5. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Η Κωνσταντινούπολη ή Κωνσταντινούπολις (παλαιότερα Πόλις και στην
αρχαιότητα Βυζάντιον), γνωστή ως Ιστανμπούλ, είναι η μεγαλύτερη πόλη
και λιμάνι της Τουρκίας. Συνιστά ταυτόχρονα κύριο πολιτισμικό, οικονομικό
και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Με πληθυσμό περίπου 12 εκατομμύρια
κατοίκους, αποτελεί μια από τις πολυπληθέστερες πόλεις του κόσμου. Η
Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας
ελληνικής πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από
τον Βύζαντα των Μεγάρων, ο οποίος την ίδρυσε κατά το έτος 667 π.Χ.. Από το
330, στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε
Κωνσταντινούπολις, διατήρησε την ονομασία της και μετά την κατάκτησή της
από τους Τούρκους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τα χρόνια της
Τουρκικής Δημοκρατίας. Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου
Κόλπου (τουρκ. Haliç) στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου,
που με μήκος περίπου 35 χλμ. συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα (τουρκ. Karadeniz)
στον βορρά με τηθάλασσα του Μαρμαρά στον νότο. Αποτελεί κατά αυτό τον
τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους,
την Ευρώπη (Ανατολική Θράκη) και την Ασία.
6.
7.
8.
9. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΗ
• Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε τρεις κύριες ζώνες που
περιλαμβάνουν την παλαιά Κωνσταντινούπολη
(τουρκ. Eminönü και Fatih), την περιοχή
του Μπέηογλου (τουρκ. Beyoğlu) με τη συνοικία του Γαλατά και τον
ομώνυμο πύργο, καθώς και το Σκούταρι (τουρκ. Üsküdar) μαζί με
άλλα προάστια που βρίσκονται στην απέναντι ασιατική πλευρά του
Βοσπόρου.
• Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών
αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας(324 -
1453), της βραχύβιας Λατινικής (1204-1261) και
της Οθωμανικής (1453-1922) με συνέπεια την ανάδειξη πολιτισμών
σε μια σύμμεικτη σήμερα παρουσία. Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για
περισσότερο από χίλια χρόνια. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με
σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογοΜνημεία
Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ .
10.
11. Ονομασίες
Η πόλη ονομαζόταν από την ίδρυσή της το 658/7 π.Χ. έως και το 330
μ.Χ. Βυζάντιο. Το 196 μ.Χ και για σύντομο χρονικό διάστημα, έλαβε επίσης
την ονομασία Augusta Antonina από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο,
προς τιμή του γιου του Αντωνίου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, στα
εγκαίνιά της το 330, την μετονόμασε Nova Roma (ελλ. Νέα Ρώμη), όνομα
που όμως δεν επικράτησε, καθώς η πόλη έγινε γρήγορα γνωστή
ως Κωνσταντινούπολη (=πόλη του Κωνσταντίνου), από το όνομα του ιδρυτή
της. Όπως παραδίδει ο ιστορικός Σωκράτης, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η
ονομασία Νέα Ρώμη κατοχυρώθηκε δια νόμου και φαίνεται πως απηχούσε
ένα ρητορικό παραλληλισμό μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Άλλες
ονομασίες που της αποδόθηκαν είναι «Βασιλεύουσα», «Βασιλίς των
πόλεων», «Μεγαλόπολις» και «Επτάλοφος», ενώ αναφορά γίνεται και στο
όνομα «Ανθούσα» [Florentia]. Κωνσταντινούπολη ηταν η επίσημη ονομασία
μέχρι το 1923. Σημερα σε ολο τον κοσμο ονομαζεται Istanbul.
• Η διεθνής ονομασία της πόλης σήμερα είναι Ιστάνμπουλ, όπως
μετονομάστηκε επίσημα από την Τουρκική Δημοκρατία στις 28
Μαρτίουτου 1930. Η ετυμολογία του όρου δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα.
Περισσότερο αποδεκτή είναι η άποψη πως προέρχεται από τις ελληνικές
λέξεις «εις την πόλη». Θεωρείται εξάλλου πιθανό πως με δεδομένα τη
σπουδαιότητα και το μέγεθός της, οι κάτοικοί της την αποκαλούσαν απλά
«Πόλη», όπως αποκαλείται συχνά μέχρι σήμερα από τους Έλληνες.
13. • Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας
πόλης Βυζάντιο (επίσης Βυζαντίς), η ονομασία της
οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία.
