3. Καρδερίνα
Το μήκος του πτηνού φθάνει τα 18 εκατοστά και υπάρχει μεγάλη ποικιλία σε
χρωματικούς συνδυασμούς. Κυρίαρχα χρώματα είναι το κίτρινο, το κόκκινο και
το μαύρο. Το κεφάλι της έχει χρώμα κόκκινο και σε αυτό το χαρακτηριστικό
οφείλεται η ονομασία "τουρκοπούλα" που της έδωσε ο λαός, επειδή το κόκκινο
χρώμα στο κεφάλι της μοιάζει σαν το πτηνό να φορά φέσι.
[Οι αρσενικές καρδερίνες έχουν πιο έντονα χρώματα πιο σκούρα τα μαύρα σημεία
τους. Θα πρέπει ένας νέος εκτροφέας να προσέξει την φτερούγα του αρσενικού
πτηνού να είναι όλη μαύρη ,η κόκκινη μάσκα στο κεφάλι να φτάνει μέχρι πίσω
από τα μάτια της, τα μουστάκια η τρίχες δηλαδή γύρω από το ράμφος της να είναι
μαύρα και αυτά. Στο κεφάλι της το μαύρο τμήμα είναι ομοιόμορφο δίχως άσπρες
τρίχες.
Στα μικρά πτηνά τα οποία δεν έχουν ντυθεί ακόμα μπορούμε και εκεί να τα
ξεχωρίζουμε από την μαύρη φτερούγα και από το μαύρο μουστάκι. Όμως πολλές
φορές μπορεί να γελαστούμε στα νεαρά πτηνά διότι υπάρχουν μερικές καρδερίνες
που δεν μπορούμε να της ξεχωρίσουμε απόλυτα.
Οι θηλυκές καρδερίνες έχουν πιο ξεθωριασμένα χρώματα η κόκκινη μάσκα δεν
καλύπτει το μάτι αλλά μέχρι την μέση του περίπου . Η φτερούγα της είναι καφέ ,
στο κεφάλι της στο μαύρο τμήμα έχει άσπρα φτερά, στο μουστάκι της έχει καφέ
τρίχες και γενικότερα είναι μικρότερη σε μέγεθος από την αρσενική. Η μικρές
θηλυκές καρδερίνες έχουν και αυτές καφέ φτερούγες και καφέ φτερά γύρω από το
ράμφος τους.]
Αναπαραγωγή
Η καρδερίνα ζευγαρώνει την άνοιξη και κτίζει φωλιά σε κορυφές των δέντρων, Στο
χώρο αυτό γεννά 4-5 αυγά χρώματος γαλαζοπράσινου με καστανά στίγματα και τα
επωάζει επί 14 ημέρες περίπου, ενώ το αρσενικό επιμελείται τη διασκέδασή της
με το κελάηδημά του. Γενικά, είναι πολύ στοργικό πουλί απέναντι στα μικρά του.
Καρδερίνα
4. Σπίνος
Ως σπίνοι είναι γνωστά ωδικά πτηνά, τα οποία είναι κυρίως διαδεδομένα σε
όλο το Βόρειο ημισφαίριο και ανήκουν στην οικογένεια Σπιζίδες. Η οικογένεια
περιλαμβάνει πολλά γένη και είδη που απαντούν σχεδόν σε όλο τον κόσμο
εκτός από την Αυστραλία. Ένα από τα πιο διαδεδομένα είδη είναι
ο Φρυγίλλος ο άγαμος (Fringillia coelebs) κοινώς σπίνος, γνωστός και με τα
ονόματα σπιγγάρι και τσόνης. Το ράμφος του είναι κοντό, ισχυρό και χοντρό
στη βάση του. Η διαμόρφωση αυτή του επιτρέπει να σπάζει τα σκληρά
περιβλήματα των σπόρων που αποτελούν την τροφή του. Τα είδη της
οικογένειας αυτής, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής,
παρουσιάζουν φυλετικό διμορφισμό. Ορισμένα είδη της οικογένειας, όπως το
καναρίνι κελαηδούν πολύ ωραία. Λέγεται ότι με το επίμονο κελάηδημά του
μας προειδοποιεί για τον ερχομό του χιονιού. Θεωρείται χρήσιμο πουλί
επειδή τρώει διάφορα έντομα από τα οποία κινδυνεύουν οι καλλιέργειες. Το
τραγούδι του διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και μπορεί να ακουστεί από
το Φεβρουάριο έως το Σεπτέμβριο. Ένα άλλο κοινό είδος είναι
ο ορόσπιζος (Fringilla montifringillia).
