1. Σα ηϊα τθσ Αφρικισ
Θ φαινα είναι ηϊο τθσ οικογζνειασ
των υαινιδϊν, θ οποία με τθ ςειρά τθσ ανικει
ςτθν ομοταξία των Θθλαςτικϊν. Είναι γνωςτά
τρία είδθ τθσ: Θ Ύαινα η
ςτικτήτθσ Αφρικισ που ηει νότια τθσ αχάρασ,
θ Ύαινα η καςτανήστθσ Νότιασ Αφρικισ και
θ Ύαινα η ραβδωτή , θ οποία ηει από τθ βόρεια
και βορειοανατολικι Αφρικι ωσ τθν Μικρά
Αςία και τθν Ινδία. Θ φαινα θ ςτικτι είναι θ
μεγαλφτερθ ςε μζγεκοσ και θ πιο επικετικι.
Θεωρείται αποκρουςτικό ηϊο εξαιτίασ τθσ
ςυνικειασ του να τρζφεται κυρίωσ από νεκρά
ηϊα και τθσ αντιπακθτικισ του εμφάνιςθσ
Θ ΤΑΙΝΑ
2. Σο λιοντάρι (Panthera leo - Πάνθηρ ο λζων)
ανικει ςτο γζνοσ Panthera τθσ οικογζνειασ
των Αιλουρίδων. Κακϊσ κάποια αρςενικά
υπερβαίνουν τα 250 κιλά ςε βάροσ[4] είναι το
δεφτερο μεγαλφτερο αιλουροειδζσ μετά
τθν τίγρθ που υπάρχει ςιμερα. Λιοντάρια ςε
άγρια κατάςταςθ υπάρχουν πλζον
ςτθνΤποςαχάρια Αφρικι και ςτθν Αςία που
ζχει μείνει ζνασ πλθκυςμόσ ςτθ
βορειοδυτικι Ινδία που κινδυνεφει άμεςα από
αφανιςμό ενϊ ζχει εξαφανιςτεί από τθ Βόρεια
Αφρικι, τθ Μζςθ Ανατολι και τθ Δυτικι
Αςία ςτα ιςτορικά χρόνια. Μζχρι το
φςτερο Πλειςτόκαινο, περίπου 10.000 χρόνια
πριν, το λιοντάρι ιταν το πλζον
διαςκορπιςμζνο μεγάλο επίγειο κθλαςτικό
μετά τον άνκρωπο. Βρίςκονταν ςτο
μεγαλφτερο μζροσ τθσ Αφρικισ, μεγάλο μζροσ
τθσ Ευραςίασ από τθ δυτικι Ευρϊπθ ζωσ τθν
Ινδία, και ςτθν Αμερικι από το Γιοφκον ζωσ
ΣΟ ΛΙΟΝΣΑΡΙ
3. Θ ΣΙΓΡΘΘ τίγρθ (κθλ.) ι ο τίγρθσ (αρς.)
είναι ςαρκοφάγο κθλαςτικό τθσοικογενείασ τω
ν αιλουριδϊν, τθσ οποίασ αποτελεί το
μεγαλφτερο και ιςχυρότερο μζλοσ.
Σο είδοσ ζχει τθν επιςτθμονικι
ονομαςία απαντά αποκλειςτικά
ςτθν αςιατικι ιπειρο και διακρίνεται ςε
9υποείδθ, από τα οποία τα 3 κεωροφνται
εξαφανιςμζνα (βλ. Τποείδθ).
Θ τίγρθ, ζνα από τα λιγοςτά ηϊα τθσ
επονομαηομζνθσ Χαριςματικισ
Μεγαπανίδασ αποτελεί ζνα από τα πλζον
αναγνωρίςιμα είδθ ςτθν υφιλιο, με το
χαρακτθριςτικό μοτίβο από κάκετεσ, ςκοφρεσ
ραβδϊςεισ ςε κοκκινο-πορτοκαλί υπόςτρωμα
ςτθν άνω επιφάνεια και, τθν πιο
ανοικτόχρωμθ κάτω επιφάνεια του ςϊματόσ
τθσ.
