2. 2
Ο ναός της αγίας Σοφίας ήταν ο καθεδρικός ναός της
Θεσσαλονίκης σε όλη τη βυζαντινή περίοδο. Βρίσκεται στο
νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, σ’ έναν χώρο όπου
προηγουμένως υπήρχε συγκρότημα λουτρών της μέσης
αυτοκρατορικής περιόδου. Ο σημερινός ναός είναι το τρίτο
κτήριο. Πριν από αυτόν επισημάνθηκαν στην ίδια θέση δυο
προγενέστερα δρομικά κτήρια. Το αρχαιότερο αποτελούσε,
πιθανώς, μια τρίκλιτη βασιλική (βασιλική Α), μήκους
τουλάχιστον 80μ. και πλάτους περίπου 21μ., με βαπτιστήριο
στα νοτιοανατολικά της. Ο προσανατολισμός του κτηρίου
ακολουθεί έναν τοπικό κάναβο, λοξό προς τον κάναβο του
αρχικού πυρήνα της ελληνιστικής πόλης. Από τμήματα
τοιχογραφικής διακόσμησης που σώθηκαν σε μέρος του νότιου
τοίχου συμπεραίνεται ότι το κτήριο δεν είναι μεταγενέστερο
από το τρίτο τέταρτο του 4ου αι. Μετά από μια μεγάλη σεισμική
καταστροφή, που συνοδεύτηκε από πυρκαγιά, πιθανώς στο
δεύτερο τέταρτο του 5ου αι., ο πρώτος ναός αχρηστεύτηκε· στη
θέση του κτίστηκε μια μεγαλύτερη, πεντάκλιτη βασιλική
(βασιλική Β), στο πλαίσιο μιας γενικής ανοικοδόμησης της
Θεσσαλονίκης, κατά την οποία ο λοξός κάναβος καταργήθηκε
και η περιοχή εντάχθηκε στον κάναβο της υπόλοιπης πόλης. Η
βασιλική Β, με συνολικό μήκος περίπου 170μ., διέθετε νάρθηκα
και τετράστωο αίθριο. Τόσο ο σημερινός ναός (Γ), όσο και οι
δυο προγενέστερες βασιλικές Α και Β, ήταν οι καθεδρικοί της
3. 3
πόλης. Στα Θαύματα του Aγίου Δημητρίου o μητροπολιτικός
ναός του 6ου-7ου αι. μνημονεύεται ως η «Μεγάλη εκκλησία»,
όπως ακριβώς αναφέρεται η Αγία Σοφία της
Κωνσταντινούπολης.
Ο ναός Γ, που σώζεται ως σήμερα με πολλές επεμβάσεις,
παραμένει σε μεγάλο βαθμό ανοιχτό πρόβλημα για την
έρευνα. Τόσο η χρονολόγηση της ίδρυσής του όσο και ζητήματα
της εξωτερικής του μορφής και της εσωτερικής του διάρθρωσης
στη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου αποτελούν ακόμη
αντικείμενο συζήτησης.
Ο ναός είναι ουσιαστικά ένας κύβος, ο οποίος
κυριαρχείται από τον ογκώδη τρούλλο, στηριζόμενο σε τέσσερα
μεγάλα τόξα, τα οποία εδράζονται με τη σειρά τους σε τέσσερις
πεσσούς, που αναλύονται σε τρία ή τέσσερα σκέλη. Ο
κεντρικός πυρήνας περιβάλλεται από τις τρεις πλευρές από
θολωτό περίπατο. Στην ανατολική πλευρά είναι προσαρτημένο
ένα τριμερές ιερό. Οι καλύψεις των λειτουργικών
προσκτισμάτων με χαμηλούς θόλους βρίσκονται πολύ
χαμηλότερα από την καμάρα του ιερού βήματος. Ο ναός ανήκει
σ’ έναν μεταβατικό τύπο, με σταυροειδή εγγεγραμμένο πυρήνα
και περίστωο, o οποίος προοιωνίζεται τον τυπικό θολωτό ναό
της μέσης βυζαντινής περιόδου, τον σταυροειδή εγγεγραμμένο.