Τα μεγέθη τους δεν ξεπερνούν τα 23 εκατοστά. Διαθέτει κομψό παράστημα
και όμορφο φτέρωμα με λαμπερά, εντυπωσιακά χρώματα. Η διαμόρφωση
του φύλου είναι εμφανής. Τρέφεται με σπόρους, έντομα αλλά προτιμά και
τα φρούτα και τα λαχανικά. Συνήθως σχηματίζει σμήνη με πουλιά του είδους
του αλλά και μικτά. Κινείται με ευκολία είτε στο έδαφος για τροφή, είτε
πετώντας.
Αναπαράγεται συνήθως την άνοιξη και γεννά 2 φορές τον χρόνο 3 έως 5
αυγά. Χτίζει τη φωλιά του σε σημείο τέτοιο ώστε να μην είναι ορατή προς τους
εχθρούς του. Οι φωλιές χτίζονται από τα μέσα Απριλίου έως και τον Ιούλιο.
Δείχνει προτίμηση σε μέρη με φυλλοβόλα δένδρα, κωνοφόρα και μικτά δάση,
σε πάρκα, σε χώρους στάθμευσης και σε κήπους για την αναπαραγωγή του.
Σπίνος
5. Δεκαοχτούρα
Η δεκαοχτούρα (επιστημονικό όνομα:Streptopelia decaocto -
Στρεπτοπέλια η δεκαοκτώ) είναι ένα είδος του γένους Στρεπτοπέλια
(Streptopelia) των περιστερίδων, ιθαγενές στην Ασία και την Ευρώπη,
που έχει πρόσφατα εποικίσει και τη Βόρεια Αμερική. Έχει μεσαίο
μέγεθος, με μήκος 30-33 εκατοστά από την άκρη του ράμφους μέχρι
της άκρη της ουράς, άνοιγμα φτερών 47-55 εκατοστά και βάρος 125-
240 γραμμάρια. Το συνολικό χρώμα του είναι στιλβωμένο γκρι με ροζ-
γκρι, λιγάκι πιο σκούρο από πάνω απ' ότι από κάτω, με ένα μπλε γκρι
υποπτέρυγο μπάλωμα. Τα φτερά της ουράς είναι στιλβωμένο γκρι από
πάνω και έχουν σκούρες γκρι άκρες από κάτω στην άκρη λευκών
φτερών. Έχει ένα μαύρο ημι-κολλάρο στην άκρη του οποίου βρίσκεται
λευκό στον αυχένα, από όπου και παίρνει το όνομά του. Τα κοντά
πόδια είναι κόκκινα και το ράμφος είναι μαύρο. Η ίριδά του είναι
κόκκινη, αλλά τα μάτια από απόσταση φαίνονται μαύρα, καθώς η κόρη
του είναι σχετικά μεγάλη και μόνο ένα στενό δακτυλίδι της
καφεκόκκινης ίριδας φαίνεται γύρω από τη μαύρη κόρη. Η διαφορές
μεταξύ των δύο φύλων είναι πολύ λίγες, ενώ τα νεαρά πουλιά
ξεχωρίζουν επειδή το κολάρο τους δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως.
Το τραγούδι του, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές φωνητικά μοιάζει
πολύ με το ελληνικό δεκαοχτώ, εξ'ου και το όνομα του πουλιού. Κάνει
επίσης ένα σκληρό δυνατό κάλεσμα διάρκειας περίπου δύο
δευτερολέπτων, ιδιαίτερα κατά την πτήση λίγο πριν την προσγείωση.
Είναι συγγενικά κοντινό με το νησιωτικό περιστέρι με κολάρο της
νοτιοανατολικής Ασίας και με το αφρικανικό περιστέρι με κολάρο που
ζει στην υποσαχάρια περιοχή, σχηματίζοντας ένα υπερείδος με αυτά.
