolis
 
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκού
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκούο τραγικός ανδρισμός του θηλυκού
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκούAntonis Stergiou
 
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνAγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνSoula Giannakopoulou
 
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξηΕκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξηΣπύρος Κυριαζίδης
 
διαγώνισμα τα ζα
διαγώνισμα τα ζαδιαγώνισμα τα ζα
διαγώνισμα τα ζαStella Karioti
 
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα Το ταξίδι στην Χωχαρούπα
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα teaghet
 
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουΟι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουEleni Vakana
 
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέρος
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέροςΤο ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέρος
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέροςteaghet
 
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιου
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιουδιαγωνισμα κειμενα α γυμνασιου
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιουGeorgia Sofi
 
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝΕνότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝteaghet
 
Ενότητα 2η - Ενότητα 3η
Ενότητα 2η - Ενότητα 3ηΕνότητα 2η - Ενότητα 3η
Ενότητα 2η - Ενότητα 3ηEvangelia Patera
 
Tριγωνοψαρουλης
TριγωνοψαρουληςTριγωνοψαρουλης
Tριγωνοψαρουληςvasilikiarvan
 

What's hot (19)

Αντουάν Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε...
Αντουάν Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε...Αντουάν Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε...
Αντουάν Εξυπερύ, Ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού. Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε...
 
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΟΥ - AΡΑΧΩΒΑ
 
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, ΕρωτόκριτοςΒιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος
 
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4
μαρια ιορδανιδου τα φαντασματα παρουσιαση χατζηαθανασιου χριστινα α4
 
Έρμαν Έσε, Ο Λύκος. Κείμενα Β΄ Γυμνασίου
Έρμαν Έσε, Ο Λύκος. Κείμενα Β΄ ΓυμνασίουΈρμαν Έσε, Ο Λύκος. Κείμενα Β΄ Γυμνασίου
Έρμαν Έσε, Ο Λύκος. Κείμενα Β΄ Γυμνασίου
 
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκού
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκούο τραγικός ανδρισμός του θηλυκού
ο τραγικός ανδρισμός του θηλυκού
 
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι ΓυναικώνAγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
Aγάπη και αποχωρισμός στην ποίηση: Λόγοι Γυναικών
 
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξηΕκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη
Εκπαιδευτικό πρόγραμμα-Από το στάρι στο ψωμί-Α τάξη
 
διαγώνισμα τα ζα
διαγώνισμα τα ζαδιαγώνισμα τα ζα
διαγώνισμα τα ζα
 
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα Το ταξίδι στην Χωχαρούπα
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα
 
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ ΛυκείουΟι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
Οι Νεκροί Περιμένουν, Διδώ Σωτηρίου, Γ΄ Λυκείου
 
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέρος
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέροςΤο ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέρος
Το ταξίδι στην Χωχαρούπα , B΄ μέρος
 
Luis Sepulveda
Luis SepulvedaLuis Sepulveda
Luis Sepulveda
 
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιου
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιουδιαγωνισμα κειμενα α γυμνασιου
διαγωνισμα κειμενα α γυμνασιου
 
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝΕνότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Ενότητα 6. Η ζωή σε άλλους τόπους ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
 
Ενότητα 2η - Ενότητα 3η
Ενότητα 2η - Ενότητα 3ηΕνότητα 2η - Ενότητα 3η
Ενότητα 2η - Ενότητα 3η
 
Tριγωνοψαρουλης
TριγωνοψαρουληςTριγωνοψαρουλης
Tριγωνοψαρουλης
 
Γιάννης Μακρυγιάννης. Ένα πρόσωπο - μία εποχή.
Γιάννης Μακρυγιάννης. Ένα πρόσωπο - μία εποχή.Γιάννης Μακρυγιάννης. Ένα πρόσωπο - μία εποχή.
Γιάννης Μακρυγιάννης. Ένα πρόσωπο - μία εποχή.
 
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣΟ ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
 

Viewers also liked

Paulo coelho -_o αλχημιστης
Paulo coelho -_o αλχημιστηςPaulo coelho -_o αλχημιστης
Paulo coelho -_o αλχημιστηςTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτονλουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτον
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτονTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτονλουκυ λουκ   τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτον
λουκυ λουκ τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτονTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη
λουκυ λουκ   τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη λουκυ λουκ   τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη
λουκυ λουκ τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη Theodoros Vavouras
 
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherian
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherianDionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherian
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherianTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήλουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήTheodoros Vavouras
 
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classics
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classicsμιχαηλ στρογκωφ-Greek-classics
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classicsTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανους
λουκυ λουκ   τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανουςλουκυ λουκ   τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανους
λουκυ λουκ τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανουςTheodoros Vavouras
 
Gastronomos dekemvrios - syntages
Gastronomos   dekemvrios - syntagesGastronomos   dekemvrios - syntages
Gastronomos dekemvrios - syntagesTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτονλουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτον
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτονTheodoros Vavouras
 
μερακλίδικοι ουζομεζέδες
μερακλίδικοι ουζομεζέδεςμερακλίδικοι ουζομεζέδες
μερακλίδικοι ουζομεζέδεςTheodoros Vavouras
 
Computer gia olous ianourarios 2012
Computer gia olous ianourarios 2012Computer gia olous ianourarios 2012
Computer gia olous ianourarios 2012Theodoros Vavouras
 
τριανταφυλλίδης μανόλης νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)
τριανταφυλλίδης μανόλης   νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)τριανταφυλλίδης μανόλης   νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)
τριανταφυλλίδης μανόλης νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)Theodoros Vavouras
 
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladon
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladonFysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladon
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladonTheodoros Vavouras
 
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρεςο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρεςTheodoros Vavouras
 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣChristiana Violari
 

Viewers also liked (20)

Paulo coelho -_o αλχημιστης
Paulo coelho -_o αλχημιστηςPaulo coelho -_o αλχημιστης
Paulo coelho -_o αλχημιστης
 
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτονλουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτον
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
 
λουκυ λουκ τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτονλουκυ λουκ   τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτον
λουκυ λουκ τεύχος 25 - η απόδραση των ντάλτον
 
λουκυ λουκ τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη
λουκυ λουκ   τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη λουκυ λουκ   τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη
λουκυ λουκ τεύχος 38 - νιτρογλυκερινη
 
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherian
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherianDionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherian
Dionysios solomos -_ymnos_eis_tin_eleftherian
 
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήλουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
 
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classics
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classicsμιχαηλ στρογκωφ-Greek-classics
μιχαηλ στρογκωφ-Greek-classics
 
λουκυ λουκ τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανους
λουκυ λουκ   τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανουςλουκυ λουκ   τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανους
λουκυ λουκ τεύχος 31 - οι νταλτον στους ινδιανους
 
Gastronomos dekemvrios - syntages
Gastronomos   dekemvrios - syntagesGastronomos   dekemvrios - syntages
Gastronomos dekemvrios - syntages
 
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτονλουκυ λουκ   τεύχος 29 - h μπαλαντα των  νταλτον
λουκυ λουκ τεύχος 29 - h μπαλαντα των νταλτον
 
Auth short_presentation_en
Auth short_presentation_enAuth short_presentation_en
Auth short_presentation_en
 
μερακλίδικοι ουζομεζέδες
μερακλίδικοι ουζομεζέδεςμερακλίδικοι ουζομεζέδες
μερακλίδικοι ουζομεζέδες
 
Computer gia olous ianourarios 2012
Computer gia olous ianourarios 2012Computer gia olous ianourarios 2012
Computer gia olous ianourarios 2012
 
καταφύγιο
καταφύγιοκαταφύγιο
καταφύγιο
 
τριανταφυλλίδης μανόλης νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)
τριανταφυλλίδης μανόλης   νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)τριανταφυλλίδης μανόλης   νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)
τριανταφυλλίδης μανόλης νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής)
 
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladon
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladonFysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladon
Fysiki a gymnasiou_diagonismata-triminou_gymnasion_kykladon
 
Introduction beekeeping
Introduction beekeepingIntroduction beekeeping
Introduction beekeeping
 
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρεςο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
 
5bdomades me-aerostato
5bdomades me-aerostato5bdomades me-aerostato
5bdomades me-aerostato
 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2014 - ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ Ε΄1 & Ε΄2 ΤΑΞΕΙΣ
 

Similar to δέκα ώρες κυνήγι

πατερα στο σπιτι
πατερα στο σπιτιπατερα στο σπιτι
πατερα στο σπιτιmosxovidou3
 
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑ
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑ
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑjordanfromrhodes
 
3. ο αραπης και τα φλουρια του
3. ο αραπης και τα φλουρια του3. ο αραπης και τα φλουρια του
3. ο αραπης και τα φλουρια του1odimsxoleio
 
Ο Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακΟ Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακSykoFantiS
 
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdf
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdfΣΟΛΩΜΟΣ.pdf
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdfssuser43d27b
 
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5Veralina
 
Μια παρέα με ... καρδιά
Μια παρέα με ... καρδιάΜια παρέα με ... καρδιά
Μια παρέα με ... καρδιάΑννα Παππα
 
Οδύσσεια
ΟδύσσειαΟδύσσεια
Οδύσσεια2gymevosm
 
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΔημητρα ΡΑΠΤΗ
 
μια παρεα με καρδια ββλιο
μια παρεα με καρδια ββλιομια παρεα με καρδια ββλιο
μια παρεα με καρδια ββλιοΘωμαή Τζιτζή
 
τα χταποδακια
τα χταποδακιατα χταποδακια
τα χταποδακιαEleni Kots
 
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονο
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονογια τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονο
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονοProsxolika-Vyrona
 
Filia logotexnia
Filia logotexniaFilia logotexnia
Filia logotexnia36dimperist
 
μαραθώνιος φιλαναγνωσίας
μαραθώνιος φιλαναγνωσίαςμαραθώνιος φιλαναγνωσίας
μαραθώνιος φιλαναγνωσίαςEleftheria Tsitiridou
 
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντηςfilologikosperipatitis
 
άννα βορδού κατερίνα γεώργα
άννα βορδού κατερίνα γεώργαάννα βορδού κατερίνα γεώργα
άννα βορδού κατερίνα γεώργαmatoula74
 

Similar to δέκα ώρες κυνήγι (20)

πατερα στο σπιτι
πατερα στο σπιτιπατερα στο σπιτι
πατερα στο σπιτι
 
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑ
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑ
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ - ΑΥΛΑΙΑ
 
3. ο αραπης και τα φλουρια του
3. ο αραπης και τα φλουρια του3. ο αραπης και τα φλουρια του
3. ο αραπης και τα φλουρια του
 
Ο Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του ΤρακΟ Βασιλιάς του Τρακ
Ο Βασιλιάς του Τρακ
 
φιλια
φιλιαφιλια
φιλια
 
A shark s_love
A shark s_loveA shark s_love
A shark s_love
 
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdf
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdfΣΟΛΩΜΟΣ.pdf
ΣΟΛΩΜΟΣ.pdf
 
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5
Η Αντιγόνη στηνΤέχνη.Ομάδα 6,Β5
 
Αντώνης Σουρούνης, Άνθρωποι και δελφίνια, Νεοελληνική Λογοτεχνία Β΄ Γυμνασίου
Αντώνης Σουρούνης, Άνθρωποι και δελφίνια, Νεοελληνική Λογοτεχνία Β΄ ΓυμνασίουΑντώνης Σουρούνης, Άνθρωποι και δελφίνια, Νεοελληνική Λογοτεχνία Β΄ Γυμνασίου
Αντώνης Σουρούνης, Άνθρωποι και δελφίνια, Νεοελληνική Λογοτεχνία Β΄ Γυμνασίου
 
Μια παρέα με ... καρδιά
Μια παρέα με ... καρδιάΜια παρέα με ... καρδιά
Μια παρέα με ... καρδιά
 
Οδύσσεια
ΟδύσσειαΟδύσσεια
Οδύσσεια
 
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου ΜύθοιΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ¨: ΕΝΟΤΗΤΑ 6,Αισώπου Μύθοι
 
μια παρεα με καρδια ββλιο
μια παρεα με καρδια ββλιομια παρεα με καρδια ββλιο
μια παρεα με καρδια ββλιο
 