Θ ΣΙΓΡΘ
4. ΣΟ ΣΙΣΑΧ
Ο Γατόπαρδοσ είναι ςαρκοφάγο κθλαςτικό τθ
σ οικογενείασ τωναιλουριδϊν. Ανικει
ςτθν υποοικογζνεια των αιλουρινϊν και
εντάςςεται ανάμεςα ςτα μζλθ μιασ «ομάδασ»
που απαρτίηουν τισ
αποκαλοφμενεσαγριόγατεσ, που περιλαμβάνει
διάφορα γζνθ και τθσ οποίασ αποτελεί ζνα
από τα μεγαλφτερα μζλθ. Σο είδοσ ζχει τθν
επιςτθμονικι απαντά αποκλειςτικά
ςτθν Αφρικι και ςτο Ιράν και περιλαμβάνει
5 υποείδθ.
ΣΟ ΣΙΣΑΧ
5. ΣΟ ΠΟΤΜΑTO ΠOYMA
Σο ποφμα - Ποφμα το ομοιόχρουν) ι
αλλιϊσ κοφγκαρ ιλιοντάρι τθσ Αμερικισ,
είναι αιλουροειδζσ κθλαςτικό που ηει ς'
όλθ τθν Αμερικιαπό το
δυτικό Καναδά μζχρι τα βόρεια
τθσ Παταγονίασ. Μπορεί να ηιςει άνετα
ςτα βουνά, ςτουσ βάλτουσ,
ςτισ ςαβάνεσ και ςτα δάςθ ακόμα και ςε
υψόμετρο 4.000 μ. Σο μεγαλφτερο μικοσ
ηϊου που ζχει καταγραφεί είναι 3 μζτρα
από τα οποία το ζνα θ ουρά, και βάροσ
120 κιλά. Σο χρϊμα τθσ κοντισ,
πυκνισ γοφνασ ποικίλλει ςθμαντικά από
κιτρινωπό καφζ ςε κόκκινο ι και
ςκουρότερο το χειμϊνα. Ολαιμόσ,
το ςτικοσ και θ κοιλιά είναι άςπρα. Ηει
μοναχικι ηωι και διακρίνεται για τθ
δφναμθ του. Μπορεί να κάνει άλματα 6 μ.
και περιςςότερο.
6. Θ ΗΕΤΡΑ
Θ ηζβρα είναι περιςςοδάκτυλο κθλαςτικό ηϊο
που ανικει ςτισ Ιππίδεσ, ςυγγενισ
του αλόγου. Σο ςυνθκζςτερο είδοσ Ηζβρασ
είναι θ Ηζβρα θ γνιςια
Γενικά, μοιάηει με το άλογο. Σο τρίχωμά τθσ
είναι άςπρο ι πολφ ανοιχτό κίτρινο με λεπτζσ
μαφρεσ ραβδϊςεισ, οι οποίεσ υπάρχουν και
πάνω ςτθν κοντι και όρκια χαίτθ τθσ. Ζχει
μικοσ 2,2μ. και ηυγίηει γφρω ςτα 200 κιλά. Ζχει
μικρό κεφάλι, αλλά ευκίνθτα αυτιά, που
ςτρζφονται ςε μεγάλεσ γωνίεσ.
7. Θ ΚΟΜΠΡΑ
Θ Νάγια ι Νόγια είναι από τα φοβερότερα
δθλθτθριϊδθ (ιοβόλα) φίδια τθσ γθσ. Ανικει
ςτο γζνοσ των ερπετϊν οφιδίων τθσ
οικογζνειασ των ελαπιδϊν Θ Νάγια είναι
περιςςότερο γνωςτι με το πορτογαλικό τθσ
όνομα, Κόμπρα. Οι φυςιοδίφεσ τθν ονόμαηαν
άλλοτε Αςπίδα, όνομα που ζφερε
ςτθν αρχαιότθτα.