Ο τύπος ονομάζεται από τον R. Krautheimer «cross-domed
church» και από άλλους «μεταβατικός» ή «βασιλική με τρούλλο
4. 4
και περίστωο». Κατάγεται από το μοναστικό περιβάλλον της
Κωνσταντινούπολης και αντιπροσωπεύεται από λίγα σχετικώς
παραδείγματα, συνήθως σημαντικούς ναούς για τις περιοχές
όπου βρίσκονται. Στον χώρο των βορειοδυτικών Βαλκανίων ο
τύπος είχε μια ιδιαίτερη άνθηση, ως συνέπεια της επίδρασης
που άσκησε η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης στην τοπική
αρχιτεκτονική παράδοση κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Με το ναό Γ ασχολήθηκε αρχικά ο J. Strzygowski. Η
πρώτη προσπάθεια για την ανασύσταση της αρχιτεκτονικής
ιστορίας του έγινε από τους Ch. Diehl, Μ. Le Tourneau και H.
Saladin. Αυτοί αναγνωρίζουν τρεις φάσεις και δέχονται ότι
αρχικά ο ναός Γ δεν είχε υπερώα. Η πρώτη συστηματική
έρευνα, από τον Μ. Καλλιγά, οδήγησε σε δημοσίευση το 1935,
στην οποία ο παραπάνω μελετητής τοποθέτησε την ανέγερση
του ναού στο πρώτο μισό του 8ου αι. Ο Μ. Καλλιγάς έδωσε ως
αρχική μορφή ένα ναό με τη βάση, το τύμπανο και τον τρούλλο
που σώζονται ως σήμερα. Πρότεινε υπερώα περιμετρικά του
κεντρικού πυρήνα, με μονοκλινείς στέγες, οι οποίες αφήνουν
ελεύθερο, ως παράθυρο, το ένα τρίτο περίπου των τόξων του
σταυρικού πυρήνα.
O Στ. Πελεκανίδης μαζί με τον αρχιτέκτονα X. Λεφάκη
(1957) παρέστησαν την αρχική φάση του κτηρίου με
χαμηλότερο τρούλλο, χωρίς τύμπανο αλλά με την ίδια
τετράγωνη βάση. Δέχθηκαν την ύπαρξη υπερώων μόνο για τη
5. 5
βόρεια και τη νότια στοά, με στέγες που άφηναν ελεύθερο το
ένα τρίτο περίπου του τυμπάνου των μεγάλων τόξων στη
βόρεια και νότια πλευρά. Οι ίδιοι έκαναν μια απόπειρα να
αναπαράστασης της δυτικής πλευράς του ναού Γ. Διαπίστωσαν
ότι η δυτική πρόσοψη δεν απαρτίζεται από ενιαίο τοίχο.
Υπέθεσαν, επίσης, ότι εμπρός στον δυτικό τοίχο του ναού
υπήρχε και συνεργαζόταν με αυτόν, ως προστώο ή στενό
διαβατικό, ένας άλλος τοίχος, σε μια λύση ωστόσο ελλιπή και
αποσπασματική. Στη βορειοδυτική και νοτιοδυτική γωνία του
κτηρίου στη στάθμη των υπερώων απέδωσαν πυργοειδή
κτίσματα χωρίς, κατά τους ίδιους, προφανή λειτουργία.
Πρότειναν ορατές τις άνω απολήξεις των διαλυμένων δυτικών
γωνιακών πεσσών ως πύργους και ελεύθερο με υαλοστάσιο
όλο το τύμπανο του δυτικού τόξου.