τα χταποδακια
τα χταποδακιατα χταποδακια
τα χταποδακια
 
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονο
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονογια τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονο
για τα πουλια τησ πολησ ...και οχι μονο
 
Filia logotexnia
Filia logotexniaFilia logotexnia
Filia logotexnia
 
μαραθώνιος φιλαναγνωσίας
μαραθώνιος φιλαναγνωσίαςμαραθώνιος φιλαναγνωσίας
μαραθώνιος φιλαναγνωσίας
 
Aisopos
AisoposAisopos
Aisopos
 
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης
3.6 λοιμος τασος καρας-kastrinos-kakas white fung Aσπροδόντης
 
άννα βορδού κατερίνα γεώργα
άννα βορδού κατερίνα γεώργαάννα βορδού κατερίνα γεώργα
άννα βορδού κατερίνα γεώργα
 

More from Theodoros Vavouras

Jean prost pierre - μελισσοκομία
Jean prost pierre - μελισσοκομίαJean prost pierre - μελισσοκομία
Jean prost pierre - μελισσοκομίαTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 39 - το κορακι
λουκυ λουκ   τεύχος 39  - το κορακιλουκυ λουκ   τεύχος 39  - το κορακι
λουκυ λουκ τεύχος 39 - το κορακιTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκας
λουκυ λουκ   τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκαςλουκυ λουκ   τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκας
λουκυ λουκ τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκαςTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλαν
λουκυ λουκ   τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλανλουκυ λουκ   τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλαν
λουκυ λουκ τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλανTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθ
λουκυ λουκ   τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθλουκυ λουκ   τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθ
λουκυ λουκ τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικου
λουκυ λουκ   τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικουλουκυ λουκ   τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικου
λουκυ λουκ τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικουTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτονλουκυ λουκ   τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτον
λουκυ λουκ τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτονTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερ
λουκυ λουκ   τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερλουκυ λουκ   τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερ
λουκυ λουκ τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήλουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαει
λουκυ λουκ   τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαειλουκυ λουκ   τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαει
λουκυ λουκ τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαειTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 27 - ο λευκός ιππότης
λουκυ λουκ   τεύχος 27 - ο λευκός ιππότηςλουκυ λουκ   τεύχος 27 - ο λευκός ιππότης
λουκυ λουκ τεύχος 27 - ο λευκός ιππότηςTheodoros Vavouras
 
λουκυ λουκ τεύχος 26 - h μνηστή του λούκι λουκ
λουκυ λουκ   τεύχος 26 -  h μνηστή του λούκι λουκλουκυ λουκ   τεύχος 26 -  h μνηστή του λούκι λουκ
λουκυ λουκ τεύχος 26 - h μνηστή του λούκι λουκTheodoros Vavouras
 

More from Theodoros Vavouras (20)

Auth full_presentation_el
Auth full_presentation_elAuth full_presentation_el
Auth full_presentation_el
 
Au th full_presentation_en
Au th full_presentation_enAu th full_presentation_en
Au th full_presentation_en
 
Auth full_presentation_en
Auth full_presentation_enAuth full_presentation_en
Auth full_presentation_en
 
Auth short_presentation_el
Auth short_presentation_elAuth short_presentation_el
Auth short_presentation_el
 
Jean prost pierre - μελισσοκομία
Jean prost pierre - μελισσοκομίαJean prost pierre - μελισσοκομία
Jean prost pierre - μελισσοκομία
 
Hmerologio melissokomias
Hmerologio melissokomiasHmerologio melissokomias
Hmerologio melissokomias
 
Beginners guide
Beginners guideBeginners guide
Beginners guide
 
Beekeeping basics
Beekeeping basicsBeekeeping basics
Beekeeping basics
 
Grammatical organization
Grammatical organizationGrammatical organization
Grammatical organization
 
λουκυ λουκ τεύχος 39 - το κορακι
λουκυ λουκ   τεύχος 39  - το κορακιλουκυ λουκ   τεύχος 39  - το κορακι
λουκυ λουκ τεύχος 39 - το κορακι
 
λουκυ λουκ τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκας
λουκυ λουκ   τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκαςλουκυ λουκ   τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκας
λουκυ λουκ τεύχος 37 - ο μεγάλος δούκας
 
λουκυ λουκ τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλαν
λουκυ λουκ   τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλανλουκυ λουκ   τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλαν
λουκυ λουκ τεύχος 36 - η κληρονομια του ραν - ταν -πλαν
 
λουκυ λουκ τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθ
λουκυ λουκ   τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθλουκυ λουκ   τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθ
λουκυ λουκ τεύχος 35 - ο αυτοκτάτορας σμιθ
 
λουκυ λουκ τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικου
λουκυ λουκ   τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικουλουκυ λουκ   τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικου
λουκυ λουκ τεύχος 34 - το 20ο συνταγμα ιππικου
 
λουκυ λουκ τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτον
λουκυ λουκ   τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτονλουκυ λουκ   τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτον
λουκυ λουκ τεύχος 33 - η εξαγορά των ντάλτον
 
λουκυ λουκ τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερ
λουκυ λουκ   τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερλουκυ λουκ   τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερ
λουκυ λουκ τεύχος 32 - αντιμέτωπος με τον πατ πόκερ
 
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπήλουκυ λουκ   τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
λουκυ λουκ τεύχος 30 - η κούρσα του μισισιπή
 
λουκυ λουκ τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαει
λουκυ λουκ   τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαειλουκυ λουκ   τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαει
λουκυ λουκ τεύχος 28 - το συρμα που τραγουδαει
 
λουκυ λουκ τεύχος 27 - ο λευκός ιππότης
λουκυ λουκ   τεύχος 27 - ο λευκός ιππότηςλουκυ λουκ   τεύχος 27 - ο λευκός ιππότης
λουκυ λουκ τεύχος 27 - ο λευκός ιππότης
 
λουκυ λουκ τεύχος 26 - h μνηστή του λούκι λουκ
λουκυ λουκ   τεύχος 26 -  h μνηστή του λούκι λουκλουκυ λουκ   τεύχος 26 -  h μνηστή του λούκι λουκ
λουκυ λουκ τεύχος 26 - h μνηστή του λούκι λουκ
 

