Η ελια στη ζωη μας (παρουσίαση του project)Maria Dimou
Κατά τη διάρκεια της σχ. χρονιάς 2014-2015, η τετάρτη τάξη του μειονοτικού σχολείου Μάστανλη Κομοτηνής με την εκπαιδευτικό Δήμου Μαρία, δούλεψαν διαθεματικά και μέσα από την πλατφόρμα του ευρωπαικού προγράμματος etwinning το θέμα "Η ελιά στη ζωή μας".
Η ελια στη ζωη μας (παρουσίαση του project)Maria Dimou
Κατά τη διάρκεια της σχ. χρονιάς 2014-2015, η τετάρτη τάξη του μειονοτικού σχολείου Μάστανλη Κομοτηνής με την εκπαιδευτικό Δήμου Μαρία, δούλεψαν διαθεματικά και μέσα από την πλατφόρμα του ευρωπαικού προγράμματος etwinning το θέμα "Η ελιά στη ζωή μας".
Ο πολιτισμός της ελιάς και η καθοριστική παρουσία της στην καθημερινή μας ζωή
Μαρίνα Καρτσώνη
Δημοτικό Σχολείο Κουνάβων
Περίληψη
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα « Ελιά: Δώρο ζωής » σχεδιάστηκε για να γνωρίσουν οι μαθητές τον πολιτισμό της ελιάς και την καθοριστική παρουσία της στην καθημερινή μας ζωή.
Στόχοι:
• Διεύρυνση των γνώσεων των μαθητών σχετικά με το δέντρο της ελιάς από την αρχαιότητα ως σήμερα (
• Γνωριμία με τις συνθήκες που ευνοούν την καλλιέργεια της ελιάς
• Αναφορά στο λιομάζωμα
• Κατανόηση της σημασίας και της διαχρονικής αξίας των καρπών της ελιάς και του ελαιόλαδου στη διατροφή .
• Αναφορά της ελιάς ως σύμβολο (ειρήνης) και ως έπαθλο (Ολυμπιακοί Αγώνες).
• Απόκτηση εμπειριών από άποψη ιστορική , μυθολογική , καλλιτεχνική , λαογραφική , λογοτεχνική.
• Η συμβολής του ελαιόλαδου, στην ιατρική επιστήμη
• Δημιουργική έκφραση
• Θεατρική έκφραση
• Ανάπτυξη ομαδικότητας , συνεργασίας , εναλλαγής ρόλων
http://giorti16.blogspot.com/2016/04/blog-post_62.html
Αρχές Οικονομικής Θεωρίας - Το γραπτό των πανελλαδικών εξετάσεωνPanagiotis Prentzas
Αρχές Οικονομικής Θεωρίας (ΑΟΘ): Τι πρέπει να προσέξουν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων στη δομή των απαντήσεών τους, αλλά και στην εμφάνιση του γραπτού τους.
Μπορείτε να δείτε και τη διαδραστική παρουσίαση στο www.study4economy.edu.gr.
Weatherman 1-hour Speed Course for Web [2024]Andreas Batsis
Εκλαϊκευμένη Διδασκαλία Μετεωρολογίας. Η συγκεκριμένη παρουσίαση παρέχει συνοπτικά το 20% της πληροφορίας σχετικά με το πως λειτουργεί ο καιρός, η οποία πληροφορία θα παρέχει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να ερμηνεύει το 80% των καιρικών περιπτώσεων με τη χρήση ιντερνετικών εργαλείων. Η λογική της παρουσίασης βασίζεται κατά κύριο λόγο στην εφαρμογή και δευτερευόντως στην επιστημονική ερμηνεία η οποία περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα.
3. Το δέντρο της ελιάς
είχε και έχει
ιδιαίτερη σημασία
για εμάς τους
Έλληνες. Οι κάμποι,
οι πλαγιές και οι
λόφοι της πατρίδας
μας είναι κατάφυτοι
από ελαιόδεντρα.
4. Η ελιά έχει εμπνεύσει
χιλιάδες καλλιτέχνες
από τις αρχαίες
τοιχογραφίες ως τους
σύγχρονους πίνακες
ζωγραφικής.
70. Η ελιά Κωστής Παλαμάς
Eίμαι του ήλιου η θυγατέρα
H πιο απ’ όλες χαϊδευτή.