Η Κ. Θεοχαρίδου μπόρεσε, βοηθούμενη από διερευνητικές
τομές και την ολοκληρωτική καθαίρεση των επιχρισμάτων, να
προσδιορίσει οικοδομικές περιόδους στο κτήριο, οι οποίες
διακρίνονται κυρίως από την αλλαγή της τοιχοδομίας. Οι
προτάσεις της Κ. Θεοχαρίδου μόνο για τη βυζαντινή περίοδο,
εκτός από κάποιες παλαιολόγειες προσθήκες και επισκευές,
αποδίδουν στο κτήριο πέντε φάσεις: τη φάση D μετά το 1037-
1038, τη φάση C από το δεύτερο τρίτο του 10ου αι., τις φάσεις Β
και Β1, οι οποίες περιλαμβάνουν τις δυο περιόδους του
τρούλλου, τη Β1 γύρω στα 690 και τη Β2 στην περίοδο της
6. 6
συμβασιλείας των Κωνσταντίνου ΣΤ´ και Ειρήνης· τέλος, τη
φάση Α, η οποία, κατά την ίδια ερευνήτρια, ολοκληρώθηκε πριν
από το 630 περίπου, όταν σεισμοί κατέστρεψαν το ναό. Η αρχή
της κατασκευής του κτηρίου, κατά την Κ. Θεοχαρίδου,
τοποθετείται το νωρίτερο στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 7ου
αι., πριν από το 618. Πέρα από το γεγονός ότι οι φάσεις που
προτείνονται από την Κ. Θεοχαρίδου φαίνονται υπερβολικά
πολλές, η πρώιμη χρονολόγησή της δεν έγινε δεκτή από την
πλειονότητα των ειδικών, οι οποίοι επέμειναν στη
χρονολόγηση του ναού Γ στον 8ο αι., η οποία υποστηρίζεται από
τα εικονομαχικά ψηφιδωτά και τις επιγραφές τους.
Από το αρχικό κτίσμα του ναού Γ διατηρούνται: οι
εξωτερικοί τοίχοι του ισογείου ως το ύψος των θόλων, με
εξαίρεση την ανατολική πλευρά, η οποία σώζεται ως τη γένεση
της καμάρας του ιερού, οι θόλοι του ισογείου, με εξαίρεση
αυτούς της νότιας πλευράς, οι τέσσερις κεντρικοί πεσσοί και τα
τέσσερα τόξα που βαστάζουν τον τρούλλο. Ο ναός Γ, ο οποίος
σήμερα στέκει μόνος σε ένα μεγάλο οικόπεδο στο μέσον της
πόλης, είναι, παραδόξως, πολύ μικρότερος, όχι μόνον από τη
βασιλική Β –φτάνει περίπου το έν τρίτο του μήκους της
διαθέτοντας μικρότερο πλάτος–, αλλά ακόμη και από την
πρώτη βασιλική Α. Αξιοπερίεργο είναι, επίσης, σε σχέση με το
παραπάνω, το γεγονός ότι το πλάτος του κυρίως ναού είναι
μεγαλύτερο από το μήκος του, χωρίς το τριμερές ιερό. Η
7. 7
εξωτερική μορφή, πάλι, του κτηρίου είναι εξαιρετικά
περίπλοκη. Μια εύλογη εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι το κτήριο Γ
είχε ιδιαίτερη δέσμευση με την προηγούμενη μεγάλη βασιλική
Β: είναι συμμετρικά τοποθετημένο μέσα στα θεμέλιά της,
καταλαμβάνοντας ακριβώς το πλάτος του κεντρικού με τα
πρώτα πλάγια κλίτη, και έχει πολλά κοινά ανοίγματα με
αυτήν. Καταβλήθηκε, μάλιστα, φροντίδα ώστε τα υπολείμματα
των τοίχων της βασιλικής Β να θιγούν όσο το δυνατόν λιγότερο
κατά την κατασκευή του ναού Γ. Επιπλέον, όπως έχει ήδη
επισημανθεί από την Κ. Θεοχαρίδου, ο νάρθηκας και το αίθριο
της βασιλικής Β εξακολούθησαν να λειτουργούν σε συνδυασμό
με το ναό Γ, όπως εξακολούθησαν να λειτουργούν και να
συνδέονται με αυτόν το βαπτιστήριο, καθώς και κτήρια στα
βορειοδυτικά του ναού, γεγονός που πιθανώς οφείλεται στο ότι
το σχέδιο του ναού Γ δεσμευόταν από τα μέρη της βασιλικής Β.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, ο πρώτος ναός Γ κτίστηκε
συμπληρωματικά προς τη βασιλική Β και για ένα μεγάλο
διάστημα τα δυο κτήρια συνυπήρξαν και συνεργάζονταν.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο ναός Γ εγκαταστάθηκε μέσα στο
λειτουργούν κτήριο της προηγούμενης βασιλικής.
