ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

ΠΗΓΗ: Η περίπτωση του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ [Ανατολική Θράκη]
Η γεωγραφία
Τα χωριά Ιμπρίκ Τεπέ και Σουλτάνκιοϊ βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο, στα νότια του
Εργίνη ποταμού1. Η γλώσσα και η αίσθηση της
κοινής πολιτισμικής παράδοσης αποτυπωνόταν
και στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που βρισκόταν στην ενδιάμεση απόσταση. Η γιορτή του αγίου και το πανηγύρι του
καθιστούσε τα δύο χωριά κέντρο της περιοχής
και συνέβαλε στην ανάπτυξη σχέσεων με τις
ορθόδοξες περιοχές που ήταν από την άλλη
πλευρά του Έβρου ποταμού.
Οι διωγμοί.
Και τα δύο χωριά διατρέχονται από το κοινό
νήμα των περιπετειών των Ελλήνων
στα χρόνια μετά τον
πρώτο
παγκόσμιο
πόλεμο.
Κοινό
γνώρισμα είναι η
εκτόπιση.
Οι κάτοικοι του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ στέλνονταν στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης
"Αεραπόλ το λέγανε. Κοντέψαμε να πάμε ως την Μικρασία. Πήγαμε εκεί. Όλοι δεν πήγαμε, όμως εμείς πήγαμε. Εκάτσαμε
3 χρόνια εκεί. Το Αεραπόλ ήταν μεγάλη πόλη. Δεν ήταν θάλασσα εκεί. Δούλευαν εκεί, είχαν στάρια, δούλευαν, ύστερα ήρθαμε πάλι στο χωριό. Μας έδωναν ένα βόδι εμένα, ένα βόδι εσένα και φτιάχναμε ζευγάρι και ερχόσουν και τρία χρόνια
έκατσαν εκεί και έκαναν πάλι νοικοκυριό. Λέω για πέρα. Έκαναν πράγματα και ζώα, όλα τα έκαναν. Από εκεί ύστερα εκάτσαμε τρία χρόνια εκεί. Κι μπαμπάς μου που ήταν φαντάρος στην Τουρκία, δούλεψε, έκανε και ζώα και ύστερα μας σήκωσαν πάλι και ήρθαμε εδώ".
Είναι η περίοδος των μετέωρων βημάτων της προσφυγιάς. Οι απλοί άνθρωποι δοκίμασαν στο πετσί τους
τις αναδιατάξεις. Έχασαν τις περιουσίες τους. Κάθε μετακίνηση συνεπαγόταν απώλεια των υπαρχόντων
τους. Γύριζαν πάλι πίσω. Και ξανά απόπειρες να στήσουν το νοικοκυριό τους. Το σταθερό χρονικό σημείο
στη μνήμη τους είναι ο εκτοπισμός του 1922 που εξελίχθηκε σε μόνιμη προσφυγιά.
Ο ξεριζωμός.
«Το ’22 που έγινε ο μικρασιατικός πόλεμος, ήτανε όλοι στο μοναστήρι του Άη
Γιάννη. Ήρθε τότες η διαταγή ότι έγινε πόλεμος και έπρεπε όλοι να φύγουμε
από εκεί. Περνούσαμε έπειτα με τα αμάξια μας μέσα από τον Έβρο. Ήταν καλοκαίρι».
Για πρώτη φορά, η μετακίνηση θα γινόταν προς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Για τους ίδιους όμως, ήταν κομμάτι των προηγούμενων διωγμών και ήθελαν να πιστεύουν ότι σύντομα θα επέστρεφαν
και πάλι στις πατρογονικές εστίες, για να συνεχίσουν το πανηγύρι του
Αη Γιάννη του Προδρόμου, που έμεινε και αυτό στη μέση.

1

«Ο Εργίνης ή Αγριάνης (στα τουρκικά Εργκενέ), ο οποίος διασχίζει την πεδιάδα της Ανατολικής Θράκης, δέχεται τα νερά πολλών μικρών ποταμών, ποτίζει τα
πλούσια μποστάνια της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) και συναντάει τον Έβρο στο ύψος περίπου της κωμόπολης Κύψελα (Ύψαλα)», Μαριάνα Κορομηλά,
«Θρακική Τοπογραφία», Αθήνα 1994, Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», σ.8 .

1
Αυτές οι σκέψεις τούς έκαναν να επιλέξουν περιοχές που βρίσκονταν
κοντά στα δικά τους χώματα.
Η μετακίνηση έγινε με κάρα:
«Ήρθα κοπέλα. Γω ήμουν δεκατριώ χρονών, όταν ήρθαμε εδώ. Από κει
ήρθαμε, πήγαμε με το αμάξι, περάσαμε σε ένα ποτάμι έτσι με τα γελάδια
από πάνω. Ήταν με τον καιρό καλό και ήρθαμε με τα γελάδια, ήταν φαντάροι στο Σουφλί. Πήγαμε στο Σουφλί, ύστερα όλοι εκεί εκάτσαμε τρεις
μήνες, ύστερα ήρθαμε εδώ στο Μπίντικλι και τώρα το λένε Τυχερό»2.
Οι πέραν του Έβρου Θρακιώτες πέρασαν το ποτάμι με την
κινητή τους περιουσία – σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες οι
οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή
της Σμύρνης σε κατάσταση πανικού. Το ταξίδι της προσφυγιάς
ήταν πολύ μικρό, ήταν ζήτημα 23 ωρών.
«Με κάρο ήρθαμε και ένα αμάξι που μας έδωσαν οι Τούρκοι, τι να βάλεις εκεί πρώτα.
Είχαμε εκείνο το χρόνο στάρι, μια κάμαρα γεμάτη.
Και ό,τι είχαμε, δεν το πήραμε.
Ένα πάπλωμα πήραμε, μια κατσαρόλα, ένα ταψί και δύο σακιά στάρι, γιόμισε ένα
κάρο.
Το κάρο ήταν δικό σας δηλαδή;
Δεν ήταν δικό μας. Οι Τούρκοι μας έφεραν και μετά γύρισαν. Ήταν σαν εργολάβοι.
Τους πλήρωναν. Τους έδωσαν ένα αμάξι, τους λέει θα τους πάτε, θα τους παραδώσετε».
Οι πρόσφυγες ήταν έμπειροι σε τέτοιου είδους μετακινήσεις.
Ταυτόχρονα, η σκέψη τους ήταν στραμμένη στα πατρογονικά χώματα.
Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί και η επιλογή του χώρου για τη
δημιουργία του οικισμού τους.
Οι Αρβανιτόφωνοι κινήθηκαν παράλληλα προς τον Έβρο και
νοτιοανατολικά του Σουφλίου. Οι μισοί προτίμησαν να μείνουν κοντά στο ποτάμι, σχεδόν πάνω στην δυτική του όχθη,
και σχεδόν απέναντι από τα χωριά που έφυγαν.
Πολλοί πήγαν στον κάμπο, όπου υπήρχαν δύο οικισμοί: ο
Χάντζιας (Τάρσιον) νοτιότερα, κι ένα χιλιόμετρο βορειότερα
το Τσακιρτζί (Πυρόλιθος). Μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Χάντζιας, που διέθετε και ορθόδοξη εκκλησία, απομεινάρι της
βουλγαρικής παρουσίας στην περιοχή.
Στο Μπίντικλι (Τύχιο) κατέλυσαν 80 οικογένειες.
Οι άλλοι κινήθηκαν λίγο πιο μέσα, σε άλλους οικισμούς: Φέρες, Πέπλος, Γεμιστή, Κήποι, Αρδάνιο, Καβησό, Πυλαία Έβρου και στην Παραδημή του νομού Ροδόπης.
Κάπως έτσι έφτασαν οι Αρβανίτες από την Ανατολική
Θράκη στον νομό Έβρου.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Δ. Δαλάτση, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης.
Επιμέλεια: Τσαπάνης Χρήστος, ΠΕ02
2

Μπίντικλι λεγόταν το τούρκικο χωριό το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1922 και εκεί πήγαν 80 οικογένειες αρβανιτόφωνων από το Ιμπρίκ
Τεπέ. Το χωριό ονομάστηκε Τύχιο και από το 1953 (Β.Δ.23.7.53, ΦΕΚ 193/31.7.53, τεύχος Α’) ονομάζεται Τυχερό και είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου.

