2. Το νταηλίκι (τουρκική: dayılık) είναι μια μορφή κακοποίησης, πιο συγκεκριμένα
εκφοβισμού ή εξαναγκασμού. Αυτή συνεπάγεται περιοδικά επαναλαμβανόμενες
πράξεις που σκοπό έχουν την επιβολή ενός ατόμου ή μιας ομάδας πάνω σε ένα
άλλο άτομο ή ομάδα, επομένως μια «ανισορροπία δυνάμεων». Η εν λόγω
ανισορροπία μπορεί να είναι κοινωνική ή/και σωματική. Το θύμα του εκφοβισμού
αναφέρεται και ως στόχος.
Το νταηλίκι αποτελείται από τρία βασικά είδη κακοποίησης – συναισθηματική,
λεκτική και σωματική. Συνήθως, πρόκειται για ανεπαίσθητες μεθόδους
εξαναγκασμού όπως η ψυχολογική χειραγώγηση.
Το νταηλίκι κυμαίνεται από την απλή μορφή εκφοβισμού σε πιο σύνθετες μορφές,
στις οποίες ο νταής ενδέχεται να έχει έναν περισσότερους «υπαρχηγούς» που
μπορεί να φαίνεται να είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν τον «αρχι-νταή» στις
δραστηριότητές του. Το νταηλίκι στο σχολικό ή εργασιακό χώρο αναφέρεται και ως
ομότιμη κακοποίηση.
Το νταηλίκι μπορεί να προκύψει σε οποιοδήποτε περιβάλλον στο οποίο ανθρώπινα
όντα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτό περιλαμβάνει το σχολείο,το στρατό, την
οικογένεια, το χώρο εργασίας, το σπίτι και τις γειτονιές. Είναι ακόμη ένας
παράγοντας ώθησης στη μετανάστευση. Ο εκφοβισμός είναι δυνατό να λαμβάνει
χώρα μεταξύ κοινωνικών ομάδων, κοινωνικών τάξεων και ακόμη και μεταξύ χωρών
(υπερβολική εθνικοφροσύνη, σοβινισμός).
3.
4. Ρατσισμός είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίσοι μεταξύ τους, αλλά
διαχωρίζονται σε ανώτερους και κατώτερους, διακρινόμενοι είτε από το χρώμα του
δέρματος, είτε από την εθνικότητα, είτε από τη θρησκεία κλπ. Το πιο συνηθισμένο
είδoς ρατσισμού, και αυτό που έχει δώσει την αρχική ονομασία στην λέξη, ιταλ.
(ράτσα/ razza = φυλή), είναι ο φυλετικός ρατσισμός. Οι φυλετικοί ρατσιστές
πιστεύουν σε βιολογικές διαφορές μεταξύ των φυλών, βάσει των οποίων και
προσδιορίζουν αυτές σε ανώτερες και κατώτερες. Έτσι, με την θεωρία αυτή
υποστηρίζουν ότι η φυλή με συγκεκριμένα (ανώτερα) εξωτερικά ή ανθρωπολογικά
χαρακτηριστικά, έχει το δικαίωμα να θεωρεί εαυτόν της ανώτερη από τις άλλες.
Ρατσισμός είναι να θεωρούμε κάποιους ανθρώπους ως κατώτερους ή ακόμη και
άξιους περιφρόνησης, λόγω της φυλετικής ή εθνικής τους καταγωγής. Είναι μια
συμπεριφορά που παρουσιάζουν οι κοινωνίες και είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο.
Ρατσισμός σημαίνει καχυποψία ακόμα και περιφρόνηση απέναντι στα άτομα που
έχουν διαφορετικά φυσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά από ό,τι οι άλλοι
άνθρωποι. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις πράξεις μιας ομάδας
ανθρώπων εναντίον μίας άλλης ομάδας.
5.
6. Παλαιότερα συγγραφείς και κοινωνιολόγοι αντί του σύγχρονου όρου
χρησιμοποιούσαν, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, τον όρο ρασιαλισμός
(racialism), που όλοι όμως συμφωνούν ότι πρόκειται για όρο δόγματος φυλετικής
υπεροχής. Σημαντικότερος συγγραφέας που έκανε χρήση του όρου "ρασιαλισμός"
ήταν ο L. L. Snyder στο έργο του "Ράτσα: Μια Ιστορία των Σύγχρονων Εθνικών
θεωριών, ("Race: A History of Modern Ethnic Theories" - Νέα Υόρκη: Alliance 1939).
Ο νεότερος όμως όρος (εκ της ιταλικής) επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο,
περισσότερο για λόγους προπαγάνδας. Συγκεκριμένα η Ρ. Μπένεντικτ (R. Benedict)
ορίζει τον ρατσισμό ως:«...το δόγμα όπου μία εθνική ομάδα (ethnic group) έχει
καταδικαστεί από τη Φύση σε κληρονομική κατωτερότητα (hereditary interiority)
ενώ μια άλλη σε κληρονομική ανωτερότητα (hereditary superiority)».
7.
8. Γενικά ο ρατσισμός θεωρείται κάτι
περισσότερο από τη φυλετική προκατάληψη
(race prejudice). Η τυπική θεωρία του σε
σύγχρονες αναζητήσεις και σχετικές έρευνες,
έχει τις ρίζες της στο πολυθρύλητο έργο του
Ζοζέφ Αρτύρ ντε Γκομπινώ (Joseph Arthur De
Gobineau): "Essai sur l' inégalité des races
humaines" (Δοκίμιο επί της ανισότητας των
ανθρωπίνων φυλών), που δημοσιεύτηκε το
1853 και κυριολεκτικά αποτέλεσε τη
θεωρητική κάλυψη και "ευλογία" των
αποικιοκρατών. Ο πλέον εξέχων σύγχρονος
υποστηρικτής του δόγματος αυτού, κατά τον
20ό αιώνα, θεωρείται ο Βρετανός
δημοσιολόγος (πολιτογραφήθηκε Γερμανός
το 1916), Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν
(Houston Stewart Chamberlain).