1. Βιτσέντζος Κορνάρος
Ο Βιτσέντζος Κορνάρος (29 Μαρτίου 1553, Σητεία – 1613 ή 1614,
Ηράκλειο) ήταν Κρητικός ποιητής της Ύστερης Βενετοκρατίας στο νησί.
Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής
λογοτεχνίας και νεοελληνικής λογοτεχνίας συγγραφέας του αφηγηματικού
ποίηματος «Ερωτόκριτος».
Βιογραφία
Οι πλέον ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι
αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του: αναφέρει το όνομα
Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και
το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:
Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
2. που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίσει.
Παλαιότερα οι φιλόλογοι τοποθετούσαν την ζωή και την δράση του
Κορνάρου γύρω στα μέσα του 17ου αι., πίστευαν δηλαδή ότι η Θυσία του
Αβραάμ γράφτηκε το 1635, χρονιά που
αναφέρεται στο χειρόγραφο, και ο
Ερωτόκριτος αργότερα, μέχρι το 1645 ή το
1648, όταν άρχισε η πολιορκία του
Ηρακλείου από τους Οθωμανούς.
Μάλιστα ένα επεισόδιο του Ερωτόκριτου
που αφηγείται την μονομαχία του
Κρητικού με τον Καραμανίτη εθεωρείτο
προσθήκη εκ των υστέρων, η οποία έγινε
μάλλον κατά τα χρόνια του
Βενετοτουρικού πολέμου και απηχούσε
τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των
Οθωμανών. Αυτή η άποψη διατυπώνεται
και σε παλαιότερες Ιστορίες της
Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή του Λίνου Πολίτη και του Κ.Θ.
Δημαρά.
Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου
ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις
26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου
Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και
αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία.
Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης
που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ
αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε
3. χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο
κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά
αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591-1593) ανέλαβε
καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος ενός λογοτεχνικού
συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του
Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614
από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Εργογραφία
Ο Ερωτόκριτος, πρόκειται για μία έμμετρη μυθιστορία που αποτελείται
από 10.012 στίχους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους
στίχους στην Κρητική διάλεκτο, των οποίων οι τελευταίοι δώδεκα
αναφέρονται στον ίδιο τον ποιητή. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας
ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα, και γύρω από
αυτό περιστρέφονται πολλά άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η
γενναιότητα και το κουράγιο.
Μαζί με το έργο Ερωφίλη του
Γεωργίου Χορτάτση είναι τα
σημαντικότερα έργα της κρητικής
λογοτεχνίας την περίοδο της
Βενετοκρατίας. Ο Ερωτόκριτος
πέρασε στη λαϊκή παράδοση και
παραμένει ένα εξαιρετικά δημοφιλές
κλασικό έργο, χάρη επίσης και στη
μελοποίησή του από τον Χριστόδουλο
Χάλαρη και την ερμηνεία του από τον
Νίκο Ξυλούρη.
Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, ο κόσμος όμως που
απεικονίζει είναι σύνθετο κατασκεύασμα που δεν ανταποκρίνεται σε
4. κάποια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα: παράλληλα με τις
αρχαιοελληνικές αναφορές, εμφανίζονται αναχρονισμοί και πολλά
στοιχεία του δυτικού κόσμου, όπως η κονταρομαχία. Η υπόθεση χωρίζεται
σε πέντε τμήματα.