Ο ναός επικοινωνούσε με τα εξωτερικά κλίτη της
βασιλικής Β κατά μήκος της βόρειας και νότιας στοάς του
περιπάτου, οι οποίες συνδέονταν με τα πρώτα πλάγια κλίτη
της βασιλικής Β με διαβατικά, τώρα παράθυρα. Ο ναός Γ
8. 8
επικοινωνούσε, επίσης, με το νάρθηκα και το αίθριο της
βασιλικής B όχι μόνο στο ισόγειο αλλά και στη στάθμη των
υπερώων, μέσω των κλιμακοστασίων που ήταν εγκατεστημένα
στο εσωτερικό των μεγάλων βορειοδυτικών και νοτιοδυτικών
πεσσών. Στη στάθμη των υπερώων οι πεσσοί σχημάτιζαν
πυργοειδή γωνιακά διαμερίσματα, προσβάσιμα από το κτήριο
Β μέσω του ορόφου των βορειοδυτικών και νοτιοδυτικών
τμημάτων του περιστώου. Το σύνολο των διπλών χώρων
καλυπτόταν με ενιαία επικλινή ξύλινη στέγη. Ο εξωτερικές
αντηρίδες κατά μήκος των μακρών τοίχων του ναού Γ έχουν
πιθανώς σχέση με αυτή την στέγαση. Στη βορειοανατολική και
τη νοτιοανατολική γωνία του ναού, επάνω από τα
διαμερίσματα της πρόθεσης και του διακονικού, υπήρχαν,
πιθανώς, υπερκατασκευές, που οδηγούσαν από το εξωτερικό
κλίτος της βασιλικής Β στον όροφο των ανατολικών πεσσών
του ναού Γ, περνώντας πάνω από τους χαμηλούς θόλους της
πρόθεσης και του διακονικού. Αυτό εξηγεί γιατί οι θολωτές
καλύψεις των λειτουργικών προσκτισμάτων βρίσκονται πολύ
χαμηλότερα από την καμάρα του βήματος. Ανατολικά του
ναού Γ είχε δημιουργηθεί μια αυλή, εν είδει αιθρίου, που
εξασφάλιζε τον φωτισμό του ιερού βήματος. Ως βόρεια και
νότια στοά αυτού του αιθρίου λειτουργούσαν τα εξωτερικά
πλάγια κλίτη της βασιλικής Β. Την αυλή έκλεινε στα ανατολικά
το αντίστοιχο τμήμα της βασιλικής Β με το ιερό της, το οποίο
9. 9
πιθανώς σωζόταν στο πλήρες πλάτος του αρχικού κτηρίου και
αποτελούσε ιδιαίτερο ναό. Η διαμόρφωση παρουσίαζε
αναλογίες με το ναούς του Αγίου Θεοδώρου στα Γέρασα και
της Παναγίας στην Έφεσο.
Η επικοινωνία των δυο κτηρίων εξυπηρετούσε ένα
σύνθετο λειτουργικό τυπικό, παράγοντας του οποίου ήταν η
παρουσία του επισκόπου, διότι το επισκοπείο βρισκόταν στην
γειτονία του συγκροτήματος, αλλά, πιθανώς, και οι ανάγκες
ενός μοναστικού τυπικού, το οποίο εξυπηρετούσε αρχικά ο
ναός Γ. Δεν πρέπει να αποκλειστεί και η λειτουργία του ναού
ως μαρτυρίου.
