2. Ο Ωριγένης, το πλήρες όνομά του ήταν
Ωριγένης Αδαμάντιος, υπήρξε μια από τις
σημαντικότερες μορφές των πρωτοχριστιανικών
χρόνων. Γεννήθηκε πιθανώς στην Αλεξάνδρεια,
περίπου το 185 και πέθανε στην Καισάρεια,
περίπου το 251. Αναθεματίστηκε μετά τον
θάνατό του ο ίδιος και οι ιδέες του από την Ε΄
Οικουμενική Σύνοδο το 553 μ.Χ.
3. Τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας μετά τον θάνατο του πατέρα
του, αντιμετώπισε ο Ωριγένης σαν οικογενειάρχης πλέον, με τη βοήθεια
πλούσιας και ευγενικής κυρίας που τον θαύμαζε για τα χαρίσματά του και
επίσης διδάσκοντας Αγία Γραφή, γραμματική και ρητορική, διότι είχε κλείσει
εν τω μεταξύ η Σχολή λόγω των διωγμών. Όσοι από τους μαθητές του
συνελήφθηκαν και μαρτύρησαν, τους συνόδευε και τους στήριζε ψυχικά στο
μαρτύριό τους.
Λόγω των διωγμών ο διδάσκαλος και διευθυντής της Κατηχητικής Σχολής
Κλήμης, αναγκάστηκε να φύγει από την Αλεξάνδρεια στην Καισάρεια
Παλαιστίνης και με τη λήξη των διωγμών τη θέση του κλήθηκε, από τον
επίσκοπο Δημήτριο (189-232), να αναλάβει ο δεκαοκταετής τότε αλλά
αριστούχος μαθητής Ωριγένης. Στη θέση αυτή παρέμεινε για περίπου τριάντα
χρόνια (203-232). Υπήρξε ο εξοχώτερος από κάθε άποψη των προκατόχων
του Πάνταινου και Κλήμη, ο μέγιστος των χριστιανών θεολόγων, ιδρυτής και
πατέρας της θεολογικής επιστήμης και προπάντων της δογματικής και
παραμένει ο θρύλος και το φως του χριστιανισμού μετά τον Παύλο (10-67).
Εικοσιπέντε χρονών μαθήτευσε κοντά στον Αμμώνιο Σακκά (175-242) που
ήταν ο ιδρυτής της Νέας Πλατωνιάδος, της εκλεκτικής φιλοσοφικής σχολής,
προκειμένου να σπουδάσει κλασσική φιλοσοφία. Συμμαθητές του είχε τον
Πλωτίνο (203-269), τον Λογγίνο (213-273) και τον Ηρακλά ( -248), ενώ
παράλληλα σπούδαζε την Εβραϊκή γλώσσα.
4. Με τον θάνατο του Δημητρίου Αλεξανδρείας και τον Ηρακλά στον επισκοπικό
θρόνο, το 233, ο Ωριγένης πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στη
γενέτειρά του, αλλά τόσο ο Ηρακλάς όσο και ο διάδοχός του Διονύσιος του το
απαγόρεψαν.
Κατά τον διωγμό Μαξιμίνου του Θρακός (235-237) κατέφυγε στον φίλο του
επίσκοπο Φιρμιλιανό, όπου παρέμεινε κρυμμένος στο σπίτι γυναίκας με το
όνομα Ιουλιανή. Το 239 περίπου πήγε στη Νικομήδεια και στη συνέχεια στην
Αθήνα όπου παρέμεινε αρκετά συγγράφοντας. Το 244 πήγε δυο φορές στην
Αραβία για διευθέτηση εκκλησιαστικών θεμάτων και έριδων, τόσο στον
επίσκοπο Βόστρων Βήρυλλο όσο και σε άλλες ομάδες.
