2. Η ζωή του
• Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια (1814-1870)
• Η οικογένεια Καβάφη νοικιάζει μεγάλη οικία που ανήκει στο Στέφανο Ζηζίνια κοντά στον Ανατολικό
Λιμένα και πάνω στην Πλατεία των Προξένων. Ο Κ. Καβάφης επίσης, εργάστηκε για 30 χρόνια στην
εταιρία άρδευσης της Αιγύπτου.Το 1851 γεννιέται ο δεύτερος γιος ο Πέτρος Ιωάννης, το 1853 ο
Αριστείδης, το 1855 η Ελένη, η μόνη κόρη της οικογένειας, η οποία πεθαίνει οκτώ μηνών.
Ακολουθούν ο Αλέξανδρος, ο Παύλος που πεθαίνει έντεκα μηνών, στα 1860 άλλο αγόρι το οποίο
επίσης θα ονομάσουν Παύλο, στα 1861 ο Τζων, και στα 1863 ο Κωνσταντίνος
• Το 1879 γυρίζει από την Αγγλία και εγκαθίσταται στο διαμέρισμα της οδού Ραμλίου. Φοιτά
στην Εμπορική-Πρακτική Σχολή ο Ερμής του Κωνσταντίνου Πανταζή.
• Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την
Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά,
αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα, όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα
«Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα
στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το
1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του
υποτμηματάρχη.[33]
3. Το έργο του
• Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή
ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και κατόπιν σε πολλές
άλλες γλώσσες.
• Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα Αναγνωρισμένα) τα 37 Αποκηρυγμένα ποιήματά του, τα
περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα Κρυμμένα, δηλαδή 75 ποιήματα που
βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 Ατελή, που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την
οριστική τους μορφή.
• Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα
ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο
σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η
συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά.
• Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του
Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή
διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε. Το τελευταίο αναγνωρισμένο ποίημά του είναι το Εις τα περίχωρα της
Αντιόχειας που εκδόθηκε το 1933 και το πρώτο τα Τείχη (1897).
• Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των
(154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.
• Ο ποιητής επεξεργαζόταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε
αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του
τα τύπωνε διορθωμένα.
4. Μερικά από τα ποιήματά τού
• Τα κεριά
• Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.
• Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
5. Ηδονή
• Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών
που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα.
Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα
την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας.
6. Όσο μπορείς
• Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
• Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική