1. ΣΕΛΙΔΑ 1
Στο ποτάμι το φαρδύ
Το γνωστό Μισισιπή
Ταξίδευε όλο μεγαλείο
Ένα μεγάλο πλοίο
Γεμάτο με μικρά παπιά
Που τρελά από χ αρά
Εκείνο το ηλιόλουστο πρωί
Πήγαιναν όλα εκδρομή
2. ΣΕΛΙΔΑ 2
Ήταν ωραίο το ταξίδι,
παρά το στριμωξίδι.
Άλλα παπιά φορούσαν παπιγιόν
Κι άλλα ψαθάκια.
Άλλα παίζανε ακορντεόν
κι άλλα γλείφανε χωνάκια.
Άλλα ξεκαρδίζονταν στα γέλια
κι άλλα τρώγανε παστέλια.
Άλλα μαδούσαν μαργαρίτες
κι άλλα ρουφούσανε γρανίτες.
Άλλα παίζαν τους κουρσάρους
κι άλλα ταΐζανε τους γλάρους.
3. ΣΕΛΙΔΑ3
Ξαφνικά μες΄ στην ηρεμία,
Μπήγει μια φωνή
ο λοστρόμος μ΄ αγωνία:
-Κάποιος έκανε πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Δεν ξεγελιέμαι, είδα
Μια κίτρινη κηλίδα!
Δηλαδή πιπί ενόψει,
Το γνωρίζω από την όψη!
4. ΣΕΛΙΔΑ 4
Φασαρία, αμέσως ταραχή,
Ρωτάνε όλα τα παπιά μαζί.
Ρωτάνε το ‘να τ’ άλλο
Με πανικό μεγάλο:
-Τι είπε ο λοστρόμος,καλέ; Τι;
-Είπε ότι κάποιος έκανε πιπί
Στη μέση του Μισισιπή!
Παίρνει ο καπετάνιος τότε
Ένα κόκκινο χωνί
Και φωνάζει μ’ αυστηρή φωνή.
-Ποιο
άταχτο
παπί
έκανε πιπί στη μέση
Του Μισισιπή;
5. ΣΕΛΙΔΑ 5
Σιωπή
Έπεσε βαριά σιωπή
δεν ακουγόταν ούτε ανάσα,
μόνο ο γερο-μαγιρας
που έπαιζε γκρανκάσα,
ένας μουτσος
που έπαιζε κιθαρα
και τρεις ναυτες
που εκαναν γοργα.
Υψωνει ο καπετανιος τη φωνη κι ολο το πλοιο αντηχει
6. ΣΕΛΙΔΑ6
-Όποιος έκανε πιπί
Στη μέση του Μισισιπή
Να σηκώσει το χέρι
Και να το παραδεχτεί!
Πέρασε όλο το πρωί
Έφτασε το μεσημέρι
Και κανείς δε σήκωνε το χέρι
Για να παραδεχτεί
Ότι, ναι, πιπί
Στη μέση του Μισισιπή!
7. ΣΕΛΙΔΑ 7
Όλα τα μικρά παπιά.
Ρέμβαζαν σιωπηλά
Στην κουπαστή
Και κοιτούσαν την ακτή
Ή κάποιο κύμα αφρισμένο
Με ύφος ονειροπαρμένο.
Παίρνει πάλι το χωνί
Ο καπετάνιος και αναφωνεί…
8. ΣΕΛΙΔΑ 8
-Αν κάθε ανυπάκουο παπί
Έκανε αστόχαστα πιπί
Στη μέση του Μισισιπή θα πήγαινε χαράμι
τέτοιο υπέροχο ποτάμι!
-Ναι, αν κάθε άμυαλο παπί
έκανε πιπί του κάθε μέρα,
θα γέμιζε το ποτάμι πέρα ως πέρα!
Θα’ταν, σε λίγο, το μισό πιπί
Και δε θα το λέγανε Μισισιπή
Πώς θα το λέγανε;
9. Μπορεί κανείς να φανταστεί;
-Θα το λέγανε Μισιπιπί,
προτείνει ένα έξυπνο παπί.
-Ακριβώς!
Και θα ‘πρεπε γι’ αυτό,
για να μη μακρηγορώ,
η Γεωγραφία να γραφτεί
φτου ξανά κι απ’ την αρχή!
9
10. ΣΕΛΙΔΑ 10
Λοιπό ,ένα έχω να σας πω:
Ο ένοχος πρέπει να ομολογήσει
Προτού το πιπί μας πλημμυρίση
Και τον κοσμο κατακλυσει
Και το σύμπαν σκεπαστει
Σ’ένα κυμα από πιπι!
Οποιος το ‘χει
Στην καρδια του βαρος
Ας έχει το κουραγιο
ας βρει το θαρρος
να σταθει εδώ μπρος μου
και να πει:
12. Σελιδα 11
-Ναι, εγώ έκανα πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Αυτά είπε ο καπετάνιος βλοσυρός
και συννέφιασε ο ουρανός
και έπεσε βαθιά σιωπή.