Κατά τον διωγμό του Δέκιου το 249/250, συνελήφθη, φυλακίστηκε, βασανίστηκε
πολύ σκληρά και τελικά αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε το 254 περίπου στην Τύρο
της Φοινίκης καταβεβλημένος από τα ανείπωτα βασανιστήρια που υπέστη στη
φυλακή. Ο τάφος του, πίσω από το ιερό .μητροπολίτης, ήταν τόπος
προσκυνήματος για πάρα πολλά χρόνια
5. Συγγραφικό έργο
Ο Ωριγένης είναι από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της παγκόσμιας
φιλολογίας. Σύμφωνα με πίνακες έργων του που αναφέρεται ότι συνέταξε ο
Ευσέβιος, αλλά οι οποίοι δεν διασώθηκαν, τα συγγράμματα ανέρχονται στα
2000 περίπου. Κατά τον Επιφάνιο (315-403) σε 6000 βίβλους, ενώ ο
Ιερώνυμος (342-420) αναφέρει πίνακα με 800 περίπου συγγράμματα. Ο
αριθμός εξαρτάται από τον τρόπο αρίθμησης του κάθε μελετητή, ο οποίος
δεν μας είναι γνωστός. Εάν δηλαδή μια επιστολή ή σύνολο σχετικών
επιστολών, μια προφορική παράδοση ή ομιλία καταγραμμένη από
ταχυγράφο μαθητή, ή σύνολο σχετικών ομιλιών αποτελούν ένα ή πολλά
έργα. Στο πρωτότυπο έχει διασωθεί πολύ μικρό μέρος, από το οποίο το
μεγαλύτερο μέρος σε Λατινική μετάφραση του Ιερώνυμου και του Ρουφίνου (
-410). Οι μεταφράσεις του Ρουφίνου δεν κρίνονται αρκετά πιστές, έχουν
πολλές παραλλαγές, συντμήσεις και ελεύθερες αποδόσεις.
6. Τα συγγράμματα του Ωριγένη μπορούν να κατανεμηθούν σε πέντε ενότητες.
1. Ερμηνευτικά: Στις κριτικές εργασίες του στα κείμενα της Βίβλου, ο Ωριγένης
εμφανίστηκε τόσο σαν κληρονόμος της Αλεξανδρινής φιλολογικής
παράδοσης, όσο και σαν θεμελιωτής της ερμηνευτικής εργασίας.
2. Απολογητικά: Διασώθηκε μόνο ένα σύγγραμμα, το "Κατά Κέλσου"
3. Δογματικά: Διασώθηκε μόνο ένα σύγγραμμα, το "Περί Αρχών", σε ελεύθερη
λατινική απόδοση του Ρουφίνου και σκόπιμη, όπως ομολογεί ο ίδιος ο
μεταφραστής, παράληψη ή παραλλαγή ορισμένων παραγράφων.
4. Ηθικά: εποικοδομητικά ή πρακτικά.
5. Επιστολές: Διασώθηκαν μόνο δύο : "Προς Ιούλιον Αφρικανόν" και "Προς
Γρηγόριον θαυματουργόν", από τις υπερεκατό που υπήρχαν στη συλλογή του
Ευσέβιου.
7. Επίλογος
Παρόλα τα διαδραματισθέντα, τα οποία αναφέρθηκαν προηγούμενα πολύ
περιληπτικά, λάμπει εκτυφλωτικά η φιλοσοφική σκέψη, η πολυμέρεια και η
βαθιά κριτική του πνεύματος του Ωριγένη, που τον ανέδειξαν ως τον
κορυφαίο θεολόγο της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας. Οι αιώνες δεν
παύουν να τον θαυμάζουν και να τον τιμούν ως μία από τις ενδοξότερες
φυσιογνωμίες του Χριστιανικού κόσμου. Όχι μόνο οι μεγάλοι πατέρες της
εκκλησίας θαύμαζαν και μορφώνονταν θεολογικά από τα συγγράμματά του,
το δήλωναν δημόσια και δίδασκαν τα Ωριγένεια δόγματα, αλλά τον ίδιο
θαυμασμό δείχνουν και πλήθος διακεκριμένοι νεώτεροι θεολόγοι.
8.