δέκα ώρες κυνήγι

  • 1. ΙΟΤΛΙΟΤ ΒΕΡΝ ΔΕΚΑ ΩΡΕΣ ΚΥΝΗΓΙ (΢ατυρικό Αυτοσχεδίασμα) (DIX HEURES ΕΝ CHASSE) Μετάφραση: ΠΩΛ ΜΕΝΕ΢ΣΡΕΛ Μέλους SOCIETE JULES VERNE
  • 2. ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ Το φθινόπωρο του 1872, ο Ιούλιος Βερν, για να ικανοποιήσει την επιθυμία της γυναίκας του Ονορίνας - ο γάμος τους είχε γίνει στο Παρίσι, στις 10 Ιανουαρίου 1857 - εγκαθίσταται στην Αμιένη. Εκεί δεν άργησε να εκλεγεί μέλος της Ακαδημίας. Το 1881, διάβασε στους συναδέλφους του ακαδημαϊκούς την αφήγηση των περιπετειών που τον έκαναν, το 1859, να αντιπα- θήσει για πάντα το κυνήγι. Τότε, νέος τριάντα χρονών, είχε προσκληθεί από ένα φίλο του να δοκιμάσει την τύχη του στο ντουφέκι, σε μια παρέα από ε- φτά-οχτώ «φημισμένους» κυνηγούς. Η διήγησή του είναι αξιοπαρατήρητη, τόσο για τη ζωηρή πε- ριγραφή των λεπτομερειών της εκστρατείας αυτής εναντίον φτε- ρωτών και τετραπόδων, όσο και για τη λεπτή ειρωνεία, διανθι- σμένη με χιούμορ, που στολίζει το κείμενο. Ο Ιούλιος Βερν χα- ρακτηρίζει το αφήγημά του σαν «σατυρικό αυτοσχεδίασμα» για να μη νομίσουν οι πολυπληθείς θιασώτες του κυνηγίου αναγνώστες του, πως είχε πρόθεση να τους θίξει, δημοσιεύοντάς το. Πάντως θεωρεί άσκοπο, άδικο και σκληρό να ξεσηκώνεται ολόκληρη στρατιά κυνηγών εναντίον φτωχών υπάρξεων του ζωικού βασι- λείου που ούτε βλάπτουν κανένα, ούτε έχουν φυσικά όπλα για να τους αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης. Για να παρακολουθήσουν με πιότερο ενδιαφέρον και μεγα- λύτερη ευχαρίστηση οι αναγνώστες το κείμενο του Ιουλίου Βερν, τολμώ να το διασκευάσω ελαφρά, κάνοντάς του και μερικές ποι- ητικές προσθήκες, – τονίζοντας, συγχρόνως, πως δεν αποτελεί έγκλημα ν’ απογοητεύει κανείς τους «ατζαμήδες» του κυνηγιού, που συχνά γίνονται και αίτιοι δυστυχημάτων. Ίσα-ίσα που έτσι ικανοποιούνται πιο πολύ οι π ρ αγ μ ατι κ ο ί αρ ι σ τε ί ς το υ σ τό χο υ . Πολ Μενεστρέλ
  • 3. Δ Ε Κ Α Ω Ρ Ε ΢ Κ Τ Ν Η Γ Ι 1 Είναι άνθρωποι στον κόσμο που δεν αγαπούν τους κυνηγούς – κι ίσως να μην έχουν ολότελα άδικο. Άραγε γιατί αυτοί οι ντουφεκάδες – που είναι α- ναμφιβόλως άνθρωποι πολιτισμένοι, δεν αγανακτούν με τον εαυτό τους όταν τα βάζουν με ένα άκακο και – τις περισσότερες φορές – ανυπεράσπιστο ζώο, για τις α- πολαύσεις του ουρανίσκου τους; Ή μήπως γιατί αυτοί οι κυνηγοί – κατά το πλείστον τερατολόγοι – δεν παύουν να διηγούνται, κάθε ώρα και στιγμή κι όπου βρεθούν, τους αξιοκατάκριτους άθλους των; Εγώ πιστεύω πως μάλλον αυτός ο τελευταίος λόγος είναι αιτία που οι γνωστικοί άνθρωποι δεν χωνεύουν τους κυνηγούς. Κι όμως, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, κι εγώ υπήρξα δράστης του πρώτου απ’ τα δυο αυτά αδική- ματα. Κυνήγησα! Σ’ ομολογώ πως κυνήγησα!... Και για να τιμωρήσω τον εαυτό μου, σήμερα θα γίνω ένοχος του δευτέρου αδικήματος: θα σας διηγηθώ με το νι και με το σίγμα τις κυνηγετικές μου περιπέτειες. Αυτή η εξιστόρηση, που είναι ειλικρινής και χωρίς φιλολογικά «παραγεμίσματα», εύχομαι να κάνει τους συνανθρώπους μου να σιχαθούν μια για πάντα τις παγάνες, με τρεχάματα μες στα χωράφια ή στα δάση και στα βουνά, ακολουθώντας το λαγωνικό, με το κυ-
  • 4. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 2 νηγετικό σακίδιο στην πλάτη, τα φυσεκλίκια στη ζώνη και το ντουφέκι στο χέρι! Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που εξιστορώ τα δεινοπαθήματά μου. Ο Θεός να δώσει να πιάσει τόπο η αντικυνηγετική μου προπαγάνδα. 2 Κάποτε, κάποιος είπε κάπου: «Υροντίστε να μην έχετε εξοχικά σπίτια, αμάξια, άλογα... κι ιδιωτική πε- ριοχή για κυνήγι! Είναι ολωσδιόλου περιττό, αφού οι φίλοι σας αναλαμβάνουν να τα ’χουν όλα αυτά... για λογαριασμό σας». ΢οφός ο λαλήσας. Αφού επί τη βάσει αυτής της συμβουλής, έλαβα πρόσκληση να βαπτιστώ στο κυνή- γι, σε ιδιωτική περιοχή του νομού της ΢ομ, χωρίς να ’μαι ο ιδιοκτήτης της. Αν δεν κάνω λάθος, ήταν στα τέλη Αυγούστου του 1859. Απόφαση της νομαρχίας όριζε για την άλλη μέρα την έναρξη του κυνηγιού. ΢την πόλη μας της Αμιένης, όπου κι ο πιο ασήμα- ντος μαγαζάτορας ή τεχνίτης είναι κάτοχος ενός οιου- δήποτε ντουφεκιού – που του δίνει την ευκαιρία να κουρσέψει τα προάστια – ενάμιση μήνα περίμεναν όλοι αυτή την επίσημη μέρα. Πρώτος ιδρυτής της «συνομοταξίας των απανταχού κυνηγών» θεωρείται ο Νεμρώδ, αρχαίος βασιλεύς των Βαβυλωνίων. ΋σο για τους οπαδούς του, η πολυετής μελέτη της δράσεώς του, επιτρέπει να ταξινομηθούν ως εξής: 1ον Οι επαγγελματίες του κυνηγιού, που αυτοτιτ- λοφορούνται «φτιασμένοι».
  • 5. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 3 2ον Οι ντουφεκάδες τρίτης και τετάρτης κατηγορί- ας, που αυτοθεωρούνται «ικανοί». 3ον Οι ατσίδες, που σκοτώνουν στα πεταχτά, χω- ρίς καν να σημαδέψουν. 4ον Οι αδέξιοι, που πάντα σημαδεύουν και ποτέ δεν πετυχαίνουν. 5ον Οι ατζαμήδες, που σκοπός τους είναι να σκοτώνουν... την ώρα τους! ΋λοι αυτοί οι κυνηγοί, κάθε κατηγορίας, περίμεναν με λαχτάρα αυτή την έναρξη, ετοιμάζονταν, κανόνιζαν την κουμπάνια τους, εξασκούνταν στη σκοποβολή, είχαν το νου τους όλο σε ορτύκια, δεν έπαυαν να συ- ζητούν για λαγούς, κι ονειρεύονταν συνεχώς πέρδικες! Ξεχνούσαν και γυναίκα, και παιδιά, κι οικογένεια, και φίλους! Έπαυε να τους ενδιαφέρει κάθε συζήτηση με θέματα: πολιτική, τέχνη, λογοτεχνία, γεωργία, εμπόριο! ΋λα αυτά τα σάρωνε η γεμάτη ελπίδες προσδοκία της «μεγάλης μέρας», που, με την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου, θα ικανοποιούσαν τα ένστικτα της βάρβαρης ψυχαγωγίας τους! Κατά σύμπτωση, μέσα στους λίγους φίλους που είχα στην Αμιένη ήταν και κάποιος Μπρετινιό, τολ- μηρός κυνηγός, κι ευχάριστη παρέα αν και δημόσιος υπάλληλος. Σο περίεργο είναι πως όλο τον σούβλιζαν οι ρευματισμοί του όταν επρόκειτο να πάει στο γραφείο του, ενώ ήταν ευκίνητος και ζωηρός όταν έπαιρνε άδεια για να πάει μια βδομάδα κυνήγι. Λίγες μέρες πριν απ’ την ποθητή έναρξη, ο Μπρε- τινιό ήρθε και με βρήκε – ολωσδιόλου ανυποψίαστο.
  • 6. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 4 — Δεν κυνήγησες ποτέ σου; με ρώτησε με πλέγμα ανωτερότητας.1 — Ποτέ, Μπρετινιό, απάντησα, κι ούτε σκοπεύω... — Ε λοιπόν, έλα να πάρεις το βάφτισμα μαζί μου. ΢την κοινότητα Ερισάρ έχουμε ιδιωτική περιοχή για κυνήγι. Δυο χιλιάδες στρέμματα όπου... κυνήγι να δουν τα μάτια σου! Έχω το δικαίωμα να πάρω μαζί μου έναν καλεσμένο. ΢ε προσκαλώ, λοιπόν, και σε παίρνω μαζί μου! — Μα... δίστασα. — Μη τυχόν και δεν έχεις ντουφέκι; — Δεν είχα ποτέ στη ζωή μου. — Μη σε νοιάζει γι’ αυτό! Θα σου δανείσω ένα εμπροσθογεμές, που το ’χω απ’ τον παππού μου. Μπορεί να ’ναι παλιό, μα τουμπάρει λαγό σία εκατό βήματα! — Υτάνει να τον πετύχει! είπα. — Αυτό ν’ ακούγεται! Είναι ό,τι σου χρειάζεται. — Η καλοσύνη σου, Μπρετινιό! — Μα... δεν θα ’χεις σκυλί, βέβαια! — Δε βαριέσαι! Αφού το ντουφέκι μου θα ’χει... λύκο2 καλαμπούρισα. Ο Μπρετινιό με κοίταξε κάπως δυσαρεστημένος. Δεν του αρέσει να λένε αστεία σε βάρος του ιερού κυ- νηγετικού λειτουργήματος. Μα δεν βάσταξε πολύ ο θυμός του: — Ε λοιπόν, θα ’ρθεις; με ρώτησε. — Αφού επιμένεις!... είπα, χωρίς ενθουσιασμό. 1 Αυτό εξιςοφται με δυο μζρη καταδεκτικότητασ ζναντι οκτώ περιφρόνηςησ. 2 Είναι ο κό κο ρα σ των παλιών ντουφεκιών.
  • 7. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 5 — Βέβαια κι επιμένω! Πρέπει να τα δεις και να τα χαρείς αυτά, έστω και για μια φορά στη ζωή σου! ΢ύμφωνοι! Κι έτσι μπερδεύτηκα ο δόλιος σ’ αυτή την περιπέ- τεια – που η θλιβερή ανάμνησή της δεν παύει να βα- σανίζει τα όνειρά μου. Για να πω την αλήθεια, οι προετοιμασίες δεν μ’ ανησύχησαν καθόλου. Ούτε μ’ έκαναν να χάσω τον ύπνο μου, έστω και για μια ώρα. Κι όμως, κατά βάθος, με κέντριζε ο δαίμονας της περιέργειας. Άραγε ήταν τόσο κοσμοϊστορικό γεγονός η έναρξη του κυνηγιού; Ωστόσο είχα πάρει απόφαση αν όχι να τιμήσω το ντουφέκι μου, τουλάχιστον να παρακολουθήσω σαν περίεργος τη «δράση» των φανατικών οπαδών του Νεμρώδ. ΢α να λέμε, δεχόμουν να φορτωθώ ένα όπλο, μόνο και μόνο για να μην ξεχωρίζω σαν... φτωχός συγγενής, μέσα στο φανατισμένο μπουλούκι των ντουφεκάδων κάθε κατηγορίας. Είναι αλήθεια πως ο Μπρετινιό μου δάνειζε ένα ντουφέκι, ένα μπαρουτόφλασκο, μια τσάντα για τα σκάγια, μα δεν έκανε λόγο για κυνηγετικό σακίδιο. Ίσως γιατί στις περισσότερες κατηγορίες κυνηγών, το είδος αυτό καταντούσε άσκοπη πολυτέλεια. Ζήτησα λοιπόν ν’ αγοράσω κανένα μεταχειρισμένο. Άδικος κόπος. Σα κυνηγετικά σακίδια είχαν κάνει φτερά – ίσως γιατί σχετίζονταν με το... φτερωτό κυνήγι – θεωρούμενα σαν είδος πρώτης ανάγκης. Αναγκάστηκα ν’ αγοράσω ένα καινούργιο, αφού συμφώνησα με τον μαγαζάτορα να του το πουλήσω μισοτιμής, αν δεν έκανα σεφτέ στο κυνήγι! Ο πωλητής δέχτηκε τη συμφωνία, χαμογελώντας. Αυτό το χαμόγελο δεν μου φάνηκε καλός οιωνός.
