2. Η οικογένεια της βυζαντινής περιόδου, όταν καθόταν για φαγητό γύρω από το στρωμένο με το μενσάλι τραπέζι, είχε μπροστά της
διάφορα σκεύη για τις τροφές και τα ποτά. Γύρω γύρω, στα πόδια των συνδαιτημόνων, ακουμπούσε το μανδήλι, ένα ενιαίο και μακρύ
ύφασμα που χρησίμευε για το σκούπισμα των χεριών
Στη διατροφή των Βυζαντινών βασικό ρόλο είχαν το ψωμί, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα δημητριακά, που τα μαγείρευαν με διάφορους
τρόπους. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος μαγειρείας ήταν το βράσιμο, όπως ειρωνικά μας αφήνει να καταλάβουμε και η βυζαντινή παροιμία
"αργώ μαγείρω πάντα έκζεστα", δηλαδή "ο τεμπέλης μάγειρας όλα τα μαγειρεύει βραστά».
Οι Βυζαντινοί έτρωγαν επίσης πουλερικά, που υπήρχαν σχεδόν σε κάθε σπίτι, καθώς και αυγά, με τα οποία έφτιαχναν τα περίφημα
σφουγγάτα, τις γνωστές μας ομελέτες, που αναφέρονται και από τον Θεόδωρο Πρόδρομο. Από το γάλα έφτιαχναν τυριά όπως το
ανθότυρο, το βλάχικο και το κεφαλίτζιν.
Κρέας εξασφάλιζαν και με το κυνήγι, αγαπημένη απασχόληση των ανδρών που τους παρείχε συνάμα ευκαιρίες για προσωπική διάκριση.
Κυνηγούσαν με σκυλιά και γεράκια. Δεν περιφρονούσαν όμως και άλλες μεθόδους όπως τις παγίδες, τα δίχτυα και τις ιξόβεργες.
Τα μεγαλύτερα ζώα αποτελούσαν ακριβότερη και λιγότερο διαδεδομένη τροφή. Τα χοιροσφάγια, που γίνονταν κάθε χειμώνα,
προμήθευαν την οικογένεια με τα λουκάνικα, τα παστά και το μαγειρικό λίπος όλης της χρονιάς. Το αρνί ήταν προσιτό μόνο στα πιο
ευκατάστατα νοικοκυριά. Σπανιότερα έτρωγαν οι Βυζαντινοί τα βοοειδή, μια και τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για την καλλιέργεια των
χωραφιών. Αγαπούσαν επίσης τα κάθε λογής ψάρια, φρέσκα ή παστά, και τα θαλασσινά.
Τα διάφορα κρασιά, για τα οποία φημιζόταν η Μακεδονία, καθώς και τα φρούτα, συνόδευαν τα τραπεζώματά τους μαζί με μελωμένα και
σιροπιαστά γλυκά.
Τα γεύματα μπορούσαν να είναι απλά αλλά και εξαιρετικά πολύπλοκα και πλούσια, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση κάθε
οικογένειας. Εξάλλου, όπως και οι ίδιοι έλεγαν, καταλαβαίνει κανείς "από του γεύματος τον πίθον".
ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
3. ΨΑΡΙΑ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ
Τα ψάρια οι Βυζαντινοί τα έτρωγαν συνήθως:
1. «Εκζεστά» (βραστά),
2. «Οφτά» (ψητά)
3. «Τηγάνου» (τηγανητά).
Τα έψηναν στη «ιστίαν» (ψηστιέρα) και στην «ανθρακιά» (κάρβουνο). Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι εφάρμοζαν αρκετές τεχνικές ψησίματος.
Διαδεδομένη τεχνική συντήρησης ήταν και το πάστωμα. Τα παστά ψάρια ήταν διατηρημένα σε χοντρό αλάτι και καταναλώνονταν κυρίως το
χειμώνα, αλλά και καθ' όλη τη διάρκεια τους έτους στις περιοχές της αυτοκρατορίας, που ήταν απομακρυσμένες από τη θάλασσα.
