2. • Σκίουροσ ι βερβερίτςα είναι το κοινό όνομα
μικροφ κθλαςτικοφ τθσ οικογζνειασ κιουρίδεσ. Σο
όνομα αυτό προζρχεται από τθν ελλθνικζσ λζξεισ
σκιά και ουρά. υνικωσ θ λζξθ χρθςιμοποιείται
για να κατονομάςει ηώα του γζνουσ Σκίουρος
(Sciurus) και Σαμιαςκίουροσ (Tamiasciurus). Αυτά
τα τυπικά μζλθ τθσ οικογζνειασ είναι τρεισ
ςκίουροι με μεγάλεσ φουντωτζσ ουρζσ, που
απαντώνται ςτθν Ευρώπθ, τθν Αςία και τθν
Αμερικι. Παρόμοια γζνθ υπάρχουν και ςτθν
Αφρικι. Ωςτόςο, ςτισ κιουρίδεσ περιλαμβάνονται
επίςθσ οι ιπτάμενοι ςκίουροι, και ςκίουροι
εδάφουσ όπωσ οι κυνόμυεσ και οι μαρμότεσ.
3. ΕΜΦΑΝΙΗ
• Το πιο γνωςτό χαρακτθριςτικό του ςκίουρου
είναι θ μακριά φουντωτι ουρά, που ςε μερικά
είδθ ζχει μικοσ περίπου ίδιο του κορμιοφ του.
Τα πιςινά του πόδια είναι ςχετικά μεγάλα και
το ηωάκι μπορεί άνετα να κάκεται πάνω τουσ με
τα μικρά μπροςτινά να κρατάνε καρπό ι άλλο
αντικείμενο. Τα μπροςτινά όςο και τα πιςινά
πόδια εξοπλίηονται με μικρά αλλά δυνατά
νφχια κατάλλθλα για ςκάψιμο ςτο ζδαφοσ και
ςκαρφάλωμα ςε δζντρα.
4. • Σο χρώμα του ςκίουρου διαφζρει ανάλογα με
το είδοσ, με τα πιο ςυνθκιςμζνα χρώματα το
μαφρο, το κόκκινο, το γκρίηο και το καφζ ςτθν
πλάτθ και το λευκό ςτθν κοιλιά. Οι ςκίουροι
ζχουν διπλό τρίχωμα, το εςωτερικό είναι
πυκνό κι απαλό ςτθν αφι, ενώ το εξωτερικό
αποτελείται από μακριζσ ςκλθρζσ τρίχεσ.
5. • Ο ςκίουροσ ζχει αμυγδαλωτά ςκοφρα
προεξζχοντα μάτια, ςχετικά μεγάλα για το
μζγεκοσ του κεφαλιοφ του, με αρκετι
απόςταςθ μεταξφ τουσ. Σα τριγωνικά του αυτιά
είναι ςτθτά και ςε μερικά είδθ ζχουν τοφφεσ
ςτθν κορυφι τουσ. Σο ρφγχοσ του είναι μικρό
και λιγει ςε ςτρογγυλι μφτθ.
• Οι μεγαλφτεροι ςκίουροι, οι μαρμότεσ,
φτάνουν μζχρι 8 κιλά, ενώ οι μικρότεροι, που
βρίςκονται ςτθ δυτικι Αφρικι, ζχουν βάροσ
μόλισ 15 γραμμάρια.
6. ΔΙΑΣΡΟΦΗ
• Οι ςκίουροι γενικϊσ είναι παμφάγοι, τρϊνε
μια μεγάλθ ποικιλία τροφϊν φυτικισ
προζλευςθσ, ςυμπεριλαμβανομζνων
καρυδιϊν, καρπϊν, φροφτων, μυκιτων,
κακϊσ και εντόμων όπωσ μυρμιγκια,
πεταλοφδεσ και ςκακάρια, αυγϊν ακόμθ και
μικρϊν κθλαςτικϊν (κουνελιϊν!), πουλιϊν,
βατράχων και ψοφιμιϊν. Στισ τροπικζσ
περιοχζσ, αυτοφ του είδουσ οι τροφζσ
αντικακιςτοφν τα φκινοπωρινά καρφδια.