  • 8. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 6 «΢το κάτω-κάτω, συλλογίστηκα, γίνονται και θαύ- ματα!» 3 Σην παραμονή της «πολυπόθητης μέρας», στις έξι το απόγευμα, βρισκόμουν στην πλατεία Περιγκόρ, όπου μου είχε δώσει ραντεβού ο Μπρετινιό. Ανέβηκα στο λεωφορείο, όγδοος στη σειρά... χωρίς να μετρήσω και τους σκύλους. Ο Μπρετινιό κι οι κυνηγετικοί συνάδελφοί του – ακόμα δεν τολμούσα να περιλάβω και τον ταπεινό ε- αυτό μου στην έμπειρη παρέα τους – καμάρωναν με την κυνηγετική περιβολή τους... σαν γύφτικα σκεπάρ- νια! Εξαιρετικοί τύποι όλοι τους, που άξιζαν τον κόπο να τους μελετήσει κανείς: άλλοι, απ’ αυτούς, σοβα- ροί-σοβαροί, περίμεναν την επίσημη έναρξη της επό- μενης, άλλοι, εύθυμοι, πολυλογάδες, μέσα σε μια βραδιά είχαν σκοτώσει – με το νου τους μόνο, ευτυχώς – τα μισά φτερωτά και τετράποδα της κοινότητας Ερι- σάρ. Βρίσκονταν μέσα στο λεωφορείο μισή δωδεκάδα απ’ τα πιο διακεκριμένα ντουφέκια της πρωτεύουσας της Πικαρδίας. Μερικούς απ’ αυτούς γνώριζα εξ όψεως. Γι’ αυτό, ο φίλος μου Μπρετινιό ανάλαβε να κάνει τις υπολειπόμενες συστάσεις. Πρώτος, ο Μάξιμος, ένας ψηλέας κι αδύνατος, ήταν ο πιο φιλήσυχος άνθρωπος στην καθημερινή του ζωή. Μόλις, όμως, έπιανε ντουφέκι στο χέρι του... ποιος είδε το θεό και δεν φοβήθηκε! Ήταν από εκείνο το σόι των κυνηγών που προτιμούν να σκοτώσουν έστω κι ένα συγκυνηγό τους... παρά να γυρίσουν μ’ αδειανό το
  • 9. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 7 σακίδιο! Ο Μάξιμος δεν έλεγε λέξη: ήταν απορροφη- μένος σε προβλήματα ανώτερης κυνηγετικής τέχνης. Κοντά σ’ αυτή την προσωπικότητα, καθόταν ο Ντυβωσέλ. Σι χτυπητή αντίθεση! Κοντός, παχύς σαν βαρελάκι, πενήντα πέντε ως εξήντα χρονών, ο Ντυβω- σέλ ήταν θεόκουφος, σε βαθμό να μην ακούει τη ντουφεκιά που έριχνε ο ίδιος! Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να διεκδικεί λυσσαλέα κάθε αμφισβητήσιμη ντουφεκιά! Γι’ αυτό κάμποσες φορές τον είχαν βάλει να ντουφεκίσει σκοτωμένο λαγό... με αδειανό ντουφέκι! Κάτι τέτοιες φάρσες μπορούν ολάκερο εξάμηνο να τροφοδοτούν το κουτσομπολιό των κυνηγετικών κύ- κλων, ή των συνεστιάσεων που οργανώνουν κάθε τόσο οι Νεμρώδ. Λίγο έλειψε να με ακρωτηριάσει η σιδερένια χει- ραψία του Ματιφά, υψηλού αφηγητού κυνηγετικών άθλων. ΢άμπως και μιλούσε ποτέ για τίποτε άλλο; Και τι επιφωνήματα! Σι μιμήσεις! Ση φωνή της πέρδικας, το γαύγισμα του σκύλου, τον βρόντο της ντουφεκιάς! Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Σρία «μπαμ»... για ένα δίκανο! Και χειρονομίες να δούνε τα μάπα σας! Σο χέρι του έκανε τις κινήσεις της γουργούλας3 για να μιμηθεί τις λοξοδρομίες του κυνηγημένου ζώου, η ράχη του καμπούριαζε για να πετύχει την πιο ευθυγραμμισμένη στάση με το στόχο, τα πόδια του αναδιπλώνονταν, τ’ αριστερό του μπράτσο απλωνόταν, ενώ το δεξί ξαναγύ- ριζε στο στήθος, για να παραστήσει τη στάση επιφυ- λακής του κυνηγού με το ντουφέκι! Σρέμετε τετράποδα και φτερωτά! Γοργοπόδαροι λαγοί... κάνετε τις προ- 3 Σο κουπί που χρηςιμοποιείται για προπζλα, ςτην πρφμνη τησ βάρκασ. (΢.τ.Δ.)
  • 10. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 8 σευχές σας! Κανένας σας δεν προλαβαίνει να τη γλι- τώσει! Παρά λίγο να με σκοτώσει κι εμένα, στη γωνιά μου, μια απ’ τις πιο πειστικές χειρονομίες του καταπλη- κτικού κυνηγού! Ήταν, όμως, μεγάλο γλέντι, πραγματική απόλαυση, ν’ άκουγε κανείς τον Ματιφά να κουβεντιάζει με τον φίλο του Πονκλουέ – οι δυο αχώριστοι! – και να κα- τηγορεί ο ένας τον άλλο πως του καταπατεί τα κυνηγε- τικά... οικόπεδά του! — Δεν ξέρω κι εγώ, πόσους λαγούς σκότωσα πέρυσι, έλεγε ο Ματιφά, ενώ το λεωφορείο ταρακουνιόταν πάνω στους χωματόδρομους, ούτε είμαι σε θέση να τους υπολογίσω με αριθμούς! «Σι σύμπτωση! ΢αν κι εμένα» σκέφτηκα. — Κι εγώ το ίδιο, Ματιφά! απαντούσε ο Πονκλουέ. Θυμάσαι την τελευταία φορά που πήγαμε κυνήγι στο Αργκέβ; Ε... τι περδικομάνι! — Ακόμα θυμάμαι την πρώτη πέρδικα που στάθηκε τυχερή να περάσει ανάμεσα απ’ το φράγμα των σκαγιών μου! — Κι εγώ τη δεύτερη, που δεν της έμενε πούπουλο για πούπουλο, και πέταξε γυμνή... κοκκινίζοντας απ’ τη ντροπή της! — Κι εκείνη που δεν μπόρεσε να τη βρει ο σκύλος μου, στ’ αυλάκι, όπου είχε πέσει σίγουρα! — Κι εκείνη που της έριξα σε εκατό βήματα από- σταση, κι όμως είμαι βέβαιος πως την πήρα ξώφαλτσα! — Ξεχνάς την άλλη που με το δίκανό μου – μπαμ! μπαμ! μπαμ! – την σμπαράλιασα μες στο τριφύλλι και που την έκανε ο σκύλος μου μια μπουκιά!
  • 11. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 9 — Και το κοπάδι που ξεπετάχτηκε τη στιγμή α- κριβώς που ξαναγέμιζα το ντουφέκι μου! Κυνήγι να δουν τα μάπα σου... και να χορτάσουν! Απ’ τις ενθουσιώδεις κουβέντες των δυο φίλων, πρόσεξα μια μικρή λεπτομέρεια: Καμιά απ’ όλες αυτές τις πέρδικες δεν είχε φιλοξενηθεί στα σακίδιά τους. Μα δεν τόλμησα να πω λέξη, γιατί πάντα δειλιάζω όταν βρίσκομαι με ανθρώπους που ξέρουν περισσότερα από μένα. Ωστόσο, αν όλοι οι άθλοι ενός κυνηγού είναι να αφήνει να του ξεφεύγουν οι πέρδικες... πρώτος και καλύτερος, θα μπορούσα να πάρω δίπλωμα μετ’ ε- παίνων! ΋σο για τους υπόλοιπους κυνηγούς, έχω ξεχάσει τα ονόματά τους. Αν, όμως, δεν κάνω λάθος, του ενός το παρατσούκλι ήταν Μπακαράς: γιατί μια μέρα, βρέ- θηκαν σε ακτίνα βολής του ντουφεκιού πέντε ανύποπτα περδικούλια, τράβηξε στα πέντε... κι αποτέλεσμα μηδέν!4 Έχει γούστο να μου ταίριαζαν κι εμένα κανένα τέ- τοιο παρατσούκλι! Άρχισα να ονειρεύομαι δάφνες! Δεν έβλεπα την ώρα να ξημερώσει! 4 Επιτέλους, έλαχε να ’ρθει η επομένη! Σι φοβερή νύχτα περάσαμε, όμως, σ’ αυτό το πανδοχείο της Ε- ρισάρ! Οχτώ άτομα μέσα σ’ ένα δωμάτιο! Κάτι παλιο- κρεβάτια της κακής ώρας, όπου μας δόθηκε η ευκαι- 4 Ζτςι και ςτον μπακαρά, ο παίκτησ, αν θζλει τραβά ςτο π ζν τ ε ... αλίμονό του, όμωσ, αν βρει κι άλλο π ζν τ ε , οπόταν πζφτει ςτο μ ηδ ζν ! (΢.τ.Δ.)
  • 12. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 10 ρία ν’ αρχίσουμε – πριν της ώρας – το κυνήγι, με στόχο, όμως, όχι τετράποδα και φτερωτά, αλλά έντομα και ζωύφια! Λεγεώνες ολάκερες από φριχτά παράσιτα συ- ντόνιζαν τις επιθέσεις τους πάνω στα κορμιά των λα- γωνικών, που είχαν ξαπλώσει κοντά στα κρεβάτια μας και τα έκαναν όλη νύχτα να ξύνονται σαν δαιμονι- σμένα! Σο πάτωμα έτρεμε ολάκερο απ’ τα τινάγματα των σκυλιών! Κι εγώ, ο αφελής, που είχα ρωτήσει την ξενοδόχα μας, μια γριά ξεμαλλιασμένη, αν στο δωμάτιο βρίσκο- νταν ψύλλοι! — ΋χι! ήταν η απάντηση... Γιατί θα τους έτρωγαν οι κοριοί! Κι έτσι, είχα πάρει την απόφαση να κοιμηθώ, ντυ- μένος, πάνω σε μια καρέκλα κουτσή απ’ το ένα πόδι, που στέναζε σε κάθε κίνησή μου. Γι’ αυτό βρέθηκα τα ξημερώματα τσακισμένος απ’ την κούραση και την αϋπνία. Υυσικά, πρώτος ήμουν στο πόδι. Ο Μπρετινιό, ο Ματιφά, ο Πονκλουέ, ο Ντυβωσέλ κι οι σύντροφοί τους ακόμα ροχάλιζαν σαν ολάκερη ορχήστρα από φάλτσα πνευστά! Δεν έβλεπα την ώρα να βγω παγάνα, σαν τους πρωτάρηδες κυνηγούς, που εννοούν να ξεκινήσουν τα ξημερώματα, προτού βάλουν μπουκιά στο στόμα τους. Οι αριστείς, όμως, της τέχνης – που τους ξύπνησα, με βαθύτατο σεβασμό, τον ένα ύστερα απ’ τον άλλο – κατεύνασαν μουρμουρίζοντας τις ανυπομονησίες ενός πρωτάρη. Ήξεραν, οι κατεργάρηδες, πως τα ξημερώ- ματα τις πέρδικες, που τα φτερά τους είναι ακόμα υγρά απ’ τις σταλαγματιές της δροσιάς, είναι πολύ δύσκολο να τις ζυγώσουν, και πως αν πετάξουν μπροστά στα μάτια τους – ή μπροστά στις κάνες των ντουφεκιών
  • 13. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 11 τους, – θα κάνουν μαύρα μάτια οι κυνηγοί για να τις ξαναδούν! Κι έτσι, περιμέναμε να ρουφήξει ο ήλιος όλα τα δάκρυα της αυγής. Αφού προγευματίσαμε στα πεταχτά κι αδειάσαμε κανένα ποτηράκι – για το καλό της παγάνας – φύγαμε απ’ το πανδοχείο, γδέρνοντας το πετσί μας που ήταν ακόμα ταλαιπωρημένο μα πάντα προσιτό στις επιθέσεις των ψύλλων. Όστερα, τραβήξαμε κατά την πεδιάδα, όπου ήταν τα σύνορα της ιδιωτικής κυνηγετικής πε- ριοχής μας. Ση στιγμή ακριβώς που φθάναμε στη μπασιά, ο Μπρετινιό με πήρε κατά μέρος συμβουλεύοντάς με: — Κράτα καλά λοξά το ντουφέκι σου με το σωλήνα προς τα κάτω, κι έχε το νου σου να μη σκοτώσεις κα- νέναν! — Θα κάνω ό,τι μπορώ, απάντησα χωρίς ν’ αναλάβω καμιά υποχρέωση, φτάνει να προσέχουν κι οι άλλοι να μη με σκοτώσουν, δεν είναι έτσι; Ο Μπρετινιό σήκωσε περιφρονητικά τους ώμους κι έτσι άρχισε το κυνήγι – κυνήγι ελεύθερο – όπου κα- θένας έκανε ό,τι ήθελε. Αυτή η κοινότητα Ερισάρ, αραιοφυτεμένη, σχεδόν γυμνή, δεν ήταν σίγουρα ο παράδεισος των κυνηγών. Αν όμως στερούνταν φτερωτού κυνηγιού – που αφθο- νούσε στο Μον-σου-Βωντραί – η Ερισάρ ήταν για τους «σκληρούς», γιατί ο Ματιφά έλεγε πως οι λαγοί αφθο- νούσαν και πως έβλεπε κανείς τσούρμο ολόκληρο, που αντίκριζαν μοιρολατρικά τους κυνηγούς σα να τους έλεγαν: «΢κότωσέ με, αφέντη, ν’ αγιάσω!» Ο Πονκλουέ πρόσθετε πως «μπορούσε κανείς να σκοτώσει και μια δωδεκάδα με την ίδια ριξιά, σα να τα περνούσε σου- βλάκια στη σούβλα!».