Στο Βυζαντινό τραπέζι και συγκεκριμένα στις παραθαλάσσιες περιοχές σερβίρονταν ακόμα και θαλασσινοί μεζέδες, τα λεγόμενα «αγνά» (καλαμάρια,
χταπόδια, γαρίδες, χτένια, πεταλίδες, μύδια, στρείδια, αχινοί κ.λπ), τα μαγείρευαν με διάφορους τρόπους, ενώ τα οστρακοειδή τα έτρωγαν ωμά. Οι
Βυζαντινοί ασχολούνταν συστηματικά με το ψάρεμα και είχαν ανακαλύψει πολλούς τρόπους ψαρέματος. Ένας τρόπος ήταν να κλείνουν με δίχτυα
μια περιοχή στα ρηχά, συγκεκριμένα σε μέρη όπου υπήρχαν θαλάσσια ρεύματα, στο δέλτα των ποταμών ή στο άνοιγμα λιμνοθαλασσών. Συχνά οι
ψαράδες ψάρευαν οργανωμένοι σε ομάδες με αρχηγό τον ονομαζόμενο "Πρωτεύοντα".
Την εποχή της ομαδικής μετανάστευσης των ψαριών, όταν κοπάδια ολόκληρα μετακινούνταν από τα γλυκά νερά για να φτάσουν στη θάλασσα,
παγιδεύονταν σ’ αυτούς τους οργανωμένους ψαρότοπους. Από ειδικά παρατηρητήρια, οι ψαράδες έβλεπαν πότε γέμιζαν τα δίχτυα τους και
πήγαιναν να τα τραβήξουν, γεμάτα ψάρια. Αυτός ο τρόπος ψαρέματος ήταν οι περισσότερον προσφιλής γιατί έτσι απέφευγαν τους κινδύνους της
ανοιχτής θάλασσας. 'Ένας άλλος τρόπος και αυτός προσφιλής και εύκολος ήταν μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, οι ψαράδες έμπαιναν στις βάρκες τους
και άναβαν ένα δαδί. Το φως τραβούσε τα ψάρια, που μαζεύονταν γύρω από τη βάρκα. Τότε οι ψαράδες έσκυβαν και τα χτυπούσαν με τα
καμάκια». Ο Βόσπορος που ενώνει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Θάλασσα του Μαρμαρά, ήταν ονομαστός ψαρότοπος. Εκεί τα θαλάσσια ρεύματα ήταν
ιδιαίτερα ισχυρά, και τα ψάρια παρασύρονταν σε μεγάλα κοπάδια ως τα δίχτυα των ψαράδων.
Στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και της Βαλκανικής χερσονήσου, στα νησιά του Αιγαίου, στα παράλια της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας,
οι άνθρωποι ψάρευαν με δίχτυα, αγκίστρια ή καμάκια, ανάλογα με το είδος των ψαριών.
6. ΕΛΙΑ ΚΑΙ ΛΑΔΙ
Ο ελαιόκαρπος υπήρξε, στη Βυζαντινή περίοδο, όπως είναι φυσικό στους Έλληνες διαχρονικά, ένα
πολύ διαδεδομένο, πρόχειρο, καθημερινό και νόστιμο προϊόν. Τα "Γεωπονικά" του αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου Προφυρογέννητου παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την καλλιέργεια της γης, τα
οπωροφόρα δέντρα και τις ελιές.
Βυζαντινές πηγές αναφέρουν και διαφορετικές συνταγές για τις ελιές. Οι Βυζαντινοί διατηρούσαν τις
ελιές τους για φαγητό μέσα σε δοχεία (πήλινοι αμφορείς) με τις παρακάτω μορφές:
άλμη (αλμάδες)
αλάτι και λεμόνι
ξίδι
«οξύμελι» (ξίδι και μέλι μαζί)
λάδι και μέλι
ακόμη και μούστο
Γνωστές, επίσης, ήταν οι "θλαστές" (τσακιστές) και οι «δρουπάτες» (θρούμπες).
Σχετικά διαδεδομένη ήταν και η χρήση του ελαιολάδου στη μαγειρική τουλάχιστον στις
ελαιοπαραγωγικές περιοχές της αυτοκρατορίας.
7. ΕΠΙΔΟΡΠΙΑ ΚΑΙ
ΦΡΟΥΤΑ Βασικό συμπλήρωμα της διατροφής ήταν τα φρούτα (μήλα, αχλάδια, σύκα ξερά και φρέσκα,
κεράσια, σταφύλια, πεπόνια κ.ά.), καθώς και οι ξηροί καρποί (καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια).
