2. Απόκριες ονομάζονται οι τρεις εβδομάδες
πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή. Ταυτίζονται
με την περίοδο του Τριωδίου, μια κινητή
περίοδο στην Ορθόδοξη Χριστιανική
παράδοση από την Κυριακή του Τελώνου και
του Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή της
Τυροφάγου ή Τυρινής.
3. Οι Αποκριές στην Ήπειρο γιορτάζονταν με πολύ κέφι!
Όταν παλαιότερα τα χωριά της Ηπείρου πλημμύριζαν από
νεολαία και ήταν όλο ζωή στήνονταν γλέντια σχεδόν σε κάθε
σπίτι. Οι παρέες κατασκεύαζαν αυτοσχέδιες μάσκες και
αποκριάτικες φορεσιές και γύρναγαν όλο το χωριό. Το
μασκαρεμένο ντύσιμο τους αποτελούνταν από μάσκες
(προσωπίδες), ρούχα γερόντων, σιγκούνια, βράκες, ρόκες,
κουδούνια, άμφια, τουφέκια, τσαρούχια, προβιές, κέρατα,
και τόσα άλλα που προξενούσαν το γέλιο. Ήταν παλιές
φορεσιές, σωστά κουρέλια που ήταν για πέταμα, κρεμούσαν
σκορδαμάθες και κρομμυδαρμάθες,κέρατα τράγοι, κριαρίσια
ή βοδινά που κοσμούσαν τα μέτωπα τους, ουρές αλογίσιες
ή βοδινές που τις κρεμούσαν πίσω τους. Άλλοι ντύνονταν
με ολόκληρα τομάρια , κρεμούσαν κουδούνια και κύπρους
διπλούς και τριπλούς περπατούσαν ως και με τα τέσσερα
σαν τα ζωντανά, χτυπούσαν ντενεκέδες ή άλλα παλιοσίδερα
και χαλούσαν τον κόσμο.
4. Τις Αποκριές στην Ήπειρο συνήθιζαν να παίζουν ένα
παιχνίδι που το ονόμαζαν χάσκο. Στην άκρη ενός ξύλου
στερέωναν μια κλωστή. Έβραζαν αυγά, τα ξεφλούδιζαν , τα
έδεναν στην κλωστή και τα βουτούσαν σ’ ένα δοχείο με
γιαούρτι. Κουνώντας το ξύλο, ο παίχτης προσπαθούσε
έχοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του να πιάσει το
αυγό με το στόμα. Και καθώς το αυγό ήταν καλυμμένο με
γιαούρτι, γέμιζε και το πρόσωπο του παίκτη
προκαλώντας το γέλιο στους υπόλοιπους.
Στο Πωγώγι το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν το βράδυ της
Κυριακής της Τυρινής γύρω από το οικογενειακό τραπέζι.
Το αυγό της Τυρινής ήταν το τελευταίο αρτύσιμο
φαγητό για τη μέρα αυτή και το πρώτο που θα
έτρωγαν σαράντα ημέρες μετά , στην Ανάσταση.
5.
6. Το Σάββατο της Αποκριάς και το Σάββατο της
Τυρινής έβγαινε το αρτινό γαϊτανάκι και
έρχονταν και τα άλλα γαϊτανάκια από τα γύρω
χωριά, με τα βιολιά. Οι άντρες ήταν ντυμένοι
με φουστανέλα και φέσι. Τα μισά παιδιά ήταν
ντυμένα με φουστανέλες και τα έλεγαν
γενίτσαρους και τα υπόλοιπα με γυναικεία
φορέματα και τα έλεγαν νύφες. Το γαϊτανάκι
ήταν ένα ξύλο που στην κορυφή του είχε
χρωματιστές κορδέλες. Σαν βράδιαζε, το
γαϊτανάκι έμπαινε στην μπάντα σε κάποια
γωνιά του καφενείου κι εκεί οι κάτοικοι
γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Έβλεπες στα
πρόσωπα των Αρτινών το γέλιο και τη χαρά.
Οι Απόκριες είχαν γλέντι και τραγούδι. Απ’
όποιο σπίτι και να περνούσες τα βράδια, θα
αισθανόσουν το ξεφάντωμα εκείνων των
ημερών.
7.
Ήρθες και πάλι τρελό καρναβάλι,
παντού σκορπώντας γέλια, χαρά
και τη ζωή την έχεις μεταβάλλει
σε πανηγύρια και ξεφωνητά.
Πηδάς και χορεύεις, τρως και μεθάς,
παντού σκορπώντας γέλια, χαρά
και πέφτουν επάνω σου σαν τη βροχή
οι σερπαντίνες και τα κομφετί.
8. Η Τσικνοπέμπτη είναι μια ετήσια τελετή, της οποίας η αρχή χάνεται
μέσα στους αιώνες. Η ημέρα που τρώγεται κρέας.
Η λέξη Τσικνοπέμπτη προέρχεται από τις λέξεις "τσίκνα" (η
μυρωδιά του καμένου ψημένου κρέατος) και "Πέμπτη".
Η Τσικνοπέμπτη βρίσκεται στο μέσο των 3 εβδομάδων του
εορτασμού του καρναβαλιού. Πρόκειται για τη Πέμπτη της 2ης
εβδομάδας, της Κρεατινής.
Γιορτάζεται την Πέμπτη που είναι 11 ημέρες πριν την Καθαρά
∆ευτέρα. Είναι ημέρα χαράς αλλά και προετοιμασίας για τους
Ελληνορθόδοξους χριστιανούς, καθώς η σαρανταήμερη περίοδος
της Σαρακοστής πριν το Πάσχα πλησιάζει. Την μέρα αυτή
επιβάλλεται από το έθιμο το ψήσιμο κρέατος στα κάρβουνα.