19. Χαρά στα μάτια που δακρύζουν
Χαρά στα μάτια που δακρύζουν
για κάποιον άλλον πού πονά
γιατί τα μάτια αυτά θα δούνε
του Παραδείσου τα αγαθά..
Χαρά στο στόμα όπου λέγει
λόγια παρήγορα γλυκά
γιατί το στόμα αυτό θα ψάλλει
με τους αγγέλους Ωσαννά!!
20. Χαρά στα αυτιά όπου ακούνε
το θείο λόγο του Θεού
γιατί τα αυτιά αυτά θα ακούσουν
τις σάλπιγγες του ουρανού..
Xαρά στα χέρια όπου ντύνουν
μικρά παιδιά και ορφανά
γιατί τα χέρια αυτά θα γίνουν
φτερά για να πετούν ψηλά..
21. Χαρά στα πόδια που φροντίζουν
για την αγάπη του Χριστού
γιατί αυτά θα σ’ οδηγήσουν
στη βασιλεία του ουρανού..
Χαρά στο σπίτι που ανοίγει
την πόρτα στον περαστικό
γιατί η πόρτα αυτή ανοίγει
στην Παναγιά και στο Χριστό..
26. Γλυκό μοναστηράκι μου
Γλυκό μοναστηράκι μου όταν σε βάζει ο νους μου
γονείς αδέλφια λησμονώ και όλους τους δικούς μου
Όταν φυσάει ο Ζέφυρος τα υψηλά σου μέρη
χαίρε εφραίνου έρημος των μοναστών λημέρι.
27. Φεύγω μανούλα μου γλυκειά και πάω να μονάσω
δώσε μου την ευχούλα σου τους κόπους μου μη χάσω
Δεν φεύγω κλαίων από δώ εις την Μονή θα μείνω
για την αγάπη σου Χριστέ τον κόσμο τον αφήνω.
28. Γλυκειά που είναι η έρημος και θα την αποκτήσω,
εκεί που ζουν οι μοναχοί θα πάω να κατοικήσω.
Μην λες πως δε σε αγαπώ μανούλα που θα φύγω
ήτανε θέλημα Θεού καλόγερος να γίνω.
29. Σου το λεγα από καιρό μανούλα πως θα φύγω
σε μοναστήρι θα κλειστώ και μοναχός θα γίνω.
Τρέχω και πάω για να βρω τη θύρα ανοιγμένη
μήπως νυστάξω ο φτωχός και τηνε βρω κλεισμένη.
30. Φεύγω μανούλα μου γλυκειά το ξέρω πως θα κλάψεις
μα πάντα θα προσεύχομαι τον πόνο σου να θάψεις.
Να ρίξει βάλσαμο ο Θεός εις την φτωχή καρδιά σου
που δεν χαρίζει στο Θεό ένα από τα παιδιά σου
Φεύγω μανούλα μου γλυκειά και δώσ’ μου την ευχή σου
και πες πως δε με γέννησες δεν είμαι πια παιδί σου.
31. Παιδί μου σε μεγάλωσα σαν άνθος στην αυλή μου
τώρα που πας για μοναχός να πας με την ευχή μου
Μονάχα πρόσεχε καλά το σχήμα μη λερώσεις
γιατί μ’ αυτό θανάσιμα εμένα θα πληγώσεις.
34. Ο Σπίνος
Σε φουντωμένου δέντρου κλωνάρι
κάθεται σπίνος και κελαηδεί
τόσην ακούει τέχνη και χάρη
και πλησιάζει ένα παιδί..
Σπίνε, μ’ αρέσει το ψάλσιμό σου
όλα τα λέγεις όλα καλά,
μα ποίος είναι διδάσκαλος σου,
που σε μαθαίνει τα μουσικά
μα ποίος είναι διδάσκαλος σου,
που σε μαθαίνει Γαβουδιπα
35. Μάθε παιδάκι διδάσκαλός μου
που με μαθαίνει τα μουσικά
είναι ο Πλάστης όλου του κόσμου
η εύνοια Του η πατρικιά.
είναι ο Πλάστης όλου του κόσμου
που με μαθαίνει Πανηζωκεδιγαβουπα.
38. Ανήλθες εν όρει τού Σινά,
και οσίως έζησας,
τον Μωϋσήν εκμιμούμενος,
και τον συγγράψαντα,
Κλίμακα την θείαν,
ένδοξε Παΐσιε,
βιώσας εν νηστείαις ως άσαρκος,
διό και είληφας,
Παρακλήτου τα χαρίσματα,
ως οι πάλαι,
Πατέρες και άγιοι.
Προσόμια Εσπερινού
39. Νεότητος ώφθης φροντιστής,
ασκητά Παΐσιε,
τών ασθενών η βοήθεια,
και απεξάρτησις,
νέων εθισμένων,
ταις ουσίαις άγιε,
φυτών ναρκωτικών τού αλάστορος,
αθέων ίασις,
μαθητών η επιστήριξις,
και απάντων,
οικείος και γνώριμος.
41. Μεγάλος είν’ ηρωισμός
Μεγάλος είν’ ηρωισμός
κανείς ν’ αποφασίσει
τον κόσμο να απαρνηθεί
ίνα Χριστόν κερδίσει.
Πόσοι αλήθεια έθαψαν
τα νιάτα μες στο ράσο
με δάκρυα και προσευχάς
το βίο να περάσουν.
42. Και πόσοι άφησαν γονείς,
αδέλφια και γειτόνους
ν’ ακολουθήσουν το Χριστό
με στεναγμούς και πόνους.
Είναι Σταυρός ασήκωτος
το ράσο να φορέσεις
Και πάντα να αγωνίζεσαι
στον Κύριο ν’ αρέσεις.
43. Ο μοναχός δε γίνεται
μονάχα από το ράσο
αν δε τηρήσει αλλαγή
στον άνθρωπο τον έσω.
44. Είναι Σταυρός βαρύτατος
μα είναι φεγγοβόλος
και όποιος τον επωμιστεί
θέλει να λάμψει όλος.
Χαρά σ’ εκείνη την ψυχή
όπου θ’ αποφασίσει
τον κόσμο να απαρνηθεί
ίνα Χριστόν κερδίσει.
65. Τι λοιπόν της ζωής μας το σύνορο
θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι
κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε,
τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;
Ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
τούτο μόνο ζωή μας το λέμε
κι αυτό τρέμουμε μήπως το χάσουμε
και χαμένο στους τάφους το κλαίμε..
Τι λοιπόν; (Τραγούδι σε ποίηση του Γ. Δροσίνη.)
66. Σ’ ό,τι αγγίζουμε, ακούμε και βλέπουμε
της ζωής μας ο κόσμος τελειώνει;
τίποτ’ άλλο; στερνό μας απόρριμμα
το κορμί που σκορπιέται και λειώνει;
Κάτι ανέγγιχτο, ανήκουστο, αθώρητο
μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει;
κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
μήπως πέρα απ’ τον θάνατο αρχίζει;.
67. Μήπως ό,τι θαρρούμε βασίλεμα,
γλυκοχάραμα αυγής είναι πέρα;
κι αντί να ’ρθει μια νύχτα αξημέρωτη,
ξημερώνει μια αβράδιαστη μέρα;
Μήπως είν’ η αλήθεια στον θάνατο
κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
κι είναι αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;.