Άμεσο πρότυπο του
έργου είναι η γαλλική
δημοφιλής μεσαιωνική
μυθιστορία Paris et
Vienne του Πιερ ντε λα
Συπέντ, που τυπώθηκε το
1487 και γνώρισε μεγάλη
διάδοση με μεταφράσεις
σε πολλές ευρωπαϊκές
γλώσσες. Ο Κορνάρος
γνώρισε το γαλλικό έργο
πιθανότατα από ιταλική
μετάφραση, καθώς είναι
απίθανο να γνώριζε
γαλλικά. Δεν πρόκειται όμως για δουλική μίμηση αλλά δημιουργική
διασκευή, στην οποία αναγνωρίζονται αρετές σε σχέση με το γαλλικό
πρότυπο και τις άλλες διασκευές: η πλοκή είναι περισσότερο οργανωμένη,
τα πρόσωπα λιγότερα, περιορίζονται κάποιες επαναλήψεις και επιπλέον
υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη σκιαγράφηση της ψυχολογίας των
προσώπων. Μέχρι το πρώτο μισό του έργου, ο Κορνάρος ακολουθεί την
πλοκή του προτύπου του. Από το σημείο όμως της αποτυχημένης
προτάσεως γάμου προς τον Βασιλιά, τα δύο έργα παρουσιάζουν μεγάλες
διαφορές. Στο Paris et Vienne, οι δύο νέοι απάγονται και επιχειρούν να
δραπετεύσουν, μετά όμως από λίγο καιρό η κοπέλα συλλαμβάνεται από
ανθρώπους του πατέρα της, ενώ ο Paris ταξιδεύει στην ανατολή. Η
ευεργεσία του προς τον πατέρα της Vienne, που συντελεί στην
επανασύνδεση του ζευγαριού, δεν είναι η σωτηρία του βασιλείου από
εχθρούς, όπως στον Ερωτόκριτο, αλλά η απελευθέρωση του βασιλιά από
5. την αιχμαλωσία, όταν εκείνος, επιχειρώντας
να οργανώσει σταυροφορία, συνελήφθη και
φυλακίστηκε στην Αλεξάνδρεια. Το τέλος των
δύο έργων είναι ανάλογο, με τον «άγνωστο»
ευεργέτη να κάνει πρόταση γάμου στη
Vienne και εκείνη να δέχεται μόνο μετά την
αναγνώρισή του.
Εκτός από τη γαλλική μυθιστορία, εμφανής
είναι και η επίδραση του Orlando Furioso του
Αριόστο, στα σημεία με περισσότερο επικό
χαρακτήρα. Εκτός από τη δυτική επίδραση,
ρόλο στη σύνθεση του Ερωτόκριτου έπαιξε
και η ελληνική λογοτεχνική παράδοση, δημοτική (δημοτικά τραγούδια και
παροιμίες) και έντεχνη (Ερωφίλη, Απόκοπος, Πένθος θανάτου και άλλα
δημώδη κείμενα).
Παρ' όλο που ως προς την εξέλιξη της υποθέσεως ο Ερωτόκριτος
ακολουθεί όλα τα χαρακτηριστικά των αντιστοίχων ιπποτικών
μυθιστοριών, παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς τη δομή, με
χαρακτηριστικά που προέρχονται από άλλα λογοτεχνικά είδη. Εκτός από
τα επικά στοιχεία, είναι έντονη και η παρουσία δραματικών
χαρακτηριστικών: η διαίρεση σε πέντε μέρη απηχεί την πενταμερή
διαίρεση του κλασικού δράματος, ενώ θεατρικό χαρακτήρα προσδίδει και
η συχνή παρουσία του διαλόγου. Στο χειρόγραφο του έργου δεν
παρουσιάζεται η πενταμερής διαίρεση, η οποία εμφανίζεται μόνο στις
έντυπες εκδόσεις, θεωρείται όμως από τους μελετητές οργανική και
συνδεδεμένη με τη σύλληψη του έργου από τον ποιητή.
Το επικό-ηρωικό και το ερωτικό στοιχείο που αναφέρονται ως θεματικοί
πυρήνες ήδη στους πρώτους στίχους («και των αρμάτω οι ταραχές,
έχθρητες και τα βάρη / του Έρωτα η μπόρεση και της φιλιάς η χάρη»),
συνυπάρχουν στο έργο μοιρασμένα συμμετρικά, με το ερωτικό να
6. υπερτερεί στο πρώτο, το τρίτο και το πέμπτο μέρος, ενώ το ηρωικό στο
δεύτερο και το τέταρτο, και παράλληλα είναι αλληλένδετα συνδεδεμένα
μεταξύ τους, με το ένα να τροφοδοτεί το άλλο: ο έρωτας του Ερωτόκριτου
για την Αρετούσα είναι κίνητρο για τη συμμετοχή του στην κονταρομαχία,
ενώ η ανδρεία του και η προσφορά στον βασιλιά της χώρας είναι το
γεγονός που επιτρέπει την ευόδωση της σχέσης.
Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας
Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι.
Ερωτόκριτος, μέρος Γ΄, στίχοι 583-600.
Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει και το θέμα της αστάθειας της Μοίρας και
της Τύχης, ενώ καθοριστική είναι και η σημασία του θέματος των
κοινωνικών διακρίσεων: ο έρωτας των δύο ηρώων έρχεται σε αντίθεση με
7. τις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις και τους φέρνει σε σύγκρουση με
το περιβάλλον τους, τελικά όμως στο τέλος του έργου «νικούν» οι
προσωπικές αρετές. Σημαντική καινοτομία του Κορνάρου είναι η ανάδειξη
της ψυχολογικής καταστάσεως των ηρώων και η πειστική αιτιολόγηση των
κινήτρων της συμπεριφοράς τους.
Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα
θρησκευτικό δράμα. Το έργο έχει
δραματική υφή και παρουσιάζει με
ζωντάνια τον ατομικό πόνο. Ο ποιητής δεν
επιμένει τόσο στη θρησκευτική συγκίνηση,
όσο στη διαγραφή της ψυχολογικής
κατάστασης των προσώπων. Παρουσιάζει
αριστοτεχνικά την ψυχολογία του παιδιού,
του πατέρα και της μάνας, καθώς και τους
δεσμούς και τα αισθήματα που τους
συνδέουν.
Το έργο αποτελείται από 1144 ομοιοκατάληκτους στίχους. Δεν
ακολουθεί την παραδοσιακή θεατρική δόμηση σε πρόλογο, σκηνές και
πράξεις και χορικά, αλλά παραδίδεται ένα ενιαίο κείμενο. Η υπόθεση του
έργου είναι το γνωστό επεισόδιο της Παλαιάς Διαθήκης: ο Θεός προστάζει
τον Αβραάμ να θυσιάσει τον γιο του Ισαάκ (Γένεση κεφ. 22). Ο πιστός
Αβραάμ έπειτα από έντονη ψυχική δοκιμασία αποφασίζει να υπακούσει.
Με μεγάλη προσπάθεια πείθει τη Σάρρα να αποδεχθεί την εντολή και
προετοιμάζει τον Ισαάκ για το ταξίδι με πρόσχημα ότι θα θυσιάσουν ένα
αρνί. Όταν φτάνουν στο βουνό όπου θα γίνει η θυσία, ο Αβραάμ
ανακοινώνει στον Ισαάκ τον πραγματικό σκοπό του ταξιδιού τους και ο
Ισαάκ προσπαθεί να τον μεταπείσει, αλλά τελικά υποκύπτει. Τη στιγμή που
ο Αβραάμ ετοιμάζεται να τελέσει τη θυσία, εμφανίζεται ο άγγελος που
λυτρώνει τον Ισαάκ και τον αντικαθιστά με ένα αρνί. Το έργο τελειώνει με
την επιστροφή του Αβραάμ και του Ισαάκ και την προσευχή του Αβραάμ
που υμνεί την παντοδυναμία του Θεού.
8. Ειδολογικά η Θυσία του Αβραάμ ανήκει
στα βιβλικά δράματα. Δεν πρόκειται για
μυστήριο, όπως υποστηριζόταν
παλαιότερα. Το συγκεκριμένο επεισόδιο
της Παλαιάς Διαθήκης ήταν δημοφιλές και
είχε χρησιμοποιηθεί ευρύτατα στη Δύση
τόσο στα μυστήρια όσο και στα βιβλικά
δράματα. Σε ένα από αυτά τα έργα, το Lo
Isach του Λουίτζι Γκρότο, βασίζεται και η
Θυσία του Αβραάμ. Όπως όμως συμβαίνει
και με τα άλλα έργα της κρητικής
λογοτεχνίας, η Θυσία δεν είναι απλή μετάφραση ή μίμηση. Ο ανώνυμος
συγγραφέας έχει μείνει πιστός στην πλοκή του έργου του Grotto, αλλά σε
κάποια σημεία έχει εισαγάγει σκηνές στη μέση
περίπου του έργου, που περιορίζουν κάποιες
δραματουργικές αδυναμίες του προτύπου και
έχει δώσει έμφαση στην ανάλυση των
χαρακτήρων και την απόδοση του εσωτερικού
κόσμου τους. Σε αντίθεση με το πρότυπο και τις
καθιερωμένες δραματικές συμβάσεις της
εποχής, έχει καταργήσει τον πρόλογο και τα
χορικά, ενώ από όλες τις μαρτυρίες της
χειρόγραφης και έντυπης παράδοσης
απουσιάζει η διαίρεση σε πράξεις και σκηνές.
Απουσιάζει και η καθιερωμένη ενότητα χώρου
και χρόνου, η οποία όμως δεν υπάρχει ούτε στο πρότυπο. Στην διάπλαση
του χαρακτήρα και του ψυχικού κόσμου των προσώπων ο συγγραφέας
διαφοροποιείται και από το πρότυπο, και από τις καθιερωμένες
απεικονίσεις των άλλων αντίστοιχων έργων.
Χρυσάνθη Δασκαλάκη – Δέσποινα Καρυτιανού, τμήμα Γ4