  • 14. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 12 Με τόσο αισιόδοξες κι ευοίωνες προοπτικές, είναι φυσικό να ’χουν τα κέφια τους όλοι αυτοί οι ντουφε- κάδες. Σραβούσαμε μπροστά. Καλοκαιριά σταλμένη απ’ το Θεό. Κάμποσα βέλη του ήλιου τρυπούσαν το πρωινό πούσι, που οι τουλούπες του στριμώχνονταν στον ορί- ζοντα. Παντού ακούγονταν φωνές, πιπίσματα και κα- καρίσματα. Κάτι πουλιά ξεπετιόνταν ξαφνικά μέσ’ από ένα αυλάκι και γοργοπετούσαν ψηλά στον ουρανό. Μια-δυο φορές, μη μπορώντας πια να συγκρατηθώ, έκανα να τα σημαδέψω με το ντουφέκι μου. — Μη ρίξεις! Μη... για τ’ όνομα του Θεού! μου φώναζε ο φίλος μου Μπρετινιό, που παρακολουθούσε τις κινήσεις μου με την άκρη του ματιού του. — Γιατί; Δεν είναι ορτύκια; — ΋χι! Είναι σταρήθρες, σκορδαλοί! Μη ρίξεις! Εννοείται πως ο Μάξιμος, ο Ντυβωσέλ, ο Πονκλουέ, ο Ματιφά κι οι δυο υπόλοιποι με είχαν πολλές φορές στραβοκοιτάξει. Όστερα καλού-κακού είχαν κάνει πέρα, μαζί με τα λαγωνικά τους, που, με το μουσούδι τους χωμένο μες στο γρασίδι ιχνηλατούσαν, ενώ οι ουρές τους ανασηκωμένες τρεμούλιαζαν από ανυπο- μονησία. ΢κέφτηκα πως αυτοί οι πεπειραμένοι κυνηγοί δεν είχαν καθόλου σκοπό να βρίσκονται μέσα στην επι- κίνδυνη ακτίνα βολής ενός νεοφώτιστου, που μια α- στόχαστη – ή άστοχη – ντουφεκιά του μπορούσε να τους στείλει – κατά λάθος – στις αιώνιες μονές! — Μπα που να πάρει η οργή! Κράτα καλά το ντουφέκι σου! μου ξανάπε ο Μπρετινιό, τη στιγμή που κι αυτός μάκραινε καλού-κακού απ’ την επικίνδυνη ζώνη του όπλου μου.
  • 15. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 13 — Μα... δεν το κρατάω χειρότερα απ’ τους άλλους! απάντησα νευριασμένος απ’ τις απανωτές συστάσεις του. Για δεύτερη φορά, ο Μπρετινιό σήκωσε τους ώμους του και λοξοδρόμησε στ’ αριστερά. Καθώς δεν είχα τη διάθεση να μείνω οπισθοφυλακή, προχώρησα πιο γοργά. 5 Είχα ζυγώσει τους συντρόφους μου, για να πάψουν όμως να με κοιτάζουν σαν το χάρο, πέρασα στον ώμο μου το λουρί του ντουφεκιού, που η κάνη του ήταν στραμμένη προς τα κάτω. Φαιρόσουν να τους βλέπεις, αυτούς τους επαγγελ- ματίες κυνηγούς, με την κυνηγετική τους στολή: άσπρο σακάκι, φαρδύ βελουδένιο παντελόνι, παπούτσια με καρφιά στις σόλες, γκέτες, και μάλλινες κάλτσες που είναι προτιμότερες από τις μπαμπακερές, γιατί προ- στατεύουν τα πόδια απ’ τα γδαρσίματα. Εγώ δεν μπο- ρούσα να φιγουράρω κοντά σε τέτοιους Νεμρώδ με το συνηθισμένο μου ντύσιμο. Μπορεί ποτέ κανείς να α- παιτήσει από έναν πρωτόβγαλτο ηθοποιό να ’χει την γκαρνταρόμπα ενός φτασμένου, παλιού θεατρίνου; Ωστόσο γύρω μου δεν έβλεπα ούτε ίχνος κυνηγιού. Κι όμως, οι σύντροφοί μου είχαν διαλαλήσει «στης γης τα πέρατα», πως η ιδιωτική αυτή περιοχή έβραζε από ορτύκια, πέρδικες, ορτυκομάνες, λαγούς, λαγουδίνες και λαγουδάκια – κι ό,τι άλλο μπορεί να ποθήσει η ψυχή ενός καλού κυνηγού! Υυσικά, εγώ, ο πρωτάρης,
  • 16. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 14 έπρεπε να τους πιστέψω, αφού το διαλαλούσαν με τόση πεποίθηση! — Και μην ξεχνάς, μου είχε πει ο φίλος μου Μπρετινιό, πως δεν πρέπει να ρίχνεις πάνω σε λαγου- δίνα που είναι έγκυος! Σέτοια ριξιά είναι ανάξια ενός κυνηγού! Πώς ήθελε, όμως, ο χριστιανός ν’ αντιληφθώ αν η λαγουδίνα είναι έγκυος, εγώ που δεν μπορώ να ξεχω- ρίσω έναν λαγό από ένα κεραμιδόγατο - ακόμα κι αν σερβίρεται μαγειρεμένος; — Μια τελευταία σύσταση που παίζει σπουδαίο ρόλο, στην περίπτωση που ρίξεις πάνω σε λαγό, πρό- σθεσε ο Μπρετινιό, που εννοούσε να τον τιμήσω με τους άθλους μου, σαν νονό μου στο βάφτισμα του πυρός. — Αν περάσει!... είπα ειρωνικά. — Θα περάσει, απάντησε ψυχρά ο Μπρετινιό. Να θυμάσαι πως, έτσι που είναι πλασμένος, ο λαγός τρέχει πιο γρήγορα στον ανήφορο παρά στον κατήφορο. Αυτό να το ’χεις υπ’ όψη σου για να κατευθύνεις τη ριξιά σου. — Καλά έκανες και με προειδοποίησες, φίλε μου Μπρετινιό! απάντησα. Αυτή η παρατήρησή σου δεν θα πάει χαμένη, και σου υπόσχομαι να την αξιοποιήσω με την πρώτη ευκαιρία! Κατά βάθος, σκεπτόμουν πως ακόμα και στον κα- τήφορο ο λαγός θα ’τρεχε τόσο γρήγορα... που δεν θα τον προλάβαινε η ριξιά μου! — Εμπρός, κυνηγοί, εμπρός, φώναξε ο Μάξιμος. Εδώ δεν ήρθαμε για να δώσουμε μαθήματα σε ατζα- μήδες! Υοβερός άνθρωπος! Πού να τολμήσω να του απα- ντήσω; ΢το αναμεταξύ, ο Ντυβωσέλ που, ακριβώς επειδή δεν άκουγε καθόλου ήθελε τουλάχιστον ν’ ακούγε-
  • 17. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 15 ται εκείνος, είχε αρχίσει να τραγουδά το «Εμβατήριο του Κυνηγού» που είχε εμπνευσθεί ο ίδιος – ίσως για να προεξοφλεί τις μέλλουσες διεκδικήσεις του, απαιτήσεις και μηνύσεις για όλα τ’ αμφισβητούμενα φτερωτά ή τετράποδα: Κυνηγός είμ’ εγώ φημισμένος, και με τρέμουν λαγοί και πουλιά... Πάντα σπίτι γυρνώ φορτωμένος, γιατ’ είμαι άσσος σ’ αυτή τη δουλειά. Με το μάτι τ’ αστρίτη εγώ που ’χω, το κυνήγι κιαλάρω ευθύς... Δεν λαθεύω ποτέ μου στο στόχο, και γι’ αυτό με συγχαίρει ο καθείς! Προχωρούσαμε, χωρίς να δίνουμε σημασία στο αυτοδιαφημιστικό τραγούδι του Ντυβωσέλ. Μπροστά μας, ως εκεί που ’φτανε η ματιά μας, δεξιά κι αριστερά, απλωνόταν μια απέραντη πεδιάδα. Σα λαγωνικά είχαν τραβήξει μπροστά. Οι κυνηγοί είχαν σκορπιστεί. Έβαζα τα δυνατά μου για να μην τους χάσω απ’ τα μάτια μου. Γιατί με βασάνιζε μια σκέψη: ήξερα πως οι σύντροφοί μου ήταν άσσοι στις φάρσες, και μπορεί να μου σκά- ρωναν καμιά, επωφελούμενοι της ολοκληρωτικής α- τζαμοσύνης μου. Θυμόμουν πώς την είχαν σκάσει, κάποτε, ενός συναδέλφου μου νεοφώτιστου: τον είχαν βάλει να ντουφεκά ένα μηχανικό λαγό, καθισμένος πάνω στα πισινά του πόδια, πίσω από ένα θάμνο, βαρούσε τα- μπούρλο... ειρωνικά! Εγώ αν ήμουν στη θέση του νε- οφώτιστου εκείνου, θα είχα πεθάνει από ντροπή! Ο Ντυβωσέλ, ωστόσο, συνέχιζε τον ποιητικό του οίστρο:
  • 18. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 16 ΢το ντουφέκι έχω πείρα μεγάλη... Σόσ’ είν’ οι άθλοι μου... που τους ξεχνώ! Κι αν σκοτώνουν την ώρα τους άλλοι... εγώ πάντα βαρώ στο ψαχνό! Κυνηγοί, μαζωχτείτε σιμά μου... μελετήστε με πώς κυνηγώ... Και μονάχα με το μάθημά μου, θα πετύχετε ορτύκι ή λαγό! ΢το αναμεταξύ, περιπλανιόμαστε στην τύχη, ανά- μεσα στις θημωνιές, ακολουθώντας τα λαγωνικά, για να φτάσουμε σ’ ένα υψωματάκι που διακρινόταν σε από- σταση τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων, και που η κορφή του ήταν τριγυρισμένη από δεντράκια. ΋σο κι αν έβαζα τα δυνατά μου, όλοι αυτοί οι πε- ζοπόροι, συνηθισμένοι στο ανώμαλο έδαφος των βάλ- των και των καλλιεργημένων εκτάσεων, προχωρούσαν πιο γρήγορα από μένα, κι έτσι δεν άργησα να μείνω πολύ πίσω. Ακόμα κι ο Μπρετινιό, που βάδιζε στην αρχή, ρυθμίζοντας τα βήματά του με τα δικά μου, αναγκάστηκε στο τέλος να μ’ εγκαταλείψει στην τύχη – ή μάλλον στην ατυχία μου – κι ακολούθησε ολοταχώς τους άλλους κυνηγούς για να λάβει το μερτικό στις πρώτες ριξιές. Δεν σου κρατώ κακία γι’ αυτό, φίλε μου Μπρετινιό. Σο ένστικτό σου του κυνηγού στάθηκε πιο ισχυρό απ’ τη φιλία μας! Και σε λίγο, ξεχώριζα μονάχα τα κεφάλια των κυνηγών, που σαν τους άσσους μπα- στούνι πρόβαλαν πάνω απ’ τους θάμνους. Ωστόσο δυο ώρες ύστερα απ’ την αναχώρησή μας απ’ το πανδοχείο της Ερισάρ είχαν περάσει, χωρίς ν’ ακούσω την παραμικρή ντουφεκιά! Ούτε τρακατρούκα! Υανταζόμουν πόσο κακόκεφοι, γκρινιάρηδες, παρα- πονιάρηδες, καυγατζήδες, θα γύριζαν οι κυνηγοί αν δεν