Δεκοχτούρα
6. Σπουργίτι
Είναι ένα μικρό πουλί, κυρίως με σκιές στα φτερά χρώματος ως επί το πλείστον
καφέ και γκρι.Συνδέεται στενά με κατοικημένες περιοχές, αλλά δεν είναι το μόνο
είδος σπουργιτιού που βρίσκονται κοντά σε σπίτια
Περιγραφή
Το σπιτοσπουργίτι είναι ένα ογκώδες πουλί, συνήθως με μήκος μεταξύ 14 με 18
εκατοστών. Έχει ένα μεγάλο στρογγυλευμένο κεφάλι και μια κοντή ουρά. Όσον
αφορά το βάρος του σπιτοσπουργιτιού, αυτό κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 24 με 39,5
γραμμαρίων. Το βάρος ποικίλλει ανάλογα με το φύλο, με τα θηλυκά συνήθως
μικρότερα από τα αρσενικά και τα νεότερα πτηνά να είναι μικρότερα. Τα αρσενικά
είναι μεγαλύτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και τα θηλυκά μεγαλύτερα κατά τη
διάρκεια της αναπαραγωγής. Μεταξύ και εντός των υποείδων, υπάρχει περαιτέρω
διαφοροποίηση με βάση το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο, το κλίμα, και άλλους
περιβαλλοντικούς παράγοντες, σύμφωνα με βιολογικούς κανόνες, όπως ο κανόνας
του Μπέργμαν.
Συμπεριφορά
Ο σπιτοσπουργίτης είναι ένα πολύ κοινωνικό πουλί. Είναι αγελαίος σε όλες τις
εποχές κατά τη σίτιση, και συχνά σχηματίζει αγέλες με άλλα είδη πουλιών. Επίσης
φωλιάζει κοινωνικά, καθώς οι φωλιές του συνήθως συγκεντρώνονται σε συστάδες,
και δραστηριοποιείται πολλές φορές κοινωνικά, όπως όταν κάνει μπάνιο σε σκόνη
και νερό, καθώς και στο «κοινωνικό τραγούδι», στο οποίο τα πουλιά καλούν μαζί
μέσα σε θάμνους. Ο σπιτοσπουργίτης τρέφεται κυρίως στο έδαφος, και σχηματίζει
κοπάδια σε δέντρα και θάμνους. Είναι κυρίως καθιστικό είδος, σπάνια κινείται
περισσότερο από μερικά χιλιόμετρα. Υπάρχει περιορισμένη μετανάστευση στους
καθιστικούς πληθυσμούς, με τα πουλιά του βουνού να κινούνται σε χαμηλότερα
υψόμετρα και μερικά νεαρά πουλιά μεταναστεύουν σε μεγάλες αποστάσεις, ιδιαίτερα
στις ακτές. Επιπλέον, δύο υποείδη, τα bactrianus και parkini, είναι κατά κύριο λόγο
μεταναστευτικά και σε αντίθεση με τα πουλιά με καθιστικούς πληθυσμούς που
μεταναστεύουν, προετοιμάζεται για τη μετανάστευση με την αύξηση του σωματικού
βάρουςΤα σπιτοσπουργίτια που δεν αναπαράγονται κουρνιάζουν σε μεγάλες ομάδες
στα δέντρα, όπου συγκεντρώνοναι πριν άρχισουν το ομαδικό κάλεσμα. Κατά τη
σίτιση σε σταθμούς και στη φωλιά, το θηλυκό είναι κυρίαρχο, παρά το μικρότερο
μέγεθός του.
Σπουργίτι
7. Γκιόνης
Ο γκιόνης ή γκιώνης (Otus scops - Ώτος ο σκωψ) είναι ένα από τα μικρότερα
είδη γλαύκας στην Ευρώπη. Ανήκει στην οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) και
αναγνωρίζονται έξι υποείδη, τα οποία ωστοσο διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους.
Εκτός από τον κοινό γκιόνη (O. s. scops) βρίσκουμε στην Κρήτη και
στις Κυκλάδες τον σκλώπα ή σκουλούπα (O. s. cycladum), και
στην Κύπρο το θούπι (O. s. cyprius).
