ΑΛΕΞΗΣ
ΑΚΡΙΘΑΚΗΣ
(1939 – 1994)
Με τα μάτια της συζύγου του
«Ηταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευγενής, παρ’ ότι
δεν φαινόταν εξωτερικά. Είχε μια καλοσύνη την
οποία πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν καταλάβει.
Φυσικά και ήταν εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος στην
καθημερινότητά του -αν τον συγκρίνει κανείς και με
άλλους. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε
πολύ τη ζωή. Συγκρουόταν μέσα του». Και ακόμη:
«Κοιμόταν πάρα πολύ λίγο. Μπορούσε να γυρίσει
στις 6 το πρωί και στις 9 να είναι στο πόδι.
Σηκωνόταν, έπινε καφέδες, έβγαινε, γύριζε, έβλεπε
(ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε, έπαιρνε πολλές
εικόνες, κάτι που μου έμαθε και εμένα να
αναγνωρίζω, δούλευε, ξαναέβγαινε, έπινε,
γελούσε. Ταξιδεύαμε πάρα πολύ μαζί. Ξαφνικά σου
έλεγε στις 2 η ώρα το βράδυ "πακετάρισε,
φεύγουμε"»...
Είχε να αντιτάξει στη ζωγραφική της
αναπαράστασης μια σειρά από
πυροτεχνήματα και εκλάμψεις, κάτι
ανάμεσα στις εικονογραφήσεις
μεσαιωνικών χειρογράφων και τους
οραματισμούς ενός ποιητή που ήξερε να
μετουσιώνει τις εμπειρίες θανάτου και
θαυμασμού της ζωής σε ένα πανηγύρι
σχημάτων και χρωμάτων.
Αλέξης Ακριθάκης:
Ο ποιητής του καμβά
Ηθελα πάντα να γίνω ζωγράφος. Μα μέσα μου
είχα την κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη». Αυτή
η φράση μιας συγκλονιστικής αυτογνωσίας
συνοψίζει εξαιρετικά την περίπτωση του Αλέξη
Ακριθάκη. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μια
εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια
συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και
ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος
αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς
ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά
παρατήρηση της ζωής, η οποία προκύπτει μέσα
από έναν απολύτως ελεύθερο τρόπο διαβίωσης.
Ηταν γόνος γνωστής και ευκατάστατης
οικογένειας, η οποία ωστόσο
χαρακτηριζόταν από μια βαθιά αντινομία: Η
μητέρα του, Ρενέ Στάντζου, καταγόταν από
μια πλούσια βαυαρική οικογένεια και ήταν η
ιδιοκτήτρια ενός περίφημου οίκου ραπτικής
στον οποίο σύχναζαν οι κομψότερες κυρίες
της αθηναϊκής κοινωνίας. Από την άλλη, ο
πατέρας του Αντώνης ήταν πρόσφυγας της
Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ στα
χρόνια του Εμφυλίου τον έστειλαν εξορία ως
κομουνιστή.
Δημιουργεί έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο γεμάτο
από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από
βαθύτατα προσωπικές εμπειρίες και εμμονές:
Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, καρδιές, βέλη, ρόδες
και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό
σύμπαν του Ακριθάκη με πολυποίκιλες χρωματιστές
σκηνές πλημμυρισμένες από απειροστές
λεπτομέρειες. Μια οπτική μυθολογία στην οποία
κεντρικό ρόλο έχει πάντα το ταξίδι και η περιπέτεια,
με τη διάθεση φυγής του καλλιτέχνη να είναι κάτι
περισσότερο από έκδηλη και με την εντυπωσιακή
χρήση των έντονων χρωμάτων να καθηλώνει. Αυτά
τα φωτεινά χρώματά του είναι που αποθεώνουν την
ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και
αναπόδραστη όπως θα αποδεικνυόταν μελαγχολία
του
Το 1984 αφήνει το Βερολίνο και ξαναγυρνά
στην Ελλάδα. Συμμετέχει στην παρουσίαση
της συλλογής του Αλέξανδρου Ιόλα, ο οποίος
πάντα τον βοηθούσε. Δεν θα σταματήσει να
δουλεύει και να διοργανώνει εκθέσεις, παρά
τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η
άσχημη κατάσταση της υγείας του μείωσε
την εικαστική παραγωγή του, η οποία
περιορίστηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών
από παλαιότερα έργα του, ένα μπλοκ
σχεδίων με τις φιγούρες τροφίμων του
Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και μια σειρά με
θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε
«στους αυτόχειρες φίλους του».
Ο Αλέξης Ακριθάκης πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Από
τότε, δύο μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις θα αποκαλύψουν εκ
νέου τη σπουδαία καλλιτεχνική του προσωπικότητα: Το 1997
στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης
και στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας και το 2003 στο
Βερολίνο, στη Neue Nationalgalerie, όπου θα παρουσιαστεί
αντικριστά με τον Πικάσο ως μια αναλλοίωτη ξεχωριστή μορφή
του ύστερου μοντερνισμού στην Ευρώπη. Σήμερα, μπορεί
κανείς να πει με βεβαιότητα ότι τα έργα του αποτελούν -για
πρώτη φορά, ίσως, στη νεότερη Ιστορία της ελληνικής τέχνης-
μια απόλυτα συνειδητή και συστηματική καλλιτεχνική πράξη, η
οποία αν και καθοριστική για τη σύγχρονη εικαστική σκηνή
είχε αμιγώς προσωπικές καταβολές: Το έργο του Ακριθάκη
παραμένει πάντοτε ένα με την πληγωμένη ψυχοσύνθεσή του.
Αλλωστε, το είχε πει και ο ίδιος κάποτε: «Η μόνη τροφή της
τέχνης είναι η ίδια η ζωή». Είναι προφανές ότι
περιαυτολογούσε...
Χουάν Μιρό: Ο σουρεαλιστής
που συνεχίζει να λάμπει
Το 1920 ο Πάουλ Κλέε εκλήθη να διδάξει στη
Σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφαρμοσμένων
Τεχνών Bauhaus της Βαϊμάρης. Οι διαλέξεις
που έδωσε - οι οποίες αργότερα
συγκεντρώθηκαν σε περισσότερες από 3.000
σελίδες σημειώσεων και έχουν εκδοθεί πολλές
φορές σε πολλές χώρες - αποτέλεσαν μια
απαράμιλλη συνεισφορά στον τομέα της
θεωρίας της τέχνης.
Στα μέσα της δεκαετίας του '20 ο Κλέε πραγματοποίησε
την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η
αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μια
και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή
Bauhaus από την άλλη εξώθησαν τον Κλέε να παραιτηθεί
από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μια λιγότερο
απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του
Ντύσελντορφ. Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του
Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη
αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο,
ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως τον
θάνατό του το 1940.
Πολιτιστικό πρόγραμμα: Παιδική ζωγραφική
Πολιτιστικό πρόγραμμα: Παιδική ζωγραφική
Πολιτιστικό πρόγραμμα: Παιδική ζωγραφική
Πολιτιστικό πρόγραμμα: Παιδική ζωγραφική

Πολιτιστικό πρόγραμμα: Παιδική ζωγραφική

  • 4.
  • 5.
    Με τα μάτιατης συζύγου του «Ηταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευγενής, παρ’ ότι δεν φαινόταν εξωτερικά. Είχε μια καλοσύνη την οποία πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Φυσικά και ήταν εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος στην καθημερινότητά του -αν τον συγκρίνει κανείς και με άλλους. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Συγκρουόταν μέσα του». Και ακόμη: «Κοιμόταν πάρα πολύ λίγο. Μπορούσε να γυρίσει στις 6 το πρωί και στις 9 να είναι στο πόδι. Σηκωνόταν, έπινε καφέδες, έβγαινε, γύριζε, έβλεπε (ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε, έπαιρνε πολλές εικόνες, κάτι που μου έμαθε και εμένα να αναγνωρίζω, δούλευε, ξαναέβγαινε, έπινε, γελούσε. Ταξιδεύαμε πάρα πολύ μαζί. Ξαφνικά σου έλεγε στις 2 η ώρα το βράδυ "πακετάρισε, φεύγουμε"»...
  • 6.
    Είχε να αντιτάξειστη ζωγραφική της αναπαράστασης μια σειρά από πυροτεχνήματα και εκλάμψεις, κάτι ανάμεσα στις εικονογραφήσεις μεσαιωνικών χειρογράφων και τους οραματισμούς ενός ποιητή που ήξερε να μετουσιώνει τις εμπειρίες θανάτου και θαυμασμού της ζωής σε ένα πανηγύρι σχημάτων και χρωμάτων. Αλέξης Ακριθάκης: Ο ποιητής του καμβά
  • 7.