Xρόνια η αγάπη του πατέρα
Σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να πέσω νεκρωμένη,
Aυτόν το μάτι μου ζητεί.
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.
Δεν είμ’ ολόξανθη, μοσχάτη
Tριανταφυλλιά ή κιτριά·
Θαμπώνω της ψυχής το μάτι,
Για τ’ άλλα μάτια είμαι γριά.
Δε μ’ έχει αηδόνι ερωμένη,
M’ αγάπησε μία θεά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.
Όπου κι αν λάχω κατοικία,
Δε μ’ απολείπουν οι καρποί·
Ώς τα βαθιά μου γηρατεία
Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή·
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
Kι είμαι γεμάτη προκοπή·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.
Φρίκη, ερημιά, νερά και σκότη,
Tη γη εθάψαν μια φορά·
Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη
Στο Nώε η περιστερά·
Όλης της γης είχα γραμμένη
Tην εμορφιά και τη χαρά·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.
Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου
Ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί,
Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του
Λίγο προτού να σταυρωθεί·
Το δάκρυ του, δροσιά αγιασμένη,
Έχει στη ρίζα μου χυθεί·
Eίμ’ η ελιά η τιμημένη.
71. Αποσπάσματα από ποιήματα του
Ιωάννη Πολέμη
Ευλογημένο να ‘ναι ελιά το χώμα που σε τρέφει
κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απ’ τα νέφη
κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σ’ έχει
στείλει
για το λυχνάρι του φτωχού, για τ’ άγιου το
καντήλι.
72. Πατρίδα τα λιοτρίβια σου
δουλεύουν νύχτα μέρα
με του λαδιού τη μυρωδιά
γεμίζουν τον αέρα.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου
ακούραστες γριούλες
Με τον καρπό τους τρέφουνε
παιδάκια και μανούλες.
Κι είν’ οι ελιές, Πατρίδα μου
Δέντρα ευλογημένα
που στέκονται στον άνεμο
με τα κλαδιά απλωμένα.
73. Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει
το φουντωμένο κλήμα πού και πού
το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι
γερμένοι από το βάρος του καρπού.
Αντίκρυ, σκοτεινό το ερημοκλήσι,
με πόθο και μ’ αγάπη τη θεωρεί
γιατί το καντηλάκι που ‘χει σβήσει
το φως απ’ τον καρπό της λαχταρεί.
75. Η ελιά Πέτρος Λυγίζος
Γύρω απ’ τον κορμό αυτόν
στροβιλίζεται ο χρόνος
Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας
ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο
Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της;
Όταν το βήμα της νιότης μας
λοξοδρομούσε στο όνειρο;
Γύρω απ’ τον κορμό αυτόν
παίζουν ακόμη οι φίλοι μου
Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας
Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα
76. κι εσένα
όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου
όταν κρύφτηκες χαμογελώντας
πίσω απ’ τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές
Τώρα, τόσα χρόνια μετά
πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα
στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου
στη μαγική σπηλιά της
τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο
77. κι εσύ, πάνω στα αιωρούμενα φύλλα
σαν ιπτάμενο ξωτικό
χορεύεις ταξιδεύοντας
απ’ το παρελθόν μέχρι το άπειρο…
78. Αποσπάσματα από ποιήματα του
Οδυσσέα Ελύτη
Ε, σεις στεριές και θάλασσες
τ’ αμπέλια κι οι χρυσές ελιές
ακούστε τα χαμπέρια μου
μέσα στα μεσημέρια μου.
Σ’ όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
μόνον ετούτο αγαπώ.
79. Λοιπόν, ευρέθηκε ο χρυσός
της λιόριζας
να έχει σταλάξει στα φύλλα
της καρδιάς του.
Κι από τις τόσες φορές όπου
ξαγρύπνησε,
σιμά στο κηροπήγιο,
καρτερώντας
τα χαράματα, μια πυράδα
παράξενη
του είχε αρπάξει τα σωθικά.
Οι φωνές των πουλιών, που
είχε σ’ ώρες
μεγάλης μοναξιάς
αποστηθίσει,
φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες
μαζί,
τόσο που δεν εστάθη βολετό
να προχωρήσει
σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε
για το Κακό,
Που τα’ αντίκρισε – είναι
φανερό – στη στάση
την τρομαχτική του αθώου.
Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια
του, κι όλο το
δάσος να σαλεύει ακόμη στον
ακηλίδωτον
αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ
μια ηχώ
ουρανού καταστραμμένη.
80. Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο
στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.
81. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό
φθινόπωρο,
χειμώνα ελάχιστε,
η ζωή καταβάλλει τον οβολό
του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων
μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο
του Ανέλπιστου.
82. Αποσπάσματα από ποιήματα του
Γιάννη Ρίτσου
Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό
σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του
τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως
τις ορφανές ελιές του
και τ’ αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια
83. Ποιος θα σταθεί
στον ίσκιο της ελιάς,
παρέα με το τζιτζίκι
μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ο ασβέστης
του μεσημεριού
βάφει τη μάντρα
ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα
αντρίκια ονόματά τους;
85. •Η ελιά κρασί δε βγάζει.
•Πέρασε της ελιάς τα φαρμάκια.
•Του χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το
απ’ έξω.
•Λάδι βρέχει κάστανα χιονίζει.
•Κλήμα του χεριού σου κι ελιές απ’ τον παππού
σου.
•Η ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει.
86. •Ξεφόρτωσέ την, την ελιά να σε φορτώσει λάδι.
•Βάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή
σου.
•Απ’ τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι
δουλειές.
•Έχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια.
•Του έβγαλε το λάδι.
•Μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά.
87. • Αν δε σφίξεις την ελιά, δε βγάζει λάδι.
• Άκουσες λάδι τρέχα, άκουσες στεφάνι φεύγα.
• Όποιος έχει σιτάρι, κρασί και λάδι στο πιθάρι
έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη.
• Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι.
• Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι.
• Η αλήθεια πλέει, σαν το λάδι στο νερό.
• Κάθε σταλαματιά νερό τ' Απρίλη είναι ένα
βαρέλι λάδι.
96. Το παραμύθι της ελιάς
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά
ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν
Ελιά.
Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον
κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε
στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.
Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι
από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη
γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να
πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά
της λίγο φαΐ.
97. Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη,
της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε,
την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο
γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και
ήλιο.
Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε
καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς
ανθρώπους.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο
αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος
ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι
στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της
και συλλογιζόταν.
98. - Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση
δυστυχία. * Το σπουργίτι που την είδε τόσο
στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε
μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και
πέταξε βαθιά στο δάσος.
Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
- Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ
στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.
Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και
τη ρώτησε:
- Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
- Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση
φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
- Και τι θέλεις, δηλαδή;
- θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω
κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά
99. -Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;
- Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα
από τη στενοχώρια μου;
- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω
αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το
ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα
μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα,
λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές
πράσινες, μωβ, μαύρες.
Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν,
έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο
ελαιώνα.
100. Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν
λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά
τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και
να ζουν ευτυχισμένοι.
Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της
δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους,
το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην
Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της
ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.
Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι
ο Χριστός κάτω απ' την ελιά ήρθε και
ξεκουράστηκε.
101. Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση
στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι
άνθρωποι να τη μαζέψουν να 'ναι γεμάτη
ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να
φωτίζονται απ' τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.
102. Η μικρή ελιά
Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό.
Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την
πρώτη του αγάπη, κοντούλα και στρουμπουλή.
Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με
ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και
κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις
αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο
όμορφη.
103. Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά
κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε
τα φύλλα, πάει η ομορφιά.
Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
-Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο
άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε.
104. Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:
-Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την
αγάπη.
Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια
ζωή με μαδάει για να μάθει…
105. Το καλάμι κι η ελιά
Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα
καλάμι.
Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με
πολλά κλαδιά που
κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και
κάθε δυο χρόνια,
έγερναν από το βάρος του καρπού.
Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με
καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με
ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν
με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.
106. Η ελιά καυχιόταν ολοένα:
-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι
Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό,
ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν
γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους
δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται,
τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά
έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή
και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που
λυγίζεις μπροστά σ’ όλους τους ανέμους και
τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς
έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.