Ανατομικά χαρακτηριστικά
Ο γκιόνης, με μήκος 19 περίπου εκατοστά, είναι η μικρότερη ευρωπαϊκή γλαύκα
με εξαίρεση την σπουργιτόγλαυκα (Glaucidium passerinum). Είναι λίγο μικρότερος
από την Μικρή κουκουβάγια (Athene noctua), με λεπτότερο σχήμα, μακρύτερη
ουρά και πόδια χωρίς φτερά. Το φτέρωμά του είναι ανοιχτόχρωμο,
καστανοκόκκινο προς γκρίζο, διάστικτο με τεφροκάστανες μικρές κηλίδες και
σκωληκοειδείς γραμώσεις, καθώς και υπόλευκες κηλίδες και μπαλώματα. Το
χρώμα της ίριδάς του είναι κίτρινο.
Φωνή
Η φωνή του γκιόνη είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό άκουσμα των καλοκαιρινών
νυκτών. Το τραγούδι του είναι ένα επαναλαμβανόμενο σφύριγμα "τιου - τιου", ή
"πιου - πιου", το οποίο είναι απαραγνώριστο. Μοιάζει μονάχα με τους ήχους των
φρύνων του γένους Αλύτης (Alytes), το οποίο όμως δεν εκπροσωπείται στην
Ελλάδα με κάποιο είδος.
Λαογραφία
Υπάρχει μια πολύ γνωστή λαϊκή παράδοση που προσπαθεί να εξηγήσει το
λάλημα του γκιόνη. Ήταν, κατά την παράδοση, δύο αδερφοί ο Γκιώνης (ή
Αντώνης) και ο Δήμος. Ο Δήμος λοιπόν σκότωσε τον Γκιώνη και όταν το
μετάνιωσε μεταμορφώθηκε από τη λύπη του (ή τον μεταμόρφωσε μετά από δική
του παράκληση ο Θεός) σε πουλί, που κλαίει τον αδικοχαμένο αδερφό
του: "Γκιων! Γκιων!".
Ηθολογικά χαρακτηριστικά
Ο γκιόνης είναι αποκλειστικά νυκτόβιος και θερμόφιλος. Φωλιάζει σε τρύπες και
κοιλότητες δένδρων ή εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πουλιών. Ζει και
αναπαράγεται σε ανοιχτά δάση, οικισμούς, πάρκα, κοντά σε κατοικημένες
περιοχές, φυτείες, κήπους κ.τ.λ.
Τρέφεται κυρίως με έντομα, αλλά πολλές φορές θηρεύει και μικρά ερπετά και
μικρο θηλαστικά και είναι ιδιαίτερα ωφέλιμος στη γεωργία.
Γκιώνης
8. Κίσσα
Κίσσα
Η κίσσα (Garrulus glandarius) είναι ένα είδος πτηνού που το συναντάμε σε μια
ευρεία περιοχή, από τη Δυτική Ευρώπη και την βορειοδυτική Αφρική έως την
ανατολική - νοτιοανατολική Ασία. Λόγω της μεγάλης γεωγραφικής της εξάπλωσης,
έχουν εξελιχθεί αρκετές πολύ διαφορετικές φυλετικές μορφές, οι οποίες μοιάζουν
πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.
Εξάπλωση και ενδιαίτημα
Κατοικεί σε μικτά δάση, ιδιαίτερα με βελανιδιές. Τα τελευταία χρόνια, τα πτηνά
αυτά έχουν αρχίσει να μεταναστεύουν σε αστικές περιοχές, πιθανώς ως
αποτέλεσμα της συνεχούς καταστροφής των δασικών περιοχών όπου ζουν.
Συμπεριφορά
Το σύνηθες κελάηδισμά της, είναι μια σκληρή στριγκλιά που τη χρησιμοποιεί όταν
βλέπει διάφορα αρπακτικά ζώα, αλλά η κίσσα είναι γνωστή για τον μιμητισμό της,
έτσι ώστε συχνά να ακούγεται σαν ένα διαφορετικό είδος που είναι αδύνατο να
ξεχωρίσεις την ταυτότητα του. Μπορεί να μιμηθεί ακόμη και τον ήχο του πουλιού
που του επιτίθεται όπως η κουκουβάγια του δάσους (γνωστή ως χουχουριστής -
Strix Aluco).