Τα φρούτα και οι ξηροί καρποί αποτελούσαν το επιδόρπιο των Βυζαντινών. Φρούτα, όπως τα σύκα
και τα σταφύλια τα αποξέραιναν και μαζί με κάστανα αμύγδαλα φιστίκια και κουκουνάρια τα έτρωγαν
τους χειμερινούς μήνες.
Τέλος, ως επιδόρπια (επίδειπνα ή δούλκια) είχαν διάφορα γλυκίσματα.
Κύριο γλυκαντικό μέσο ήταν το μέλι.
Γνωστά γλυκίσματα της εποχής είναι ο σησαμούς (παστέλι), η μουστόπιτα (μουσταλευριά), το
κυδωνάτον (κυδωνόπαστο), διάφορα γλυκά κουταλιού, καθώς και ένα είδος τηγανίτας (το λάγανον ή
λαλλάγγι).
Ένα γλύκισμα (κοπτοπλακούς) με φύλλα ζύμης, αμύγδαλα, καρύδια και μέλι μοιάζει να είναι ο
πρόγονος του μπακλαβά.
Η διατροφή ήταν, τέλος , ένας πολύ σημαντικός παράγοντας της ζωής όπως και σήμερα.
8. ΥΓΕΙΑ ΣΤΟ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ Ο Μεσαίωνας δεν ευνόησε γενικά την επιστημονική πρόοδο ούτε και την ανάπτυξη των γνώσεων των φαρμακευτικών
φυτών. Οι περιοχές της επιστήμης, της μαγείας και του τσαρλατανισμού συγχέονται συχνά. Διατηρούσαν γνώσεις που
αποκτήθηκαν από τους αρχαίος Έλληνες τις αρχαίας Ελλάδας, ίδρυσαν ιαματικού βοτανικούς κήπους και έγραψαν
συγγράμματα σχετικά με την χρήση των φαρμακευτικών φυτών.
Καθ' όλη την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου (από το 330-1453 μ.Χ.) παρατηρείται συνεχής χρήση της κληρονομιάς
των ιατρών της αρχαιότητας τα κείμενα των οποίων συχνά χρησιμοποιούνται, όπως του Ιπποκράτους, Διοσκουρίδη,
Αρεταίου, Γαληνού και άλλων. Οι γιατροί της Βυζαντινής περιόδου αξιοποιούσαν τα έργα των αρχαίων Ελλήνων ιατρών
με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε μια φυσιολογική μετάβαση από την αρχαία Ελληνική Ιατρική στην
Ιατρική της Βυζαντινής περιόδου.Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης η Βυζαντινή θεραπευτική εφεύρει τα
λεγόμενα «Ιατροσόφια» τα οποία κατακλύζουν στη συνέχεια τον Ελληνικό χώρο,οι κάτοικοι του οποίου τα
χρησιμοποιούσαν ως θεραπευτικούς οδηγούς λόγω έλλειψής κατά κανόνα επιστημόνων την εποχή εκείνη.
Μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την υποδούλωση της Ελλάδας και την φυγή πολλών Ελλήνων λογίων
στη Δύση, τα Γιατροσόφια αυτά (του Βυζαντίου) αντικαταστάθηκαν από την «Κομπογιαννίτικη Ιατρική» και τους
Βικογιατρούς. Το παρατσούκλι Κομπογιαννίτης έχει χλευαστική σημασία γιατί προέρχεται από το πρώτο συνθετικό
κομπώνω=απατώ και το δεύτερο Ιωαννίτης με καταγωγή τα Γιάννενα (Ήπειρος). Υπάρχει όμως και μία άλλη μη
χλευαστική έννοια για τους Κομπογιαννίτες, ότι οι πρακτικοί αυτοί γιατροί θεράπευαν με κόμπους – ρίζες φυτών, ή
διότι είχαν τα βότανα δεμένα σε κόμπους μαντηλιών (κόμπος και γιάνω).
9. Ή πικραγγουριά περνούσε ως πανίσχυρο φάρμακο για όλες τις
αρρώστιες. Ο ανίδεος περιπατητής τρομάζει όταν με το άγγιγμα
ενός ώριμου καρπού προκαλεί τοξετίναγμα των σπόρων πού
φεύγουν σαν βολίδες.