  • 19. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 17 έβρισκαν ως τότε κανένα φτερωτό ή τετράποδο για να το φιλοξενήσουν μέσα στο σακίδιο τους! Ε λοιπόν... δεν θα το πιστέψετε! ΢ε μένα έλαχε η τύχη να ρίξω την πρώτη ντουφεκιά. Με ποια ευκαιρία, όμως; Ντρέπομαι να την εξιστορήσω. Να σας το ομολογήσω; Δεν είχα ακόμα γεμίσει το ντουφέκι μου. Άραγε από επιπολαιότητα ενός ατζαμή; ΋χι! Από ζήτημα όμως φιλοτιμίας. Καθώς φοβόμουν μη φανώ πολύ αδέξιος στο κυνήγι, περίμενα να μείνω μονάχος για να δοκιμάσω την τύχη μου. Η απουσία μαρτύρων μου ’δωσε κουράγιο. Άνοιξα το μπαρουτόφλασκο και μες στην αριστερή κάνη του ντουφεκιού έχυσα αρκετή ποσότητα μπαρουτιού, έ- βαλα ένα κομμάτι χαρτί για βούλωμα, κι ύστερα πρόσθεσα από πάνω κάμποσα σκάγια ίσως παραπάνω απ’ όσα έπρεπε, μα σκοπός μου ήταν να μη γυρίσω μ’ αδειανά χέρια. Κατόπιν πατίκωσα καλά το πίσω μέρος του όπλου, και, στα τελευταία, – τι απερισκεψία, Θεέ μου! – κάλυψα με το καψούλι τον επικρουστήρα της κάνης που είχα παραγεμίσει. Αφού τέλειωσα με την αριστερή κάνη, έκανα τα ίδια στη δεξιά! Ση στιγμή όμως που πατίκωνα... τι βρόντος και χαλασμός κόσμου! Μπαμ! Είχα ξεχάσει να κατε- βάσω τον λύκο του ντουφεκιού πάνω στο καψούλι... μια αδέξια κίνηση τον έκανε να πέσει... και λίγο έλειψε να μου φάνε τη μούρη τα σκάγια! Σο νου σας, νεοφώτιστοι! Παρά λίγο να είχα κάνει εγώ την έναρξη του κυνηγιού στο νομό της ΢ομ σαν θύμα ενός λυπηρού ατυχήματος. Πόσα θα είχαν να γράψουν γι’ αυτό οι τοπικές εφημερίδες! Κι όμως, αν τη στιγμή που βροντούσε από απροσε- ξία μου το ντουφέκι, αν, – αλήθεια, καλά που το σκέ- φτηκα! – αν περνούσε κανένα οποιοδήποτε πουλί στο
  • 20. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 18 μέρος που σκορπίστηκαν τα σκάγια, σίγουρα θα το ’χα σκοτώσει!... Μπορεί κι αυτή ακόμα η εξαιρετική ευ- καιρία να μη μου λάχει άλλη φορά! 6 Ωστόσο, ο Μπρετινιό με τους συντρόφους του είχαν φτάσει στο υψωματάκι. Εκεί, σταματημένοι, συζητού- σαν πάνω σ’ ένα καυτό θέμα: Σι έπρεπε να κάνουν για να καταπολεμήσουν τη γρουσουζιά. Σους πλησίασα, αφού πρώτα ξαναγέμισα το ντουφέκι μου, με μεγάλη προσοχή τούτη τη φορά. Ο Μάξιμος μου απηύθυνε το λόγο, με το ακατάδε- χτο ύφος του αφέντη που καταδέχεται να μιλήσει στον υπηρέτη του: — Έριξες; μου είπε. — Ναι!... σα να λέμε... έριξα... — Πέρδικα; — Πέρδικα! Δεν εννοούσα με κανένα λόγο να ομολογήσω τις συνέπειες της ατζαμοσύνης μου ενώπιον του ανώτατου αυτού δικαστηρίου των Νεμρώδ. — Και πού είναι αυτή η πέρδικα; ρώτησε ο Μάξι- μος, αγγίζοντας το αδειανό σακίδιο μου με την άκρη του ντουφεκιού του. — Σην έχασα! απάντησα με θράσος. Σι τα θέλετε; Εγώ δεν είχα σκυλί! Αχ! Και να ’χα σκυλί! — Έτσι μπράβο! με τέτοιο θράσος, σίγουρα θα γι- νόμουν κυνηγός με τα όλα μου!
  • 21. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 19 Ξαφνικά, η ανάκρισή μου – του «κατηγορουμένου»! – διακόπηκε. Ο σκύλος του Πονκλουέ είχε κάνει να ξεπεταχτεί ένα ορτύκι, σε δέκα βήματα απόσταση. Έτσι χωρίς να το θέλω... από ένστικτο μάλλον... το σημά- δεψα... και μπαμ! όπως έλεγε ο Ματιφά. Σι σκαμπίλι μου ’ρθε στο μάγουλο, γιατί δεν είχα ακουμπήσει καλά το ντουφέκι στον ώμο μου! Κι οι νόμοι της φύσης, καθώς βλέπετε, τιμωρούν τους α- τζαμήδες! Η ντουφεκιά μου, όμως, συνοδεύτηκε αυ- τόματα από μια δεύτερη, του Πονκλουέ. Σο ορτύκι έπεσε, κόσκινο απ’ τα σκάγια, και το λαγωνικό το ’φερε στον αφέντη του, που το ’βαλε μέσα στο σακίδιο του. Δεν είχαν ούτε την στοιχειώδη τιμιότητα να σκε- φτούν πως μπορεί να μην ήμουν ολωσδιόλου αμέτοχος σ’ αυτό το μακελειό. Εγώ απέφυγα να πω λέξη, δεν τόλμησα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Είμαι, βλέπετε, ντροπαλός προ πάντων όταν συναναστρέφομαι αν- θρώπους που ξέρουν πολύ περισσότερα από μένα! Η αλήθεια είναι πως αυτή η πρώτη επιτυχία είχε ανοίξει την όρεξη όλων αυτών των φανατικών εξολο- θρευτών που ονειρεύονταν εκατόμβες θυμάτων! Για λογαριάστε! Σρεις ώρες ολάκερες κυνηγούσαν και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Ένα ορτύκι να το μοιράσουν εφτά κυνηγοί! Ε... μα όχι κι έτσι! Ήταν αδύνατο, σ’ αυτό τον πλούσια διαφημισμένο κυνηγότοπο της Ερισάρ, να μην βρίσκεται τουλάχιστον άλλο ένα ορτύκι. Κι αν κατά- φερναν να το σκοτώσουν στη μοιρασιά θα ’παιρναν... από ένα τρίτο ορτυκιού κάθε ντουφεκάς. Μόλις ξεπεράσαμε το υψωματάκι, ξαναβρεθήκαμε σε απελπιστικά δύσβατους καλλιεργημένους χώρους. Εμένα ατομικά, αυτά τ’ ατέλειωτα αυλάκια που ανα- γκάζουν τον πεζοπόρο ν’ αγωνίζεται να τα περάσει σε
  • 22. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 20 κάθε βήμα του, οι βώλοι του χώματος που κολλάνε στις σόλες, δεν μου ταίριαζαν καθόλου και προτιμώ την άσφαλτο των λεωφόρων. Η παρέα μας, μαζί με τα λαγωνικά τους, περιπλα- νήθηκαν έτσι δυο ώρες, χωρίς να συναντήσουν... ούτε πουλί πετάμενο, ο ύτε λαγό τρεχάμενο ! ΋λοι είχαν αρχίσει να στραβομουτσουνιάζουν. Με το παρα- μικρό μπαρούτιαζαν, αγρίευε η ματιά τους, άλλαζαν εκρηκτικά λόγια ένας με τον άλλο, διψασμένα για παρεξήγηση! Έστηναν καυγά ακόμα κι όταν το ένα λαγωνικό έκανε να προσπεράσει τ’ άλλο. ΋λα αυτά, κοντολογίς, ήταν σημάδια γενικής κακοκεφιάς. Επί τέλους, είδαμε κάτι περδικούλια να ξεπετιώνται μονομιάς σε καμιά σαρανταριά βήματα απόσταση, πάνω από ένα χωράφι γεμάτο κοκκινογούλια. Δεν μπορώ να τ’ ονομάσω πέρασμα πουλιών, γιατί ήταν δυο όλα-όλα τα δυστυχισμένα! Αυτό, όμως, δεν είχε καμιά σημασία. Βάρεσα μες στα όλα. Και πάλι τούτη τη φορά, άλλες δυο ντουφεκιές βρόντηξαν, αμέσως ύστερα απ’ τη δική μου. Ο Πον- κλουέ κι ο Ματιφά είχαν ρίξει ταυτόχρονα. Ένα από τ’ άμοιρα φτερωτά σωριάστηκε κάτω. Σο άλλο πρόλαβε και πέταξε έξω από ακτίνα βολής, σε απόσταση ενός χιλιομέτρου, πίσω από ένα χωματότο- πο. Αναθεματισμένο περδικούλι, πώς μπόρεσες να λά- βεις τέτοια μεταθανάτια εκδίκηση! Σι ατέλειωτος καυ- γάς μεταξύ Ματιφά και Πονκλουέ! Καθένας τους διεκ- δικούσε τα πρωτεία στον περδικοσκοτωμό! Σι ανταλ- λαγή προσβλητικών υπονοουμένων! Σι ελεεινά σκυ- λοβρίσματα! Και τι φαρμακεροί χαρακτηρισμοί! – ΢φετεριστής!... ΋λα τα θέλει δικά του!... ΢α δεν ντρέ-
  • 23. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 21 πεται λιγάκι!... Είναι η τελευταία φορά που βγαίνω κυνήγι μαζί του!... Κι ένα σωρό τέτοιες «φιλοφρονητικές εκφράσεις», που είναι καλύτερα για μένα να μην τις γράψω... και για σας να μην τις διαβάσετε! Η αλήθεια είναι πως τα δυο ντουφέκια είχαν βρο- ντήξει ταυτόχρονα. Κι ένα τρίτο ντουφέκι, όμως, είχε ρίξει – και μάλιστα πριν από τ’ άλλα δυο. Μα δεν επιτρεπόταν συζήτηση γι’ αυτό. Μπορούσε ποτέ κανείς, σας παρακαλώ, να πα- ραδεχτεί πως το περδικούλι το ’χα σκοτώσει εγώ; Ακούς εκεί! Ένας πρωτάρης! Γι’ αυτό και στην θυελλώδη φιλονικία του Πονκλουέ με τον Ματιφά, θεώρησα περιττό να επέμβω για να τους συμβιβάσω ή να τους συμφιλιώσω ακόμα. ΋σο για να διεκδικήσω το δίκιο μου ή το μερίδιο μου στο σκοτωμένο περδικούλι – δεν μου πέρασε καν απ’ το νου τέτοιο πράμα! Θεός φυλάξοι! Είμαι ντρο- παλός... την υπόλοιπη φράση την ξέρετε. 7 Επί τέλους, έφθασε το μεσημέρι, προς μεγάλη απόλαυση των στομαχιών μας. ΢ταματήσαμε εκεί που άρχιζε μια κατηφοριά, στη σκιά μιας φτελιάς. Ντου- φέκια, σακίδια – δυστυχώς αδειανά! – μαζώχτηκαν σε μιαν άκρη. Όστερα, στρωθήκαμε να φάμε, για να α- νακτήσουμε τις δυνάμεις που άδικα είχαμε σπαταλή- σει. Εδώ, η λέξη σπαταλώ εσήμαινε κυριολεκτικά ξο- δεύω χωρίς σκοπό κι όφελος. Σι θλιμμένο γεύμα! Κάθε μπουκιά και παράπονο! Κάθε ρουφηξιά και γκρίνια!... Σι φριχτός τόπος!... Σι
  • 24. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 22 σόι αγροφύλακες επόπτευαν την περιοχή;... Ποιος σεβόταν την ιδιοκτησία;... Οι λαθροκυνηγοί δεν είχαν αφήσει πετάμενο για πετάμενο... και λαγό για λαγό!... Έπρεπε να τους κρεμάσουν δυο-δυο σε κάθε δέντρο, με την ίδια πινακίδα στον καθένα: Εδώ που μ’ έχουν κρεμαστό και δίχως να με θάψουν, ορτύκια, πέρδικες, λαγοί δεν θα ’ρθουν να με κλάψουν. Αυτούς τους εμπνευσμένους από μια μακάβρια μούσα στίχους, τους σκάρωσε ποιος άλλος; – ο Ντυ- βωσέλ. Κι οι μεμψιμοιριές συνεχίζονταν: Σο κυνήγι έπρεπε να το κηρύξουν υπό διωγμό οι σύλλογοι των νομίμων ντουφεκάδων!... ΢ε δυο χρόνια, θα ’χαν εξολοθρευτεί όλα τα πετάμενα μέχρι σπουργίτια κι όλα τα τετράποδα από λαγό μέχρι γάτα!... Γιατί να μην απαγορευτεί για κάμποσο καιρό το κυνήγι;... Ένα-δυο χρόνια, το πολύ, για να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή τους!... Έτσι, με κλάψες, απειλές, παράπονα, κι υποδείξεις, έλαβε τέλος το μοιρολόι των κυνηγών που δεν είχαν κάνει σεφτέ απ’ το πρωί! Σότε, όμως, ξανάρχισε ο ατέλειωτος καυγάς μεταξύ Πονκλουέ και Ματιφά για το αμφισβητούμενο με- σιακό περδικούλι. Ανακατεύτηκαν κι οι άλλοι. Και λίγο έλειψε να καταλήξουν σε γρονθοκλωτσοπατινάδες! Επί τέλους, ύστερα από μια ώρα όλοι ξεκίνησαν – καλά σαβουρωμένοι και ποτισμένοι με «οίνον που ευφραίνει ψυχήν ανθρώπου». Ποιος ξέρει; Μπορεί ως το βράδυ να έσπαζε ο διάολος το ποδάρι του! Κάθε καλός κυνηγός δεν παύει να διατηρεί ελπίδες ως το σούρουπο, που οι περδικίνες κράζουν τα περδικό-