9. ΠΑΣΚΑΛ
Διάνοια του 17ου αιώνα στα μαθηματικά, τη φυσική αλλά και τη φιλοσοφία. Γεννήθηκε στο
Κλερμόν-Φερράν της Γαλλίας αλλά από παιδί βρέθηκε και δραστηριοποιήθηκε στο Παρίσι.
Μέσα στη σύντομη ζωή του κατάφερε να αφήσει έντονη σφραγίδα στη φυσική επιστήμη με
την ερμηνεία του φαινομένου της ανύψωσης του υδραργύρου και με τη διατύπωση του νόμου
της υδροστατικής.
Παράλληλα πρόσφερε στη μαθηματική επιστήμη τη σύλληψη της μαθηματικής
πιθανοθεωρίας, στην οποία οδηγήθηκε όταν μυήθηκε στα παιχνίδια με τα ζάρια και
αναζήτησε πια «λογισμούς πιθανοτήτων»... Η μελέτη του «αριθμητικού τριγώνου», οι
απειροστικές μέθοδοι, η επινόηση της μεθόδου των «μαγικο-μαγικών τετραγώνων» είναι
«παιδιά» του.
Εκτός από επιστήμων ο Πασκάλ θεωρείται και μεγάλος στοχαστής φιλόσοφος. Μυημένος
στους ιανσενιστές έγραψε το περίφημο Memorial, ημερολόγιο μιας νύχτας, που βρέθηκε μετά
το θάνατό του ραμμένο μέσα στη μπλούζα του.
Οι «Στοχασμοί» αργότερα αποτέλεσαν μνημείο λόγου κατά της αυτάρκειας και της
υποκρισίας, ενώ οι «Επαρχιακές Επιστολές» ήταν ένα λογοτεχνικό ξεγύμνωμα της χαλαρής
ηθικής των ιησουιτών και των κυρίαρχων εκκλησιαστικών αρχών της εποχής του.
10.
11. ΜΠΟΥΜΠΕΡ
Ο Μάρτιν Μπούμπερ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1878. Μεγάλωσε στο Λέμπεργκ
(σημερινό Λβωφ της Ρωσίας) κοντά στους γονείς του πατέρα του. Σπούδασε
φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στα Πανεπιστήμια της Βιέννης, Λειψίας,
Ζυρίχης, Φραγκφούρτης.[1] Το 1904 έγινε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο
Πανεπιστήμιο της Βιέννης με τη διατριβή Συμβολές στην ιστορία του
προβλήματος της εξατομίκευσης[2] Το 1933 έγινε καθηγητής στην έδρα της
Επιστήμης της Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης. Μέχρι το
1938 ήταν καθηγητής της Εβραϊκής θεολογίας και Ηθικής στο Πανεπιστήμιο
της Φραγκφούρτης. Ήταν καθηγητής του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στην
Παλαιστίνη όπου είχε έλθει από το 1938. Επίσης είχε αναδειχθεί σε επίτιμο
καθηγητή κοινωνιολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Ο Δήμος της Ιερουσαλήμ του
είχε απονείμει τον τίτλο της Ελευθερίας της πόλεως. Ο Ταγκ Χάμερσκελντ τον
είχε προτείνει για το βραβείο Νόμπελ. Έλαβε τιμητικές διακρίσεις από τα
Πανεπιστήμια Παρισιού, Άμπερντιν, Ιερουσαλήμ.[3] Υπήρξε ο πρώτος
πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών και Καλών Τεχνών του Ισραήλ και
ιδρυτής του Κολλεγίου Εκπαιδεύσεως Διδασκάλων για την επιμόρφωση των
ενηλίκων Εβραίων μεταναστών.[4] Πέθανε στις 14 Ιουνίου 1965 στα
Ιεροσόλυμα
12.
13. ΓΚΑΝΤΙ
«Πατέρας» ενός ολόκληρου έθνους, ακτιβιστής, ειρηνιστής και στοχαστής, ο Γκάντι
συνέλαβε και εκτέλεσε ιδανικά έναν νέο τρόπο επαναστατικής δράσης: την παθητική
αντίσταση.