Πρόκειται για επικίνδυνο φίδι των κερμϊν
χωρϊν τθσ Ανατολικισ Αφρικισ και τθσ Αςίασ.
Ζχει ςϊμα επίμθκεσ κυλινδρικό, περιςςότερο
διογκωμζνο ςτθν κοιλιά του και καλυμμζνο με
ανκεκτικζσ και λείεσ πλάκεσ. Σο χρϊμα του
δζρματόσ τουσ ποικίλει από κόκκινο μζχρι
κίτρινο και καςτανό.
8. ΣΟ ΓΚΝΟΤ
Σο γκνου είναι γζνοσ μεγάλθσ αντιλόπθσ, που
ςυγγενεφει με τθν βουβαλίδα. Ζχει
κοντόχοντρο λαιμό, με κεφάλι ςτενόμακρο
και κζρατα φαρδιά ςτθ βάςθ τουσ. Τπάρχουν
δφο είδθ πολφ διαφορετικά μεταξφ τουσ. Σο
γκνου με τθν άςπρθ ουρά, γνωςτό και
ωσ κοννοχαίτησ είναι λεπτοκαμωμζνο περίπου
120 εκ. ψθλό, κοντόςωμο και με μακριά
πόδια. Ζχει μαφρο χρϊμα με μακριά κρόςςια
ςτον αυχζνα και μακριά άςπρθ ουρά. το
ραβδωτό γνου ι κυανι κοννοχαίτθσ είναι πιο
μακριά ςτο ςϊμα, γκριηογάλαηο με ςκοφρεσ
καφζ ραβδϊςεισ ςτο λαιμό. Σο ραβδωτό γνου
είναι μεγαλφτερο, γφρω ςτα 144 εκ. φψοσ και
με κοντφτερα κζρατα.
9. Θ καμθλοπάρδαλθ είναι το ψθλότερο ηϊο
ςτον κόςμο. Ανικει ςτθν τάξθ
τωνΑρτιοδάκτυλων, ςτο οποίο ανικει ζνα
μόνο είδοσ, θ Καμηλοπάρδαλη η
καμηλοπάρδαλισ (Giraffa camelopardalis) είναι
επίςθσ γνωςτι ωσ Καμηλοπάρδαλισ η κοινή .
Σο εν λόγω είδοσ ζχει αρκετζσ ποικιλίεσ και ηει
ςε αγζλεσ κθλυκϊν με τα μικρά τουσ, τα οποία
ζχουν ζνα αρςενικό για αρχθγό.
Είναι κθλαςτικό και φυτοφάγο. Πιρε το όνομά
τθσ από τον ςυνδυαςμό των λζξεων «Καμιλα»
και «Λεοπάρδαλθ». Σο φψοσ τθσ φτάνει τα 5,5
μζτρα και το βάροσ τθσ τα 1.350 κιλά. Σο ςϊμα
τθσ καλφπτεται από παχφ δζρμα και φζρει
καφετιζσ κθλίδεσ.
Θ ΚΑΜΙΛΟΠΑΡΔΑΛΘ
10. ΕΛΕΦΑΝΣΑ
Ο ελζφαντασ είναι το μεγαλφτερο
χορτοφάγο κθλαςτικό που ηει ςιμερα
ςτθ Γθ[1] και ηει ςτθν Αςία και τθν Αφρικι.
Ο Αφρικανικόσ ελζφαντασ (Loxodonta
africana -Λοξόδοντοσ ο αφρικανόσ)[2][3][4] είναι
ο μεγαλφτεροσ με φψοσ που φτάνει τα 3,9
μζτρα και βάροσ τουσ 7,5 τόνουσ ενϊ
ο Αςιατικόσ (Elephas maximus - Ελζφασ ο
μζγιςτοσ) τα 3 μζτρα και βάροσ τουσ 5 τόνουσ.
Ο πρόγονοσ του ςθμερινοφ ελζφαντα είναι
τομαμοφκ, που ζηθςε ςτθν τεταρτογενι
περίοδο.