Στην ανοικοδόμηση της φάσης C, στον 10ο αι., ο ναός Γ
απέκτησε υπερώα κατά μήκος της βόρειας και νότιας πλευράς,
τα οποία πιθανώς επεκτείνονταν και πάνω από τα εξωτερικά
κλίτη της αρχαιότερης βασιλικής. Οι επικλινείς ξύλινες στέγες
αυτών των πλαγίων υπερώων άρχιζαν από τα δύο τρίτα του
ύψους των πλαϊνών τόξων. Επίσης, οι κίονες που βρίσκονται
ανάμεσα στα σκέλη των δυτικών πεσσών του κεντρικού
πυρήνα πρέπει να ανήκουν στην ίδια ανοικοδόμηση, καθώς
φαίνεται ότι τότε καταργήθηκαν τα κλιμακοστάσια στο
εσωτερικό των πεσσών. Στην ίδια ανοικοδόμηση ανήκουν οι
κιονοστοιχίες στα υπερώα. Σύμφωνα με τις ενδείξεις της
τοιχοποιίας ο ναός Γ έπαψε κατά τον 11ο αι. να περιβάλλεται
από τα κατάλοιπα της προγενέστερης βασιλικής.
10. 10
Στο ναό σώζονται τα ψηφιδωτά του τρούλλου, της
καμάρας του βήματος και του τεταρτοσφαιρίου της αψίδας. Το
ψηφιδωτό της καμάρας του βήματος είναι το μοναδικό της
αρχικής φάσης του ναού Γ. Εικονίζεται ακτινοβολών σταυρός
σε δίσκο μέσα σε στεφάνι με τα χρώματα της ίριδας. Το
ψηφιδωτό αποτελεί συνέχεια του ψηφιδωτού της αψίδας. Στο
τελευταίο ο μεγάλος σταυρός αντικαταστάθηκε μετά τον
σεισμό του 1037 από την μορφή της ένθρονης Θεοτόκου με τον
Χριστό-βρέφος.
Το ψηφιδωτό του τρούλλου, με παράσταση της Αναλήψης,
ανήκει στη δεύτερη φάση της ανοικοδόμησης, του τέλους του
9ου-αρχών 10ου αι. Πριν από αυτό υπήρχε ένα άλλο ψηφιδωτό,
από το οποίο διατηρήθηκαν δυο τρίστιχες επιγραφές με
κολοβωμένα άκρα, οι οποίες εγκλωβίζονται στην ψηφιδωτή
γιρλάντα που περιβάλλει τη βάση της παράστασης.
Προτάθηκαν διάφορες χρονολογήσεις για το προγενέστερο
ψηφιδωτό του τρούλλου, πιθανότερη από τις οποίες είναι το
840. Στα εσωρράχια των δυτικών διαβατικών σώζονται
τοιχογραφίες με μορφές αγίων ανδρών και γυναικών από την
επισκευή μετά το 1037.
Ο μονόλιθος άμβωνας που βρισκόταν ως τις αρχές του
20ού αι. στο εσωτερικό του τεμένους, ανατολικά, είναι πιθανόν
ότι προέρχεται από τον χριστιανικό ναό Γ και ήταν αρχικά
11. 11
τοποθετημένος στο εσωτερικό του ιερού βήματος. Σήμερα
εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Ο Ιερός Ναός της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης.
Κεντρική όψη
Ψηφιδωτό του τρούλου, 9ος αι.
17. 17
Η Αγία Σοφία ως οθωμανικό τέμενος (πριν το 1890)
Η Ανάληψη του Χριστού. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού στην
κόγχη του ιερού του του Ναού της του Θεού Σοφίας.