Η κίσσα αποτελεί πιθανή λεία τόσο για τις κουκουβάγιες τη νύχτα, όσο και για
άλλα αρπακτικά πτηνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, όπως τα διπλοσάϊνα
(Αccipiter gentilis) και οι πετρίτες (Falco peregrinus).
Διατροφή
Η κίσσα τρέφεται με ασπόνδυλα, συμπεριλαμβανομένων πολλών επιβλαβών
εντόμων, βελανίδια (τα οποία θάβει για χρήση κατά τη διάρκεια του χειμώνα),
σπόρους οξιάς, φρούτα όπως βατόμουρα, αλλά και με νεοσσούς και αυγά, ακόμη
και μικρά τρωκτικά.
Αναπαραγωγή
Φωλιάζει σε δέντρα ή μεγάλους θάμνους, γεννώντας συνήθως 4-6 αυγά που
εκκολάπτονται μετά από 16-19 ημέρες και είναι πλήρως αναπτυγμένα μετά από
21-23 ημέρες. Και τα δύο φύλα ταΐζουν τα μικρά.
9. Τσίχλα
Τσίχλα
Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους λατ.
Turdus, αρχ. κίχλη, της οικογένειας των τουρδιδών. Πρόκειται για πουλιά μετρίου
μεγέθους, συγγενικά με τους κότσυφες, τα οποία συναντώνται στις εύκρατες
περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 3000
είδη. Ο πιο κοινός αντιπρόσωπος του γένους στην Ευρώπη είναι το είδος Turdus
philomelios (γαλ. Grive musicienne) η κοινή τσίχλα. Το πουλί αυτό έχει μήκος 23
εκ. και το φτέρωμά του, παρόμοι και στα δύο φύλα, είναι καστανό στη ράχη και
διάστικτο, λευκό στην κοιλιά. Συχνάζει σε δάση και σε κήπους και φωλιάζει
συνήθως σε θάμνους και άλλα ξυλώδη φυτά, σπανιότερα σε κτίρια. Το αρσενικό
κελαηδά δυνατά επαναλαμβάνοντας τον ίδιο σύντομο ήχο.
Χαρακτηριστικά
Έχουν μικρό αλλά ισχυρό ράμφος και μακριά πόδια. Το φτέρωμά τους γενικά
είναι καστανό, γκρίζο ραχιαία και λευκωπό, διάστικτο με σκούρες κηλίδες,
κοιλιακά. Είναι παμφάγα πτηνά που τρέφονται κυρίως με έντομα, μικρά
ασπόνδυλα, αλλά και καρπούς. Την άνοιξη, περίοδο κατά την οποία ακούγεται
συχνότερα το μελωδικό κελάηδημα των αρσενικών, κατασκευάζουν φωλιά σε
σχήμα κυπέλου, όπου τα θηλυκά αποθέτουν 3 ως 6 αβγά τα οποία επωάζουν
και οι δυο γονείς.
Οικογένεια τουρδίδες
•Κόσσυφος ο λευκόστερνος (Turdus torquatus), κοινώς κοτσυφότσιχλα
•Κίχλη η ιλάς (iliacus) (Turdus musicus), κοινώς κοκκινότσιχλα. Το είδος αυτό
περιγράφεται πρώτη φορά από τον Λινναίο στο Σύστημα της Φύσης (Systema
natura) το 1758.
•Κίχλη η δενδρόβιος (Turdus viscivorus), κοινώς γερακότσιχλα. Είναι είδος
επιδημητικό.
•Κίχλη η κεδρόβιος, (Turdus pilaris), κοινώς δενδρότσιχλα. Η κερδότσιχλα είναι
αγελαίο πουλί σε αντίθεση με τις περισσότερες τσίχλες. Είναι διπλάσια σε
μέγεθος από τη συνηθισμένη τσίχλα. Το κρέας της έχει την ευωδιά των κόκκων
του κέδρου από τους οποίους τρέφεται.
•Turdus ruficollis, κοινώς μαυρόλαιμης.
10. Κουκουβάγια
Κουκουβάγια
Κουκουβάγια ή γλαύκα ονομάζεται κάθε μέλος της
βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα (Strigiformes), η οποία ανήκει
στην ομοταξία των Πτηνών (Aves) και περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών
και στην πλειονότητά τους νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους
εκτός της Ανταρκτικής και έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές στη νυχτερινή
διαβίωση. Διακρίνουμε δυο οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια
των Τυτονιδών (Tytonidae) η οποία περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη, και την
οικογένεια των Στριγγιδών (Strigidae) όπου ανήκουν τα περισσότερα είδη
κουκουβάγιας.