Η «δικαιολογημένη ανυπακοή» που ευαγγελίστηκε και το ειρηνικό κίνημα ανεξαρτησίας
που καθέλκυσε στον επαναστατικό στίβο θα τον έκαναν παγκόσμιο σύμβολο της πολιτικής
αλλαγής, αλλά και ορόσημο στα χρονικά των λαϊκών διεκδικήσεων.
Λιτός και ταπεινός στον βίο του, ο Γκάντι κατάλαβε από νωρίς τη μεγάλη αλήθεια: δεν
μπορείς να διεκδικείς και να μιλάς εξ ονόματος του λαού αν δεν είσαι ένας από τους
πολλούς. Έτσι λοιπόν κι έκανε.
Ας δούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής που σημάδεψε ένα έθνος και χαράχτηκε
στη συλλογική μνήμη της οικουμένης..
14. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869, στο Πορμπαντάρ, μια μικρή πόλη στη δυτική ακτή της
Ινδίας στην επαρχία Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του ανήκε στην κάστα Βανισίγια, σύμφωνα με
την ινδουιστική παράδοση του κοινωνικού διαχωρισμού σε κάστες. Ο παππούς του ήταν
τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και
πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη
σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της
γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά
και τη θρησκευτική πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού
θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-
τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο
αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και
θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Rajkot και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο
σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του
εμπόρου Gokuldas Makanji. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Alfred High School και δύο
χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά το
Χαριλάλ (1888), το Μανιλάλ (1892), το Ραμντάς (1897) και τον Ντεμντάς (1900).
Τα πρώτα χρόνια
15. Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη
μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Becharji της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία,
την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην
υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγος
συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ
Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε
ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε
στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον
Γκάντι να διαβάσει τη Bhagavad-Gita. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του
πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς
Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία».
Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε
θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό
κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Η μετάβαση στο Λονδίνο
16. Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του
απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε
ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση
προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα.
Αρχικά έμεινε για λίγο στο Rajkot αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και
των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο
στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση.
Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν
κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Rajkot όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει
επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα
σ' ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε
από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στη
Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον
Απρίλιο του 1893.
Επιστροφή στην Ινδία
17. Την περίοδο του Μεσοπολέμου αναδείχθηκε σε κεντρική μορφή του εθνικού αγώνα των
Ινδών για ανεξαρτησία. Το κίνημα της ανεξαρτησίας άρχισε σύντομα να εξαπλώνεται και
όταν στα 1919 το Βρετανικό Κοινοβούλιο μέσω της πράξης του Rowlatt παραχώρησε στις
αποικιακές δυνάμεις έκτακτες εξουσίες για την αντιμετώπισή του, η τακτική της παθητικής
αντίστασης απέκτησε εκατομμύρια θιασώτες σε όλη τη χώρα. Μία διαδήλωση εναντίον της
πράξης του Rowlatt στην πόλη Αμριτσάρ κατέληξε σε λουτρό αίματος από τις βρετανικές
δυνάμεις (Σφαγή του Αμριτσάρ). Ως αντίδραση στην απάνθρωπη αποικιοκρατική αυτή
πράξη ο Μαχάτμα όρισε την 16η Απριλίου ημέρα νηστείας και προσευχής για τα θύματα
της σφαγής. Το 1920 μετά την αποτυχία των Βρετανών να επανορθώσουν ο Γκάντι
προώθησε μίαν οργανωμένη εκστρατεία μη συνεργασίας. Παραιτήθηκαν οι Ινδοί κρατικοί
αξιωματούχοι, οι πολίτες αρνούνταν τη συμμετοχή σε κρατικούς οργανισμούς και τα παιδιά
αποχώρησαν από τα κρατικά σχολεία Ο Μαχάτμα Γκάντι δολοφονήθηκε στο Νέο Δελχί στις
30 Ιανουαρίου 1948 από έναν εθνικιστή Ινδό ονόματι Γκόντσε.
Πορεία προς την ινδική
ανεξαρτησία