107. Το καημένο το καλάμι
που ήταν από φυσικού
του ντροπαλό, τα’
άκουγε όλα αυτά και
δεν έλεγε τίποτα κι
ούτε και θύμωνε γιατί
αυτό δεν είχε να
καυχηθεί για τίποτα.
108. Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να
φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος,
που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο
τέλος την ξερίζωσε.
Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου,
έγειρε, λυγερό όπως ήτανε,
προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από
πάνω του χωρίς να το πειράξει.
109. Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος
έπαψε να φυσάει,
η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το
καλάμι σηκώθηκε
πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.
Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που
ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν’ αντισταθεί, ενώ
η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την
υπερηφάνειά της.
110. Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά
Μια φορά και έναν καιρό, όταν ο ζεστός άνεμος
φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα
κουρασμένα φυλλώματά τους, ένα παλικάρι
που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε
και τους έκανε συντροφιά. Τ’ άλλα παλικάρια
του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά
του Μανωλιού. Ψιθύριζαν λόγια άσχημα
μεταξύ τους, δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό
που έκαναν δεν ήταν σωστό.
111. Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας
γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν. Ξαφνικά
άκουσαν ένα θρόισμα, γύρισαν τα κεφαλάκια
τους, και από το κέντρο του κορμού της ελιάς
είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με
ανθρώπινη μιλιά τους είπε:
112. Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να
ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει;
Όχι, απάντησαν εκείνοι.
Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε, αποκρίθηκε το
δέντρο.
Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το
κεφάλι. Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό.
Καλημέρα, είπαν με μία φωνή. Σήμερα θα
έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να
ποτίσεις τα δέντρα.
113. Έτσι κι έγινε! Από τότε έγιναν φίλοι. Κάθε
απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω
από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν
το τραγούδι που μιλούσε για χώρες
παράξενε, για ζούγκλες με πολύχρωμους
παπαγάλους, για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα
φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα
τραγουδούσαν για την συμπόνια και την
ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων
114. Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και
κρύφτηκε πίσω από τα βουνά, ο Μανωλιός
πήγε μόνος του, πότισε την γέρικη ελιά
ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος. Τότε
είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς
είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο
κόσμο που χόρευε και γλένταγε.
Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός.
115. • Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα
μεγάλωναν, ώσπου έφτασε στο κέντρο. Εκεί
ένας βασιλιάς καθόταν σ’ένα χρυσαφένιο
θρόνο. Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα
άγαλμα. Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να
λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό. Εκείνος
χαμογελαστός χαιρέτησε,μα τι να δει!! Σ’έναν
καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο
Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας.
• Πω πω!! Τι όμορφος που είμαι! Αναφώνησε.
116.
117. Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο
χαλί, για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί
αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν. Όταν
πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί
στάθηκε στον βασιλιά που του είπε:
118. Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι. Εσύ πότιζες
το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να
βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους
μου, διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από
το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα
υπήρχαμε. Γι’αυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου
να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με
δικαιοσύνη, αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ
ο καινούριος Βασιλιάς, λύνοντας έτσι τα μάγια
της κακιάς νεράιδας που μας είχε
καταδικασμένους.
119. Έτσι κι έγινε! Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με
τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της
καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό
είναι να είσαι άνθρωπος. Από τότε ο
Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα
δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του
ύπνου του, άφησε όμως πίσω του τον
πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της
αγάπης.
122. Ο μαγικός ελαιώνας
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που
το έλεγαν Λευτέρη. Κάθε χρόνο το καλοκαίρι,
μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές
στο σπίτι της γιαγιάς του.
Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια.
Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια
στην κοντινή πόλη, ο Λευτέρης αποφάσισε να
εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού.
123. Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη
σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά
στην κλειστή πόρτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα
και την έσπρωξε δυνατά! Πόσο σκοτεινά ήταν ό-
λα εκεί μέσα! Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-
λιό μπαούλο!!
124. Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια. Και τι δε βρήκε!
Ολόκληρο θησαυρό! Παλιά βιβλία του παππού
φορέματα της γιαγιάς, παιχνίδια της μητέρας
του όταν ήταν παιδί. Κάτω κάτω ήταν
τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί. Το
ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει! Ένας παλιός
χάρτης με σχεδιάγραμμα! Αμέσως τον άρπαξε
κι άρχισε το ταξίδι του.