Ο αποξηραμένος στον ήλιο χυμός του καρπού είναι βοήθημα για
πολλές αρρώστιες των ματιών, των δοντιών, των όγκων των
αυτιών, την κώφωση, την ψώρα κλπ. Προκαλεί τους πια
δυνατούς εμετούς κι αυτό κατά τον Θεόφραστο είναι
χαρακτηριστικό της δύναμης του.
10. ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΩΝ ΣΤΟ
ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η βυζαντινή ιατρική στηρίχθηκε στην αρχαία ελληνική και
ελληνορωμαϊκή παράδοση. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου
από τους Άραβες, το κέντρο βάρους της ιατρικής σκέψης και
παιδείας μετατοπίστηκε από την Αλεξάνδρεια προς την
Κωνσταντινούπολη. Άνδρες και γυναίκες στο Βυζάντιο είχαν
τη δυνατότητα να ασκήσουν το ιατρικό επάγγελμα. Η
νομοθεσία της εποχής ορίζει περιπτώσεις ποινικής ευθύνης
των ιατρών χωρίς να κάνει διάκριση φύλου.
11. Το έτος 1136 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης και η σύζυγός του Ειρήνη ίδρυσαν στην Κωνσταντινούπολη ένα μεγάλο μοναστήρι,
γνωστό με το όνομα «Παντοκράτωρ», το οποίο περιλάμβανε ένα νοσοκομείο καθώς και άλλα ευαγή ιδρύματα.
Το νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορα ήταν πλήρες και είχε πρωτοποριακό για την εποχή του κανονισμό. Από το
Tυπικόν της Μονής του Παντοκράτορα μαθαίνουμε ότι στο νοσοκομείο υπήρχαν πέντε πτέρυγες: χειρουργική,
οφθαλμολογική, γυναικολογική, μαιευτική, παθολογική, καθώς και πενήντα κρεβάτια. Oι άνδρες ιατροί του νοσοκομείου
έπαιρναν ως αμοιβή («ρόγα») έξι χρυσά νομίσματα. Oι γυναίκες ιατροί έπαιρναν τη μισή αμοιβή από τους άνδρες συναδέ-
λφους τους, μικρότερη «αννόνα» (αμοιβή σε τρόφιμα, σιτηρά, όσπρια, κρασί κ.ά.) και καθόλου «προσφάγιον». Ας
σημειωθεί ότι η αμοιβή του γυναικείου βοηθητικού προσωπικού του ίδιου νοσοκομείου ήταν ίση με εκείνη του αντίστοιχου
ανδρικού προσωπικού, τόσο σε χρήμα όσο και σε είδος. Στο νοσοκομείο της Μονής του Παντοκράτορα βρισκόταν πάντοτε
ιατρός παθολόγος, χειρουργός και ένας φαρμακοποιός. Σ’ αυτό υπήρχαν ακόμη γηροκομείο, ένα λωβοκομείο, κρεβάτια για
έκτακτα περιστατικά και εξωτερικά ιατρεία. Το νοσοκομείο απασχολούσε επίσης ένδεκα υπηρέτες, πέντε πλύστρες
(«σαπωνίστριες»), δύο μαγείρους, δύο αρτοποιούς, έναν ιπποκόμο για τα άλογα των ιατρών, τέσσερις τραυματιοφορείς,
έναν χαλκωματά, έναν μυλωνά, έναν ακονιστή ιατρικών εργαλείων («μυλοχαράκτη») και έναν καθαριστή αποχωρητηρίων.
Τα νοσοκομεία, που πολύ συχνά αναφέρονται στις πηγές ως «ξενώνες» ή «ιατρεία», μεριμνούσαν για τους ασθενείς των
μεσαίων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων του πληθυσμού. Τα εύπορα μέλη της κοινωνίας είχαν την οικονομική
άνεση να δέχονται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κατ’ οίκον. Και αυτοί όμως, όταν αρρώσταιναν σοβαρά, μεταφέρονταν
στα νοσοκομεία.
12. Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Η επιστήμη της Ιατρικής εφαρμόστηκε και αναπτύχθηκε στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας από σπουδαίους γιατρούς,
ενώ ταυτόχρονα γράφτηκαν πολλές μελέτες για τα μέσα που είναι κατάλληλα για τη θεραπεία των ασθενών και την
φαρμακολογία, τόσο κατά την Ύστερη Αρχαιότητα όσο και κατά το μέσο και ύστερο Βυζάντιο. Τα έργα των μεγάλων Ελλήνων
ιατρών, Ιπποκράτη και Γαληνού αποτέλεσαν τα θεμέλια της βυζαντινής ιατρικής, η οποία εξελίχθηκε περαιτέρω και
εμπλουτίστηκε.
Μεγάλη είναι η συνεισφορά του Βυζαντίου, όχι μόνο στη θεωρία της ιατρικής, αλλά και στη βοτανική και στη φαρμακολογία,
καθώς και τη χειρουργική. Χαρακτηριστικά, έχουν καταγραφτεί περίπου 700 ουσίες από φυτά, ζώα ή ορυκτά, από τα οποία
μπορούν να παρασκευαστούν φάρμακα, και πάνω από 200 είδη χειρουργικών εργαλείων.
Τα νοσοκομεία, όπως γνωρίζουμε από αναφορές σε κείμενα, ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα που λειτουργούσαν με τον έλεγχο
της Εκκλησίας. Σε πρώιμους αιώνες ονομάζονταν καταγώγια ή ξενώνες και φαίνεται ότι ήταν ξενοδοχεία, στα οποία οι
ταξιδιώτες, όταν αρρώσταιναν, λάμβαναν μια πρόχειρη θεραπεία. Από τον 6ο αιώνα και μετά έγιναν χώροι αποκλειστικά για
νοσηλεία. Στην Κωνσταντινούπολη, τον 10ο αιώνα σημαντικά νοσοκομεία ήταν του αγίου Σαμψών και του Ευβούλου, που
είχαν ιατρούς και νοσηλευτές, καθώς και βοηθητικό προσωπικό. Το σημαντικότερο, όμως, νοσοκομείο της πρωτεύουσας ήταν
αυτό που ίδρυσε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β’ Κομνηνός στη μονή Παντοκράτορος το 1136. Συγκεκριμένα, ήταν ίδρυμα που
περιλάμβανε γηροκομείο, λεπροκομείο και ξενώνα (νοσοκομείο) με εξωτερικά ιατρεία και πενήντα κλίνες κατανεμημένες σε
πέντε τμήματα: χειρουργικό, οφθαλμολογικό, γαστρεντερολογικό, γυναικολογικό, παθολογικό. Το προσωπικό το αποτελούσαν
γιατροί, εκπαιδευόμενοι και βοηθοί, μια ιατρός για τις γυναίκες, μαίες και νοσηλευτές, ενώ υπήρχαν επίσης και φαρμακοποιοί,
μάγειροι, αρτοποιοί, πλύστρες και καθαριστές, υπηρέτες και θυρωροί. Λειτουργούσαν επίσης αποχωρητήρια, λουτρό,
φαρμακείο, χώροι για τους ιατρούς, εργαστήρια και βοηθητικοί χώροι για το προσωπικό.
Η Ιατρική στο Βυζάντιο αποδεικνύεται ότι ήταν υψηλού επιπέδου από τις περίπλοκες τεχνικές κατασκευής των φαρμάκων, τα
εργαλεία χειρουργικής, τις ειδικότητες που αναπτύχθηκαν (οφθαλμιατρική, γυναικολογία και μαιευτική, δερματολογία,
οδοντιατρική, καρδιολογία, ορθοπεδική), καθώς και από τους εργαστηριακούς ελέγχους. Η πρόσφατη έρευνα επισημαίνει ότι
κυρίως οι πλούσιοι πήγαιναν σε νοσοκομεία ή σε ιδιώτες γιατρούς, ενώ όσοι ήταν φτωχότεροι, κατέφευγαν κατά κανόνα σε
ναούς αγίων που φημίζονταν ότι είχαν θεραπευτικές ικανότητες, όπου διέμεναν με την ελπίδα ότι θα γινόταν κάποιο θαύμα.
Επίσης, ήταν συχνά φαινόμενα η χρήση μαγικών φυλακτών για την προφύλαξη ή τη θεραπεία από αρρώστιες και η
χρησιμοποίηση της αστρολογίας και των ωροσκοπίων για τη διάγνωση ασθενειών ή την πρόβλεψη της υγείας.