11. H OXIA
H οχιά είναι γζνοσ ιοβόλων φιδιϊν, που
ανικουν ςτθν οικογζνεια Βιπερίδεσ και ςτθν
τάξθ Λεπιδωτά. Πρόκειται για το μοναδικό
ιοβόλο (και γι’ αυτό επικίνδυνο) φίδι
ςτθνΕλλάδα. υχνάηει ςε παλαιοφσ τοίχουσ,
ακαλλιζργθτα μζρθ με κλαδιά και πζτρεσ, ενϊ
μερικζσ φορζσ βρίςκεται κοντά ςε κατοικίεσ. Θ
γεωγραφικι τθσ εξάπλωςθ περιλαμβάνει όλα
τα μζρθ του κόςμου, εκτόσ από
τθν Αυςτραλία και τθ Μαδαγαςκάρθ.
12. Θ Γαηζλα αποτελεί γζνοσ Θθλαςτικϊν τθσ τάξθ
σ των Αρτιοδάκτυλων και
τθσοικογζνειασ των Βοοειδϊν και τθσ
υποοικογζνειασ Αντιλοπίνεσ. Είναι
λεπτόςωμθ, ηωθρι και χαριτωμζνθ, με κζρατα
ωοειδοφσ τομισ, ςε ςχιμα V ι λφρασ,
δακτυλιωτά ςε όλο τουσ το μικοσ·
εμφανίηονται και ςτα δφο φφλα, αλλά του
κθλυκοφ είναι μικρότερα από του αρςενικοφ·
χωρίσ κζρατα είναι μόνο το είδοσ (περςικι
Γαηζλα). Ζχει μεγάλα μάτια, που
περιβάλλονται από μία ελλειπτικι μαφρθ
κθλίδα με λευκζσ παρυφζσ· τα αυτιά είναι
μακριά και οξφλθκτα, το ρφγχοσ τριχωτό· τα
πόδια τθσ είναι ψθλά και λεπτά, με κφςανο
τριχϊν ςτα γόνατα, με μικρζσ οπλζσ· θ ουρά
είναι κοντι.
Θ ΓΑΗΕΛΑ
13. Ο κροκόδειλοσ είναι ηϊο που ανικει ςτθν
τάξθ των μεγάλων ερπετϊν. Θ τάξθ αυτι
διαιρείται ςε τρεισ οικογζνειεσ: των
κροκοδειλιδϊν, των αλλιγατοριδϊν και
των γαβιαλιδϊν.
Οι κροκόδειλοι είναι διαδεδομζνοι ςε
πολλά μζρθ τθσ γθσ. ιμερα μπορεί να
ςυναντθκοφν κροκόδειλοι ςτθ βόρεια
και κεντρικι Αμερικι, ςτο βορειοδυτικό
τμιμα τθσ νότιασ Αμερικισ, ςτισ Αντίλλεσ,
ςτθν Αφρικι κακϊσ και ςτα νθςιά που
βρίςκονται ςτισ ανατολικζσ τθσ ακτζσ,
ςτθν Ινδονθςία, ςτισ Φιλιππίνεσ, ςτθ
νότιαΑςία.
Ο ΚΡΟΚΟΔΙΛΟ
14. Θ χελώνα (λατ. Testudo) είναι ερπετό. Ανικει ςτθν
αρτίγονθ τάξθ τθσ πρωτόγονθσ υφομοταξίασ
αναψιδωτά. Χαρακτθριςτικό τουσ ο οςτζινοσ κϊρακασ
(Χζλυο) για να προςτατεφεται, τθν ςαρκϊδθ γλϊςςα
και τθν απουςία δοντιϊν. Τπάρχουν χερςαίεσ,
καλάςςιεσ και αμφίβιεσ χελϊνεσ. Ηουν και
ςε εφκρατα και ςε τροπικά κλίματα. Ιδιαίτερο
χαρακτθριςτικό των χελωνϊν είναι το καβοφκι τουσ, το
οποίο προςτατεφει το ςϊμα τουσ.