  • 25. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 23 πουλα να προσέλθουν στην βραδινή οικογενειακή συ- νεστίαση. Σότε μονάχα εγκαταλείπει αναίμακτα το κυνηγετικό πεδίο, γιατί του θυμίζει ο στίχος του Δάντη: «Εγκαταλείψατε κάθε ελπίδα. ..» Ξεκινήσαμε λοιπόν. Σα λαγωνικά, γκρινιάρικα κι αυτά σαν εμάς, προπορεύονταν. Οι κύριοί τους, ακο- λουθώντας τα, ξελαρυγκιάζονταν, σε τόνο «Βαρδάτε από μπρος μη σας κάνω λιώμα!», που έχει τόσο μεγάλη ομοιότητα με τα προστάγματα του βρετανικού ναυτι- κού. Ακολουθούσα κι εγώ με βήμα αναποφάσιστο. Είχε αρχίσει να με τσακίζει η κούραση. Κι αδειανό ακόμα που ήταν, το σακίδιο βάραινε κι ένιωθα πόνο στα νε- φρά. Σο ντουφέκι στον ώμο μου θαρρείς και ζύγιζε έναν τόνο και λαχταρούσα το ελαφρό μπαστουνάκι μου. Σο μπαρουτόφλασκο και την τσάντα με τα σκάγια – όλα άχρηστα πράματα! – με χαρά μου θα τα χάριζα σ’ ένα απ’ τα χωριατόπουλα που μας κοίταζαν κοροϊδευτικά, ρωτώντας μας «αν είχαμε αφήσει και κανένα λαγό για να τον σκο τώσο υν άλλοι ». Σο φιλότιμο μου όμως – φιλότιμο ενός πρωτάρη – δεν μου επέτρεπε να τολμήσω να κάνω μια τέτοια χειρονομία. Πέρασαν άλλες δυο ώρες θανάσιμης κούρασης. Είχαμε πεζοπορήσει τουλάχιστον δεκαπέντε χιλιόμε- τρα. Ήταν πια ολοφάνερο πως ο απολογισμός μου αυτού του κυνηγιού θα συντασσόταν έτσι: ΚΕΡΔΗ ΖΗΜΙΕ΢ Ορτύκια, Πέρδικες, Λαγοί 0 – Κοψομάσιασμα – 1 Ξαφνικά ακούστηκε ένα φρουφρουρού, που μ’ αναστάτωσε! Αυτή τη φορά, ένα τσούρμο από περδι- κόπουλα τινάζονται πίσω από ένα θάμνο. Πυρ ομαδόν!
  • 26. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 24 Ρίχνονται καμιά δεκαπενταριά ντουφεκιές – μαζί με τη δική μου. Ανάμεσα από τον καπνό, ξεφεύγει ένα ξεφωνητό! Κοιτάζω... Και τι να δω;! Βλέπω ένα κεφάλι να φανερώνεται πίσω απ’ το θά- μνο. Ήταν ένας χωριάτης με πρησμένο το δεξί μάγουλο σα να ’χε ένα καρύδι στο στόμα του! — Ατύχημα! φώναξε ο Μπρετινιό. — Μόνο αυτό μας έλειπε! απάντησε ο Ντυβωσέλ. Γι’ αυτά τα «τραύματα εξ αμελείας, άνευ προθέσεως φονικής» που δικάζονται απ’ τα πλημμελειοδικεία, μονάχα δυο κουβέντες ένιωσαν την υποχρέωση ν’ α- νταλλάξουν οι δυο κυνηγοί. Κι έτρεξαν με τους συνα- δέλφους τους προς τα λαγωνικά που έφερναν δυο πληγωμένα περδικόπουλα. ΢αν ευσυνείδητοι κυνηγοί, όλοι μαζί έσπευσαν ν’ αποτελειώσουν με κλωτσιές τα φουκαριάρικα τα φτερωτά! Εύχομαι σ’ αυτούς τους φονιάδες να ’χουν το ίδιο τέλος – δηλαδή να τους στείλουν στον άλλο κόσμο με χαριστική βολή! Ωστόσο, ο χωριάτης δεν το κουνούσε από κει, χωρίς να μιλά, όμως, γιατί τον εμπόδιζε το πρησμένο μάγουλό του. Ο Μπρετινιό με τους συντρόφους του τον πλησία- σαν. — Σι έχεις, καλέ μου άνθρωπε; ρώτησε ο Μάξιμος με προστατευτικό ύφος. Ο χωριάτης φυσικά, δεν μπορούσε να μιλήσει. Κι εγώ, απάντησα για λογαριασμό του: — Σι θέλεις να ’χει; Ένα σκάγι μες στο μάγουλο!... — Δεν βαριέσαι! Δεν είναι τίποτα! διέκοψε ο Ντυ- βωσέλ. Σίποτα απολύτως!
  • 27. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 25 — Πονάω! έκανε ο χωριάτης, που για να δείξει πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα του, έκανε μια φριχτή γκρι- μάτσα. — Μα ποιος είναι τόσο αδέξιος και πλήγωσε έτσι τον φουκαρά; ρώτησε ο Μπρετινιό, κι η ερωτηματική του ματιά καρφώθηκε τελικά πάνω μου. — Μήπως έριξες; μου είπε ο Μάξιμος. — Βέβαια! Έριξα... όπως όλοι σας! — Σώρα εξηγούνται όλα! φώναξε ο Ντυβωσέλ. — Είσαι κυνηγός ατζαμής σαν τον Ναπολέοντα Πρώτο, πρόσθεσε ο Πονκλουέ, που ήταν αντιαυτο- κρατορικός απ’ τα γεννοφάσκια του. — Εγώ! Εγώ!... διαμαρτυρήθηκα. — Δεν μπορεί να το ’κανε άλλος από σένα! μου είπε αυστηρά ο Μπρετινιό. — Ο κύριος καταντά δημόσιος κίνδυνος! συνέχισε ο Ματιφά. — Κι όταν είναι κανείς πρωτάρης, πρόσθεσε ο Πονκλουέ, καλά θα κάνει να μη δέχεται προσκλήσεις από ανύποπτους φίλους του! Κι επάνω σ’ αυτά, οι τρεις με άφησαν σύξυλο κι έφυγαν. Κατάλαβα. Με παράτησαν για να πληρώσω τα σπασμένα. — Σι θέλατε να κάνω; Πρόσφερα στον τραυματία δέκα φράγκα – και μονομιάς το δεξί του μάγουλο ξε- πρήστηκε. Υαίνεται πως κατάπιε το καρύδι του. — Πας καλύτερα; τον ρώτησα. — ΋χι... όχι! Ξαναπρήστηκε! απάντησε, φουσκώ- νοντας τούτη τη φορά το αριστερό του μάγουλο. — Ως εδώ και μη παρέκει! φώναξα. Υτάνει ένα μάγουλο για σήμερα! Και πήρα δρόμο.
  • 28. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 26 8 Ενώ ξεκαθάριζα τους λογαριασμούς μου με τον κατεργάρη τον χωριάτη, οι άλλοι προχωρούσαν. Γιατί μου ’χαν δώσει να καταλάβω πως στοιχειώδης νόμος για να φυλαχτεί κανείς απ’ την «κακιά ώρα», είναι να αποφεύγει να βρίσκεται κοντά σε έναν αδέξιο σαν κι εμένα που κρατά ντουφέκι στο χέρι. Ακόμα κι ο Μπρετινιό, αυστηρός μα κι άδικος, μ’ εγκατέλειψε, σαν να ’μουν κανένας γρουσούζης και κατσικοπόδαρος. Κατά βάθος, προτιμούσα αυτό το κενό που δημιουργούσαν ολόγυρά μου. Έτσι, τουλά- χιστον, θα είχα την ευθύνη μόνο των δικών μου πρά- ξεων! Ήμουν λοιπόν μονάχος, ολομόναχος στο μέσον αυτής της απέραντης πεδιάδας. Σι γύρευα εκεί, για τ’ όνομα του Θεού, μ’ όλη τούτη την αρματωσιά στην πλάτη μου; Κανένα περδικούλι δεν ζύγωνε, επιζητώντας επαφή με τα σκάγια μου. Κανένας λαγός δεν είχε τη στοιχειώδη φιλοτιμία να προσφερθεί ολοκαύτωμα στο βωμό της ατζαμοσύνης μου. Κανένα ορτύκι δεν είχε βαρεθεί τα βάσανα μιας κυνηγημένης ζωής για να ζη- τήσει το λυτρωμό στην κάνη του ντουφεκιού μου. Σι γύρευα εκεί, γυρίζοντας σαν άδικη κατάρα; Δεν καθόμουν ήσυχα-ήσυχα στο γραφείο μου, γράφοντας, διαβάζοντας... ή τεμπελιάζοντας; Προχωρούσα άσκοπα, στην τύχη. Παρατώντας τα καλλιεργημένα εδάφη, προτιμούσα τα πολυσύχναστα μονοπάτια. Όστερα, πεζοπορούσα είκοσι λεπτά. Μέσα σε ακτίνα πέντε χιλιομέτρων, δεν φαινόταν κανένα σπίτι. Κανένα καμπαναριό στον ορίζοντα. Απόλυτη ερημιά. Κατά διαστήματα, συναντούσα πάνω σ’ ένα στύλο την επιγραφή: ΙΔΙΩΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΦΗ ΚΤΝΗΓΙΟΤ –
  • 29. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 27 βαλμένη για να τρομάζει σαν σκιάχτρο τους λαθρο- κυνηγούς. Μα τι γύρευαν εκεί οι λαθροκυνηγοί; Αφού δεν υπήρχε ίχνος φτερωτού ή τετράποδου! Ωστόσο, εξακολουθούσα το δρόμο μου, ονειροπο- λώντας, φιλοσοφώντας, με το ντουφέκι στον ώμο, και κουτσαίνοντας. Πόσο αργούσε να βασιλέψει ο ήλιος! Άραγε κανένας καινούργιος Ιησούς του Ναυή, ανα- στέλλοντας τους νόμους της κοσμογραφίας, τον είχε σταματήσει απ’ την ημερήσια διαδρομή του, για να πάρουν παράταση στο κυνήγι τους οι φανατισμένοι σύντροφοί μου;5 Πότε επί τέλους θα νύχτωνε, να τε- λειώσει αυτή η καταραμένη μέρα που έλαχε να πάρω το βάφτισμα του πυρός; 9 ΋λα έχουν ένα τέλος – ακόμα κι οι ιδιωτικές περι- οχές του κυνηγιού. Υάνηκε ένα δάσος, που έφραξε την πεδιάδα. Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα ’φτανα ως εκεί. Εξακολουθούσα λοιπόν να πεζοπορώ, χωρίς να ταχύνω το βήμα. Έτσι έφτασα στην είσοδο του δάσους. Μακριά, πολύ μακριά, βροντούσαν ντουφεκιές, σα να γιορταζόταν η 14 Ιουλίου.6 «Πωπώ, τι σκοτωμός! Σι μακελειό! σκέφτηκα. Δεν θα αφήσουν ούτε δείγμα για του χρόνου!» 5 Για να προλάβει να νικήςει τουσ ςτρατοφσ των ηνωμζνων βαςιλείων τησ Παλαιςτίνησ, που είχαν περιζλθει εκείνη τη μζρα ςε απελπιςτική κατάςτα- ςη, ο διάδοχοσ του Μωχςζωσ, Ιηςοφσ του Ναυή, διζταξε (κατά την Βίβλον): «΢τήτω ήλιοσ κατά Γαβαών και ςελήνη κατά φάραγγα Αιλών». (΢.τ.Δ.) 6 Η μζρα που κατζλαβαν οι Γάλλοι επαναςτάτεσ τη Βαςτίλλη, και την κα- θιζρωςαν ςαν εθνική εορτή. (΢.τ.Δ.)
  • 30. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 28 Και τότε, το ’φερε η μοίρα μου να συλλογιστώ πως μπορεί να τα κατάφερνα στο δάσος, μια κι είχα απο- τύχει στην πεδιάδα. ΢τις κορφές των δέντρων, βρίσκο- νται πάντα κάτι αθώα, ξένοιαστα σπουργίτια, που τα καλύτερα ρεστωράν τα σερβίρουν καλομαγειρεμένα σαν σκορδαλούς. Κι αρχίζω να παίρνω τα μονοπάτια που οδηγούν στο μεγάλο δρόμο. ΢τ’ αλήθεια, με είχε κυριεύσει ο δαίμονας του κυ- νηγιού! Ναι! Δεν είχα πια το ντουφέκι μου κρεμασμένο στον ώμο. Σο ’χα γεμίσει, ήταν σ’ επιφυλακή, με ση- κωμένο το λύκο... Οι ματιές μου ερευνούσαν μ’ αγωνία δεξιά-αριστερά... Σζίφος! Σα σπουργίτια, καθώς φαίνεται, δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στην ειλικρίνεια του κατάλογου των ρεστωράν του Παρισιού, και δεν ξεμυτούσαν απ’ τις φωλιές ή τα καταφύγιά τους. Μια-δυο φορές, έκανα να ρίξω... Μα ο θόρυβος ήταν θρόισμα των φύλλων – και πού ακούστηκε να πυροβολεί κανείς τις φυλλωσιές;! Ήταν η πέμπτη απογευματινή. Ήξερα πως σε σα- ράντα λεπτά της ώρας θα ’χα γυρίσει στο πανδοχείο, όπου θα μαζευόμαστε για το βραδινό μας, προτού ξαναμπούμε στο λεωφορείο που θα μας μεταφέρει όλους – ζώα κι ανθρώπους, ζωντανά και σκοτωμένα – στην Αμιένη. Εξακολουθούσα λοιπόν να προχωρώ στο μεγάλο μονοπάτι που οδηγούσε προς την Ερισάρ, με τα μάτια μου δεκατέσσερα... Ξαφνικά, σταμάτησα... Η καρδιά μου άρχισε να βαρά σαν ταμπούρλο! Κάτω από ένα θάμνο, σε πενήντα βήματα απόσταση, ανάμεσα στους βάτους και στα χαμόκλαδα, σίγουρα κάτι βρισκόταν.