Στα Γεωγραφικά, οΣτράβων εξιστορεί πως η πόλη
ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με
επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το
όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του
βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα
και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς και του Δία, την
οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη
εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης
Σεμέστρας. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες
στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι
χρονικαί (8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός
συνδυασμός των δύο ονομάτων οδήγησε στο
τοπωνύμιο Βυζάντιον.
14.
15. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου, όπως παραδίδεται
από τον Στράβωνα, οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό — πιθανώς
του Μαντείου των Δελφών — ο οποίος τους προέτρεπε να κτίσουν
την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί
υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει
την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του
Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της
απέναντι τοποθεσίας[24][25]. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα,
περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά
τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις
της αρχαιότητας[26]. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο
αντλούμε επίσης από τον Ηρόδοτο. O τύραννος της πόλης,
Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον
Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών.
Στη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης καταλήφθηκε από τις
ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της
μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις δυτικές ακτές του
Εύξεινου Πόντου[27].
16.
17. • Κατά τους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση
των Μηδικών Πολέμων, το Βυζάντιο καταλήφθηκε από το νικητή
των Πλαταιών Παυσανία[28], o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε
διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους[29]. Το Βυζάντιο υπήρξε
μέλος της Δηλιακής συμμαχίας, ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού
πολέμου (431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Το 411
π.Χ. αποστάτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό και τον επόμενο χρόνο καταλήφθηκε
από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να
εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο[30].
Πολιορκήθηκε εκ νέου το 409 π.Χ από τους Αθηναίους, με επικεφαλής
τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι
άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους[31], οι οποίοι, τελικά, μετά από μάχη εντός των
τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς, οι
Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε, μεταξύ άλλων, να
εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Παράλληλα, οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν
προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν,
αποκτώντας όμως αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη[32]. H
σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περίπου το 390 π.Χ, όταν ο Αθηναίος
στρατηγόςΘρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής,
ωστόσο δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των δύο πόλεων, όπως το 357 π.Χ, όταν το
Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου.
18. Το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μακεδόνα
βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη, το 341 π.Χ, μετά
από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας.
Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της
θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς
τιμή της, αλλά και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής.
Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντιακά νομίσματα έγινε
σύμβολο της πόλεως, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί έως
σήμερα με την υιοθέτησή της στη σημαία της τουρκικής
δημοκρατίας[33]. Στην πραγματικότητα, το Βυζάντιο
υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ακόμα
ελληνικές πόλεις που συντάχθηκαν μαζί τους[34]. Στα χρόνια
του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό
καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου
προς τον Δούναβη, τον υποστήριξε στέλνοντας πλοία[35]. Μετά
τον θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν
τον Αντίγονο Α', τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη
του με τον Κάσανδρο και τον Λυσίμαχο[36]. Tο 279 π.Χ., η πόλη
αναγκάστηκε να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια
που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της
κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου.
19.
20. Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια
ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των
Θρακών. Ενδεικτικά, ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια[37], ενώ όπως
παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην
περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία[38]. Ωστόσο, τα
προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί αυτοκρατορίας του Βεσπασιανού, ο οποίος
υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Στα τέλη του 2ου
αιώνα, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου
Σεβήρου (β. 193-211) και του διεκδικητή του θρόνουΠεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο
τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προέβη σε συστηματική πολιορκία της
πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε το 196. Χρειάστηκε τριετής μάχη που συνοδεύτηκε
από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων, αλλά και διοικητική
υποβάθμιση τουΒυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο[39]. Καθώς η θέση του
Βυζαντίου ήταν εμφανώς στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε
εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από τον γιο του Αντωνίνο,
υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της[40], ενώ εκχώρησε επίσης
προνόμια που ο ίδιος είχε παλαιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων
κτισμάτων συγκαταλέγονται τα λουτρά στο ιερό του ναού του Διός, που
ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ενώ ανακαινίστηκε και το λεγόμενο
«Στρατήγιον»[39]. Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta
Antonina [Αυγούστα Αντονίνα], προς τιμή του γιου τού Σεβήρου.
21.
22. Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός (β.
254-268) κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα
κτίστηκαν εκ νέου από τον Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή, οι
συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων των Γότθων, έφεραν το
Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να
υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά
την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α' στη Χρυσούπολη. Ο
τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον τελικά να
παραδοθεί. Προέβη σε πολιορκία της πόλης, την οποία
κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 324. Φαίνεται πως ο
Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα
της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να
μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του.
23. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο, ως
πρωτεύουσα, προφανώς αντιλαμβανόμενος τη
στρατηγική θέση του. Η θεμελίωση της
Κωνσταντινούπολης ταυτίστηκε με την έναρξη ενός
πολύ μεγάλου πολεοδομικού εγχειρήματος, μεγάλης
εμβέλειας. Η πόλη επεκτάθηκε, εντάσσοντας στο
Βυζάντιο έκταση περίπου 5000 στρεμμάτων, σε
μεγάλο βαθμό μη οικοδομημένη. Παράλληλα, τα νέα
τείχη που ξεκίνησαν να κτίζονται επί Κωνσταντίνου
και αποπερατώθηκαν επί Κωνστάντιου Α' (337-361),
προεκτείνονταν κατά δεκαπέντε στάδια σε σύγκριση
με τα παλαιότερα τείχη του Σεβήρου.
24.
25. • Τον Απρίλιο του 1453 ξεκίνησε η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από
τους Οθωμανούς, με επικεφαλής τον σουλτάνοΜωάμεθ Β'. Είχε προηγηθεί η
αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της πόλης το 1422, από τον
σουλτάνο Μουράτ Β'. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που
παρατηρούνται στις μεσαιωνικές πηγές, ο οθωμανικός στρατός φαίνεται πως
υπερτερούσε κατά πολύ αριθμητικά[61]. Η τελική επίθεση, κατά την οποία
σκοτώθηκε ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ'
Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαΐου, όταν, παρά την αντίσταση
των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν.
Είχαν προηγηθεί συνολικά 54 ημέρες πολιορκίας[62]. Μετά από τριήμερη
λεηλασία της πόλης[63], ο σουλτάνος, επιθυμώντας να περιορίσει την
περαιτέρω καταστροφή της μελλοντικής πρωτεύουσάς του[64], διέταξε την
παύση της και πραγματοποίησε την εθιμοτυπική και μεγαλοπρεπή είσοδό
του στην πόλη. Ο Μωάμεθ Β' επιχείρησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της
πόλης, μετακινώντας αναγκαστικά κατοίκους από άλλες περιοχές που είχε
κατακτήσει, όπως την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλονίκη και ελληνικά
νησιά[65]. Πριν την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε
φιρμάνια για τη μετακίνηση στην πόλη μουσουλμανικών, χριστιανικών και
εβραϊκών οικογενειών, από την περιοχή της Ρούμελης και
της Ανατολίας[19][66]. Η αναγκαστική μετοίκηση εξυπηρετούσε πληθώρα
κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναγκών, όπως την αποκατάσταση
της ευημερίας σε μια προηγουμένως παρηκμασμένη πόλη, τη δημιουργία
πλούτου και την αποτροπή εξεγέρσεων απομονωμένων κοινοτήτων.
26.
27. • Μέλημα του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ ήταν επίσης η οικοδόμηση της πόλης, με
χαρακτηριστικά έργα την αποκατάσταση των τειχών, τη δημιουργία μιας οχυρωμένης
θέσης (Yedikule), καθώς και την ανέγερση παλατιού στο κέντρο της πόλης. Για το έργο
αυτό χρησιμοποίησε Έλληνες δούλους, έναντι σημαντικής αμοιβής με την οποία
αργότερα ήταν σε θέση να κερδίσουν την ελευθερία τους και να εγκατασταθούν στην
πόλη[68]. Εκτός από το παλάτι, το σημαντικότερο ίσως κτίριο που ανεγέρθηκε από
τους Οθωμανούς κατακτητές ήταν το τζαμί του σουλτάνου, που κτίστηκε την περίοδο
1462-70 αλλά καταστράφηκε από σεισμό το 1766. Πληθώρα μεγαλοπρεπών τζαμιών
συνέβαλαν σταδιακά στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού ύφους της
Κωνσταντινούπολης.
• Διοικητικά, η οθωμανική πόλη χωρίστηκε σε τέσσερις ενότητες: το κέντρο της
Κωνσταντινούπολης (Σταμπούλ) και τις τρεις περιοχές του Γαλατά, του Εγιούπ
(Χάσια) και του Ουσκουντάρ (Σκούταρι). Η αναδιάρθρωση της οθωμανικής
Κωνσταντινούπολης βασίστηκε, εν γένει, στην πεποίθηση πως έπρεπε να διαπνέεται
από το πνεύμα του Ισλάμ, αποκτώντας τον χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης.