.Ανατομικά χαρακτηριστικά
Οι γλαύκες έχουν ιδιαίτερη μορφή, η οποία χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτες
προσαρμογές στις ανάγκες ενός νυκτόβιου θηρευτή. Έχουν μακριές και
στρογγυλεμένες φτερούγες, κοντή ουρά και ένα δυσαναλόγως μεγάλο κεφάλι με
ένα δισκοειδές μεγάλο πρόσωπο. Τα ράμφη τους είναι κυρτά και γαμψά. Όλες οι
γλαύκες έχουν ιδιαίτερα οξυμένες τις αισθήσεις της ακοής και της οράσεως. Τα
μάτια είναι τοποθετημένα μπροστά, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται στερεοσκοπική
όραση, κάτι το οποίο είναι απαραίτητο σε κάθε θηρευτή, ώστε να μπορεί να κάνει
σωστή εκτίμηση αποστάσεων και ταχυτήτων.
Τα όργανα της ακοής είναι τοποθετημένα ασύμμετρα στο κεφάλι του πτηνού και η
διαμόρφωση του προσώπου είναι τέτοια, ώστε να κατευθύνει τα ακουστικά κύματα
στους ακουστικούς πόρους. Πάρα πολλές γλαύκες έχουν στην κορυφή της
κεφαλής χαρακτηριστικές τούφες, οι οποίες ονομάζονται αντία. Τα αντία
αποτελούνται από φτερά και δεν έχουν καμία σχέση με την ακοή. Η λειτουργία
τους δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί.
Οι γλαύκες έχουν σε σχέση με το σωματικό τους βάρος δυσαναλόγως μεγάλη
επιφάνεια πτερύγων. Σε συνδυασμό με το μαλακό και πυκνό πτέρωμα
επιτυχγάνουν έτσι μια σχεδόν απολύτως αθόρυβη πτήση.
11. Καλογιάννος
Καλογιάνος
Ο Καλογιάνος ή Κοκκινολαίμης, γνωστός και ως Ρούβελας, Τσιπουργιάννης ή
Κουμπογιάννος είναι ένα μικρόσωμο, στρουθιόμορφο πουλί, που ανήκει στην οικογένεια των
τσιχλών. Αν και το συνολικό του μέγεθος δεν ξεπερνάει τα 14 εκατοστά μαζί με την ουρά του,
είναι από τα δημοφιλέστερα πουλιά της Ευρωπαϊκής αλλά και της Ελληνικής ορνιθοπανίδας.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου και συναντάται συχνά, κατέχει τον τίτλο ενός καχύποπτου
πουλιού, στην Βρετανία όμως είναι γνωστός ως “ο θρασύτατος φίλος του κηπουρού”. Στην
Ευρώπη ο κοκκινολαίμης έχει συνδυαστεί με τον ερχομό των Χριστουγέννων. Και αυτό
συμβαίνει γιατί κατά τον 18ο αιώνα οι ταχυδρόμοι που έφερναν τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες
στους Βρετανούς, φορούσαν κόκκινο γιλέκο και τους φώναζαν “κοκκινολαίμηδες”!
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοκκινολαίμηδων που είναι κατά βάση μοναχικά πουλιά, εκτός
της περιόδου αναπαραγωγής, είναι το πορτοκαλοκόκκινο χρώμα στο πρόσωπο, την τραχηλιά
και το στήθος, το οποίο και χρησιμοποιεί φουσκώνοντάς το για να τρομάξει τους εχθρούς του.
Αν και είναι μικρόσωμο πουλί, φαίνεται να έχει μεγάλο κεφάλι, “χωρίς λαιμό”, με μικρό
στιβαρό ράμφος. Το υπόλοιπο φτέρωμά του είναι καστανωπό με μια στενή κίτρινη ρίγα στην
φτερούγα. Το φτέρωμα της κοιλιάς του έχει λευκό χρώμα. Το αρσενικό και το θηλυκό δεν
έχουν ουσιαστικές διαφορές στο χρωματισμό του φτερώματός τους. Με τα μακριά και λεπτά
πόδια του κινείται με απίστευτη ευκολία πραγματοποιώντας μικρά πηδήματα στο έδαφος.