125. Περπάτησε ώρες πολλές. Πέρασε την πεδιάδα
με τα κίτρινα στάχυα, το γεφυράκι του μικρού
ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν
κάμπο γεμάτο ελιές.
126. Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να
ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό
της.
127. Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή. Έμοιαζε
με της γιαγιάς του. Κοίταξε γύρω του, μα δεν
είδε κανέναν! Η φωνή συνέχισε να του μιλάει
τρυφερά. Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια
άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο
κορμό, τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια
φύλλα της ελιάς. Τότε, κατάλαβε ποιος του
μιλούσε. Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο
αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του
τα μυστικά.
128. Από εκείνη την ημέρα, ο Λευτέρης πήγαινε
καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα.
Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του
ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες.
129. Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που
έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του. Έτρεξε στο
μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το
αγαπημένο του δέντρο. Η ελιά έγειρε τα
κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του. « Μη
στενοχωριέσαι», του ψιθύρισε. « Κόψε ένα
κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου. Φύτεψέ το
στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι
πάντα κοντά σου.»
130. Έτσι κι έγινε. Ένα καινούριο, ολόδροσο
δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη! Κι
από τότε δεν χώρισαν ποτέ!
131. Οι μαγικοί σπόροι
Μια φορά κι έναν καιρό, σ΄ ένα μακρινό
χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό
κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα. Το σπιτάκι τους
ήταν πολύ φτωχικό. Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα.
Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς.
Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος
βοριάς σφύριζε μανιασμένα. Κάθε πρωί η
γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος
και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να
ζεσταθούν.
132. Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος
είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα
σύννεφα! Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο
κρύο σπιτάκι τους, τυλίχτηκε σφιχτά με το
σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος. Τα πόδια
και τα χέρια της είχαν παγώσει. Τα μαλλιά και
τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική
μπόρα. Και το σπουδαιότερο, δεν μπορούσε να
γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη
τίποτα! Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε
μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να
περιμένει.
133. Έτρεμε από το κρύο και
από το φόβο της. Είχε αρ
χίσει να νυχτώνει και η
γιαγιά της σίγουρα θα
ανησυχούσε. Ξαφνικά
ένα απόκοσμο φως γέμι
σε τη σπηλιά και μια πα
νέμορφη νεράιδα πα
ρουσιάστηκε μπροστά
της!
134. Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά
τα μαλλιά . Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι
που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της
Ελπίδας. «Όταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις
και να κάνεις ό,τι ακριβώς σου πει η γιαγιά
σου. Αυτή ξέρει!» της είπε τρυφερά και
χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς. Το κορίτσι
κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο
φτωχικό του σπιτάκι. Τα μάτια του έλαμπαν
από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά
του το δώρο της νεράιδας.
135. Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους
γυαλιστερούς σπόρους, τους έβαλε στη χούφτα
της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην
αυλή. Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι.
Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους
σκέπασε με φρέσκο χώμα. Την άνοιξη οι
σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα
δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα.
Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το
μικρό σπιτάκι. Ήρθε το φθινόπωρο και τα
κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό.
136. Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν
ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο
περαστικό.
137. Η αξία της ελιάς
Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μακρινό
χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι.
Είχαν πολλά κτήματα, εκτιμήσει πλούσια,
γεμάτα ελιές. Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την
αξία τους.
Κάποια μέρα, καθώς έπαιζαν δυο παιδιά, η
Μαρία και ο Νίκος, εμφανίστηκε μπροστά
τους ένας άγνωστος άντρας. Τους μίλησε για
τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους. Τους
είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα
αγαπούν.
138. Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι
φοβερό!
Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα! Όλα τα
χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν.
Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως
έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό
άντρα που τους είχε επισκεφτεί.
Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος. Αυτό όμως
δεν ήταν και τόσο… συνηθισμένο δάσος!
Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων
ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των
ζώων ήταν υπερφυσικό.
139. Φοβόντουσαν πάρα πολύ! Περπάτησαν
ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων
δέντρων. Με τη βοήθεια ενός λιονταριού
κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που
έψαχναν.