  • 31. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 29 Ήταν κάτι μαυριδερό, με ασημένια μπορντούρα, κι ένα είδος κατακόκκινης κόρης ματιού που ήταν καρ- φωμένη πάνω μου! ΢ίγουρα ένα κυνήγι, φτερωτό ή τετράποδο, που την είχε αράξει σ’ εκείνο το μέρος. Μπορεί να ’ταν κανένας λαγός ή φασιανός. Γιατί όχι; Υανταστείτε με τι περη- φάνεια θ’ αντάμωνα τους συντρόφους μου, και σε πόση υπόληψη θα με είχαν από δω και πέρα, αν, μπροστά τους, έβγαζα – μέσα από το σακίδιό μου – ένα φασιανό! Πλησίασα λοιπόν με προσοχή, έτοιμος να σημα- δέψω. Κρατούσα την ανάσα μου. Ένιωθα συγκίνηση – ναι, ιερή συγκίνηση! σαν τον Ντυβωσέλ, τον Μάξιμο και τον Μπρετινιό, τους τρεις μαζί! Επί τέλους, όταν έφτασα σε μικρή απόσταση – εί- κοσι βήματα πάνω-κάτω – γονάτισα για να σιγουράρω τη ριξιά, με ολάνοιχτο το δεξί μάτι και κατάκλειστο το αριστερό, σημάδεψα και πυροβόλησα. — Διάνα! φώναξα έξαλλος. Κι αυτή τη φορά, δεν θα βρεθεί κανένας να διεκδικήσει το κυνήγι μου ή να αμφισβητήσει την επιτυχία της ριξιάς μου! Πραγματικά, είχα δει με τα μάτια μου να σκορπί- ζονται φτερά... ή μάλλον τρίχες, μαλλιά! Αφού δεν είχα λαγωνικό, έτρεξα εγώ προς το θάμνο, όρμησα πάνω στο ακίνητο φτερωτό, που δεν έδινε ση- μεία ζωής! Σο μάζεψα... Ήταν το δίκωχο ενός χωροφύλακα, με ασημένια μπορντούρα, και με κοκάρδα που το κόκκινο χρώμα της έμοιαζε σαν μάτι καρφωμένο πάνω μου! Πάλι καλά που το δίκωχο δεν βρισκόταν στο κεφάλι του χωροφύλακα, την ώρα που το έριξα!
  • 32. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 30 10 Ση στιγμή εκείνη, ένας μακρολέλεκας, που ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι, ανασηκώθηκε. Αναγνώρισα με τρόμο το μπλε πανταλόνι με μαύρη λουρίδα, το σκούρο χιτώνιο μ’ ασημένια κουμπιά, και τον κίτρινο ζωστήρα ενός χωροφύλακα, που τον είχε ξυπνήσει η κακότυχη ντουφεκιά μου. — ΍στε αρχίσατε να παίρνετε στόχο τα καπέλα των χωροφυλάκων; μου ’πε κουνώντας το κεφάλι του με οίκτο. — Κύρ’ χωροφύλακα, σας βεβαιώ πως... τραύλισα. Με διέκοψε: — Και το πετύχατε διάνα... πάνω στην κοκάρδα! — Κύρ’ χωροφύλακα... νόμισα... πως ήταν λαγός!... Γελάστηκα... πάντως, θα σας αποζημιώσω... — ΢τ’ αλήθεια!... Μα κοστίζει πολύ ακριβά το κα- πέλο ενός χωροφύλακα... προ πάντων όταν το πυρο- βολεί κανείς χωρίς άδεια! Φλώμιασα. Η καρδιά μου ξανάρχισε να βαρά τα- μπούρλο. Γιατί κι αυτός... είχε πετύχει διάνα! — Έχετε άδεια; με ρώτησε ο χωροφύλακας. — Άδεια;... — Άδεια, βέβαια! Πιστεύω να ξέρετε τι είναι άδεια; Πού να τη βρω την άδεια; Για μια μέρα μονάχα που θα ’βγαινα στο κυνήγι, είχα θεωρήσει περιττό να εφο- διαστώ με άδεια. Έκανα, όμως, εκείνη τη στιγμή, ό,τι κάνουν όλοι σε μια τέτοια περίσταση: είπα πως είχα ξεχάσει την άδειά μου στο άλλο σακάκι μου. Φαμόγελο υψίστης μα ευγενικής δυσπιστίας ζω- γραφίστηκε στο πρόσωπο του εκπροσώπου της τάξης:
  • 33. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 31 — Σότε, είμαι αναγκασμένος να συντάξω πρωτό- κολλο! μου είπε, μαλακωμένος, γιατί μυριζόταν α- μοιβή. — Για ποιο λόγο να μπείτε σε κόπο; Αύριο πρωί, σας στέλνω την άδειά μου, κύρ’ χωροφύλακα... Κι έ- τσι... — Ναι! το ξέρω, απάντησε ο αντιπρόσωπος της ε- ξουσίας, μα δε γίνεται αλλιώς! Είμαι αναγκασμένος να συντάξω πρωτόκολλο! — Ε λοιπόν, συντάξτε το πρωτόκολλό σας, αφού δεν σας συγκινεί η ικεσία ενός πρωτόβγαλτου! Μα μπορεί ποτέ ένας τηρητής του νόμου να είναι συναισθηματικός; Ο χωροφύλακας έβγαλε το σημει- ωματάριο του από την τσέπη του: — Ονοματεπώνυμον; άρχισε. Σι να σας πω; Ήξερα πως σε μια τέτοια περίσταση, όταν τα βρίσκει κανείς σκούρα, καταφεύγει σ’ ένα πα- λιό κόλπο: δίνει στον αντιπρόσωπο της εξουσίας τ’ όνομα ενός φίλου του. Υυσικά, αν εκείνη την εποχή είχα την τιμή να είμαι μέλος της Ακαδημίας της Α- μιένης, δεν αποκλείεται να έδινα το όνομα ενός συνα- δέλφου μου. Πάντως, αρκέστηκα να ονομάσω έναν παλιό φίλο μου του Παρισιού, πιανίστα με μεγάλο ταλέντο. Πού να φανταστεί ο φίλος μου, που εκείνη τη στιγμή θα μελετούσε στο πιάνο του, πως ο χωροφύ- λακας ασχολούνταν με τη σύνταξη πρωτοκόλλου ενα- ντίον του «δια παράνομον κατοχήν και χρήση όπλου άνευ αδείας»! Ο χωροφύλακας έγραψε προσεκτικά τ’ όνομα του θύμα τός μου – πώς αλλιώς να τον ονομάσω; – το επάγγελμά του, την ηλικία του, τη διεύθυνσή του. Όστερα, με παρακάλεσε ευγενικά να του εμπιστευθώ το ντουφέκι μου – πράμα που εξετέλεσα ευχαρίστως. Έτσι
  • 34. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 32 ελάφρωνα λιγάκι. Σου ζήτησα, μάλιστα, να συμπερι- λάβει το σακίδιο, το μπαρουτόφλασκο και την τσάντα με το μπαρούτι στο σύνολο της κατασχέσεως. Με με- γάλη γενναιοδωρία, όμως, αρνήθηκε. Μακάρι να τα μάζευε όλα! Έμενε το λεπτό ζήτημα του καπέλου. Κανονίστηκε στη στιγμή μ’ ένα χρυσό ναπολεόνι, προς απόλυτη ικανοποίηση των δυο συμβαλλομένων. — Σι κρίμα, είπα, το καπέλο αυτό ήταν τόσο καλά διατηρημένο! — ΢χεδόν ολοκαίνουργιο! απάντησε ο χωροφύλα- κας. Σο ’χα αγοράσει πριν έξι χρόνια, από έναν ενω- μοτάρχη που έπαιρνε τη σύνταξή του! Κι αφού το φόρεσε στο κεφάλι του, ο φιλόνομος κι ευγενικός χωροφύλακας, βαδίζοντας περήφανα, τρά- βηξε το δρόμο του – κι εγώ το δικό μου. Όστερα από μια ώρα, είχα φτάσει στο πανδοχείο, κρύβοντας την εξαφάνιση του κατασχεμένου ντουφε- κιού, χωρίς να πω λέξη για τα πολλαπλά ατυχήματά μου. Απολογισμός κυνηγιού: οι σύντροφοι μου είχαν να μοιράσουν τρία φτερωτά στα εφτά μερίδια. Ο Πονκλουέ με τον Ματιφά είχαν γίνει θανάσιμοι εχθροί ύστερα από τη φιλονικία τους. Ο Ντυβωσέλ με τον Μάξιμο είχαν πιαστεί στις γροθιές εξαιτίας ενός λαγού – που έχει λαμπρά στην υγεία του... κι ακόμα τρέχει! Ας σημειωθεί πως το πρώτο λάδι στη φωτιά το έριξε η ποίηση του Ντυβωσέλ, που θυμωμένος επετέθη με στίχους: Αν δεν έχεις μυαλό στο κεφάλι, είναι αργά για να σοβαρευτείς: Σους λαγούς που σκοτώνουν οι άλλοι,
  • 35. ΔΕ ΚΑ ΩΡΕ ΢ ΚΤΝΗΓΙ 33 μη γυρεύεις να σφετεριστείς! Έξω φρενών, ο Μάξιμος είχε σπεύσει να του κάνει αντεπίθεση, χρησιμοποιώντας τα όπλα του αντιπάλου του – δηλαδή την ποίηση: ΢κοπευτές σαν κι εμένα είναι λίγοι, Σώρα αν θες να μου φας το λαγό, απ’ τα σκάγια, στο πρώτο κυνήγι, κόσκινο θα σε κάνω εγώ! 11 ΋λες αυτές τις περιπέτειες, όλες αυτές τις συγκι- νήσεις έζησα εκείνη την αξιομνημόνευτη μέρα. Ίσως να ’χα σκοτώσει ένα ορτύκι, ίσως να ’χα σκοτώσει ένα περδικούλι, ίσως να πλήγωσα ένα χωριάτη – μα είναι απόλυτα βέβαιο πως είχα κάνει κόσκινο το καπέλο ενός χωροφύλακα! ΢υνελήφθηκα επ’ αυτοφώρω χωρίς ά- δεια, σύνταξαν πρωτόκολλο εναντίον μου... στ’ όνομα ενός αλλουνού! Είχα εξαπατήσει την εξουσία!!! Σι θέ- λετε παραπάνω να συμβεί σ’ έναν νεοφώτιστο στην κακή, ψυχρή κι ανάποδη σταδιοδρομία του κυνηγού; Υυσικά, ο φίλος μου ο πιανίστας ένιωσε τη μεγα- λύτερη έκπληξη της ζωής του όταν έλαβε κλήση να εμφανιστεί ενώπιον του πλημμελειοδικείου της Ντου- λέν. Έμαθα αργότερα πως δεν είχε κατορθώσει ν’ α- ποδείξει το άλλοθι. Κι έτσι, καταδικάστηκε σε πρόσημο δεκάξι φράγκων, συν τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή άλλα δεκάξι φράγκα. Πρέπει να ξέρετε, όμως, πως έλαβε ταχυδρομικώς, με τη σημείωση «ΕΠΑΝΟΡΘΩ΢Η», μιαν επιταγή τριά- ντα δυό φράγκων, γι’ αποζημίωση των εξόδων του. Ποτέ
  • 36. Ι ΟΤΛΙ ΟΤ ΒΕ ΡΝ 34 δεν έμαθε ποιος έστειλε την επιταγή, η ΕΠΑΝΟΡΘΩ΢Η, όμως, δεν έγινε απόλυτα, γιατί ο φίλος μου έχει τώρα ποινικό μητρώο. 12 Κι εγώ είμαι από εκείνους που δεν αγαπούν τους κυνηγούς – όπως ανέφερα στην αρχή – προ πάντων γιατί ιστορούν τις κυνηγετικές περιπέτειές τους. Μα, τώρα, σας διηγούμαι τις δικές μου. ΢υχωρέστε με. Σέτοιο κακό δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Αυτό το κυνήγι στάθηκε το πρώτο και το τελευταίο του αφηγητού, μαζί με την ανάμνησή του, όμως, δια- τηρεί και αρκετή δόση μνησικακίας. Γι’ αυτό, κάθε φορά που συναντά έναν κυνηγό, που ακολουθεί με το ντουφέκι στον ώμο το λαγωνικό του, δεν παραλείπει την ευκαιρία να του ευχηθεί: – Καλό κυνήγι! Γιατί ξέρει πως αυτή την ευχή την θεωρούν πολύ γρουσούζικη οι κυνηγοί!