Κινείται με χαρακτηριστικό τρόπο σέρνοντας τα φτερά του στο έδαφος και σηκώνοντας την
κοντή ουρά του. Κοντοστέκεται, κάνει μια μικρή υπόκλιση, μένει στιγμιαία ακίνητος,
ξαναπηδάει και φτερουγίζει. Είναι ενδημικό πουλί και τον συναντάμε σε όλη την Ευρώπη, την
Μικρά Ασία, την Αφρική και την Περσία. Τον χειμώνα μας επισκέπτεται μεγάλος αριθμός
πουλιών από την Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη, τα οποία διαχειμάζουν στην χώρα μας και την
εγκαταλείπουν ξανά στις αρχές της Άνοιξης για να επιστρέψουν στα μέρη τους προκειμένου
να ετοιμαστούν για το ζευγάρωμα. Στην Ελλάδα τον συναντάμε όπου και να γυρίσουμε το
βλέμμα μας. Και σίγουρα αν δεν τον δούμε θα ακούσουμε το καθαρό, μελωδικό αλλά και
μελαγχολικό του κελάηδημα για το οποίο κατέχει δικαίως τον τίτλο “το αηδόνι του χειμώνα”. Το
χαρακτηριστικό γεμάτο από ποικιλία ήχων κελάηδημά του, μπορεί να ακούγεται από το
χάραμα, μέχρι και τις νυχτερινές ώρες, ιδίως αν υπάρχουν φώτα στις πόλεις, αλλά
διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή. Το φθινόπωρο ακούγεται σαφώς πιο μελαγχολικό. Ο
κοκκινολαίμης χρησιμοποιεί το κελαηδημά του ως ένα μέσο για να ορίζει την επικράτειά του.
Το παράδοξο είναι ότι μετά την περίοδο αναπαραγωγής το ζευγάρι χωρίζει, και αν βρεθεί το
ένα στην επικράτεια του άλλου, μετατρέπονται σε αντίπαλοι. Το θηλυκό είναι από τα σπάνια
του είδους που κελαηδεί και αυτό προσπαθώντας να διεκδικήσει το χώρο που του ανήκει.
12. Αηδόνι
Αηδόνι
Το αηδόνι, κοινώς μπιρμπίλι, (Luscinia megarhynchos - Αηδών η
μεγάρυγχος), είναι ένα μικρόσωμο ωδικό πτηνό. Δεν έχει εντυπωσιακό
φτέρωμα η πάνω επιφάνεια του σώματος του έχει ζωηρό καστανό χρώμα, η
κάτω επιφάνεια υπόλευκο χρώμα και η ουρά του είναι καστανέρυθρη. Η φήμη
του οφείλεται στο μελωδικό του κελάηδημα, το οποίο ακούγεται κυρίως την
εποχή του ζευγαρώματός του και πιο πολύ τις νυχτερινές ώρες. Το αηδόνι ζει
στις εύκρατες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, απ' όπου αποδημεί τον
Αύγουστο προς τη βόρεια Αφρική και τη νοτιοδυτική Ασία. Ζει κατά κανόνα
μέσα σε θάμνους και σε πυκνά και υγρά δάση, ενώ τρέφεται
με έντομα και νύμφες εντόμων, σκουλήκια, μικρές αράχνες και ρώγες
σταφυλιών.
Τον Απρίλιο, το αηδόνι χτίζει τη φωλιά του σε σωρούς φύλλων. Μέσα σε αυτή,
το θηλυκό γεννά τον Μάιο 4-5 αβγά με καστανό λαδί κέλυφος, τα οποία και
επωάζει για δύο εβδομάδες. Σε περιοχές με θερμότερο κλίμα μπορεί να κάνει
και δεύτερη επώαση σε διάστημα λιγότερο των δύο μηνών μετά την πρώτη.
Τα μικρά αναπτύσσονται τόσο γρήγορα, ώστε μπορούν να συμμετάσχουν στη
φθινοπωρινή μετανάστευση.