    Ηθελα πάντα ναγίνω ζωγράφος. Μα μέσα μου είχα την κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη». Αυτή η φράση μιας συγκλονιστικής αυτογνωσίας συνοψίζει εξαιρετικά την περίπτωση του Αλέξη Ακριθάκη. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μια εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής, η οποία προκύπτει μέσα από έναν απολύτως ελεύθερο τρόπο διαβίωσης. Ηταν γόνος γνωστής και ευκατάστατης οικογένειας, η οποία ωστόσο χαρακτηριζόταν από μια βαθιά αντινομία: Η μητέρα του, Ρενέ Στάντζου, καταγόταν από μια πλούσια βαυαρική οικογένεια και ήταν η ιδιοκτήτρια ενός περίφημου οίκου ραπτικής στον οποίο σύχναζαν οι κομψότερες κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας. Από την άλλη, ο πατέρας του Αντώνης ήταν πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ στα χρόνια του Εμφυλίου τον έστειλαν εξορία ως κομουνιστή.
  • 9.
    Δημιουργεί έναν πολύχρωμομικρόκοσμο γεμάτο από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από βαθύτατα προσωπικές εμπειρίες και εμμονές: Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, καρδιές, βέλη, ρόδες και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό σύμπαν του Ακριθάκη με πολυποίκιλες χρωματιστές σκηνές πλημμυρισμένες από απειροστές λεπτομέρειες. Μια οπτική μυθολογία στην οποία κεντρικό ρόλο έχει πάντα το ταξίδι και η περιπέτεια, με τη διάθεση φυγής του καλλιτέχνη να είναι κάτι περισσότερο από έκδηλη και με την εντυπωσιακή χρήση των έντονων χρωμάτων να καθηλώνει. Αυτά τα φωτεινά χρώματά του είναι που αποθεώνουν την ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και αναπόδραστη όπως θα αποδεικνυόταν μελαγχολία του Το 1984 αφήνει το Βερολίνο και ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Συμμετέχει στην παρουσίαση της συλλογής του Αλέξανδρου Ιόλα, ο οποίος πάντα τον βοηθούσε. Δεν θα σταματήσει να δουλεύει και να διοργανώνει εκθέσεις, παρά τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η άσχημη κατάσταση της υγείας του μείωσε την εικαστική παραγωγή του, η οποία περιορίστηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών από παλαιότερα έργα του, ένα μπλοκ σχεδίων με τις φιγούρες τροφίμων του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε «στους αυτόχειρες φίλους του». Ο Αλέξης Ακριθάκης πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Από τότε, δύο μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις θα αποκαλύψουν εκ νέου τη σπουδαία καλλιτεχνική του προσωπικότητα: Το 1997 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας και το 2003 στο Βερολίνο, στη Neue Nationalgalerie, όπου θα παρουσιαστεί αντικριστά με τον Πικάσο ως μια αναλλοίωτη ξεχωριστή μορφή του ύστερου μοντερνισμού στην Ευρώπη. Σήμερα, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι τα έργα του αποτελούν -για πρώτη φορά, ίσως, στη νεότερη Ιστορία της ελληνικής τέχνης- μια απόλυτα συνειδητή και συστηματική καλλιτεχνική πράξη, η οποία αν και καθοριστική για τη σύγχρονη εικαστική σκηνή είχε αμιγώς προσωπικές καταβολές: Το έργο του Ακριθάκη παραμένει πάντοτε ένα με την πληγωμένη ψυχοσύνθεσή του. Αλλωστε, το είχε πει και ο ίδιος κάποτε: «Η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή». Είναι προφανές ότι περιαυτολογούσε...
  • 10.
    Χουάν Μιρό: Οσουρεαλιστής που συνεχίζει να λάμπει
  • 12.
    Το 1920 οΠάουλ Κλέε εκλήθη να διδάξει στη Σχολή Αρχιτεκτονικής και Εφαρμοσμένων Τεχνών Bauhaus της Βαϊμάρης. Οι διαλέξεις που έδωσε - οι οποίες αργότερα συγκεντρώθηκαν σε περισσότερες από 3.000 σελίδες σημειώσεων και έχουν εκδοθεί πολλές φορές σε πολλές χώρες - αποτέλεσαν μια απαράμιλλη συνεισφορά στον τομέα της θεωρίας της τέχνης. Στα μέσα της δεκαετίας του '20 ο Κλέε πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι. Η αυξανόμενη προσήλωσή του στην τέχνη του από τη μια και η πολιτική ένταση που επικρατούσε στη σχολή Bauhaus από την άλλη εξώθησαν τον Κλέε να παραιτηθεί από την έδρα του το 1931, επιλέγοντας μια λιγότερο απαιτητική θέση καθηγητή στην Ακαδημία του Ντύσελντορφ. Παρέμεινε εκεί ως την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Αφού υπέστη αλλεπάλληλες ταπεινώσεις από την Γκεστάπο, ξαναγύρισε στην Ελβετία, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό του το 1940.