2

εκπ.επισκεψη ιστ.εθν.μουσ.θρακησ

  • 1.
    ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΠΗΓΗ: Η περίπτωση του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ [Ανατολική Θράκη] Η γεωγραφία Τα χωριά Ιμπρίκ Τεπέ και Σουλτάνκιοϊ βρίσκονταν κοντά το ένα στο άλλο, στα νότια του Εργίνη ποταμού1. Η γλώσσα και η αίσθηση της κοινής πολιτισμικής παράδοσης αποτυπωνόταν και στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου που βρισκόταν στην ενδιάμεση απόσταση. Η γιορτή του αγίου και το πανηγύρι του καθιστούσε τα δύο χωριά κέντρο της περιοχής και συνέβαλε στην ανάπτυξη σχέσεων με τις ορθόδοξες περιοχές που ήταν από την άλλη πλευρά του Έβρου ποταμού. Οι διωγμοί. Και τα δύο χωριά διατρέχονται από το κοινό νήμα των περιπετειών των Ελλήνων στα χρόνια μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Κοινό γνώρισμα είναι η εκτόπιση. Οι κάτοικοι του Ιμπρίκ Τεπέ και του Σουλτάνκιοϊ στέλνονταν στο εσωτερικό της Ανατολικής Θράκης "Αεραπόλ το λέγανε. Κοντέψαμε να πάμε ως την Μικρασία. Πήγαμε εκεί. Όλοι δεν πήγαμε, όμως εμείς πήγαμε. Εκάτσαμε 3 χρόνια εκεί. Το Αεραπόλ ήταν μεγάλη πόλη. Δεν ήταν θάλασσα εκεί. Δούλευαν εκεί, είχαν στάρια, δούλευαν, ύστερα ήρθαμε πάλι στο χωριό. Μας έδωναν ένα βόδι εμένα, ένα βόδι εσένα και φτιάχναμε ζευγάρι και ερχόσουν και τρία χρόνια έκατσαν εκεί και έκαναν πάλι νοικοκυριό. Λέω για πέρα. Έκαναν πράγματα και ζώα, όλα τα έκαναν. Από εκεί ύστερα εκάτσαμε τρία χρόνια εκεί. Κι μπαμπάς μου που ήταν φαντάρος στην Τουρκία, δούλεψε, έκανε και ζώα και ύστερα μας σήκωσαν πάλι και ήρθαμε εδώ". Είναι η περίοδος των μετέωρων βημάτων της προσφυγιάς. Οι απλοί άνθρωποι δοκίμασαν στο πετσί τους τις αναδιατάξεις. Έχασαν τις περιουσίες τους. Κάθε μετακίνηση συνεπαγόταν απώλεια των υπαρχόντων τους. Γύριζαν πάλι πίσω. Και ξανά απόπειρες να στήσουν το νοικοκυριό τους. Το σταθερό χρονικό σημείο στη μνήμη τους είναι ο εκτοπισμός του 1922 που εξελίχθηκε σε μόνιμη προσφυγιά. Ο ξεριζωμός. «Το ’22 που έγινε ο μικρασιατικός πόλεμος, ήτανε όλοι στο μοναστήρι του Άη Γιάννη. Ήρθε τότες η διαταγή ότι έγινε πόλεμος και έπρεπε όλοι να φύγουμε από εκεί. Περνούσαμε έπειτα με τα αμάξια μας μέσα από τον Έβρο. Ήταν καλοκαίρι». Για πρώτη φορά, η μετακίνηση θα γινόταν προς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Για τους ίδιους όμως, ήταν κομμάτι των προηγούμενων διωγμών και ήθελαν να πιστεύουν ότι σύντομα θα επέστρεφαν και πάλι στις πατρογονικές εστίες, για να συνεχίσουν το πανηγύρι του Αη Γιάννη του Προδρόμου, που έμεινε και αυτό στη μέση. 1 «Ο Εργίνης ή Αγριάνης (στα τουρκικά Εργκενέ), ο οποίος διασχίζει την πεδιάδα της Ανατολικής Θράκης, δέχεται τα νερά πολλών μικρών ποταμών, ποτίζει τα πλούσια μποστάνια της Μακράς Γέφυρας (Ουζούν Κιοπρού) και συναντάει τον Έβρο στο ύψος περίπου της κωμόπολης Κύψελα (Ύψαλα)», Μαριάνα Κορομηλά, «Θρακική Τοπογραφία», Αθήνα 1994, Πολιτιστική Εταιρεία «Πανόραμα», σ.8 . 1