Κι όλοι συλλογίζονταν
τι φοβερή καταστροφή
μπορεί να προκαλέσει
μια σταλιά πιπί.
13. ΣΕΛΙΔΑ 12
Τρέμοντας εκείνη τη στιγμή
Σηκώνει το χέρι ένα παπί
και λέει πνίγοντας ένα λυγμό:
-Ομολογώ , ομολογώ!
Εγώ το ανάξιο , εγώ ,
εγώ έκανα πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Έκανα πιπί, ναι ,πολύ ώρα
και μάλιστα με φόρα!
14. ΣΕΛΙΔΑ 13
-Α α α ! ! !
έκαναν όλοι μ’ένα στόμα.
Τι θ’ακούσουμε ακόμα!
Τι σημεία και τι τέρατα
στου Μισισιπή τα πέρατα!
15. ΣΕΛΙΔΑ 14
-Ξέρω! Είπε το παπί .
Έκανα μεγάλο κρίμα
Κι αν από πιπί μεγάλο κύμα
Τον κόσμο κατακλύσει
Και το σύμπαν αφανίσει,
Και στο διάβα του
Τίποτα όρθιο δεν αφήσει,
Ούτε σπίτι ούτε βουνό
Ούτε μαούνα ούτε θωρηκτό,
Θα΄ναι δική μου η ευθύνη,
Που καμιά γόμα δεν τη σβηνει!
Αισθάνομαι τετοια ενοχή,
Που χωρίς δισταγμό, χωρίς ντροπή
Έκανα ανέμελα πιπί
Στη μέση του Μισισιπή!
16. ΣΕΛΙΔΑ 5
Και ρωταει ο καπετανις
Με υφος απειλητικο
Γιατι συνεβη αυτο
Πως μπορεσες να κανεις τετοια πραξη
Που το χρωμα του μισισιπη θα αλλαξει
17. ΣΕΛΙΔΑ 16
Και το μικρό παπί
Πνίγει ένα λυγμό και εξηγεί:
-Όταν ξαφνικά μεσ’ στη νηνεμία
Μου ‘ρθε για πιπί επιθυμία
Ήταν δύσκολο να κρατηθώ
Και στον εαυτό μου να επιβληθώ!
18. ΣΕΛΙΔΑ 17
Έτρεχα λοιπόν με πανικό,
από κει και από δω,
και δεν έβρισκα την τουαλέτα,
μόνο πόρτες με λουκέτα
και καφάσια με χουρμάδες
και βαρέλια και κουβάδες
και ναύτες βιαστικούς,
που είχαν άλλη ασχολία
και δε μου δίναν σημασία
και εντελώς με αγνοούσαν
και στις ερωτήσεις μου
οι άθλιοι δεν απαντούσαν
19. ΣΕΛΙΔΑ 18
Άλλοι έκαναν φασίνα,
άλλοι αναπολούσαν
τα ταξίδια τους στην Κίνα,
άλλοι τηγάνιζαν ρέγγες,
άλλοι χτύπαγαν μαρέγκες,
άλλοι παίζαν τράπουλα, άλλοι ζάρια,
άλλοι καθαρίζανε παντζάρια,
κι άλλοι μανταρίνια,
άλλοι γυαλίζανε τα φινιστρίνια,
άλλοι έτρωγαν γαλέτες
και κάνεις τους, μα κανείς,
δε μου έδειχνε τις τουαλέτες.
20. ΣΕΛΙΔΑ 19
-Κανείς, κανείς;
-Κανείς, κανείς,
ούτε μούτσος, ούτε ναύτης,
ούτε κελεστής.
Μ’ άλλα λόγια, δηλαδή,
Έκανα-το παραδέχομαι-πιπί
στη μέση του Μισισιπή,
χωρίς ειλικρινά να φανταστώ
την καταστροφή που προκαλώ!
21. ΣΕΛΙΔΑ 20
- Κι είπε ο καπετάνιος
- Νεαρέ, σε συγχωρώ!
Η μετάνοιά σου φαίνεται ειλικρινής.
Κανείς δεν είναι τέλειος, κανείς!
Περασμένα όλα ξεχασμένα,
Φτάνει να υποσχεθείς
Ότι ήταν η τελευταία η φορά
Που έκανες πιπί
Στου Μισισιπή τα ανοιχτά!
22. -Ναι, είπε το παπί,
σκύβοντας με συντριβή.
Ναι… Ναι… Ποτέ, ποτέ, ποτέ,
καπετάνιε αυστηρέ.
Ποτέ δε θα κάνω πια πιπί
στη μέση του Μισισιπή!
Θα κάνω από δω και πέρα
πιπί μου στην… μπανιέρα!!
21