Συνολικά, τα επόμενα χρόνια, η πόλη γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με
μοναδικές εξαιρέσεις τις φυσικές καταστροφές — κατά κύριο λόγο πυρκαγιές και
σεισμοί — και τις επιδημίες που την έπληξαν στο πέρασμα του χρόνου. Το εκτεταμένο
πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης έθεσε τα θεμέλια για τη μεταμόρφωση
της άλλοτε ερημωμένης πόλης σε μια οικουμενική αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η
οποία διέφερε σε χαρακτήρα και εμφάνιση από την αντίστοιχη βυζαντινή[69]. Κατά
την περίοδο του Σουλεϊμάν Α΄, έφθασε στο απόγειο της αίγλης της[70].
28. Στις αρχές του 19ου αιώνα χρονολογείται μία ακόμα σημαντική εξέλιξη
στην ιστορία της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, συνυφασμένη με την
εποχή του τανζιμάτ, δηλαδή της αναδιοργάνωσης της οθωμανικής
αυτοκρατορίας, η οποία συνοδεύτηκε από σοβαρές αναταραχές, όπως τη
σφαγή των Γενιτσάρων στον Ιππόδρομο το 1826. Ενώ με αφορμή
τηνΕλληνική Επανάσταση του 1821 για πρώτη φορά η οθωμανική εξουσία
διέταξε την άμεση εκτέλεση προσώπων που διαδραμάτιζαν ισχυρό ρόλο,
όπως του Οικουμενικού Πατριάρχηκαι του Μεγάλου Διερμηνέα, με τους
συνεπαγόμενους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Ο
19ος αιώνας χαρακτηρίζεται γενικά ως η περίοδος κατά την οποία
επιχειρήθηκε ο μετασχηματισμός της πόλης σε μία δυτικού τύπου
πρωτεύουσα. Το 1870 επεκτάθηκε έως την Κωνσταντινούπολη ο
ευρωπαϊκός σιδηρόδρομος, ενώ και άλλες σημαντικές δημόσιες υποδομές
ολοκληρώθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού,
όπως η υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873), σταθμός
ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικό δίκτυο. Την ίδια περίπου περίοδο,
και μέχρι το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο μουσουλμανικός
πληθυσμός της πόλης σημείωσε σημαντική αύξηση από 385.000 το 1885
σε 560.000 το 1914.
29.
30. To 1908 η πόλη καταλήφθηκε από τον στρατό του κινήματος των Νεότουρκων, και
ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β' εκθρονίστηκε. H Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη
διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα δυτικά πρότυπα, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 1839
και τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, με τη μεταρρύθμιση που ονομάστηκεΤανζιμάτ. Κατά τη
διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων (1912-13), αποτράπηκε η κατάληψή της από
τον βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης.
Στο διάστημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του
πολέμου ετέθη υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή μέχρι το 1923[48]. Με την άνοδο
του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ', εγκατέλειψε την πόλη το
1922. Παράλληλα, η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για περισσότερο από
μία χιλιετία, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχθηκε
η Άγκυρα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε
μειωθεί δραστικά, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων εκατό ετών.
Παρέμεινε αλώβητη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς να υποστεί ζημιές,
χάρη στην ουδέτερη στάση της Τουρκίας. Την περίοδο που ακολούθησε, ο πληθυσμός της σημείωσε
πολύ μεγάλη αύξηση, λόγω της μετακίνησης μεγάλου τμήματος αγροτικού πληθυσμού στην πόλη
προς εύρεση εργασίας. Από την άλλη πλευρά η ελληνική κοινότητα της πόλης συρρικνώθηκε
δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς, με πιο αξιοσημείωτο από αυτούς
τα Σεπτεμβριανά του 1955. H Ισταμπούλ μεταμορφώθηκε με την κατασκευή της πρώτης
κρεμαστής γέφυρας του Βοσπόρου (1973), η οποία ένωσε τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές συνοικίες
της πόλης μέσα από ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, επιτρέποντας παράλληλα μεγάλες
μετακινήσεις μεταναστών από την Ανατολία. Η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρήθηκε κατά το
δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από προβλήματα μόλυνσης, υπερπληθυσμού ανά
περιοχές, πολεοδομικής αναρχίας και ανεπάρκειας υπηρεσιών.