1. ΤΟ ΑΛΛΟ ΡΟΣΩΡΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΚΝΟΣΚΟΥΦΚΤΣΑΣ!
Ζοφςα ςτο δάςοσ. Το δάςοσ ιταν το ςπίτι μου και το φρόντιηα όςο μποροφςα.
Ρροςπακοφςα να το διατθρϊ κακαρό και τακτοποιθμζνο. Μια υπζροχθ θλιόλουςτθ
μζρα ενϊ κακάριηα τα ςκουπίδια που είχαν αφιςει πίςω τουσ κάποιοι επιςκζπτεσ,
άκουςα βιματα. Κρυφοκοίταξα πίςω από ζνα δζντρο και είδα ζνα κοριτςάκι να
κατθφορίηει το δρομάκι κρατϊντασ ζνα καλάκι. Αμζςωσ τθν υποψιάςτθκα γιατί ιταν
ντυμζνθ πολφ περίεργα- όλα τθσ τα ροφχα ιταν κόκκινα- και το κεφάλι τθσ ιταν
καλυμμζνο ςαν να μθν ικελε να τθν αναγνωρίςουν.
Ξζρω βζβαια ότι δεν πρζπει να κρίνουμε τουσ άλλουσ από τον τρόπο που ντφνονται,
αλλά αυτι θ μικρι βριςκόταν ςτο δάςοσ μου και ζνιωςα πωσ ζπρεπε να μάκω κάτι
περιςςότερο για τουσ ςκοποφσ τθσ. Τθ ρϊτθςα ποια ιταν, από ποφ ερχόταν- ξζρετε
τϊρα τισ κλαςςικζσ ερωτιςεισ. Στθν αρχι μου είπε ότι δεν μιλάει ςε αγνϊςτουσ. Αυτό με
ςτεναχϊρθςε πολφ. Άγνωςτοσ; Από ποφ κι ωσ που! Ια ζπρεπε να ξζρει ότι είχα
ανακρζψει μια ολόκλθρθ οικογζνεια λυκόπουλων ς ’αυτό το δάςοσ. Τελικά θ μικρι
χαλάρωςε λίγο και μου είπε μια ιςτορία για τθ γιαγιά τθσ που ιταν άρρωςτθ και τθν
οποία πιγαινε να επιςκεφκεί με ζνα καλάκι φαγθτό. Φαινόταν κατά βάςθ ειλικρινισ,
αλλά νομίηω ότι κα ζπρεπε να γνωρίηει πωσ είναι αγενζσ να ειςβάλλεισ ςτο ςπίτι του
άλλου με τόςο φποπτο τρόπο και τόςο ακατάλλθλα ντυμζνοσ.
Τθν άφθςα να προχωριςει, αλλά ζτρεξα πριν από αυτιν ςτο ςπίτι τθσ γιαγιάσ τθσ. Πταν
είδα αυτι τθν καλι γιαγιοφλα, τθσ εξιγθςα τθν κατάςταςθ και ςφμφωνθ ςε ότι θ εγγονι
τθσ ζπρεπε να είναι πιο διακριτικι. Αποφαςίςαμε να μείνει κρυμμζνθ μζχρι να τθ
φωνάξω, γι’ αυτό χϊκθκε κάτω από το κρεβάτι.
Πταν ζφταςε θ μικρι, τθν φϊναξα να ζρκει ςτθν κρεβατοκάμαρα όπου ξάπλωνα. Θρκε
και ζκανε ζνα αγενζσ ςχόλιο για τα μεγάλα αυτιά μου. Με ζχουν προςβάλει και ςτο
παρελκόν, ζτςι προςπάκθςα να αντιπαρζλκω ςτο ςχόλιο λζγοντασ ότι τα αυτιά μου με
βοθκοφν να ακοφω καλφτερα. Αυτό που εννοοφςα βζβαια ιταν ότι τθ ςυμπακοφςα και
ικελα να δϊςω ιδιαίτερθ προςοχι ςτα λόγια τθσ. Αλλά μετά είπε και μια άλλθ
εξυπνάδα για τα γουρλωμζνα μάτια μου. Καταλαβαίνετε νομίηω πωσ είχα αρχίςει να
νιϊκω γι’ αυτό το κοριτςάκι που φαινόταν τόςο αξιαγάπθτο, αλλά ςτθν
πραγματικότθτα ιταν πολφ ενοχλθτικό. Ραρ’ όλα αυτά, εγϊ ζδειξα μεγαλοψυχία και το
μόνο που είπα ιταν πωσ τα μεγάλα μάτια με βοθκοφςαν να τθ βλζπω καλφτερα.
Η επόμενθ προςβολι τθσ όμωσ ξεχείλιςε το ποτιρι. Βλζπετε ζχω το πρόβλθμα με τα
μεγάλα μου δόντια κι αυτό το κορίτςι με μια γαλινια θρεμία ζκανε ζνα αγενζσ ςχόλιο
για τα δόντια μου. Ξζρω ότι κα ζπρεπε να κρατιςω τον αυτοζλεγχο μου, αλλά
πετάχτθκα από το κρεβάτι φωνάηοντασ ότι τα δόντια μου κα με βοθκοφςαν να τθ φάω
2. ευκολότερα. Ρρζπει βζβαια να ποφμε τθν αλικεια- κανζνασ λφκοσ δεν κα ζτρωγε ποτζ
ζνα μικρό κοριτςάκι. Πλοι το ξζρουν αυτό, αλλά αυτι θ ανόθτα μικρι άρχιςε να τρζχει
ςτο ςπίτι ουρλιάηοντασ. Τθν ακολοφκθςα προςπακϊντασ να τθν κακθςυχάςω. Είχα ιδθ
βγάλει τα ροφχα τθσ γιαγιάσ, αλλά αυτό φαινόταν να χειροτερεφει τα πράγματα. Τότε
ξαφνικά άνοιξε θ πόρτα και ζνασ πανφψθλοσ δαςοκόμοσ ςτάκθκε μπροςτά μου
κρατϊντασ το τςεκοφρι του. Τον κοίταξα και αμζςωσ κατάλαβα ότι είχα μπει ςε
μεγάλουσ μπελάδεσ. Είδα ανοιχτό παράκυρο πίςω μου και πετάχτθκα ζξω.
Ια ικελα να είχαν τελειϊςει όλα εκεί, αλλά αυτι θ γιαγιά ποτζ δεν εξιγθςε τθν ιςτορία
από τθν δικι μου οπτικι. Ρριν καλά-καλά το καταλάβω, είχε πια διαδοκεί θ φιμθ ότι
ιμουν ζνα απαίςιο και φπουλο πλάςμα. Δεν ξζρω τι απζγινε μ’ εκείνο το κοριτςάκι που
φοροφςε εκείνα τα θλίκια ροφχα, αλλά εγϊ ςίγουρα δεν ζηθςα καλά μετά από αυτιν
τθν ιςτορία.