  • 2.
    Αυτές οι σκέψειςτούς έκαναν να επιλέξουν περιοχές που βρίσκονταν κοντά στα δικά τους χώματα. Η μετακίνηση έγινε με κάρα: «Ήρθα κοπέλα. Γω ήμουν δεκατριώ χρονών, όταν ήρθαμε εδώ. Από κει ήρθαμε, πήγαμε με το αμάξι, περάσαμε σε ένα ποτάμι έτσι με τα γελάδια από πάνω. Ήταν με τον καιρό καλό και ήρθαμε με τα γελάδια, ήταν φαντάροι στο Σουφλί. Πήγαμε στο Σουφλί, ύστερα όλοι εκεί εκάτσαμε τρεις μήνες, ύστερα ήρθαμε εδώ στο Μπίντικλι και τώρα το λένε Τυχερό»2. Οι πέραν του Έβρου Θρακιώτες πέρασαν το ποτάμι με την κινητή τους περιουσία – σε αντίθεση με τους Μικρασιάτες οι οποίοι εγκατέλειψαν την περιοχή της Σμύρνης σε κατάσταση πανικού. Το ταξίδι της προσφυγιάς ήταν πολύ μικρό, ήταν ζήτημα 23 ωρών. «Με κάρο ήρθαμε και ένα αμάξι που μας έδωσαν οι Τούρκοι, τι να βάλεις εκεί πρώτα. Είχαμε εκείνο το χρόνο στάρι, μια κάμαρα γεμάτη. Και ό,τι είχαμε, δεν το πήραμε. Ένα πάπλωμα πήραμε, μια κατσαρόλα, ένα ταψί και δύο σακιά στάρι, γιόμισε ένα κάρο. Το κάρο ήταν δικό σας δηλαδή; Δεν ήταν δικό μας. Οι Τούρκοι μας έφεραν και μετά γύρισαν. Ήταν σαν εργολάβοι. Τους πλήρωναν. Τους έδωσαν ένα αμάξι, τους λέει θα τους πάτε, θα τους παραδώσετε». Οι πρόσφυγες ήταν έμπειροι σε τέτοιου είδους μετακινήσεις. Ταυτόχρονα, η σκέψη τους ήταν στραμμένη στα πατρογονικά χώματα. Έτσι, μπορεί να εξηγηθεί και η επιλογή του χώρου για τη δημιουργία του οικισμού τους. Οι Αρβανιτόφωνοι κινήθηκαν παράλληλα προς τον Έβρο και νοτιοανατολικά του Σουφλίου. Οι μισοί προτίμησαν να μείνουν κοντά στο ποτάμι, σχεδόν πάνω στην δυτική του όχθη, και σχεδόν απέναντι από τα χωριά που έφυγαν. Πολλοί πήγαν στον κάμπο, όπου υπήρχαν δύο οικισμοί: ο Χάντζιας (Τάρσιον) νοτιότερα, κι ένα χιλιόμετρο βορειότερα το Τσακιρτζί (Πυρόλιθος). Μεγαλύτερος οικισμός ήταν ο Χάντζιας, που διέθετε και ορθόδοξη εκκλησία, απομεινάρι της βουλγαρικής παρουσίας στην περιοχή. Στο Μπίντικλι (Τύχιο) κατέλυσαν 80 οικογένειες. Οι άλλοι κινήθηκαν λίγο πιο μέσα, σε άλλους οικισμούς: Φέρες, Πέπλος, Γεμιστή, Κήποι, Αρδάνιο, Καβησό, Πυλαία Έβρου και στην Παραδημή του νομού Ροδόπης. Κάπως έτσι έφτασαν οι Αρβανίτες από την Ανατολική Θράκη στον νομό Έβρου. Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Δ. Δαλάτση, Οι Αρβανίτες της Ανατολικής Θράκης. Επιμέλεια: Τσαπάνης Χρήστος, ΠΕ02 2 Μπίντικλι λεγόταν το τούρκικο χωριό το οποίο εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του το 1922 και εκεί πήγαν 80 οικογένειες αρβανιτόφωνων από το Ιμπρίκ Τεπέ. Το χωριό ονομάστηκε Τύχιο και από το 1953 (Β.Δ.23.7.53, ΦΕΚ 193/31.7.53, τεύχος Α’) ονομάζεται Τυχερό και είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου. 2