140. Χτύπησαν την πόρτα
αλλά κανείς δεν τους
άνοιξε. Αποφάσισαν
να περιμένουν. Δεν
κατάλαβαν πόσος
χρόνος πέρασε και…
η πόρτα άνοιξε μόνη
της!!!
141. Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον
πύργο. Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά
στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σ’ έ-
να επιβλητικό δωμάτιο. Εκεί εργαζόταν ο
μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει.
Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος! Τους
αποκάλυψε αμέσως το όνομά του: τον έλεγαν
Άλφρεντ. Άρχισαν, λοιπόν, να του μιλούν για
το πρόβλημά τους. Ο μάγος τα άκουσε προσε-
κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν!
143. Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-
λα. Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς
την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-
σουν. Κατάλαβαν έτσι την αξία της, αλλά ήταν
πλέον αργά! Ή μάλλον σχεδόν αργά!
Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε
όλους όλα όσα τους συνέβησαν. Τους είπαν για
το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να
περάσουν! Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν
τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες,
ποιοι θα τις περνούσαν και πότε!
144. Οι μέρες περνούσαν
αργά και βασανιστικά!
μετά από δυο μήνες στο
χωριό εμφανίστηκε ένα
μικρό κορίτσι. Χτύπησε
την πόρτα ενός σπιτιού
και ζήτησε λίγο φαγητό.
Η οικογένεια όμως Το έ-
διωξε. Το κορίτσι ήταν
Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-
φωμένος. Αυτή ήταν η πρώ-
τη δοκιμασία που δυστυχώς
όμως απέτυχαν!
145. Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-
κρό ,άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα
παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους. Η
Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν, αλλά
το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-
ζαν.
_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης. Εγώ θα είμαι η
ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου, είπε το
αγόρι.
Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να
παίζουν. Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο
146. που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-
ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της. Αυτή ήταν
η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν
με επιτυχία!
147. Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα
για την τρίτη δοκιμασία. Μια μέρα ήρθε στο χω-
ριό ένας πλανόδιος έμπορος. Πουλούσε από σπό-
ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα. Οι τιμές όμως
ήταν πολύ υψηλές. Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-
τησαν να δουν τους σπόρους που είχε .
_Έχω σπόρους συκιάς, πορτοκαλιάς, μηλιάς και
τον τελευταίο σπόρο ελιάς, είπε ο άντρας.
_Τον τελευταίο; Ρώτησε ο Νίκος.
_ Ναι! Τον τελευταίο!
_Δεν υπάρχει άλλος;
_Όχι!!!
148. _Ούτε ένας;
_Τίποτα!
_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο;
_Ναι! Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο!
_Είστε σίγουρος για αυτό;
_Απολύτως!
Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά του.Τότε ζήτη-
σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον
τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη! Η τι-
μή του όμως ήταν πολύ, πάρα πολύ υψηλή! Εκα-
τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα!
149. _Γιε μου, δεν έχουμε τόσα χρήματα. Μπορούμε
όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας.
_Ναι, να τα δώσουμε! Θα μας μείνει η αυλή του
σπιτιού. Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο!
Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ.
_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα! είπε
ο μάγος.
_Άλφρεντ, δεν είναι τίμιο, είπε ο Νίκος.
Προλάβαμε
εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο!
_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα!
150. _Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου, είπε ο πα-
τέρας του Νίκου.
_Ναι, αλλά … αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-
ματα που μου δίνει ο μάγος, είπε ο έμπορος.
_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον
κουμπαρά μου, είπε η Μαρία!
_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης.
_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω, είπε
ο κύριος Βαγγέλης.
_Και εγώ, φώναξε η κυρία Βαρβάρα.
151. _Ναι! Και εμείς θα δώσουμε ό,τι έχουμε στους
κουμπαράδες μας, φώναξαν δυνατά όλα τα
παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του
χωριού.
152. Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα, σπίτια,
έπιπλα, χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-
σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο
της ελιάς. Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το
πρόσεχαν πάρα πολύ.
Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν
τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι
είχε το πιο νόστιμο λάδι! Τότε ο μάγος
πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία
της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με
ελαιόδεντρα.