Οι χελϊνεσ αναπαράγονται κατά τθν καλοκαιρινι
περίοδο. Γεννοφν αυγά τα οποία αφινουν ςε τρφπεσ τισ
οποίεσ ςκάβουν. Οι χελϊνεσ ςτθ ςυνζχεια δεν ζχουν
καμιά ςχζςθ με τα μικρά τουσ, τα οποία μεγαλϊνουν
μόνα τουσ.
Θ ΧΕΛΟΝΑ
15. Ο γκρίηοσ λφκοσ (κοινά αναφερόμενοσ
ωσ λφκοσ)
είναι ςαρκοφάγοκθλαςτικό τθσ οικογενείασ τω
ν Κυνιδϊν, τθσ οποίασ αποτελεί το
μεγαλφτερο και ιςχυρότερο μζλοσ. Απαντά ςε
εκτεταμζνεσ περιοχζσ του Βορείου
θμιςφαιρίου, κυρίωσ όμωσ ςτα
μεγάλα γεωγραφικά πλάτθ του (εξαιροφνται
τα διακριτά υποείδθ ςκφλοσ και ντίνγκο). Θ
επιςτθμονικι ονομαςία τουείδουσ είναι και
περιλαμβάνει 36-40 υποείδθ, αναλόγωσ του
ταξινομικοφ φορζα.
Ο ΛΤΚΟ
16. Ο μυρμθγκοφάγοσ είναι κοινι ονομαςία για
τα τζςςερα είδθ κθλαςτικϊν τθσ υποτάξεωσ
των Σκωλθκόγλωςςων[1] κοινϊσ γνωςτϊν για
τθν διατροφι τουσ
μεμυρμιγκια και τερμίτεσ.[2] Μαηί με
τουσ βραδφποδεσ, αποτελουν τθν τάξθ
τωνΒραδυποδομόρφων. Θ ονομαςία
"μυρμθγκοφάγοσ" χρθςιμοποιείται επίςθσ για
μθ ςυγγενικά ηϊα όπωσ τα άαρντ-βαρκ,
τα νοφμπατ, οι ζχιδνεσ, οι παγκολίνοι και
κάποια μζλθ τθσ οικογζνειασ των Οικοβιιδϊν.
Ο ΜΤΡΜΘΓΚΟΦΑΓΟ
17. Πρωτεφον ονομάηεται κάκε μζλοσ τθσ
βιολογικισ τάξθσ Πρωτεφοντα (Primates), τθσ ομάδασ
που περιλαμβάνει τουσ προςιμιίδεσ (ςτουσ οποίουσ
ςυγκαταλζγονται οιλεμοφριοι, οι λόρισ, οι γαλάγοι και
οι τάρςιοι) και
τουσ ςιμιίδεσ (μαϊμοφδεσ καιπίκθκοι).[2] Με εξαίρεςθ
τουσ ανκρϊπουσ, οι οποίοι κατοικοφν ςε όλεσ τισ
θπείρουσ τθσ Γθσ,*α+ τα περιςςότερα πρωτεφοντα ηουν
ςε τροπικζσ ι υποτροπικζσ περιοχζσ τθσ Αμερικισ, τθσ
Αφρικισ και τθσ Αςίασ.[3] Οριςμζνα από τα πρωτεφοντα
που ζχουν εκλείψει είναι ο Αρχαιοΐντρισ (ζνασ
λεμοφριοσ μεγαλφτεροσ από τον αςθμόρραχο γορίλα)
και οι
οικογζνειεσ Παλαιοπροπικθκίδεσ και Αρχαιολεμουρίδεσ
.[3] Σα πρωτεφοντα ποικίλουν ςε μζγεκοσ, από
τον λεμοφριο ποντικό τθσ Μαντάμ Μπερκ των 30
γραμμαρίων, μζχρι τον Ορεινό Γορίλα των 200 κιλϊν.
Θ ΜΑΙΜΟΤ